Φόβος: βασικό συναίσθημα του ανθρώπου που προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου ή απειλής. Μηχανισμός προστατευτικού χαρακτήρα, φυσιολογική αμυντική αντίδραση του οργανισμού χωρίς να απαιτείται συνειδητή σκέψη.
Κλείσε τα μάτια. Πες μου. Τι φοβάσαι;
Κλείσε τα μάτια. Πες μου. Τι φοβάσαι;
Φοβάμαι το σκοτάδι. Γιατί με κάνει να νιώθω ανίσχυρο. Γιατί μέσα στην απολυτότητά του και την απεραντοσύνη του νιώθω ότι μπορεί να κρύβει το οτιδήποτε. Τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες μου, τα πιο απαισιόδοξα σενάρια που πλέκω. Νιώθω το κρύο όταν είμαι στο σκοτάδι, την ανάσα μου να βγαίνει παγωμένη και τα ένστικτα επιβίωσης να ξεπροβάλλουν. Ακούω τα πάντα, όλοι οι ήχοι αποκτούν άλλη διάσταση, μεγεθύνονται και οι πιο μικροί φαντάζουν τρομακτικοί, δηλώνουν την ύπαρξη όσων δε βλέπω. Το φοβάμαι γιατί δεν μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό και να υποδηλώσω την ύπαρξη μου. Είμαι κι 'γω ένα αδύναμο τίποτα μέσα στο κενό.
Φαντάζομαι το άπειρο, το αιώνιο, το συνεχές, τα πάντα και το τίποτα που μπορεί να σε λυγίσει στη μοναξιά σου ή να σε βλάψει με όσα κρύβει. Το φοβάμαι γιατί δεν οδηγεί πουθενά και σημαίνει στασιμότητα, άγνοια, απορία. Το φοβάμαι γιατί με κάνει να σκέφτομαι. Δε βλέπω τίποτα, τίποτα δε μου αποσπά την προσοχή και φέρνω στο νου μου ό,τι με βασανίζει, γεμίζω ερωτηματικά, σκέψεις βασανιστικές, απορίες, πρόσωπα και εικόνες που είναι πιο τρομακτικές από τους δαίμονες των ταινιών τρόμου. Το φοβάμαι γιατί μου θυμίζει τον θάνατο. Το αντίθετο της ζωής και των χρωμάτων, της λάμψης, της χαράς και του φωτός.
Φοβάμαι και τον θάνατο. Όχι τον δικό μου. Αφού όπως είπε ο Επίκουρος: «Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για εμάς – στον βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών• κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους – εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια». Φοβάμαι όμως τον θάνατο των δικών μου ανθρώπων. Ανθρώπων που αγαπώ, που νοιάζομαι, που με εμπνέουν, που τους θέλω διπλά μου να με στηρίζουν, να με κάνουν να χαμογελάω, να τους βλέπω να γερνάνε μαζί μου και να μοιραζόμαστε λύπες και χαρές. Δε φοβάμαι τον δικό μου θάνατο, αλλά φοβάμαι το πώς θα πεθάνω. Φοβάμαι τον πόνο, την κατάπτωση, την αδυναμία, την απουσία ελπίδας, την αναμονή του επικείμενου τέλους.
Φοβάμαι να χάσω τον εαυτό μου. Να μην είμαι σε θέση να κάνω όσα με γεμίζουν. Να ζω μια ζωή σε επανάληψη όπου τίποτα δεν αλλάζει. Γιατί «αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές». Φοβάμαι όλα εκείνα τα όνειρα που κάνω μήπως τα κλείσω βιαστικά σε ένα συρτάρι ακολουθώντας την κεκτημένη ταχύτητα της ζωής. Φοβάμαι τη ρουτίνα, την έλλειψη εξέλιξης και προόδου, το τέλμα. Φοβάμαι μήπως ξεχάσω τους στόχους μου, μήπως κουραστώ να αντιμετωπίζω δράκους και παραιτηθώ. Μήπως αλλάξω, προσαρμόσω τα θέλω μου, μήπως χάσω τις αξίες μου και τις σταθερές μου παρασυρόμενη από κυκεώνες υποχρεώσεων και διαδικασιών.
Φοβάμαι τον χρόνο. Τις διορίες και τις προθεσμίες που περικλείει και με αγχώνουν. Τα καλούπια που δημιουργεί για το πώς θα έπρεπε να ζω. Τον τρόπο που επηρεάζει το πόσο ξένοιαστα ή ώριμα μπορώ να ζήσω τη ζωή μου. Τους ανελέητους χτύπους των δεικτών του ρολογιού σε αίθουσες αναμονής. Τα γηρατειά που φέρνει στο πέρασμά του.
Φοβάμαι την προδοσία. Φοβάμαι να ανοίγω την καρδιά μου εναποθέτοντάς την σε ανθρώπους γύρω μου και να μου την επιστρέφουν σε κομμάτια, δίχως ίχνος σεβασμού. Φοβάμαι όλες εκείνες τις ουτοπικές αναμονές που συνθλίβονται στην κυνικότητα της πραγματικότητας και την ατελή -έπρεπε να το ξέρω- φύση των ανθρώπων. Φοβάμαι τον ενθουσιασμό που γρήγορα με οδηγεί σε απογοήτευση. Φοβάμαι όλους εκείνους που γρήγορα θα υποσχεθούν αγάπη, φιλία, ειλικρίνεια και γρήγορα θα ξεχάσουν. Φοβάμαι, γιατί έτσι χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους και στις αξίες.
Φοβάμαι τη μοναξιά -ποιος δε φοβάται να μείνει μόνος του… εδώ ολόκληρες διαστημικές αποστολές αναζητούν άλλες μορφές ζωής από φόβο της μοναξιάς του είδους μας- την απεγνωσμένη ανάγκη συντροφικότητας και επικοινωνίας, γόνιμης συνάντησης. Την ατένιση του κόσμου μόνη μου χωρίς συνταξιδιώτη και συν-παρατηρητή. Φοβάμαι να μην έχω κάποιον δίπλα μου να με αγγίζει, να με ακούει, να με καταλαβαίνει, να μου δίνει και να του δίνω – τι νόημα έχει η ζωή χωρίς την ανταλλαγή, χωρίς το μοίρασμα;
Εσύ τι φοβάσαι;
Ό,τι και να φοβάσαι… να ξέρεις: Δεν πειράζει να φοβάσαι. Ο φόβος σε κρατάει ζωντανό. «Κερδίζεις δύναμη, κουράγιο και αυτοπεποίθηση από κάθε εμπειρία που ορθώνεις το ανάστημά σου και, πραγματικά, κοιτάς το φόβο στα μάτια» – Eleanor Roosevelt. Χωρίς το αίσθημα του φόβου το ανθρώπινο είδος, δρώντας απερίσκεπτα, γρήγορα θα είχε εξαφανιστεί.
Ο φόβος μάς κρατάει σε εγρήγορση, μας κάνει σοφότερους, πιο παρατηρητικούς και συνεπείς στον αγώνα της επιβίωσης. Είναι πρόκληση. «Τι θα ήταν ένας ωκεανός χωρίς ένα τέρας να παραφυλάει στο σκοτάδι; Θα ήταν σαν ύπνος χωρίς όνειρα» – Werner Herzog. Αρκεί να μη μας τρώει, να μη γίνεται βάρος και αφορμή οπισθοχώρησης. Γιατί «όποιος φοβάται να υποφέρει, υποφέρει ήδη απ’ αυτό που φοβάται» – Michel de Montaigne.
Ο φόβος μας θυμίζει την ανθρώπινη ύπαρξή μας. Μας θυμίζει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, πως είμαστε τρωτοί και ανίσχυροι πολλές φορές. Αλλά αυτό δεν είναι απογοητευτικό. Έχουμε ανάγκη τον φόβο για να μπορούμε να πατάμε γερά στα πόδια μας και να ζυγίζουμε τις καταστάσεις, να αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους, το ρίσκο, τη σημασία, τις συνέπειες.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι το σκοτάδι, γιατί έτσι δημιουργείς άμυνες, είσαι σε ετοιμότητα, αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του φωτός, μαθαίνεις σιγά-σιγά να λειτουργείς με λιγότερα μέσα και οξύνονται οι άλλες σου αισθήσεις. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τους εφιάλτες σου, τις σκέψεις σου.
Δεν είναι μεμπτό να φοβάσαι τον θάνατο των δικών σου ανθρώπων. Είναι λογικό και θεμιτό, γιατί ίσως έτσι καταλάβεις το πεπερασμένο, την ουσία της στιγμής –της στιγμής και του χρόνου μαζί τους- τη σημασία που έχουν για σένα, δεν τους θεωρείς δεδομένους, αναπτύσσεις συναισθήματα προστατευτικότητας και νοιάζεσαι γι' αυτούς.
Δεν είναι αρνητικό να φοβάσαι μη χάσεις τον εαυτό σου και τα όνειρά σου. Ευτυχώς που φοβάσαι, γιατί έτσι σου δίνεται κίνητρο και δύναμη να κυνηγάς τους στόχους σου, να μην αρκείσαι σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, να διεκδικείς, να προσέχεις εσένα.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι τον χρόνο. Γιατί έτσι συνειδητοποιείς την αξία του, τα όριά του και τις δυνατότητές σου. Επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου, αλλάζεις τους ρυθμούς σου, έχεις υπόψη σου την αξία που αντικατοπτρίζει και δρας ανάλογα.
Είναι καλό που φοβάσαι την προδοσία. Έτσι θέτεις τις απαραίτητες άμυνες, αξιολογείς τους ανθρώπους και αναγνωρίζεις την αξία τους. Μαθαίνεις να κρίνεις, γνωρίζεις τις αδυναμίες τους, φροντίζεις να μην προδώσεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι τη μοναξιά. Έτσι, αποδεικνύεις πως δεν είσαι εγωιστής και αλαζόνας. Παραδέχεσαι την ανάγκη σου για επικοινωνία και σύνδεση, παραδέχεσαι την ανάγκη για αλληλεξάρτηση και συντροφικότητα. Προσπαθείς να βρεις ανθρώπους που θα γίνουν η δική σου ομάδα. Μαθαίνεις να δέχεσαι ελαττώματα, να προσαρμόζεσαι, να συνδιαλλάσσεσαι, να χαράσσεις κοινή πορεία. Κανείς δε γεννήθηκε για να είναι μόνος.
Βρες τον φόβο σου. Κοίτα τον κατάματα. Αντιμετώπισέ τον και ανακάλυψε τι σου προσφέρει, με τι σε οπλίζει και πώς μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις υπέρ σου. Οι φόβοι σου δεν πρέπει να σε πνίγουν, αλλά να σε προβληματίζουν.
«Ίσως η ζωή να είναι μόνο αυτό… ένας φόβος και ένα όνειρο» – Joseph Conrad.
Ένας φόβος για το άγνωστο, το ακατανόητο, το οδυνηρό, αλλά και ένα όνειρο ότι θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε ό,τι μας παρουσιαστεί, ότι θα καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τους στόχους μας παρά τους φόβους μας και τις αδυναμίες μας.
Φαντάζομαι το άπειρο, το αιώνιο, το συνεχές, τα πάντα και το τίποτα που μπορεί να σε λυγίσει στη μοναξιά σου ή να σε βλάψει με όσα κρύβει. Το φοβάμαι γιατί δεν οδηγεί πουθενά και σημαίνει στασιμότητα, άγνοια, απορία. Το φοβάμαι γιατί με κάνει να σκέφτομαι. Δε βλέπω τίποτα, τίποτα δε μου αποσπά την προσοχή και φέρνω στο νου μου ό,τι με βασανίζει, γεμίζω ερωτηματικά, σκέψεις βασανιστικές, απορίες, πρόσωπα και εικόνες που είναι πιο τρομακτικές από τους δαίμονες των ταινιών τρόμου. Το φοβάμαι γιατί μου θυμίζει τον θάνατο. Το αντίθετο της ζωής και των χρωμάτων, της λάμψης, της χαράς και του φωτός.
Φοβάμαι και τον θάνατο. Όχι τον δικό μου. Αφού όπως είπε ο Επίκουρος: «Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για εμάς – στον βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών• κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους – εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια». Φοβάμαι όμως τον θάνατο των δικών μου ανθρώπων. Ανθρώπων που αγαπώ, που νοιάζομαι, που με εμπνέουν, που τους θέλω διπλά μου να με στηρίζουν, να με κάνουν να χαμογελάω, να τους βλέπω να γερνάνε μαζί μου και να μοιραζόμαστε λύπες και χαρές. Δε φοβάμαι τον δικό μου θάνατο, αλλά φοβάμαι το πώς θα πεθάνω. Φοβάμαι τον πόνο, την κατάπτωση, την αδυναμία, την απουσία ελπίδας, την αναμονή του επικείμενου τέλους.
Φοβάμαι να χάσω τον εαυτό μου. Να μην είμαι σε θέση να κάνω όσα με γεμίζουν. Να ζω μια ζωή σε επανάληψη όπου τίποτα δεν αλλάζει. Γιατί «αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές». Φοβάμαι όλα εκείνα τα όνειρα που κάνω μήπως τα κλείσω βιαστικά σε ένα συρτάρι ακολουθώντας την κεκτημένη ταχύτητα της ζωής. Φοβάμαι τη ρουτίνα, την έλλειψη εξέλιξης και προόδου, το τέλμα. Φοβάμαι μήπως ξεχάσω τους στόχους μου, μήπως κουραστώ να αντιμετωπίζω δράκους και παραιτηθώ. Μήπως αλλάξω, προσαρμόσω τα θέλω μου, μήπως χάσω τις αξίες μου και τις σταθερές μου παρασυρόμενη από κυκεώνες υποχρεώσεων και διαδικασιών.
Φοβάμαι τον χρόνο. Τις διορίες και τις προθεσμίες που περικλείει και με αγχώνουν. Τα καλούπια που δημιουργεί για το πώς θα έπρεπε να ζω. Τον τρόπο που επηρεάζει το πόσο ξένοιαστα ή ώριμα μπορώ να ζήσω τη ζωή μου. Τους ανελέητους χτύπους των δεικτών του ρολογιού σε αίθουσες αναμονής. Τα γηρατειά που φέρνει στο πέρασμά του.
Φοβάμαι την προδοσία. Φοβάμαι να ανοίγω την καρδιά μου εναποθέτοντάς την σε ανθρώπους γύρω μου και να μου την επιστρέφουν σε κομμάτια, δίχως ίχνος σεβασμού. Φοβάμαι όλες εκείνες τις ουτοπικές αναμονές που συνθλίβονται στην κυνικότητα της πραγματικότητας και την ατελή -έπρεπε να το ξέρω- φύση των ανθρώπων. Φοβάμαι τον ενθουσιασμό που γρήγορα με οδηγεί σε απογοήτευση. Φοβάμαι όλους εκείνους που γρήγορα θα υποσχεθούν αγάπη, φιλία, ειλικρίνεια και γρήγορα θα ξεχάσουν. Φοβάμαι, γιατί έτσι χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους και στις αξίες.
Φοβάμαι τη μοναξιά -ποιος δε φοβάται να μείνει μόνος του… εδώ ολόκληρες διαστημικές αποστολές αναζητούν άλλες μορφές ζωής από φόβο της μοναξιάς του είδους μας- την απεγνωσμένη ανάγκη συντροφικότητας και επικοινωνίας, γόνιμης συνάντησης. Την ατένιση του κόσμου μόνη μου χωρίς συνταξιδιώτη και συν-παρατηρητή. Φοβάμαι να μην έχω κάποιον δίπλα μου να με αγγίζει, να με ακούει, να με καταλαβαίνει, να μου δίνει και να του δίνω – τι νόημα έχει η ζωή χωρίς την ανταλλαγή, χωρίς το μοίρασμα;
Εσύ τι φοβάσαι;
Ό,τι και να φοβάσαι… να ξέρεις: Δεν πειράζει να φοβάσαι. Ο φόβος σε κρατάει ζωντανό. «Κερδίζεις δύναμη, κουράγιο και αυτοπεποίθηση από κάθε εμπειρία που ορθώνεις το ανάστημά σου και, πραγματικά, κοιτάς το φόβο στα μάτια» – Eleanor Roosevelt. Χωρίς το αίσθημα του φόβου το ανθρώπινο είδος, δρώντας απερίσκεπτα, γρήγορα θα είχε εξαφανιστεί.
Ο φόβος μάς κρατάει σε εγρήγορση, μας κάνει σοφότερους, πιο παρατηρητικούς και συνεπείς στον αγώνα της επιβίωσης. Είναι πρόκληση. «Τι θα ήταν ένας ωκεανός χωρίς ένα τέρας να παραφυλάει στο σκοτάδι; Θα ήταν σαν ύπνος χωρίς όνειρα» – Werner Herzog. Αρκεί να μη μας τρώει, να μη γίνεται βάρος και αφορμή οπισθοχώρησης. Γιατί «όποιος φοβάται να υποφέρει, υποφέρει ήδη απ’ αυτό που φοβάται» – Michel de Montaigne.
Ο φόβος μας θυμίζει την ανθρώπινη ύπαρξή μας. Μας θυμίζει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, πως είμαστε τρωτοί και ανίσχυροι πολλές φορές. Αλλά αυτό δεν είναι απογοητευτικό. Έχουμε ανάγκη τον φόβο για να μπορούμε να πατάμε γερά στα πόδια μας και να ζυγίζουμε τις καταστάσεις, να αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους, το ρίσκο, τη σημασία, τις συνέπειες.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι το σκοτάδι, γιατί έτσι δημιουργείς άμυνες, είσαι σε ετοιμότητα, αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του φωτός, μαθαίνεις σιγά-σιγά να λειτουργείς με λιγότερα μέσα και οξύνονται οι άλλες σου αισθήσεις. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τους εφιάλτες σου, τις σκέψεις σου.
Δεν είναι μεμπτό να φοβάσαι τον θάνατο των δικών σου ανθρώπων. Είναι λογικό και θεμιτό, γιατί ίσως έτσι καταλάβεις το πεπερασμένο, την ουσία της στιγμής –της στιγμής και του χρόνου μαζί τους- τη σημασία που έχουν για σένα, δεν τους θεωρείς δεδομένους, αναπτύσσεις συναισθήματα προστατευτικότητας και νοιάζεσαι γι' αυτούς.
Δεν είναι αρνητικό να φοβάσαι μη χάσεις τον εαυτό σου και τα όνειρά σου. Ευτυχώς που φοβάσαι, γιατί έτσι σου δίνεται κίνητρο και δύναμη να κυνηγάς τους στόχους σου, να μην αρκείσαι σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, να διεκδικείς, να προσέχεις εσένα.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι τον χρόνο. Γιατί έτσι συνειδητοποιείς την αξία του, τα όριά του και τις δυνατότητές σου. Επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου, αλλάζεις τους ρυθμούς σου, έχεις υπόψη σου την αξία που αντικατοπτρίζει και δρας ανάλογα.
Είναι καλό που φοβάσαι την προδοσία. Έτσι θέτεις τις απαραίτητες άμυνες, αξιολογείς τους ανθρώπους και αναγνωρίζεις την αξία τους. Μαθαίνεις να κρίνεις, γνωρίζεις τις αδυναμίες τους, φροντίζεις να μην προδώσεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Δεν είναι κακό να φοβάσαι τη μοναξιά. Έτσι, αποδεικνύεις πως δεν είσαι εγωιστής και αλαζόνας. Παραδέχεσαι την ανάγκη σου για επικοινωνία και σύνδεση, παραδέχεσαι την ανάγκη για αλληλεξάρτηση και συντροφικότητα. Προσπαθείς να βρεις ανθρώπους που θα γίνουν η δική σου ομάδα. Μαθαίνεις να δέχεσαι ελαττώματα, να προσαρμόζεσαι, να συνδιαλλάσσεσαι, να χαράσσεις κοινή πορεία. Κανείς δε γεννήθηκε για να είναι μόνος.
Βρες τον φόβο σου. Κοίτα τον κατάματα. Αντιμετώπισέ τον και ανακάλυψε τι σου προσφέρει, με τι σε οπλίζει και πώς μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις υπέρ σου. Οι φόβοι σου δεν πρέπει να σε πνίγουν, αλλά να σε προβληματίζουν.
«Ίσως η ζωή να είναι μόνο αυτό… ένας φόβος και ένα όνειρο» – Joseph Conrad.
Ένας φόβος για το άγνωστο, το ακατανόητο, το οδυνηρό, αλλά και ένα όνειρο ότι θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε ό,τι μας παρουσιαστεί, ότι θα καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τους στόχους μας παρά τους φόβους μας και τις αδυναμίες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου