Στις ύπουλα ζοφερές μέρες μας συχνά προσδίδεται μεγάλη έμφαση στην ανάγκη της “θετικής σκέψης” και της “αισιοδοξίας”, σε σημείο που αναδεικνύονται σε ένα νέο είδος “ηθικής”.
Δημιουργείται έτσι μία πόλωση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επιθυμητή πραγματικότητα. Η κούραση, οι τρόμοι, η κατάθλιψη, η απόγνωση που ελλοχεύουν σε κάθε λεπτό μας, τοποθετούνται ως κάτι “κακό” και απέναντι από την καταναλωτική και προσομοιωτική μας ευδαιμονία.
Όμως, γίνεται να χωρίσουμε τη μέρα από τη νύχτα; Το καλοκαίρι από τον χειμώνα; Το φως από το σκοτάδι; Τη χαρά από τον πόνο; Τον ενθουσιασμό από την παραίτηση; Μήπως όλα αυτά αποκτούν νόημα μόνον ως προς τα αντίθετά τους;
Ας δούμε γιατί μπορεί να μη χρειάζεται να κάνουμε τίποτα για να περάσει μία κατάθλιψη, παρά μόνο να την αποδεχτούμε. Να της κάνουμε χώρο. Να επιτρέψουμε στο τίποτα που ενίοτε φαντάζει απύθμενο μέσα μας, να παράγει τον δικό του πυθμένα, χωρίς να το αποφεύγουμε υστερικά σαν κατάρα.
Πρώτα-πρώτα, ό,τι και να κάνουμε, όσο και να εθελοτυφλούμε ή να σιωπούμε πεισματικά, μεγαλώνοντας, έχουμε πολλές ευκαιρίες να βεβαιωθούμε πως η ζωή δεν είναι τίμιος παίκτης. Κλέβει, εξαπατά, χτυπά κάτω από τη ζώνη με αδιανόητη εφευρετικότητα.
Δεν ελέγχουμε τα φυσικά γεγονότα καθώς και τις αυθαιρεσίες αυτών που ασκούν εξουσία στις κοινωνικοπολιτικές μας δομές. Οι απαιτήσεις και η ισοπέδωση που συνεπάγονται οι κανόνες της συλλογικής μας πραγματικότητας, μας εξουθενώνουν.
Αιφνιδιαστικές στροφές στις σχέσεις μας, μας αναγκάζουν να αναπροσδιορίζουμε ακατάπαυστα τι σημαίνει “μόνος” και “μαζί”. Απρόσμενα γεγονότα εκτρέπουν βίαια τον ρυθμό της καθημερινότητάς μας. Ατυχήματα, αρρώστια, αιφνίδιες απώλειες, διάψευση προσδοκιών διαβρώνουν τον ορίζοντά μας. Το ίδιο το γεγονός ότι μέρα με τη μέρα η εικόνα μας χάνει τη διαύγεια κατά την αντιγραφή της μας θυμίζει ύπουλα τι σημαίνει “ημερομηνία λήξης”. Αυτά και άλλα πολλά, μας υπογραμμίζουν διαρκώς ότι ίσως να επρόκειτο μόνο για δική μας αυταπάτη πως το παιχνίδι της ζωής θα μπορούσε να είναι ένα τίμιο παιχνίδι - ή, μας θυμίζουν ότι θα πρέπει ίσως να αναθεωρήσουμε τι σημαίνει “τιμιότητα” στην περίπτωση του συγκεκριμένου παιχνιδιού.
Σε κάθε περίπτωση, έρχονται κάποιες στιγμές που κουραζόμαστε πια. Όλα μοιάζουν τελειωμένα. Ένας μάταιος αγώνας. Μία χαμένη υπόθεση. Άλλοτε παραιτούμαστε και ξανασηκωνόμαστε, άλλοτε λυγίζουμε ακόμα περισσότερο. Μάλιστα, κάποτε, ίσως έρχονται έτσι τα πράγματα, που κάποιος από μας πέφτει για τα καλά. Βυθίζεται ολοκληρωτικά στο απύθμενο μέσα του, κι εμείς μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα και την τραγικότητα αυτής της πτώσης.
Ωστόσο, όταν πέφτουμε, αν απλώς παραμείνουμε για λίγο όπως είμαστε, έστω και πεσμένοι, χωρίς να χτυπιόμαστε υστερικά στις οθόνες των κινητών μας, τότε, κάποιες φορές, ακριβώς τη στιγμή που αφηνόμαστε στο μάταιο του απύθμενου “τίποτα” στο οποίο μεταμορφώνεται η ζωή, θαρρείς και το νόημα των πραγμάτων αρχίζει να εμφανίζεται και πάλι, από μόνο του, σαν ένα αδιόρατο λαμπύρισμα γύρω τους. Ίσως αυτό το νέο νόημα να είναι κάπως διαφορετικό από το απολύτως όποιο νόημα βλέπαμε μέχρι τώρα στα πράγματα, αλλά είναι υπαρκτό - ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία, αφού λυγίσαμε, παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια να το επινοούμε.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι μαγικός (αν και συχνά βιώνεται ως μαγικός ή μεταφυσικός) και, προπαντός, δεν οφείλεται σε καμία υποτιθέμενη “θετική σκέψη” ή κάποια συμπαντική συνωμοσία υπέρ ημών.
Το ότι στο απύθμενο εμφανίζεται κάποιος “πάτος”, ο οποίος μας σηκώνει και πάλι στη γη (De Wulf, 2016), πιστεύω ότι ως ένα βαθμό οφείλεται στον ίδιο τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο συντίθεται η εμπειρία μας, σε επίπεδο μικροδομής. Συγκεκριμένα, καθώς διαδρούμε με τον κόσμο άμεσα, ζωντανά, σε κάθε βίωμα μας, παράγονται αδιάκοπα στα κατώτερα επίπεδα οργάνωσης της εμπειρίας μας, διάφορα μη συνειδητά στοιχεία.
Τέτοια στοιχεία οφείλονται στο ότι ο εγκέφαλός μας είναι σε θέση να μεταφράζει ασταμάτητα σε “μικροσυγκινήσεις” (“affects”), τις μεταβολές που γίνονται στο εσωτερικό των σωμάτων μας, καθώς οι αισθήσεις μας αδιάκοπα μας τροφοδοτούν με ερεθίσματα (Stern, 2003, 2004).
Αυτές οι ενσώματης προελεύσεως μικροσυγκινήσεις είναι και το θεμέλιο όχι μόνο του ίδιου μας του εαυτού και της ικανότητάς μας να λέμε “εγώ είμαι”, αλλά και όλων των βαθύτερων και μεγάλων μας συναισθημάτων (Damasio, 1999, 2014).
Κατά την άμεση λοιπόν, ζωντανή μας αλληλεπίδραση με τα πράγματα, τα ΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ στοιχεία που σφραγίζουν ανεξίτηλα κάθε μας βίωμα, δημιουργούν μέσα μας ένα ελάχιστο, αδιόρατο αλλά υπαρκτό κανάλι “συγκινησιακού νοήματος”. Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν εμείς βλέπουμε με το νου μας σταθερά το τίποτα και την απόλυτη ματαιότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σε κάθε αναπνοή μας, μόνο και μόνο επειδή ζούμε, ούτως ή άλλως, πάντα κάτι αλλάζει μέσα μας, από “μόνο του”. Αλλάζει, ακριβώς γιατί στα υπόγεια της εμπειρίας μας τρέχει ασταμάτητα ένας αδιόρατος χείμαρρος μικροσυγκινήσεων, ανεξάρτητα αν αυτές δεν περνούν στη συνείδησή μας.
Έτσι, δημιουργούνται αναπόφευκτα διαρκείς μικρομεταβολές μέσα μας - αόρατες για το νου μας, ο οποίος εξακολουθεί να βλέπει γκρίζα και αμετάβλητα τα πράγματα. Με το χρόνο, οι μικρομεταβολές στο “ισόγειό” μας συνταιριάζονται μεταξύ τους, αλληλοενισχύονται και, κάποια στιγμή, συντίθενται μεγαλύτερες αλλαγές, οι οποίες γίνονται πλέον ορατές και στους “πάνω ορόφους”, της συνείδησης και του νου μας. Τότε είναι που ο κόσμος αρχίζει να αποκτά ξανά κάποιο χρώμα, κι εμείς να νιώθουμε την επιθυμία κάπως να συνεχίσουμε.
Φυσικά, το απύθμενο τίποτα μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον, παραμένει πάντα τόσο τίποτα όσο και απύθμενο, γιατί οφείλεται σε διάφορα γνωρίσματα της κοινής φυσικής μας κατασκευής, του τρόπου που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας και του πώς δημιουργείται η ψυχική μας ζωή. Απλώς, μέσω των παραπάνω μηχανισμών του εργοστασίου της σύνθεσης της εμπειρίας μας και μέσα στο δικό μας κενό, δημιουργείται αποκλειστικά στην προσωπική μας πραγματικότητα, η αίσθηση ενός πυθμένα, ενός κάτι που γεννιέται από το τίποτα, επάνω στο οποίο μπορούμε να πατήσουμε και να διακοπεί η πτώση στο άπατο πηγάδι μέσα μας.
Η βίωση αυτής της εκπληκτικής διαδικασίας που πραγματοποιεί ολόκληρο το σύστημά μας, τόσο μέσω των συνειδητών όσο και μέσω των μη συνειδητών του λειτουργιών, συνιστά την αίσθηση του νέου νοήματος των πραγμάτων και τον υποκειμενικό και ιδιωτικό μας “πάτο” στο τίποτα.
Ας μην ξεχνούμε όμως πως μία τέτοια διαδικασία προϋποθέτει την παράδοσή μας στο τίποτα, στο κενό, στο απύθμενο μέσα μας και όχι την πάλη να “σωθούμε” καταφεύγοντας σε δήθεν “θετικές” σκέψεις και σε μία εντελώς ανυπόστατη και επίπλαστη “αισιοδοξία”, για μία ζωή που ενίοτε κυριολεκτικά αποκεφαλίζει.
Όσο επιμένουμε να βλέπουμε μόνο τη “φωτεινή’’ πλευρά της ζωής σε βάρος της ολότητάς της, η “σκοτεινή” της μας εκδικείται, χυμώντας από τις ρωγμές κάθε μονομερούς και επίπλαστα αισιόδοξου κατασκευάσματός μας.
Επιπλέον, μία τέτοια μονοδιάστατη στάση, ακριβώς επειδή βλέπει μόνο τις “μισές” όψεις της ζωής, εμποδίζει τον αυθεντικό σχηματισμό του πυθμένα μέσα μας, και την ουσιαστική “επανεκκίνησή” μας.
Αντίθετα, το να πάψω να ταυτίζω το “καλό” και το “θετικό” με το παιδικά νοούμενο “ευχάριστο”, επιτρέπω τις αέναες μικρομεταβολές μέσα μου να παράγουν τελικά νέα νοήματα, όσο και αν στην οθόνη του νου μου, αυτήν τη στιγμή, μπορεί να βλέπω μονάχα έναν κόσμο άχρωμο, μάταιο και παγωμένο.
Η πραγματικότητα και η επιθυμητή πραγματικότητα
Για να εξοβελιστεί το “αρνητικό” και “απαισιόδοξο”, υπάρχουν πλέον πολλές παιδικές χαρές αυταπάτης: καταναλωτική υστερία, πρωταθλητισμός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανεξερεύνητες ζούγκλες με “βιντεάκια” στο διαδίκτυο, πολλά υποσχόμενες γέφυρες προς το άπειρο μέσω εσωτερισμού και μεταφυσικής.Δημιουργείται έτσι μία πόλωση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επιθυμητή πραγματικότητα. Η κούραση, οι τρόμοι, η κατάθλιψη, η απόγνωση που ελλοχεύουν σε κάθε λεπτό μας, τοποθετούνται ως κάτι “κακό” και απέναντι από την καταναλωτική και προσομοιωτική μας ευδαιμονία.
Όμως, γίνεται να χωρίσουμε τη μέρα από τη νύχτα; Το καλοκαίρι από τον χειμώνα; Το φως από το σκοτάδι; Τη χαρά από τον πόνο; Τον ενθουσιασμό από την παραίτηση; Μήπως όλα αυτά αποκτούν νόημα μόνον ως προς τα αντίθετά τους;
Η αποδοχή της κατάθλιψης
Μήπως η πραγματική θετική σκέψη έγκειται στο να αποδεχτούμε την ολότητα των φαινομένων της ζωής μας και απλώς να επιτρέψουμε τη φυσική τους διαδοχή;Ας δούμε γιατί μπορεί να μη χρειάζεται να κάνουμε τίποτα για να περάσει μία κατάθλιψη, παρά μόνο να την αποδεχτούμε. Να της κάνουμε χώρο. Να επιτρέψουμε στο τίποτα που ενίοτε φαντάζει απύθμενο μέσα μας, να παράγει τον δικό του πυθμένα, χωρίς να το αποφεύγουμε υστερικά σαν κατάρα.
Πρώτα-πρώτα, ό,τι και να κάνουμε, όσο και να εθελοτυφλούμε ή να σιωπούμε πεισματικά, μεγαλώνοντας, έχουμε πολλές ευκαιρίες να βεβαιωθούμε πως η ζωή δεν είναι τίμιος παίκτης. Κλέβει, εξαπατά, χτυπά κάτω από τη ζώνη με αδιανόητη εφευρετικότητα.
Δεν ελέγχουμε τα φυσικά γεγονότα καθώς και τις αυθαιρεσίες αυτών που ασκούν εξουσία στις κοινωνικοπολιτικές μας δομές. Οι απαιτήσεις και η ισοπέδωση που συνεπάγονται οι κανόνες της συλλογικής μας πραγματικότητας, μας εξουθενώνουν.
Αιφνιδιαστικές στροφές στις σχέσεις μας, μας αναγκάζουν να αναπροσδιορίζουμε ακατάπαυστα τι σημαίνει “μόνος” και “μαζί”. Απρόσμενα γεγονότα εκτρέπουν βίαια τον ρυθμό της καθημερινότητάς μας. Ατυχήματα, αρρώστια, αιφνίδιες απώλειες, διάψευση προσδοκιών διαβρώνουν τον ορίζοντά μας. Το ίδιο το γεγονός ότι μέρα με τη μέρα η εικόνα μας χάνει τη διαύγεια κατά την αντιγραφή της μας θυμίζει ύπουλα τι σημαίνει “ημερομηνία λήξης”. Αυτά και άλλα πολλά, μας υπογραμμίζουν διαρκώς ότι ίσως να επρόκειτο μόνο για δική μας αυταπάτη πως το παιχνίδι της ζωής θα μπορούσε να είναι ένα τίμιο παιχνίδι - ή, μας θυμίζουν ότι θα πρέπει ίσως να αναθεωρήσουμε τι σημαίνει “τιμιότητα” στην περίπτωση του συγκεκριμένου παιχνιδιού.
Σε κάθε περίπτωση, έρχονται κάποιες στιγμές που κουραζόμαστε πια. Όλα μοιάζουν τελειωμένα. Ένας μάταιος αγώνας. Μία χαμένη υπόθεση. Άλλοτε παραιτούμαστε και ξανασηκωνόμαστε, άλλοτε λυγίζουμε ακόμα περισσότερο. Μάλιστα, κάποτε, ίσως έρχονται έτσι τα πράγματα, που κάποιος από μας πέφτει για τα καλά. Βυθίζεται ολοκληρωτικά στο απύθμενο μέσα του, κι εμείς μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα και την τραγικότητα αυτής της πτώσης.
Ωστόσο, όταν πέφτουμε, αν απλώς παραμείνουμε για λίγο όπως είμαστε, έστω και πεσμένοι, χωρίς να χτυπιόμαστε υστερικά στις οθόνες των κινητών μας, τότε, κάποιες φορές, ακριβώς τη στιγμή που αφηνόμαστε στο μάταιο του απύθμενου “τίποτα” στο οποίο μεταμορφώνεται η ζωή, θαρρείς και το νόημα των πραγμάτων αρχίζει να εμφανίζεται και πάλι, από μόνο του, σαν ένα αδιόρατο λαμπύρισμα γύρω τους. Ίσως αυτό το νέο νόημα να είναι κάπως διαφορετικό από το απολύτως όποιο νόημα βλέπαμε μέχρι τώρα στα πράγματα, αλλά είναι υπαρκτό - ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία, αφού λυγίσαμε, παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια να το επινοούμε.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι μαγικός (αν και συχνά βιώνεται ως μαγικός ή μεταφυσικός) και, προπαντός, δεν οφείλεται σε καμία υποτιθέμενη “θετική σκέψη” ή κάποια συμπαντική συνωμοσία υπέρ ημών.
Το ότι στο απύθμενο εμφανίζεται κάποιος “πάτος”, ο οποίος μας σηκώνει και πάλι στη γη (De Wulf, 2016), πιστεύω ότι ως ένα βαθμό οφείλεται στον ίδιο τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο συντίθεται η εμπειρία μας, σε επίπεδο μικροδομής. Συγκεκριμένα, καθώς διαδρούμε με τον κόσμο άμεσα, ζωντανά, σε κάθε βίωμα μας, παράγονται αδιάκοπα στα κατώτερα επίπεδα οργάνωσης της εμπειρίας μας, διάφορα μη συνειδητά στοιχεία.
Τέτοια στοιχεία οφείλονται στο ότι ο εγκέφαλός μας είναι σε θέση να μεταφράζει ασταμάτητα σε “μικροσυγκινήσεις” (“affects”), τις μεταβολές που γίνονται στο εσωτερικό των σωμάτων μας, καθώς οι αισθήσεις μας αδιάκοπα μας τροφοδοτούν με ερεθίσματα (Stern, 2003, 2004).
Αυτές οι ενσώματης προελεύσεως μικροσυγκινήσεις είναι και το θεμέλιο όχι μόνο του ίδιου μας του εαυτού και της ικανότητάς μας να λέμε “εγώ είμαι”, αλλά και όλων των βαθύτερων και μεγάλων μας συναισθημάτων (Damasio, 1999, 2014).
Κατά την άμεση λοιπόν, ζωντανή μας αλληλεπίδραση με τα πράγματα, τα ΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ στοιχεία που σφραγίζουν ανεξίτηλα κάθε μας βίωμα, δημιουργούν μέσα μας ένα ελάχιστο, αδιόρατο αλλά υπαρκτό κανάλι “συγκινησιακού νοήματος”. Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν εμείς βλέπουμε με το νου μας σταθερά το τίποτα και την απόλυτη ματαιότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σε κάθε αναπνοή μας, μόνο και μόνο επειδή ζούμε, ούτως ή άλλως, πάντα κάτι αλλάζει μέσα μας, από “μόνο του”. Αλλάζει, ακριβώς γιατί στα υπόγεια της εμπειρίας μας τρέχει ασταμάτητα ένας αδιόρατος χείμαρρος μικροσυγκινήσεων, ανεξάρτητα αν αυτές δεν περνούν στη συνείδησή μας.
Έτσι, δημιουργούνται αναπόφευκτα διαρκείς μικρομεταβολές μέσα μας - αόρατες για το νου μας, ο οποίος εξακολουθεί να βλέπει γκρίζα και αμετάβλητα τα πράγματα. Με το χρόνο, οι μικρομεταβολές στο “ισόγειό” μας συνταιριάζονται μεταξύ τους, αλληλοενισχύονται και, κάποια στιγμή, συντίθενται μεγαλύτερες αλλαγές, οι οποίες γίνονται πλέον ορατές και στους “πάνω ορόφους”, της συνείδησης και του νου μας. Τότε είναι που ο κόσμος αρχίζει να αποκτά ξανά κάποιο χρώμα, κι εμείς να νιώθουμε την επιθυμία κάπως να συνεχίσουμε.
Φυσικά, το απύθμενο τίποτα μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον, παραμένει πάντα τόσο τίποτα όσο και απύθμενο, γιατί οφείλεται σε διάφορα γνωρίσματα της κοινής φυσικής μας κατασκευής, του τρόπου που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας και του πώς δημιουργείται η ψυχική μας ζωή. Απλώς, μέσω των παραπάνω μηχανισμών του εργοστασίου της σύνθεσης της εμπειρίας μας και μέσα στο δικό μας κενό, δημιουργείται αποκλειστικά στην προσωπική μας πραγματικότητα, η αίσθηση ενός πυθμένα, ενός κάτι που γεννιέται από το τίποτα, επάνω στο οποίο μπορούμε να πατήσουμε και να διακοπεί η πτώση στο άπατο πηγάδι μέσα μας.
Η βίωση αυτής της εκπληκτικής διαδικασίας που πραγματοποιεί ολόκληρο το σύστημά μας, τόσο μέσω των συνειδητών όσο και μέσω των μη συνειδητών του λειτουργιών, συνιστά την αίσθηση του νέου νοήματος των πραγμάτων και τον υποκειμενικό και ιδιωτικό μας “πάτο” στο τίποτα.
Ας μην ξεχνούμε όμως πως μία τέτοια διαδικασία προϋποθέτει την παράδοσή μας στο τίποτα, στο κενό, στο απύθμενο μέσα μας και όχι την πάλη να “σωθούμε” καταφεύγοντας σε δήθεν “θετικές” σκέψεις και σε μία εντελώς ανυπόστατη και επίπλαστη “αισιοδοξία”, για μία ζωή που ενίοτε κυριολεκτικά αποκεφαλίζει.
Η αποδοχή όλων των όψεων της ζωής είναι η πραγματική θετική σκέψη
Η πραγματική θετική σκέψη, φαίνεται ότι βρίσκεται στην αποδοχή ΟΛΩΝ των όψεων της ζωής, καθώς και στην εμπιστοσύνη στην αέναη αλλαγή των πραγμάτων.Όσο επιμένουμε να βλέπουμε μόνο τη “φωτεινή’’ πλευρά της ζωής σε βάρος της ολότητάς της, η “σκοτεινή” της μας εκδικείται, χυμώντας από τις ρωγμές κάθε μονομερούς και επίπλαστα αισιόδοξου κατασκευάσματός μας.
Επιπλέον, μία τέτοια μονοδιάστατη στάση, ακριβώς επειδή βλέπει μόνο τις “μισές” όψεις της ζωής, εμποδίζει τον αυθεντικό σχηματισμό του πυθμένα μέσα μας, και την ουσιαστική “επανεκκίνησή” μας.
Αντίθετα, το να πάψω να ταυτίζω το “καλό” και το “θετικό” με το παιδικά νοούμενο “ευχάριστο”, επιτρέπω τις αέναες μικρομεταβολές μέσα μου να παράγουν τελικά νέα νοήματα, όσο και αν στην οθόνη του νου μου, αυτήν τη στιγμή, μπορεί να βλέπω μονάχα έναν κόσμο άχρωμο, μάταιο και παγωμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου