Κάποτε ρώτησαν έναν σοφό να τους πει τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους δυστυχισμένους. Τους είπε λοιπόν το εξής:
Ένας ναυαγός που ξυπνάει στην παραλία ενός ερημικού νησιού στη μέση του ωκεανού, έχει δυο επιλογές. Να ατενίζει την θάλασσα και να την καταριέται για όσα έχασε κι όσα του πήρε ή να της γυρίσει την πλάτη και να δημιουργήσει καινούργια.
Βλέπετε, συνέχισε, η θάλασσα πάντα θα είναι εκεί να του θυμίζει. Να του θυμίζει όλα αυτά που έχασε, αλλά και να του δείχνει όλα αυτά που βρήκε.
Κάθε κύμα της, και μια ανάμνηση.
Οι άνθρωποι διαλέγουν να κοιτάνε την ομορφιά της θάλασσας για να θυμηθούν. Όλοι την ατενίζουν, με νοσταλγία.
Είναι όμορφη και ξελογιάστρα. Πλάθουν ιστορίες στα κύματά της.
Το μυαλό τους ταξιδεύει στους χιλιάδες κρυμμένους και μυστηριώδεις προορισμούς.
Σαν τα μυστήρια του παρελθόντος, που κρύφτηκαν σε κάτι που δεν έγινε.
Στον ορίζοντα της αναπολούν κι αναρωτιούνται:
«Τι θα συνέβαινε αν…»
Ο ναυαγός ξυπνάει εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα. Το σώμα του είναι η γέφυρα που ενώνει τα κύματα του παρελθόντος με το ασταθές έδαφος της αμμουδιάς του μέλλοντος. Η αμμουδιά από μόνη της, το μόνο που προσφέρει είναι η θέα της θάλασσας. Κι οι περισσότεροι διαλέγουν να την χαζεύουν. Να θυμούνται. Λίγοι είναι αυτοί που περπατούν στην άμμο, βυθίζοντας τα πόδια τους στο αβέβαιο πάτημα του καινούργιου, γυρίζοντας τις πλάτες τους στο παρελθόν.
Κι έτσι κάθονται να κοιτούν, όσα έχασαν. Κι αγνοούν όσα βρήκαν.
Και ζουν δυστυχισμένοι.
Κι οι αναμνήσεις τους τρώνε την ψυχή, όπως η αλμύρα τρώει τον βράχο. Σιγά σιγά. Γλυκά γλυκά. Σαν νανούρισμα. Σαν το τραγούδι των Σειρήνων.
Το παρελθόν είναι απέραντο σαν την θάλασσα.
Είναι σαν αλμύρα. Μας τρώει σιγά σιγά την ψυχή. Την σαπίζει.
Οι εικόνες, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, ο πόνος, οι απορίες, οι ερωτήσεις που δεν απαντήθηκαν, οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν την κατάλληλη στιγμή, το «γιατί» που γεννήθηκε μέσα στην ομίχλη της ζωής μας, μας την σκουριάζουν. Μας την τρώνε.
Η ζωή, όμως, προχωράει.
Το παρελθόν δεν αλλάζει. Έγινε.
Ό,τι έμεινε θολό, δεν θα ξεκαθαρίσει. Κι ούτε θα καταλάβεις το γιατί ήταν θολό. Θα παραμείνει θολό. Σε πλήγωσαν γιατί, πολύ απλά, το ήθελαν να σε πληγώσουν. Ξεπέρασέ το.
Όλα ζουν μέσα στο μυαλό σου, και σε τρώνε. Κι η ειρωνεία είναι πως ενώ αυτά σε τρώνε, τόσο εσύ τα ταΐζεις. Αυτά σου σκουριάζουν την ψυχή, όπως το αλάτι της θάλασσας το μέταλλο. Σιγά και βασανιστικά.
Γίνονται καρκίνοι. Και σε τρώνε.
Μέρα με την μέρα.
Κι ενώ το μυαλό σου θέλει να θυμάται, η ψυχή σου θέλει να ξεχάσει.
Αναπολούμε το παρελθόν μας.
Μετράμε τις πληγές μας.
Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς πληγές. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Δεν υπάρχει κανείς που να μην έκανε λάθη.
Το παρελθόν θα είναι πάντα γνωστό.
Το μέλλον θα είναι πάντα άγνωστο.
Το παρόν θα είναι πάντα εσύ.
Να τους ακούτε τους σοφούς. Μερικές φορές λένε σοφά πράγματα.
Ένας ναυαγός που ξυπνάει στην παραλία ενός ερημικού νησιού στη μέση του ωκεανού, έχει δυο επιλογές. Να ατενίζει την θάλασσα και να την καταριέται για όσα έχασε κι όσα του πήρε ή να της γυρίσει την πλάτη και να δημιουργήσει καινούργια.
Βλέπετε, συνέχισε, η θάλασσα πάντα θα είναι εκεί να του θυμίζει. Να του θυμίζει όλα αυτά που έχασε, αλλά και να του δείχνει όλα αυτά που βρήκε.
Κάθε κύμα της, και μια ανάμνηση.
Οι άνθρωποι διαλέγουν να κοιτάνε την ομορφιά της θάλασσας για να θυμηθούν. Όλοι την ατενίζουν, με νοσταλγία.
Είναι όμορφη και ξελογιάστρα. Πλάθουν ιστορίες στα κύματά της.
Το μυαλό τους ταξιδεύει στους χιλιάδες κρυμμένους και μυστηριώδεις προορισμούς.
Σαν τα μυστήρια του παρελθόντος, που κρύφτηκαν σε κάτι που δεν έγινε.
Στον ορίζοντα της αναπολούν κι αναρωτιούνται:
«Τι θα συνέβαινε αν…»
Ο ναυαγός ξυπνάει εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα. Το σώμα του είναι η γέφυρα που ενώνει τα κύματα του παρελθόντος με το ασταθές έδαφος της αμμουδιάς του μέλλοντος. Η αμμουδιά από μόνη της, το μόνο που προσφέρει είναι η θέα της θάλασσας. Κι οι περισσότεροι διαλέγουν να την χαζεύουν. Να θυμούνται. Λίγοι είναι αυτοί που περπατούν στην άμμο, βυθίζοντας τα πόδια τους στο αβέβαιο πάτημα του καινούργιου, γυρίζοντας τις πλάτες τους στο παρελθόν.
Κι έτσι κάθονται να κοιτούν, όσα έχασαν. Κι αγνοούν όσα βρήκαν.
Και ζουν δυστυχισμένοι.
Κι οι αναμνήσεις τους τρώνε την ψυχή, όπως η αλμύρα τρώει τον βράχο. Σιγά σιγά. Γλυκά γλυκά. Σαν νανούρισμα. Σαν το τραγούδι των Σειρήνων.
Το παρελθόν είναι απέραντο σαν την θάλασσα.
Είναι σαν αλμύρα. Μας τρώει σιγά σιγά την ψυχή. Την σαπίζει.
Οι εικόνες, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, ο πόνος, οι απορίες, οι ερωτήσεις που δεν απαντήθηκαν, οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν την κατάλληλη στιγμή, το «γιατί» που γεννήθηκε μέσα στην ομίχλη της ζωής μας, μας την σκουριάζουν. Μας την τρώνε.
Η ζωή, όμως, προχωράει.
Το παρελθόν δεν αλλάζει. Έγινε.
Ό,τι έμεινε θολό, δεν θα ξεκαθαρίσει. Κι ούτε θα καταλάβεις το γιατί ήταν θολό. Θα παραμείνει θολό. Σε πλήγωσαν γιατί, πολύ απλά, το ήθελαν να σε πληγώσουν. Ξεπέρασέ το.
Όλα ζουν μέσα στο μυαλό σου, και σε τρώνε. Κι η ειρωνεία είναι πως ενώ αυτά σε τρώνε, τόσο εσύ τα ταΐζεις. Αυτά σου σκουριάζουν την ψυχή, όπως το αλάτι της θάλασσας το μέταλλο. Σιγά και βασανιστικά.
Γίνονται καρκίνοι. Και σε τρώνε.
Μέρα με την μέρα.
Κι ενώ το μυαλό σου θέλει να θυμάται, η ψυχή σου θέλει να ξεχάσει.
Αναπολούμε το παρελθόν μας.
Μετράμε τις πληγές μας.
Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς πληγές. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Δεν υπάρχει κανείς που να μην έκανε λάθη.
Το παρελθόν θα είναι πάντα γνωστό.
Το μέλλον θα είναι πάντα άγνωστο.
Το παρόν θα είναι πάντα εσύ.
Να τους ακούτε τους σοφούς. Μερικές φορές λένε σοφά πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου