[234] Δύναμιν μὲν τοίνυν εἶχεν ἡ πόλις τοὺς νησιώτας, οὐχ ἅπαντας, ἀλλὰ τοὺς ἀσθενεστάτους· οὔτε γὰρ Χίος οὔτε Ῥόδος οὔτε Κέρκυρα μεθ᾽ ἡμῶν ἦν· χρημάτων δὲ σύνταξιν εἰς πέντε καὶ τετταράκοντα τάλαντα, καὶ ταῦτ᾽ ἦν προεξειλεγμένα· ὁπλίτην δ᾽ ἢ ἱππέα πλὴν τῶν οἰκείων οὐδένα. ὃ δὲ πάντων καὶ φοβερώτατον καὶ μάλισθ᾽ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν, οὗτοι παρεσκευάκεσαν τοὺς περιχώρους πάντας ἔχθρας ἢ φιλίας ἐγγυτέρω, Μεγαρέας, Θηβαίους, Εὐβοέας.
[235] τὰ μὲν τῆς πόλεως οὕτως ὑπῆρχεν ἔχοντα, καὶ οὐδεὶς ἂν ἔχοι παρὰ ταῦτ᾽ εἰπεῖν ἄλλ᾽ οὐδέν· τὰ δὲ τοῦ Φιλίππου, πρὸς ὃν ἦν ἡμῖν ὁ ἀγών, σκέψασθε πῶς. πρῶτον μὲν ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτὸς αὐτοκράτωρ, ὃ τῶν εἰς τὸν πόλεμον μέγιστόν ἐστιν ἁπάντων· εἶθ᾽ οὗτοι τὰ ὅπλ᾽ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν ἀεί· ἔπειτα χρημάτων ηὐπόρει καὶ ἔπραττεν ἃ δόξειεν αὐτῷ, οὐ προλέγων ἐν τοῖς ψηφίσμασιν, οὐδ᾽ ἐν τῷ φανερῷ βουλευόμενος, οὐδ᾽ ὑπὸ τῶν συκοφαντούντων κρινόμενος, οὐδὲ γραφὰς φεύγων παρανόμων, οὐδ᾽ ὑπεύθυνος ὢν οὐδενί, ἀλλ᾽ ἁπλῶς αὐτὸς δεσπότης, ἡγεμών, κύριος πάντων.
[236] ἐγὼ δ᾽ ὁ πρὸς τοῦτον ἀντιτεταγμένος (καὶ γὰρ τοῦτ᾽ ἐξετάσαι δίκαιον) τίνος κύριος ἦν; οὐδενός· αὐτὸ γὰρ τὸ δημηγορεῖν πρῶτον, οὗ μόνου μετεῖχον ἐγώ, ἐξ ἴσου προὐτίθεθ᾽ ὑμεῖς τοῖς παρ᾽ ἐκείνου μισθαρνοῦσι καὶ ἐμοί, καὶ ὅσ᾽ οὗτοι περιγένοιντ᾽ ἐμοῦ (πολλὰ δ᾽ ἐγίγνετο ταῦτα, δι᾽ ἣν ἕκαστον τύχοι πρόφασιν), ταῦθ᾽ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ἀπῇτε βεβουλευμένοι.
[237] ἀλλ᾽ ὅμως ἐκ τοιούτων ἐλαττωμάτων ἐγὼ συμμάχους μὲν ὑμῖν ἐποίησα Εὐβοέας, Ἀχαιούς, Κορινθίους, Θηβαίους, Μεγαρέας, Λευκαδίους, Κερκυραίους, ἀφ᾽ ὧν μύριοι μὲν καὶ πεντακισχίλιοι ξένοι, δισχίλιοι δ᾽ ἱππεῖς ἄνευ τῶν πολιτικῶν δυνάμεων συνήχθησαν· χρημάτων δ᾽ ὅσων ἐδυνήθην ἐγὼ πλείστων συντέλειαν ἐποίησα.
[238] εἰ δὲ λέγεις ἢ τὰ πρὸς Θηβαίους δίκαι᾽, Αἰσχίνη, ἢ τὰ πρὸς Βυζαντίους ἢ τὰ πρὸς Εὐβοέας, ἢ περὶ τῶν ἴσων νυνὶ διαλέγει, πρῶτον μὲν ἀγνοεῖς ὅτι καὶ πρότερον τῶν ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων ἐκείνων ἀγωνισαμένων τριήρων, τριακοσίων οὐσῶν τῶν πασῶν, τὰς διακοσίας ἡ πόλις παρέσχετο, καὶ οὐκ ἐλαττοῦσθαι νομίζουσα οὐδὲ κρίνουσα τοὺς ταῦτα συμβουλεύσαντας οὐδ᾽ ἀγανακτοῦσ᾽ ἐπὶ τούτοις ἑωρᾶτο (αἰσχρὸν γάρ), ἀλλὰ τοῖς θεοῖς ἔχουσα χάριν, εἰ κοινοῦ κινδύνου τοῖς Ἕλλησι περιστάντος αὐτὴ διπλάσια τῶν ἄλλων εἰς τὴν ἁπάντων σωτηρίαν παρέσχετο.
[239] εἶτα κενὰς χαρίζει χάριτας τουτοισὶ συκοφαντῶν ἐμέ. τί γὰρ νῦν λέγεις οἷ᾽ ἐχρῆν πράττειν, ἀλλ᾽ οὐ τότ᾽ ὢν ἐν τῇ πόλει καὶ παρὼν ταῦτ᾽ ἔγραφες, εἴπερ ἐνεδέχετο παρὰ τοὺς παρόντας καιρούς, ἐν οἷς οὐχ ὅσ᾽ ἐβουλόμεθα, ἀλλ᾽ ὅσα δοίη τὰ πράγματ᾽ ἔδει δέχεσθαι· ὁ γὰρ ἀντωνούμενος καὶ ταχὺ τοὺς παρ᾽ ἡμῶν ἀπελαυνομένους προσδεξόμενος καὶ χρήματα προσθήσων ὑπῆρχεν ἕτοιμος.
[240] Ἀλλ᾽ εἰ νῦν ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω, τί ἂν οἴεσθε, εἰ τότ᾽ ἐμοῦ περὶ τούτων ἀκριβολογουμένου, ἀπῆλθον αἱ πόλεις καὶ προσέθεντο Φιλίππῳ, καὶ ἅμ᾽ Εὐβοίας καὶ Θηβῶν καὶ Βυζαντίου κύριος κατέστη, τί ποιεῖν ἂν ἢ τί λέγειν τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους τουτουσί;
[241] οὐχ ὡς ἐξεδόθησαν; οὐχ ὡς ἀπηλάθησαν βουλόμενοι μεθ᾽ ὑμῶν εἶναι; εἶτα «τοῦ μὲν Ἑλλησπόντου διὰ Βυζαντίων ἐγκρατὴς καθέστηκε, καὶ τῆς σιτοπομπίας τῆς τῶν Ἑλλήνων κύριος, πόλεμος δ᾽ ὅμορος καὶ βαρὺς εἰς τὴν Ἀττικὴν διὰ Θηβαίων κεκόμισται, ἄπλους δ᾽ ἡ θάλαττα ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς Εὐβοίας ὁρμωμένων λῃστῶν γέγονεν»· οὐκ ἂν ταῦτ᾽ ἔλεγον καὶ πολλά γε πρὸς τούτοις ἕτερα;
[242] πονηρόν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πονηρὸν ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον· τοῦτο δὲ καὶ φύσει κίναδος τἀνθρώπιόν ἐστιν, οὐδὲν ἐξ ἀρχῆς ὑγιὲς πεποιηκὸς οὐδ᾽ ἐλεύθερον, αὐτοτραγικὸς πίθηκος, ἀρουραῖος Οἰνόμαος, παράσημος ῥήτωρ. τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι;
[243] νῦν ἡμῖν λέγεις περὶ τῶν παρεληλυθότων; ὥσπερ ἂν εἴ τις ἰατρὸς ἀσθενοῦσι μὲν τοῖς κάμνουσιν εἰσιὼν μὴ λέγοι μηδὲ δεικνύοι δι᾽ ὧν ἀποφεύξονται τὴν νόσον, ἐπειδὴ δὲ τελευτήσειέ τις αὐτῶν καὶ τὰ νομιζόμεν᾽ αὐτῷ φέροιτο, ἀκολουθῶν ἐπὶ τὸ μνῆμα διεξίοι «εἰ τὸ καὶ τὸ ἐποίησεν ἅνθρωπος οὑτοσί, οὐκ ἂν ἀπέθανεν». ἐμβρόντητε, εἶτα νῦν λέγεις;
***
[234] Δύναμη λοιπόν είχε η πόλη τους νησιώτες, όχι όλους αλλά τους πιο αδύνατους, γιατί ούτε η Χίος ούτε η Ρόδος ούτε η Κέρκυρα ήταν με το μέρος μας· μια εισφορά χρημάτων σαράντα πέντε περίπου ταλάντων, και όλα αυτά προεισπραχθέντα· οπλίτη ή ιππέα εκτός από τους δικούς μας κανέναν. Αλλά το πιο φοβερό από όλα για μας και το πιο ευνοϊκό για τον εχθρό ήταν ότι αυτοί εδώ είχαν διαθέσει μάλλον εχθρικά παρά φιλικά όλους τους γείτονές μας, Μεγαρείς, Θηβαίους, Ευβοείς.
[235] Σε τέτοια κατάσταση βρίσκονταν τα πράγματα της πόλης και κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να προσθέσει τίποτε άλλο εκτός από αυτά. Προσέξτε τώρα σε ποιά κατάσταση βρίσκονταν τα πράγματα του Φιλίππου, εναντίον του οποίου εμείς αγωνιζόμασταν. Πρώτον, ήταν ο ίδιος αρχηγός με απόλυτη εξουσία όσων τον ακολουθούσαν, πράγμα που στον πόλεμο είναι το πιο σημαντικό από όλα· δεύτερον, αυτοί βρίσκονταν συνεχώς σε πολεμική ετοιμότητα· έπειτα, είχε στη διάθεσή του πολλά χρήματα και υλοποιούσε όσες αποφάσεις έπαιρνε, χωρίς να τις κοινολογεί από πριν με ψηφίσματα, χωρίς να τις συζητάει δημοσίως, χωρίς καν να σέρνεται στα δικαστήρια από συκοφάντες, χωρίς ακόμη να αντιμετωπίζει διώξεις για παράνομα ψηφίσματα. Δεν ήταν υπόλογος σε κανέναν· ήταν απλώς ο απόλυτος άρχων, ο αρχηγός και ο κύριος όλων.
[236] Αντίθετα, εγώ που είχα αντιταχθεί σ᾽ αυτόν (γιατί είναι δίκαιο να εξετάσετε και αυτό) τίνος ήμουν κύριος; Κανενός. Και πρώτα πρώτα τη δημόσια αγόρευση, στο μόνο πράγμα που συμμετείχα εγώ, τη μοιράζατε στα μίσθαρνα όργανα του Φιλίππου και σ᾽ εμένα με τους ίδιους όρους· και κάθε φορά που υπερίσχυε η δική τους άποψη (και ήταν πολλές οι περιπτώσεις που συνέβη αυτό για οποιοδήποτε κάθε φορά λόγο η καθεμιά), αποχωρούσατε από την Εκκλησία του Δήμου, αφού προηγουμένως είχατε πάρει αποφάσεις υπέρ του εχθρού.
[237] Ωστόσο, παρά τα μειονεκτήματα αυτά, πέτυχα να γίνουν σύμμαχοί σας οι Ευβοείς, οι Αχαιοί, οι Κορίνθιοι, οι Θηβαίοι, οι Μεγαρείς, οι Λευκαδίτες, και οι Κερκυραίοι· από αυτούς συγκροτήθηκε ένα σώμα από δεκαπέντε χιλιάδες μισθοφόρους και μία ίλη δυο χιλιάδων ιππέων, εκτός από τη στρατιωτική δύναμη που την αποτελούσαν οι πολίτες των χωρών αυτών. Όσο για τη συνεισφορά σε χρήματα των συμμαχικών πόλεων, πέτυχα να την κάνω όσο μεγαλύτερη μπορούσα.
[238] Αν όμως μιλάς, Αισχίνη, για τους δίκαιους όρους προς τους Θηβαίους ή προς τους Βυζαντίους ή προς τους Ευβοείς, και αυτή τη στιγμή θέτεις το ζήτημα ίσων συνεισφορών, πρώτα πρώτα αγνοείς ότι από τις ένδοξες εκείνες τριήρεις που αγωνίστηκαν για τους Έλληνες στο παρελθόν, τριακόσιες στο σύνολό τους, η πόλη μας παρέσχε τις διακόσιες· και δεν ένιωσε ότι αδικούνταν, ούτε και έσυρε στα δικαστήρια αυτούς που της έδωσαν αυτή τη συμβουλή, ούτε φαινόταν να αγανακτεί γι᾽ αυτά (γιατί θα ήταν ντροπή)· αντίθετα μάλιστα, φάνηκε να χρωστά ευγνωμοσύνη στους θεούς, που, στον κίνδυνο που απείλησε τότε όλους τους Έλληνες, παρέσχε αυτή διπλάσια από τους υπόλοιπους Έλληνες πολεμικά σκάφη για τη σωτηρία όλων.
[239] Έπειτα, συκοφαντώντας εμένα προσφέρεις σ᾽ αυτούς εδώ υπηρεσίες χωρίς αντίκρισμα. Γιατί τους λες τώρα σε ποιές ενέργειες έπρεπε να προχωρήσουν τότε; Βρισκόσουν στην πόλη και ήσουν παρών στη συνέλευση. Γιατί δεν έκανες τις προτάσεις σου τότε, αν βέβαια μπορούσαν να εφαρμοστούν στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις, στις οποίες ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχόμαστε όχι όσα θέλαμε αλλά όσα επέτρεπε η κατάσταση; Γιατί καραδοκούσε εκείνος που θα πρόσφερε καλύτερους όρους και θα δεχόταν αμέσως όσους συμμάχους εμείς τυχόν διώχναμε, και θα τους πλήρωνε κιόλας.
[240] Αλλά, αν σήμερα κατηγορούμαι για όσα έχουν γίνει, τί φαντάζεσθε ότι θα έκαναν ή τί θα έλεγαν οι χωρίς αρχές αυτοί άνθρωποι, αν τότε, επιμένοντας εγώ στις λεπτομέρειες σχετικά με αυτά, έφευγαν οι πόλεις και ενώνονταν με τον Φίλιππο και γινόταν αυτός ταυτόχρονα κύριος της Εύβοιας, της Θήβας και του Βυζαντίου;
[241] Δεν θα σας είχαν πει ότι τους παραδώσαμε στον Φίλιππο; Ότι τους διώξαμε, ενώ ήθελαν να είναι μαζί μας; Ότι «με τη βοήθεια των Βυζαντίων έγινε κύριος του Ελλησπόντου και απέκτησε τον έλεγχο της μεταφοράς σιτηρών όλης της Ελλάδας, ότι μέσω των Θηβαίων έχει φτάσει στην Αττική ένας πόλεμος σκληρός με τους γείτονές της και ότι η θάλασσα έγινε απρόσιτη για μας εξαιτίας των πειρατών που εξορμούσαν από την Εύβοια;» Δεν θα είχαν εκφράσει αυτά τα παράπονα και ακόμη περισσότερα;
[242] Πονηρό πλάσμα ο συκοφάντης, Αθηναίοι, πονηρό και από κάθε άποψη φθονερό και φιλοκατήγορο (: με τάση να κατηγορεί). Αυτό όμως το ανθρωπάριο είναι από τη φύση του πονηρή αλεπού, που ποτέ δεν έχει κάνει τίποτε σωστό ούτε και αντάξιο ελεύθερου ανθρώπου, ένας μελοδραματικός πίθηκος, ένας αγροίκος Οινόμαος, ένας ψευτορήτορας. Σε τί ωφέλησε την πατρίδα η δική σου ρητορική δεινότητα;
[243] Τώρα μας μιλάς για τα περασμένα; Είναι όπως ένας γιατρός που επισκέπτεται τους ασθενείς του όσο είναι άρρωστοι, και ούτε τους λέει τίποτε ούτε υποδεικνύει με ποιά φάρμακα θα απαλλαγούν από την αρρώστια· αλλά, όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς και γίνεται η κηδεία του, ακολουθώντας τον νεκρό στο μνήμα, τότε δίνει τη συνταγή του· «αν ο άνθρωπος έκανε το και το, δεν θα πέθαινε». Ηλίθιε, ποιό το όφελος να λες αυτά τώρα;
[235] τὰ μὲν τῆς πόλεως οὕτως ὑπῆρχεν ἔχοντα, καὶ οὐδεὶς ἂν ἔχοι παρὰ ταῦτ᾽ εἰπεῖν ἄλλ᾽ οὐδέν· τὰ δὲ τοῦ Φιλίππου, πρὸς ὃν ἦν ἡμῖν ὁ ἀγών, σκέψασθε πῶς. πρῶτον μὲν ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτὸς αὐτοκράτωρ, ὃ τῶν εἰς τὸν πόλεμον μέγιστόν ἐστιν ἁπάντων· εἶθ᾽ οὗτοι τὰ ὅπλ᾽ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν ἀεί· ἔπειτα χρημάτων ηὐπόρει καὶ ἔπραττεν ἃ δόξειεν αὐτῷ, οὐ προλέγων ἐν τοῖς ψηφίσμασιν, οὐδ᾽ ἐν τῷ φανερῷ βουλευόμενος, οὐδ᾽ ὑπὸ τῶν συκοφαντούντων κρινόμενος, οὐδὲ γραφὰς φεύγων παρανόμων, οὐδ᾽ ὑπεύθυνος ὢν οὐδενί, ἀλλ᾽ ἁπλῶς αὐτὸς δεσπότης, ἡγεμών, κύριος πάντων.
[236] ἐγὼ δ᾽ ὁ πρὸς τοῦτον ἀντιτεταγμένος (καὶ γὰρ τοῦτ᾽ ἐξετάσαι δίκαιον) τίνος κύριος ἦν; οὐδενός· αὐτὸ γὰρ τὸ δημηγορεῖν πρῶτον, οὗ μόνου μετεῖχον ἐγώ, ἐξ ἴσου προὐτίθεθ᾽ ὑμεῖς τοῖς παρ᾽ ἐκείνου μισθαρνοῦσι καὶ ἐμοί, καὶ ὅσ᾽ οὗτοι περιγένοιντ᾽ ἐμοῦ (πολλὰ δ᾽ ἐγίγνετο ταῦτα, δι᾽ ἣν ἕκαστον τύχοι πρόφασιν), ταῦθ᾽ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ἀπῇτε βεβουλευμένοι.
[237] ἀλλ᾽ ὅμως ἐκ τοιούτων ἐλαττωμάτων ἐγὼ συμμάχους μὲν ὑμῖν ἐποίησα Εὐβοέας, Ἀχαιούς, Κορινθίους, Θηβαίους, Μεγαρέας, Λευκαδίους, Κερκυραίους, ἀφ᾽ ὧν μύριοι μὲν καὶ πεντακισχίλιοι ξένοι, δισχίλιοι δ᾽ ἱππεῖς ἄνευ τῶν πολιτικῶν δυνάμεων συνήχθησαν· χρημάτων δ᾽ ὅσων ἐδυνήθην ἐγὼ πλείστων συντέλειαν ἐποίησα.
[238] εἰ δὲ λέγεις ἢ τὰ πρὸς Θηβαίους δίκαι᾽, Αἰσχίνη, ἢ τὰ πρὸς Βυζαντίους ἢ τὰ πρὸς Εὐβοέας, ἢ περὶ τῶν ἴσων νυνὶ διαλέγει, πρῶτον μὲν ἀγνοεῖς ὅτι καὶ πρότερον τῶν ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων ἐκείνων ἀγωνισαμένων τριήρων, τριακοσίων οὐσῶν τῶν πασῶν, τὰς διακοσίας ἡ πόλις παρέσχετο, καὶ οὐκ ἐλαττοῦσθαι νομίζουσα οὐδὲ κρίνουσα τοὺς ταῦτα συμβουλεύσαντας οὐδ᾽ ἀγανακτοῦσ᾽ ἐπὶ τούτοις ἑωρᾶτο (αἰσχρὸν γάρ), ἀλλὰ τοῖς θεοῖς ἔχουσα χάριν, εἰ κοινοῦ κινδύνου τοῖς Ἕλλησι περιστάντος αὐτὴ διπλάσια τῶν ἄλλων εἰς τὴν ἁπάντων σωτηρίαν παρέσχετο.
[239] εἶτα κενὰς χαρίζει χάριτας τουτοισὶ συκοφαντῶν ἐμέ. τί γὰρ νῦν λέγεις οἷ᾽ ἐχρῆν πράττειν, ἀλλ᾽ οὐ τότ᾽ ὢν ἐν τῇ πόλει καὶ παρὼν ταῦτ᾽ ἔγραφες, εἴπερ ἐνεδέχετο παρὰ τοὺς παρόντας καιρούς, ἐν οἷς οὐχ ὅσ᾽ ἐβουλόμεθα, ἀλλ᾽ ὅσα δοίη τὰ πράγματ᾽ ἔδει δέχεσθαι· ὁ γὰρ ἀντωνούμενος καὶ ταχὺ τοὺς παρ᾽ ἡμῶν ἀπελαυνομένους προσδεξόμενος καὶ χρήματα προσθήσων ὑπῆρχεν ἕτοιμος.
[240] Ἀλλ᾽ εἰ νῦν ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω, τί ἂν οἴεσθε, εἰ τότ᾽ ἐμοῦ περὶ τούτων ἀκριβολογουμένου, ἀπῆλθον αἱ πόλεις καὶ προσέθεντο Φιλίππῳ, καὶ ἅμ᾽ Εὐβοίας καὶ Θηβῶν καὶ Βυζαντίου κύριος κατέστη, τί ποιεῖν ἂν ἢ τί λέγειν τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους τουτουσί;
[241] οὐχ ὡς ἐξεδόθησαν; οὐχ ὡς ἀπηλάθησαν βουλόμενοι μεθ᾽ ὑμῶν εἶναι; εἶτα «τοῦ μὲν Ἑλλησπόντου διὰ Βυζαντίων ἐγκρατὴς καθέστηκε, καὶ τῆς σιτοπομπίας τῆς τῶν Ἑλλήνων κύριος, πόλεμος δ᾽ ὅμορος καὶ βαρὺς εἰς τὴν Ἀττικὴν διὰ Θηβαίων κεκόμισται, ἄπλους δ᾽ ἡ θάλαττα ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς Εὐβοίας ὁρμωμένων λῃστῶν γέγονεν»· οὐκ ἂν ταῦτ᾽ ἔλεγον καὶ πολλά γε πρὸς τούτοις ἕτερα;
[242] πονηρόν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πονηρὸν ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον· τοῦτο δὲ καὶ φύσει κίναδος τἀνθρώπιόν ἐστιν, οὐδὲν ἐξ ἀρχῆς ὑγιὲς πεποιηκὸς οὐδ᾽ ἐλεύθερον, αὐτοτραγικὸς πίθηκος, ἀρουραῖος Οἰνόμαος, παράσημος ῥήτωρ. τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι;
[243] νῦν ἡμῖν λέγεις περὶ τῶν παρεληλυθότων; ὥσπερ ἂν εἴ τις ἰατρὸς ἀσθενοῦσι μὲν τοῖς κάμνουσιν εἰσιὼν μὴ λέγοι μηδὲ δεικνύοι δι᾽ ὧν ἀποφεύξονται τὴν νόσον, ἐπειδὴ δὲ τελευτήσειέ τις αὐτῶν καὶ τὰ νομιζόμεν᾽ αὐτῷ φέροιτο, ἀκολουθῶν ἐπὶ τὸ μνῆμα διεξίοι «εἰ τὸ καὶ τὸ ἐποίησεν ἅνθρωπος οὑτοσί, οὐκ ἂν ἀπέθανεν». ἐμβρόντητε, εἶτα νῦν λέγεις;
***
[234] Δύναμη λοιπόν είχε η πόλη τους νησιώτες, όχι όλους αλλά τους πιο αδύνατους, γιατί ούτε η Χίος ούτε η Ρόδος ούτε η Κέρκυρα ήταν με το μέρος μας· μια εισφορά χρημάτων σαράντα πέντε περίπου ταλάντων, και όλα αυτά προεισπραχθέντα· οπλίτη ή ιππέα εκτός από τους δικούς μας κανέναν. Αλλά το πιο φοβερό από όλα για μας και το πιο ευνοϊκό για τον εχθρό ήταν ότι αυτοί εδώ είχαν διαθέσει μάλλον εχθρικά παρά φιλικά όλους τους γείτονές μας, Μεγαρείς, Θηβαίους, Ευβοείς.
[235] Σε τέτοια κατάσταση βρίσκονταν τα πράγματα της πόλης και κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να προσθέσει τίποτε άλλο εκτός από αυτά. Προσέξτε τώρα σε ποιά κατάσταση βρίσκονταν τα πράγματα του Φιλίππου, εναντίον του οποίου εμείς αγωνιζόμασταν. Πρώτον, ήταν ο ίδιος αρχηγός με απόλυτη εξουσία όσων τον ακολουθούσαν, πράγμα που στον πόλεμο είναι το πιο σημαντικό από όλα· δεύτερον, αυτοί βρίσκονταν συνεχώς σε πολεμική ετοιμότητα· έπειτα, είχε στη διάθεσή του πολλά χρήματα και υλοποιούσε όσες αποφάσεις έπαιρνε, χωρίς να τις κοινολογεί από πριν με ψηφίσματα, χωρίς να τις συζητάει δημοσίως, χωρίς καν να σέρνεται στα δικαστήρια από συκοφάντες, χωρίς ακόμη να αντιμετωπίζει διώξεις για παράνομα ψηφίσματα. Δεν ήταν υπόλογος σε κανέναν· ήταν απλώς ο απόλυτος άρχων, ο αρχηγός και ο κύριος όλων.
[236] Αντίθετα, εγώ που είχα αντιταχθεί σ᾽ αυτόν (γιατί είναι δίκαιο να εξετάσετε και αυτό) τίνος ήμουν κύριος; Κανενός. Και πρώτα πρώτα τη δημόσια αγόρευση, στο μόνο πράγμα που συμμετείχα εγώ, τη μοιράζατε στα μίσθαρνα όργανα του Φιλίππου και σ᾽ εμένα με τους ίδιους όρους· και κάθε φορά που υπερίσχυε η δική τους άποψη (και ήταν πολλές οι περιπτώσεις που συνέβη αυτό για οποιοδήποτε κάθε φορά λόγο η καθεμιά), αποχωρούσατε από την Εκκλησία του Δήμου, αφού προηγουμένως είχατε πάρει αποφάσεις υπέρ του εχθρού.
[237] Ωστόσο, παρά τα μειονεκτήματα αυτά, πέτυχα να γίνουν σύμμαχοί σας οι Ευβοείς, οι Αχαιοί, οι Κορίνθιοι, οι Θηβαίοι, οι Μεγαρείς, οι Λευκαδίτες, και οι Κερκυραίοι· από αυτούς συγκροτήθηκε ένα σώμα από δεκαπέντε χιλιάδες μισθοφόρους και μία ίλη δυο χιλιάδων ιππέων, εκτός από τη στρατιωτική δύναμη που την αποτελούσαν οι πολίτες των χωρών αυτών. Όσο για τη συνεισφορά σε χρήματα των συμμαχικών πόλεων, πέτυχα να την κάνω όσο μεγαλύτερη μπορούσα.
[238] Αν όμως μιλάς, Αισχίνη, για τους δίκαιους όρους προς τους Θηβαίους ή προς τους Βυζαντίους ή προς τους Ευβοείς, και αυτή τη στιγμή θέτεις το ζήτημα ίσων συνεισφορών, πρώτα πρώτα αγνοείς ότι από τις ένδοξες εκείνες τριήρεις που αγωνίστηκαν για τους Έλληνες στο παρελθόν, τριακόσιες στο σύνολό τους, η πόλη μας παρέσχε τις διακόσιες· και δεν ένιωσε ότι αδικούνταν, ούτε και έσυρε στα δικαστήρια αυτούς που της έδωσαν αυτή τη συμβουλή, ούτε φαινόταν να αγανακτεί γι᾽ αυτά (γιατί θα ήταν ντροπή)· αντίθετα μάλιστα, φάνηκε να χρωστά ευγνωμοσύνη στους θεούς, που, στον κίνδυνο που απείλησε τότε όλους τους Έλληνες, παρέσχε αυτή διπλάσια από τους υπόλοιπους Έλληνες πολεμικά σκάφη για τη σωτηρία όλων.
[239] Έπειτα, συκοφαντώντας εμένα προσφέρεις σ᾽ αυτούς εδώ υπηρεσίες χωρίς αντίκρισμα. Γιατί τους λες τώρα σε ποιές ενέργειες έπρεπε να προχωρήσουν τότε; Βρισκόσουν στην πόλη και ήσουν παρών στη συνέλευση. Γιατί δεν έκανες τις προτάσεις σου τότε, αν βέβαια μπορούσαν να εφαρμοστούν στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις, στις οποίες ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχόμαστε όχι όσα θέλαμε αλλά όσα επέτρεπε η κατάσταση; Γιατί καραδοκούσε εκείνος που θα πρόσφερε καλύτερους όρους και θα δεχόταν αμέσως όσους συμμάχους εμείς τυχόν διώχναμε, και θα τους πλήρωνε κιόλας.
[240] Αλλά, αν σήμερα κατηγορούμαι για όσα έχουν γίνει, τί φαντάζεσθε ότι θα έκαναν ή τί θα έλεγαν οι χωρίς αρχές αυτοί άνθρωποι, αν τότε, επιμένοντας εγώ στις λεπτομέρειες σχετικά με αυτά, έφευγαν οι πόλεις και ενώνονταν με τον Φίλιππο και γινόταν αυτός ταυτόχρονα κύριος της Εύβοιας, της Θήβας και του Βυζαντίου;
[241] Δεν θα σας είχαν πει ότι τους παραδώσαμε στον Φίλιππο; Ότι τους διώξαμε, ενώ ήθελαν να είναι μαζί μας; Ότι «με τη βοήθεια των Βυζαντίων έγινε κύριος του Ελλησπόντου και απέκτησε τον έλεγχο της μεταφοράς σιτηρών όλης της Ελλάδας, ότι μέσω των Θηβαίων έχει φτάσει στην Αττική ένας πόλεμος σκληρός με τους γείτονές της και ότι η θάλασσα έγινε απρόσιτη για μας εξαιτίας των πειρατών που εξορμούσαν από την Εύβοια;» Δεν θα είχαν εκφράσει αυτά τα παράπονα και ακόμη περισσότερα;
[242] Πονηρό πλάσμα ο συκοφάντης, Αθηναίοι, πονηρό και από κάθε άποψη φθονερό και φιλοκατήγορο (: με τάση να κατηγορεί). Αυτό όμως το ανθρωπάριο είναι από τη φύση του πονηρή αλεπού, που ποτέ δεν έχει κάνει τίποτε σωστό ούτε και αντάξιο ελεύθερου ανθρώπου, ένας μελοδραματικός πίθηκος, ένας αγροίκος Οινόμαος, ένας ψευτορήτορας. Σε τί ωφέλησε την πατρίδα η δική σου ρητορική δεινότητα;
[243] Τώρα μας μιλάς για τα περασμένα; Είναι όπως ένας γιατρός που επισκέπτεται τους ασθενείς του όσο είναι άρρωστοι, και ούτε τους λέει τίποτε ούτε υποδεικνύει με ποιά φάρμακα θα απαλλαγούν από την αρρώστια· αλλά, όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς και γίνεται η κηδεία του, ακολουθώντας τον νεκρό στο μνήμα, τότε δίνει τη συνταγή του· «αν ο άνθρωπος έκανε το και το, δεν θα πέθαινε». Ηλίθιε, ποιό το όφελος να λες αυτά τώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου