Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εκδόθηκε στις ΗΠΑ ένα απ’ τα πιο συναρπαστικά ερωτικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο υπέροχος Γκάτσμπι του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Αφηγείται το πάθος ενός νεαρού από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, του Τζέι Γκάτσμπι, για μια κοπελίτσα από σπίτι, που δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη ούτε ιδιαίτερα προικισμένη πνευματικά.
Γράφει o Φιτζέραλντ: «O Γκάτσμπι είχε μαγευτεί απ’ το μυστήριο που φαινόταν να κλείνει και να κρατάει μέσα στους ανθρώπους o πλούτος, απ’ τη φρεσκάδα που χαρίζει η ποικιλία των ρούχων, και απ’ τη Ντέιζι, που έλαμπε με τα νιάτα της σαν ασημένιο αστέρι, φωτίζοντας απ’ το δυσθεώρητο ύψος του τους στεναγμούς της φτωχολογιάς κάπου εκεί χαμηλά».
Στην αρχή η Ντέιζι, αυτή η οπτασία με τη μελωδική, σχεδόν ψιθυριστή φωνή και τα λευκά φορέματα, έδειχνε να ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον του. Όταν όμως, μετά από δύο περίπου εβδομάδες, ο Γκάτσμπι στρατεύεται, εκείνη καλοκοιτάει άλλους υποψήφιους γαμπρούς, και πολύ σύντομα παντρεύεται τον βαθύπλουτο Τομ Μπιουκάναν. Ο Γκάτσμπι επιστρέφει απ’ το στρατό και κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να κερδίσει και πάλι το αντικείμενο του πόθου του. Όμως δεν έχει αυταπάτες: αν θέλει να την αποσπάσει απ’ τον πλούσιο άντρα της, πρέπει να μπορεί να της προσφέρει τουλάχιστον εν μέρει την άνεση στην οποία είναι συνηθισμένη… Και τα καταφέρνει: αποκτά –με όχι και τόσο θεμιτό τρόπο– πολλά χρήματα, αγοράζει στην ίδια γειτονιά του Λονγκ Άιλαντ όπου έχουν το αρχοντικό τους οι Μπιουκάναν, μια εντυπωσιακή βίλα, οργανώνει τρικούβερτα γλέντια και περιμένει. Γιατί ούτε τώρα έχει αυταπάτες: Οι προνομιούχοι αυτής της Γης δε θέλουν να τρέχουν οι άλλοι από πίσω τους –θέλουν οι ίδιοι «να ανακαλύπτουν» ό,τι χρειάζονται, αλλιώς το πράγμα τούς αφήνει αδιάφορους. Ο Γκάτσμπι θα μπορούσε τώρα να έχει όποια γυναίκα θέλει, δε γυρίζει όμως να τις κοιτάξει, θέλει μόνο τη Ντέιζι. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος του, τον έχει αποκλειστικά για κείνην. Αν το ίνδαλμά του εντυπωσιαζόταν από την ποίηση, τότε θα φρόντιζε κι εκείνος να γίνει διάσημος ποιητής. Αν τη διασκέδαζαν τα ακροβατικά, θα ρίσκαρε τη ζωή του στην αιώρα.
Και κάποια μέρα, μετά από πέντε άχαρα χρόνια αναμονής, δικαιώνεται: Η Ντέιζι βρίσκει το δρόμο προς τη βίλα του, αποδέχεται το μεγάλο σχέδιο και φωλιάζει πανευτυχής στην αγκαλιά του διεκδικητή της. Όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι εκείνη δεν έχει μεθύσει απ’ τη γοητεία του Γκάτσμπι –αντικείμενο του πάθους της είναι μόνο ο εαυτός της. Γιατί δεν μπορεί, για να τρέχει τόσον καιρό από πίσω της αυτός ο πολύφερνος γαμπρός, πρέπει η προσωπικότητά της να είναι ιδιαίτερα γοητευτική.
Η μοναδική φορά που φαίνεται να την συγκινεί πραγματικά κάτι, είναι όταν εκείνος την ξεναγεί στο βασίλειό του και της δείχνει την γκαρνταρόμπα του, με ρούχα που έχει παραγγείλει αποκλειστικά απ’ το Λονδίνο, για να μπορεί έτσι να νιώθει ότι είναι στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνη. Αναστενάζοντας με πάθος κρύβει το πρόσωπό της μέσα σ’ ένα σωρό από πολυτελή πουκάμισα, ραμμένα ειδικά γι’ αυτόν: «Στη ζωή μου ολόκληρη δεν έχω δει τόσο… τόσο υπέροχα πουκάμισα, ποτέ…»
Η υψηλή πτήση ωστόσο δεν κρατάει πολύ, η εντύπωση σύντομα χάνει τη φρεσκάδα της. Ο ενθουσιασμός της Ντέιζι αρχίζει να κάνει νερά, κι αυτό που της είχε περάσει απ’ το μυαλό μέσα στον αρχικό της ενθουσιασμό –να χωρίσει τον βαρετό άντρα της– έχει πάψει πια να το σκέφτεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε φαίνεται ωστόσο να αντιλαμβάνεται ο Γκάτσμπι –όσο περισσότερο απομακρύνεται η αγαπημένη του απ’ αυτόν, τόσο πιο επίμονα αγκιστρώνεται αυτός απ’ το όνειρό του. Φτάνουμε έτσι εμείς οι αναγνώστες να νιώσουμε μάλλον ξαλαφρωμένοι, όταν μιαν ηλιόλουστη μέρα, απ’ τις τελευταίες εκείνου του καλοκαιριού, χάνει τη ζωή του ο Γκάτσμπι σε ένα φριχτό ατύχημα. Για ν’ αποφύγει η Ντέιζι τα οποιαδήποτε σχόλια, μαζεύει τις βαλίτσες της και φεύγει με τον άντρα της ταξίδι. Δεν στέλνουν ούτε μια αγκαλιά λουλούδια στην κηδεία.
Με δεδομένο ότι αυτό το μυθιστόρημα είχε παγκόσμια επιτυχία και γυρίστηκε πάμπολλες φορές στο σινεμά με σπουδαία ονόματα πρωταγωνιστών, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι πολλοί αναγνώστες ένιωσαν να ταυτίζονται με τον κεντρικό ήρωα. Ότι στον μοναχικό αγώνα του Γκάτσμπι, για μια αγάπη που δεν μπορούσε να υπάρξει –κι αυτό γιατί το αντικείμενο του πόθου του είχε πολύ περιορισμένο συναισθηματικό κόσμο– αναγνώρισαν κάποιο δικό τους θλιβερό αδιέξοδο.Τα όρια της Ντέιζι και του άντρα της δεν αναφέρονται πουθενά ρητά στο βιβλίο: «Ήταν εξαιρετικά επιπόλαια άτομα ο Τομ και η Ντέιζι» γράφει ο Φιτζέραλντ προς το τέλος του μυθιστορήματος, «κατέστρεφαν απερίσκεπτα ό,τι άγγιζαν τα δάχτυλά τους, αδιάφορο αν ήταν ζωντανό ή πεθαμένο, και μετά επέστρεφαν και πάλι στον μαμμωνά τους ή στην απέραντη ανεμελιά τους ή, τέλος πάντων, σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσο αξεδιάλυτα συνδεδεμένους…»
Όμως επειδή ο μαμμωνάς και η συναισθηματική ψυχρότητα, ο πλούτος και η απλοϊκότητα είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα –επειδή αυτά τα συγκεκριμένα συστατικά σε μια παρόμοια περίπτωση αποτελούν τις προϋποθέσεις της ανεμελιάς– δεν το θεώρησε απαραίτητο ο Φιτζέραλντ να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για την σαγηνευτική λάμψη της βλακείας, απ’ την οποία είχε καταθαμπωθεί αυτός ο πραγματικά υπέροχος Γκάτσμπι.
Βλακεία; Ναι. Κάθε φορά που σ’ αυτό το βιβλίο θα αναφέρω την ευφυΐα ή το αντίθετό της, τη βλακεία, αυτή η έννοια πρέπει να γίνεται αντιληπτή με το σύγχρονο νόημά της. Tο 1938 ο Λούι Λίον Θέρστοουν διατύπωσε την έννοια των πρωτογενών παραγόντων, οι οποίοι συνιστούν την ευφυΐα του ανθρώπου -και συγκεκριμένα τη γλωσσική κατανόηση, την συνειρμική ικανότητα, την αριθμητική ευχέρεια, την αντίληψη του χώρου, τη μνήμη, την ταχύτητα αντίληψης και την επαγωγική σκέψη.
Πρόκειται για μια άποψη που στην εποχή των υπολογιστών δεν μπορεί πια να σταθεί. Σε όλες αυτές τις ικανότητες οι μηχανές είναι πια καλύτερες από μας: Καταλαβαίνουν γρηγορότερα, συνδυάζουν πολύ πιο έξυπνα. υπολογίζουν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια, αναζητούν πολύ πιο αξιόπιστα, θυμούνται με μεγάλη ακρίβεια και συμπεριφέρονται πολύ πιο λογικά από τους ανθρώπους. Αν ακολουθούσαμε την κλασική έννοια περί ευφυΐας, τότε θα διαπιστώναμε ότι δεν έχουν μείνει πια έξυπνοι άνθρωποι στη Γη -για να μη μιλήσουμε για το απλό γεγονός ότι η ίδια η ανθρώπινη ευφυΐα θα ήταν ουσιαστικά περιττή.
Στη σημερινή εποχή, θα ήταν πολύ πιο λειτουργικός ένας ορισμός της ευφυίας που θα έφερνε τους ανθρώπους σε προνομιακή θέση απέναντι στους υπολογιστές σε έναν τουλάχιστον τομέα, σε κάτι δηλαδή που δε θα μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια, ούτε να εκφραστεί πειστικά με τη μορφή κάποιου «δείκτη ευφυΐας». Τέτοιοι τομείς θα μπορούσαν να είναι απ’ τη μια η φαντασία (παραστατική ικανότητα, νοητική δημιουργικότητα, εφευρετικότητα, αφαιρετική σκέψη) και απ’ την άλλη η ευαισθησία (συναισθηματική οξύτητα, κατανόηση, ένστικτο, συμπόνια, διακριτικότητα). Απλοποιώντας τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ιδιότητες είναι αναγνωρίσιμες στο βαθμό πρωτοτυπίας, δημιουργικότητας και χιούμορ που χαρακτηρίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, και -με δεδομένο ότι, λόγω ευαισθησίας, αυτό το συγκεκριμένο άτομο μπορεί να επιχειρήσει την κατανόηση άλλων προσώπων- στον βαθμό του σεβασμού, της έγνοιας και της ανεκτικότητας που δείχνει απέναντί τους. Αντί λοιπόν να μιλάμε για βαθμούς ευφυΐας, καλό θα ήταν να μιλάμε σήμερα μάλλον για όγκο ευφυίας.
Αν θεωρήσουμε ότι ισχύει o τύπος:
ευφυΐα = φαντασία + ευαισθησία
τότε μπορούμε να πούμε ότι βλακεία είναι το ακριβώς αντίθετο. Θα μπορούσε να την ορίσει κανείς ως έλλειψη φαντασίας (λειψή παραστατική ικανότητα και νοητική δημιουργικότητα, έλλειψη εφευρετικότητας, ανικανότητα αφαιρετικής σκέψης) και έλλειψη ευαισθησίας (έλλειψη αυθορμητισμού και διακριτικότητας, ψυχρότητα, παχυδερμισμός). Σύμφωνα με τα παραπάνω, βλάκας θα μπορούσε να θεωρηθεί ο μη πρωτότυπος, o μη δημιουργικός, o στερούμενος της αίσθησης του χιούμορ και, σε συνάφεια με τους άλλους -με τους οποίους λόγω έλλειψης ευαισθησίας του είναι αδύνατον να συμπάσχει- o απαθής, o ασεβής και o μισαλλόδοξος. H βλακεία δεν πρέπει πια να συγχέεται με την άγνοια: Η μόρφωση (γνώση) αγοράζεται, η ευφυΐα όχι. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κάποιος που έχει φτάσει στις ανώτερες βαθμίδες της κοινωνίας μας και απολαμβάνει φήμη και πλούτο -κάποιος σπουδαίος επιχειρηματίας ή διάσημος χειρουργός, ένας πετυχημένος επιστήμονας- να είναι κατά βάση ηλίθιος, ενώ κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί πίσω από κάποιον αποτυχημένο να κρύβεται μια άνω του μέσου όρου ευφυΐα. Απ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να βγάλουμε το βιαστικό συμπέρασμα ότι όλοι οι παρακατιανοί χαρακτηρίζονται από περίσσεια φαντασίας και ευαισθησίας κι ότι στους τομείς αυτούς ξεπερνούν κατά πολύ τους ιεραρχικά ανωτέρους τους. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς δεν επιθυμούν τίποτα άλλο πέρα από την αντιστροφή των όρων και να αναλάβουν αυτοί την εξουσία. Ωστόσο, στην αξιολόγηση των ανθρώπων θα πρέπει τα κριτήρια της ποιότητας να εφαρμόζονται ρητά μόνο εκεί όπου o αξιολογούμενος είχε ή δεν είχε τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί με τον άλφα ή με τον βήτα τρόπο: Και επειδή οι φτωχοί δεν έχουν κατά κανόνα δυνατότητα επιλογής, όταν τους κρίνουμε είναι σαν να τους προσάγουμε σε μια δίκη χωρίς μάρτυρες.
Μπορούμε άρα βάσιμα να υποθέσουμε ότι στα αποκαλούμενα κατώτερα στρώματα δεν είναι λίγοι αυτοί που πάσχουν από έλλειψη φαντασίας και ευαισθησίας. Για τα μεσαία μπορούμε να έχουμε τουλάχιστον βάσιμες υποψίες. Για τα ανώτερα όμως στρώματα μπορούμε, όπως θα δούμε, να παρουσιάσουμε απτές αποδείξεις.
Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι που υποθέτουν ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη φαντασίας ακόμη και στο ανώτατο επίπεδο: «Αγαπημένε μου Θεούλη» γράφει μια κάποια Μάργκο σ’ ένα γράμμα απ’ αυτά που συγκέντρωσαν στο βιβλίο τους Γράμματα παιδιών στον Θεό οι αμερικανοί συγγραφείς Έρικ Μάρσαλ και Στιούαρτ Χαμπλ, «ο μπαμπάς μου είναι πολύ έξυπνος. Δεν του ζητάς να σε βοηθήσει;»
Εστέρ Βιλάρ, Η εκθαμβωτική λάμψη της βλακείας
Γράφει o Φιτζέραλντ: «O Γκάτσμπι είχε μαγευτεί απ’ το μυστήριο που φαινόταν να κλείνει και να κρατάει μέσα στους ανθρώπους o πλούτος, απ’ τη φρεσκάδα που χαρίζει η ποικιλία των ρούχων, και απ’ τη Ντέιζι, που έλαμπε με τα νιάτα της σαν ασημένιο αστέρι, φωτίζοντας απ’ το δυσθεώρητο ύψος του τους στεναγμούς της φτωχολογιάς κάπου εκεί χαμηλά».
Στην αρχή η Ντέιζι, αυτή η οπτασία με τη μελωδική, σχεδόν ψιθυριστή φωνή και τα λευκά φορέματα, έδειχνε να ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον του. Όταν όμως, μετά από δύο περίπου εβδομάδες, ο Γκάτσμπι στρατεύεται, εκείνη καλοκοιτάει άλλους υποψήφιους γαμπρούς, και πολύ σύντομα παντρεύεται τον βαθύπλουτο Τομ Μπιουκάναν. Ο Γκάτσμπι επιστρέφει απ’ το στρατό και κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να κερδίσει και πάλι το αντικείμενο του πόθου του. Όμως δεν έχει αυταπάτες: αν θέλει να την αποσπάσει απ’ τον πλούσιο άντρα της, πρέπει να μπορεί να της προσφέρει τουλάχιστον εν μέρει την άνεση στην οποία είναι συνηθισμένη… Και τα καταφέρνει: αποκτά –με όχι και τόσο θεμιτό τρόπο– πολλά χρήματα, αγοράζει στην ίδια γειτονιά του Λονγκ Άιλαντ όπου έχουν το αρχοντικό τους οι Μπιουκάναν, μια εντυπωσιακή βίλα, οργανώνει τρικούβερτα γλέντια και περιμένει. Γιατί ούτε τώρα έχει αυταπάτες: Οι προνομιούχοι αυτής της Γης δε θέλουν να τρέχουν οι άλλοι από πίσω τους –θέλουν οι ίδιοι «να ανακαλύπτουν» ό,τι χρειάζονται, αλλιώς το πράγμα τούς αφήνει αδιάφορους. Ο Γκάτσμπι θα μπορούσε τώρα να έχει όποια γυναίκα θέλει, δε γυρίζει όμως να τις κοιτάξει, θέλει μόνο τη Ντέιζι. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος του, τον έχει αποκλειστικά για κείνην. Αν το ίνδαλμά του εντυπωσιαζόταν από την ποίηση, τότε θα φρόντιζε κι εκείνος να γίνει διάσημος ποιητής. Αν τη διασκέδαζαν τα ακροβατικά, θα ρίσκαρε τη ζωή του στην αιώρα.
Και κάποια μέρα, μετά από πέντε άχαρα χρόνια αναμονής, δικαιώνεται: Η Ντέιζι βρίσκει το δρόμο προς τη βίλα του, αποδέχεται το μεγάλο σχέδιο και φωλιάζει πανευτυχής στην αγκαλιά του διεκδικητή της. Όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι εκείνη δεν έχει μεθύσει απ’ τη γοητεία του Γκάτσμπι –αντικείμενο του πάθους της είναι μόνο ο εαυτός της. Γιατί δεν μπορεί, για να τρέχει τόσον καιρό από πίσω της αυτός ο πολύφερνος γαμπρός, πρέπει η προσωπικότητά της να είναι ιδιαίτερα γοητευτική.
Η μοναδική φορά που φαίνεται να την συγκινεί πραγματικά κάτι, είναι όταν εκείνος την ξεναγεί στο βασίλειό του και της δείχνει την γκαρνταρόμπα του, με ρούχα που έχει παραγγείλει αποκλειστικά απ’ το Λονδίνο, για να μπορεί έτσι να νιώθει ότι είναι στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνη. Αναστενάζοντας με πάθος κρύβει το πρόσωπό της μέσα σ’ ένα σωρό από πολυτελή πουκάμισα, ραμμένα ειδικά γι’ αυτόν: «Στη ζωή μου ολόκληρη δεν έχω δει τόσο… τόσο υπέροχα πουκάμισα, ποτέ…»
Η υψηλή πτήση ωστόσο δεν κρατάει πολύ, η εντύπωση σύντομα χάνει τη φρεσκάδα της. Ο ενθουσιασμός της Ντέιζι αρχίζει να κάνει νερά, κι αυτό που της είχε περάσει απ’ το μυαλό μέσα στον αρχικό της ενθουσιασμό –να χωρίσει τον βαρετό άντρα της– έχει πάψει πια να το σκέφτεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε φαίνεται ωστόσο να αντιλαμβάνεται ο Γκάτσμπι –όσο περισσότερο απομακρύνεται η αγαπημένη του απ’ αυτόν, τόσο πιο επίμονα αγκιστρώνεται αυτός απ’ το όνειρό του. Φτάνουμε έτσι εμείς οι αναγνώστες να νιώσουμε μάλλον ξαλαφρωμένοι, όταν μιαν ηλιόλουστη μέρα, απ’ τις τελευταίες εκείνου του καλοκαιριού, χάνει τη ζωή του ο Γκάτσμπι σε ένα φριχτό ατύχημα. Για ν’ αποφύγει η Ντέιζι τα οποιαδήποτε σχόλια, μαζεύει τις βαλίτσες της και φεύγει με τον άντρα της ταξίδι. Δεν στέλνουν ούτε μια αγκαλιά λουλούδια στην κηδεία.
Με δεδομένο ότι αυτό το μυθιστόρημα είχε παγκόσμια επιτυχία και γυρίστηκε πάμπολλες φορές στο σινεμά με σπουδαία ονόματα πρωταγωνιστών, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι πολλοί αναγνώστες ένιωσαν να ταυτίζονται με τον κεντρικό ήρωα. Ότι στον μοναχικό αγώνα του Γκάτσμπι, για μια αγάπη που δεν μπορούσε να υπάρξει –κι αυτό γιατί το αντικείμενο του πόθου του είχε πολύ περιορισμένο συναισθηματικό κόσμο– αναγνώρισαν κάποιο δικό τους θλιβερό αδιέξοδο.Τα όρια της Ντέιζι και του άντρα της δεν αναφέρονται πουθενά ρητά στο βιβλίο: «Ήταν εξαιρετικά επιπόλαια άτομα ο Τομ και η Ντέιζι» γράφει ο Φιτζέραλντ προς το τέλος του μυθιστορήματος, «κατέστρεφαν απερίσκεπτα ό,τι άγγιζαν τα δάχτυλά τους, αδιάφορο αν ήταν ζωντανό ή πεθαμένο, και μετά επέστρεφαν και πάλι στον μαμμωνά τους ή στην απέραντη ανεμελιά τους ή, τέλος πάντων, σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσο αξεδιάλυτα συνδεδεμένους…»
Όμως επειδή ο μαμμωνάς και η συναισθηματική ψυχρότητα, ο πλούτος και η απλοϊκότητα είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα –επειδή αυτά τα συγκεκριμένα συστατικά σε μια παρόμοια περίπτωση αποτελούν τις προϋποθέσεις της ανεμελιάς– δεν το θεώρησε απαραίτητο ο Φιτζέραλντ να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για την σαγηνευτική λάμψη της βλακείας, απ’ την οποία είχε καταθαμπωθεί αυτός ο πραγματικά υπέροχος Γκάτσμπι.
Βλακεία; Ναι. Κάθε φορά που σ’ αυτό το βιβλίο θα αναφέρω την ευφυΐα ή το αντίθετό της, τη βλακεία, αυτή η έννοια πρέπει να γίνεται αντιληπτή με το σύγχρονο νόημά της. Tο 1938 ο Λούι Λίον Θέρστοουν διατύπωσε την έννοια των πρωτογενών παραγόντων, οι οποίοι συνιστούν την ευφυΐα του ανθρώπου -και συγκεκριμένα τη γλωσσική κατανόηση, την συνειρμική ικανότητα, την αριθμητική ευχέρεια, την αντίληψη του χώρου, τη μνήμη, την ταχύτητα αντίληψης και την επαγωγική σκέψη.
Πρόκειται για μια άποψη που στην εποχή των υπολογιστών δεν μπορεί πια να σταθεί. Σε όλες αυτές τις ικανότητες οι μηχανές είναι πια καλύτερες από μας: Καταλαβαίνουν γρηγορότερα, συνδυάζουν πολύ πιο έξυπνα. υπολογίζουν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια, αναζητούν πολύ πιο αξιόπιστα, θυμούνται με μεγάλη ακρίβεια και συμπεριφέρονται πολύ πιο λογικά από τους ανθρώπους. Αν ακολουθούσαμε την κλασική έννοια περί ευφυΐας, τότε θα διαπιστώναμε ότι δεν έχουν μείνει πια έξυπνοι άνθρωποι στη Γη -για να μη μιλήσουμε για το απλό γεγονός ότι η ίδια η ανθρώπινη ευφυΐα θα ήταν ουσιαστικά περιττή.
Στη σημερινή εποχή, θα ήταν πολύ πιο λειτουργικός ένας ορισμός της ευφυίας που θα έφερνε τους ανθρώπους σε προνομιακή θέση απέναντι στους υπολογιστές σε έναν τουλάχιστον τομέα, σε κάτι δηλαδή που δε θα μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια, ούτε να εκφραστεί πειστικά με τη μορφή κάποιου «δείκτη ευφυΐας». Τέτοιοι τομείς θα μπορούσαν να είναι απ’ τη μια η φαντασία (παραστατική ικανότητα, νοητική δημιουργικότητα, εφευρετικότητα, αφαιρετική σκέψη) και απ’ την άλλη η ευαισθησία (συναισθηματική οξύτητα, κατανόηση, ένστικτο, συμπόνια, διακριτικότητα). Απλοποιώντας τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ιδιότητες είναι αναγνωρίσιμες στο βαθμό πρωτοτυπίας, δημιουργικότητας και χιούμορ που χαρακτηρίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, και -με δεδομένο ότι, λόγω ευαισθησίας, αυτό το συγκεκριμένο άτομο μπορεί να επιχειρήσει την κατανόηση άλλων προσώπων- στον βαθμό του σεβασμού, της έγνοιας και της ανεκτικότητας που δείχνει απέναντί τους. Αντί λοιπόν να μιλάμε για βαθμούς ευφυΐας, καλό θα ήταν να μιλάμε σήμερα μάλλον για όγκο ευφυίας.
Αν θεωρήσουμε ότι ισχύει o τύπος:
ευφυΐα = φαντασία + ευαισθησία
τότε μπορούμε να πούμε ότι βλακεία είναι το ακριβώς αντίθετο. Θα μπορούσε να την ορίσει κανείς ως έλλειψη φαντασίας (λειψή παραστατική ικανότητα και νοητική δημιουργικότητα, έλλειψη εφευρετικότητας, ανικανότητα αφαιρετικής σκέψης) και έλλειψη ευαισθησίας (έλλειψη αυθορμητισμού και διακριτικότητας, ψυχρότητα, παχυδερμισμός). Σύμφωνα με τα παραπάνω, βλάκας θα μπορούσε να θεωρηθεί ο μη πρωτότυπος, o μη δημιουργικός, o στερούμενος της αίσθησης του χιούμορ και, σε συνάφεια με τους άλλους -με τους οποίους λόγω έλλειψης ευαισθησίας του είναι αδύνατον να συμπάσχει- o απαθής, o ασεβής και o μισαλλόδοξος. H βλακεία δεν πρέπει πια να συγχέεται με την άγνοια: Η μόρφωση (γνώση) αγοράζεται, η ευφυΐα όχι. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κάποιος που έχει φτάσει στις ανώτερες βαθμίδες της κοινωνίας μας και απολαμβάνει φήμη και πλούτο -κάποιος σπουδαίος επιχειρηματίας ή διάσημος χειρουργός, ένας πετυχημένος επιστήμονας- να είναι κατά βάση ηλίθιος, ενώ κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί πίσω από κάποιον αποτυχημένο να κρύβεται μια άνω του μέσου όρου ευφυΐα. Απ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να βγάλουμε το βιαστικό συμπέρασμα ότι όλοι οι παρακατιανοί χαρακτηρίζονται από περίσσεια φαντασίας και ευαισθησίας κι ότι στους τομείς αυτούς ξεπερνούν κατά πολύ τους ιεραρχικά ανωτέρους τους. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς δεν επιθυμούν τίποτα άλλο πέρα από την αντιστροφή των όρων και να αναλάβουν αυτοί την εξουσία. Ωστόσο, στην αξιολόγηση των ανθρώπων θα πρέπει τα κριτήρια της ποιότητας να εφαρμόζονται ρητά μόνο εκεί όπου o αξιολογούμενος είχε ή δεν είχε τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί με τον άλφα ή με τον βήτα τρόπο: Και επειδή οι φτωχοί δεν έχουν κατά κανόνα δυνατότητα επιλογής, όταν τους κρίνουμε είναι σαν να τους προσάγουμε σε μια δίκη χωρίς μάρτυρες.
Μπορούμε άρα βάσιμα να υποθέσουμε ότι στα αποκαλούμενα κατώτερα στρώματα δεν είναι λίγοι αυτοί που πάσχουν από έλλειψη φαντασίας και ευαισθησίας. Για τα μεσαία μπορούμε να έχουμε τουλάχιστον βάσιμες υποψίες. Για τα ανώτερα όμως στρώματα μπορούμε, όπως θα δούμε, να παρουσιάσουμε απτές αποδείξεις.
Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι που υποθέτουν ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη φαντασίας ακόμη και στο ανώτατο επίπεδο: «Αγαπημένε μου Θεούλη» γράφει μια κάποια Μάργκο σ’ ένα γράμμα απ’ αυτά που συγκέντρωσαν στο βιβλίο τους Γράμματα παιδιών στον Θεό οι αμερικανοί συγγραφείς Έρικ Μάρσαλ και Στιούαρτ Χαμπλ, «ο μπαμπάς μου είναι πολύ έξυπνος. Δεν του ζητάς να σε βοηθήσει;»
Εστέρ Βιλάρ, Η εκθαμβωτική λάμψη της βλακείας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου