Περί της αποξένωσης των ανθρώπων
Προκαταρκτικές Επισημάνσεις
1. Κατά την περίοδο που ο Χέγκελ εργάζεται ως παιδαγωγός στη Βέρνη 1793–1797) αναζητεί εκείνη την οδό προς την ενδοκοσμική-πολιτική δύναμη του πνεύματος, η οποία θα τον οδηγήσει, σε εύλογο χρόνο, στις μεγάλες συλλήψεις της Φαινομενολογίας του πνεύματος και της επιστήμης της Λογικής. Όλα τα νεανικά κείμενά του, επομένως, δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε φιλοσοφία της θρησκείας, όπως υποστηρίζουν εντελώς ανεύθυνα ορισμένοι όψιμοι «μεταφραστές» σκόρπιων κειμένων του Χέγκελ, αλλά με κατ’ εξοχήν πολιτική σκέψη, η οποία είναι εναρμονισμένη με το πνεύμα της εποχής.
2. Η στοχαστική οδός της Βέρνης διέρχεται μέσα από την κριτική της θρησκείας και της πολιτικής. Ο νεαρός Χέγκελ ασκεί δριμύτατη κριτική στον χριστιανισμό για τη μετατροπή του σε θετική θρησκεία, δηλαδή σε μια θετική πίστη με το αρνητικό νόημα ότι αυτή επιβάλλει την εξωτερική αυθεντία και καταπνίγει τα αισθήματα των ατόμων, την ελεύθερη φαντασία τους, ότι έχει τυποποιήσει την αρετή και στη συνάφεια τούτη υπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντα της πολιτικής και του κράτους.
3. Τα ιδιοτελή συμφέροντα συνδέονται με την ταχύτατη μεταποίηση του όλου πολιτικού συστήματος σε δεσποτεία, μια εξέλιξη που αντιστρατεύεται ευθέως τη συγκρότηση της ελεύθερης υποκειμενικότητας. Επομένως η κριτική του στην πολιτική αφορά σε μια πολιτική θρησκευτικά προσανατολισμένη και δέσμια παραδοσιακών αντιλήψεων που εμποδίζουν την ανάπτυξη της αυτονομίας του ανθρώπου.
4. Η φιλοσοφική προβληματική του Χέγκελ, κατά την περίοδο αυτή, συνοψίζεται στην πραγμάτωση των πιο ελεύθερων δυνάμεων της υποκειμενικότητας στην ιστορική πραγματικότητα της κοινωνίας των πολιτών, ήτοι της αστικής κοινωνίας. Ως προϋπόθεση για την ευόδωση της ως άνω προβληματικής είναι η ερμηνεία και η κατανόηση της ισχύουσας κατάστασης των ανθρώπων ως κατάστασης αποξενωμένων ανθρώπων.
Μετάφραση αποσπασμάτων
1. «Ένα από τα πιο ευάρεστα αισθήματα των χριστιανών είναι να συγκρίνουν την ευτυχία τους και τη φωτεινή τους γνώση με τη δυστυχία και το σκότος των εθνικών· και ένας από τους κοινούς τόπους, με οδηγό τον οποίο οι πνευματικοί, θρησκευτικοί ποιμένες προτιμούν να οδηγούν τα πρόβατά τους στον λειμώνα της αυταρέσκειας και της περήφανης ταπεινοφροσύνης, είναι να καθιστούν αρκετά ζωντανή μπρος στα μάτια τους αυτή την ευτυχία, την ίδια στιγμή δε οι τυφλοί εθνικοί να εξαφανίζονται συνήθως ως το μέγα κακό. Οι εν λόγω ποιμένες εκφράζουν ιδιαίτερα την λύπησή τους για το ότι η θρησκεία των εθνικών δεν παρηγορεί τα μέλη της, δεν τους υπόσχεται καμιά άφεση αμαρτιών, τους αποστερεί από την πίστη σε μια θεία πρόνοια, που να κατευθύνει τα πεπρωμένα τους σε συνετούς και αγαθοεργούς σκοπούς».
1.1 Σχόλιο: Ο Χέγκελ καταφέρεται, με λεπτή ειρωνεία, ενάντια στο πνεύμα του χριστιανισμού, η κρατική θέσμιση του οποίου μεταχειρίζεται τους πιστούς ως πρόβατα και επιχειρεί αντίστοιχα να φενακίσει τη συνείδησή τους, υπό τη μορφή του ποιμνίου των πιστών, με ψευδαισθήσεις περί ευτυχίας που διασφαλίζει η αυθεντία του Κυρίου. Την ίδια στιγμή εξοβελίζει ως περιφρονητέα την αρχαία θρησκεία, η οποία για τον Χέγκελ αποτελούσε ύψιστη πολιτισμική και καλλιτεχνική πράξη. Ο άνθρωπος έτσι, από τα πρώτα βήματα της ζωής του, υφίσταται μια θρησκευτική αλλοτρίωση ως προοίμιο για την μετέπειτα καθολική του αποξένωση από τον εαυτό του και την εγκόσμια συνθήκη του.
2. «Ο εκτοπισμός της θρησκείας των εθνικών από την χριστιανική θρησκεία συνιστά μια από τις πιο θαυμαστές επαναστάσεις και η αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων της πρέπει να απασχολήσει τον σκεπτόμενο ιστοριοδίφη. Πριν από τις μεγάλες, κατάδηλες, εξόφθαλμες επαναστάσεις πρέπει να προηγείται μια σιωπηλή, μυστική επανάσταση στο εσωτερικό του πνεύματος της εποχής, μια επανάσταση που δεν μπορεί να είναι ορατή σε κάθε μάτι, τουλάχιστο για τους συγχρόνους και είναι δύσκολο να παριστάνεται με λέξεις όσο και να συλλαμβάνεται, να κατανοείται. Η άγνοια αυτών των επαναστάσεων στο εσωτερικό του κόσμου του πνεύματος καθιστά το αποτέλεσμα αξιοθαύμαστο. Μια επανάσταση σαν αυτή που αφορά στο πώς μια αυτόχθονη, πανάρχαιη θρησκεία εκτοπίζεται από μια ξένη, η οποία λαμβάνει χώρα άμεσα στο βασίλειο του πνεύματος, πρέπει ακόμη πιο άμεσα να αναζητήσει τις αιτίες της στο ίδιο το πνεύμα της εποχής».
2.1 Σχόλιο: Στο παραπάνω απόσπασμα συναντούμε ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές, πάνω στις οποίες θα θεμελιωθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της εγελιανής φιλοσοφίας. Πρώτον, βασικά θεμέλια: η έννοια του πνεύματος και του πνεύματος της εποχής. Δεύτερον, κάθε αλλαγή, μεταλλαγή, ριζική αλλαγή, επανάσταση προϋποθέτει τη θεωρία της, όπως ένα οικοδόμημα προϋποθέτει το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Αυτή η θεωρία στον Χέγκελ αποτυπώνεται στο μόρφωμα του πνεύματος. Άρα το πνεύμα και όχι ο νους, όπως άτεχνα ορισμένοι μεταφράζουν το εγελιανό Geist, είναι παρόν μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, ως η συνειδητή έκφραση του δια–μορφωνόμενου εκάστοτε πνευματικού πολιτισμού, εδώ ας πούμε η αρχαία θρησκεία με όλες τις πνευματικές, πολιτικές-κοινωνικές και πολιτισμικές της καταβολές και προβολές. Συγχρόνως αυτό είναι παρόν, καθότι πνεύμα που ενεργοποιεί καθημερινά τον άνθρωπο, ως η αναγκαία εκδήλωση ανάπτυξης, αλλαγής, μετασχηματισμού του εαυτού του. Στη βάση ακριβώς αυτού του μετασχηματισμού του εαυτού του ανθρώπου, ως πνευματικού ατόμου και ως κόσμου του πνεύματος, πρέπει να συλλαμβάνεται και να κατανοείται και ο χριστιανισμός, καθότι γέννημα των νέων καιρών. Έτσι μόνο μπορεί κανείς να οριοθετεί το αρνητικό και το θετικό στην εν λόγω θρησκεία και να αποτιμά τη συμβολή της σε σχέση πάντοτε με την επιζητούμενη συγκρότηση του ελεύθερου αστικού υποκειμένου της νεωτερικότητας.
Προκαταρκτικές Επισημάνσεις
1. Κατά την περίοδο που ο Χέγκελ εργάζεται ως παιδαγωγός στη Βέρνη 1793–1797) αναζητεί εκείνη την οδό προς την ενδοκοσμική-πολιτική δύναμη του πνεύματος, η οποία θα τον οδηγήσει, σε εύλογο χρόνο, στις μεγάλες συλλήψεις της Φαινομενολογίας του πνεύματος και της επιστήμης της Λογικής. Όλα τα νεανικά κείμενά του, επομένως, δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε φιλοσοφία της θρησκείας, όπως υποστηρίζουν εντελώς ανεύθυνα ορισμένοι όψιμοι «μεταφραστές» σκόρπιων κειμένων του Χέγκελ, αλλά με κατ’ εξοχήν πολιτική σκέψη, η οποία είναι εναρμονισμένη με το πνεύμα της εποχής.
2. Η στοχαστική οδός της Βέρνης διέρχεται μέσα από την κριτική της θρησκείας και της πολιτικής. Ο νεαρός Χέγκελ ασκεί δριμύτατη κριτική στον χριστιανισμό για τη μετατροπή του σε θετική θρησκεία, δηλαδή σε μια θετική πίστη με το αρνητικό νόημα ότι αυτή επιβάλλει την εξωτερική αυθεντία και καταπνίγει τα αισθήματα των ατόμων, την ελεύθερη φαντασία τους, ότι έχει τυποποιήσει την αρετή και στη συνάφεια τούτη υπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντα της πολιτικής και του κράτους.
3. Τα ιδιοτελή συμφέροντα συνδέονται με την ταχύτατη μεταποίηση του όλου πολιτικού συστήματος σε δεσποτεία, μια εξέλιξη που αντιστρατεύεται ευθέως τη συγκρότηση της ελεύθερης υποκειμενικότητας. Επομένως η κριτική του στην πολιτική αφορά σε μια πολιτική θρησκευτικά προσανατολισμένη και δέσμια παραδοσιακών αντιλήψεων που εμποδίζουν την ανάπτυξη της αυτονομίας του ανθρώπου.
4. Η φιλοσοφική προβληματική του Χέγκελ, κατά την περίοδο αυτή, συνοψίζεται στην πραγμάτωση των πιο ελεύθερων δυνάμεων της υποκειμενικότητας στην ιστορική πραγματικότητα της κοινωνίας των πολιτών, ήτοι της αστικής κοινωνίας. Ως προϋπόθεση για την ευόδωση της ως άνω προβληματικής είναι η ερμηνεία και η κατανόηση της ισχύουσας κατάστασης των ανθρώπων ως κατάστασης αποξενωμένων ανθρώπων.
Μετάφραση αποσπασμάτων
1. «Ένα από τα πιο ευάρεστα αισθήματα των χριστιανών είναι να συγκρίνουν την ευτυχία τους και τη φωτεινή τους γνώση με τη δυστυχία και το σκότος των εθνικών· και ένας από τους κοινούς τόπους, με οδηγό τον οποίο οι πνευματικοί, θρησκευτικοί ποιμένες προτιμούν να οδηγούν τα πρόβατά τους στον λειμώνα της αυταρέσκειας και της περήφανης ταπεινοφροσύνης, είναι να καθιστούν αρκετά ζωντανή μπρος στα μάτια τους αυτή την ευτυχία, την ίδια στιγμή δε οι τυφλοί εθνικοί να εξαφανίζονται συνήθως ως το μέγα κακό. Οι εν λόγω ποιμένες εκφράζουν ιδιαίτερα την λύπησή τους για το ότι η θρησκεία των εθνικών δεν παρηγορεί τα μέλη της, δεν τους υπόσχεται καμιά άφεση αμαρτιών, τους αποστερεί από την πίστη σε μια θεία πρόνοια, που να κατευθύνει τα πεπρωμένα τους σε συνετούς και αγαθοεργούς σκοπούς».
1.1 Σχόλιο: Ο Χέγκελ καταφέρεται, με λεπτή ειρωνεία, ενάντια στο πνεύμα του χριστιανισμού, η κρατική θέσμιση του οποίου μεταχειρίζεται τους πιστούς ως πρόβατα και επιχειρεί αντίστοιχα να φενακίσει τη συνείδησή τους, υπό τη μορφή του ποιμνίου των πιστών, με ψευδαισθήσεις περί ευτυχίας που διασφαλίζει η αυθεντία του Κυρίου. Την ίδια στιγμή εξοβελίζει ως περιφρονητέα την αρχαία θρησκεία, η οποία για τον Χέγκελ αποτελούσε ύψιστη πολιτισμική και καλλιτεχνική πράξη. Ο άνθρωπος έτσι, από τα πρώτα βήματα της ζωής του, υφίσταται μια θρησκευτική αλλοτρίωση ως προοίμιο για την μετέπειτα καθολική του αποξένωση από τον εαυτό του και την εγκόσμια συνθήκη του.
2. «Ο εκτοπισμός της θρησκείας των εθνικών από την χριστιανική θρησκεία συνιστά μια από τις πιο θαυμαστές επαναστάσεις και η αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων της πρέπει να απασχολήσει τον σκεπτόμενο ιστοριοδίφη. Πριν από τις μεγάλες, κατάδηλες, εξόφθαλμες επαναστάσεις πρέπει να προηγείται μια σιωπηλή, μυστική επανάσταση στο εσωτερικό του πνεύματος της εποχής, μια επανάσταση που δεν μπορεί να είναι ορατή σε κάθε μάτι, τουλάχιστο για τους συγχρόνους και είναι δύσκολο να παριστάνεται με λέξεις όσο και να συλλαμβάνεται, να κατανοείται. Η άγνοια αυτών των επαναστάσεων στο εσωτερικό του κόσμου του πνεύματος καθιστά το αποτέλεσμα αξιοθαύμαστο. Μια επανάσταση σαν αυτή που αφορά στο πώς μια αυτόχθονη, πανάρχαιη θρησκεία εκτοπίζεται από μια ξένη, η οποία λαμβάνει χώρα άμεσα στο βασίλειο του πνεύματος, πρέπει ακόμη πιο άμεσα να αναζητήσει τις αιτίες της στο ίδιο το πνεύμα της εποχής».
2.1 Σχόλιο: Στο παραπάνω απόσπασμα συναντούμε ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές, πάνω στις οποίες θα θεμελιωθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της εγελιανής φιλοσοφίας. Πρώτον, βασικά θεμέλια: η έννοια του πνεύματος και του πνεύματος της εποχής. Δεύτερον, κάθε αλλαγή, μεταλλαγή, ριζική αλλαγή, επανάσταση προϋποθέτει τη θεωρία της, όπως ένα οικοδόμημα προϋποθέτει το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Αυτή η θεωρία στον Χέγκελ αποτυπώνεται στο μόρφωμα του πνεύματος. Άρα το πνεύμα και όχι ο νους, όπως άτεχνα ορισμένοι μεταφράζουν το εγελιανό Geist, είναι παρόν μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, ως η συνειδητή έκφραση του δια–μορφωνόμενου εκάστοτε πνευματικού πολιτισμού, εδώ ας πούμε η αρχαία θρησκεία με όλες τις πνευματικές, πολιτικές-κοινωνικές και πολιτισμικές της καταβολές και προβολές. Συγχρόνως αυτό είναι παρόν, καθότι πνεύμα που ενεργοποιεί καθημερινά τον άνθρωπο, ως η αναγκαία εκδήλωση ανάπτυξης, αλλαγής, μετασχηματισμού του εαυτού του. Στη βάση ακριβώς αυτού του μετασχηματισμού του εαυτού του ανθρώπου, ως πνευματικού ατόμου και ως κόσμου του πνεύματος, πρέπει να συλλαμβάνεται και να κατανοείται και ο χριστιανισμός, καθότι γέννημα των νέων καιρών. Έτσι μόνο μπορεί κανείς να οριοθετεί το αρνητικό και το θετικό στην εν λόγω θρησκεία και να αποτιμά τη συμβολή της σε σχέση πάντοτε με την επιζητούμενη συγκρότηση του ελεύθερου αστικού υποκειμένου της νεωτερικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου