Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες «συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του. Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.
Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση. Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Ηράκλειτος vs Παρμενίδη
Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι» του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουλαριστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.
Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).
Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται». Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν» (Παρμενίδης).
Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις» είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτος, άχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος.
Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια βάθρα.
Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι» του Παρμενίδη ή τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»;
Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση. Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Ηράκλειτος vs Παρμενίδη
Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι» του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουλαριστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.
Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).
Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται». Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν» (Παρμενίδης).
Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις» είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτος, άχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος.
Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια βάθρα.
Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι» του Παρμενίδη ή τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου