Για την ουσία της γλώσσας
Με ποιο τρόπο μιλάμε για τη γλώσσα; Με τη γλώσσα. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για την ουσία της, παρά μόνο να λαμβάνουμε θέση στην ουσία της. Η γλώσσα, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι όργανο για να ονομάσουμε ή να κατονομάσουμε κάτι, αλλά ο οίκος του Είναι. Τι σημαίνει οίκος του Είναι; Ότι είναι ο τόπος, όπου το Είναι εκτυλίσσεται ως συγκάλυψη – αποκάλυψη. Αυτός ο τόπος ωστόσο δεν είναι ξένος στον άνθρωπο, αλλά συνιστά την οίκησή του: είναι το συμβάν που κυοφορεί νόημα και συγκεντρώνει, περισυλλέγει (versammelt) τον άνθρωπο σ’ αυτό. Η γλώσσα, επομένως, αφ’ εαυτής είναι πράγματι ένα γλωσσικό όργανο και τίποτε άλλο. Καθεαυτήν δε είναι γλώσσα ως τέτοια που είναι. Ως οίκος του Είναι όμως είναι το συμβάν που διανοίγει τον άνθρωπο, έξω από την περίκλειστη υποκειμενικότητά του, προς λήψη στάσης, δηλαδή προς την έκ-σταση (Ek-istenz), προς το ίστασθαι έξω με κατεύθυνση και ορίζοντα το Είναι. Η ουσία της γλώσσας δεν εξαντλείται στους χαρακτηρισμούς της ως φθογγολογικής εξωτερίκευσης εσωτερικών διαθέσεων ή ως ενέργειας του ανθρώπου κ.λπ.
Η γλώσσα μιλάει. Και τούτο όχι ερήμην του ανθρώπου ή ως αντιστάθμισμα σε υποτιθέμενη άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μιλάει. «Η γλώσσα μιλάει» δεν σημαίνει ότι είναι όργανο «έκφρασης», γιατί τότε η υποκειμενικότητα θα ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της γλώσσας: ό,τι θα έλεγε το Εγώ θα ήταν νόμος του Είναι και όχι αντίστροφα. Γιατί κυριαρχία του υποκειμένου στη γλώσσα συνεπάγεται μια απόλυτη εξουσία του, τέτοιου είδους ώστε να απονέμει σημασίες και να εκπληρώνει την ουσία της γλώσσας ως έκφρασης. Και μοιραία τότε εγκαθιδρύεται το «αλάθητο» κάθε εξουσίας: θρησκευτικής, πολιτικής, επιστημονικής κ.λπ. Απεναντίας η γλώσσα μιλάει υπό τον ορίζοντα της σχέσης του Είναι και του ανθρώπου ως Da-sein (εδωνά του Είναι). Μιλάει, με άλλα λόγια, υπό την οπτική ότι είναι το νοηματικό συμβάν αυτής της σχέσης. Η γλώσσα είναι στην ουσία της, όταν εκδηλώνεται ως αυτή η σχέση. Εκδηλώνεται ως αυτή η σχέση με το να μας στέλνει νεύματα, κελεύσματα, επιταγές του Είναι και όχι του υποκειμένου, του Εγώ. Οι επιταγές, τα κελεύσματα, για παράδειγμα, που εκπορεύονται από έναν πολιτικό, είναι επιταγές κυριαρχίας του Εγώ και δεν έχουν καμιά αξία για τη γλώσσα, γιατί δεν αφορούν στην ουσία της· απεναντίας, αφορούν στην ουσία της οι επιταγές, τα νεύματα κ.λπ. που μας στέλνει η ποίηση.
Τι συμβαίνει εδώ; Ο Χάιντεγκερ επιζητεί, μάχεται κυριολεκτικά να ξεπεράσει τον ψυχρό ορθολογισμό του εργαλειακού Λόγου –κυρίως από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν–, έναν ορθολογισμό ή εξ-ορθολογισμό που διαιωνίζει την απόλυτη εξουσία της υποκειμενικότητας και ο οποίος αποτελεί το σήμα κατατεθέν της γλωσσικής, νοηματικής, «στοχαστικής» συμπεριφοράς του νεωτερικού ανθρώπου. Ενόσω ξεπερνιέται, αποδομείται η εν λόγω κυριαρχία, ο άνθρωπος δύναται να καταστεί, κατά Χάιντεγκερ, τόπος κατανόησης του Είναι, καθίσταται δηλαδή το Da (το εδωνά) του Είναι (του Sein). Πώς ξεπερνιέται ή αποδομείται η εν λόγω κυριαρχία; Με το να φωτίζεται η ουσία της γλώσσας μέσα από την ποιητική δημιουργία (Dichten). Ως Dichten, η γλώσσα γίνεται η φωνή του Είναι και από γλώσσα της σιωπής που ήταν στα σκοτεινά διαμερίσματα του μεταφυσικού ορθολογισμού καθίσταται η γλώσσα του ομιλείν. Η γλώσσα έτσι, ο λόγος των προσωκρατικών και των μεγάλων ποιητών αναγορεύεται, για πρώτη φορά, σε τόπο φωτισμού της ουσίας της γλώσσας και κατ’ επέκταση σε τόπο φανέρωσης του Είναι των όντων. Η γλώσσα, στο επίπεδο του ποιείν πλέον, είναι η ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του Είναι: «ποιητικά», λοιπόν, «κατοικεί ο άνθρωπος πάνω στη γη».
1. Η ποιητική δημιουργικότητα είναι η ουσία της γλώσσας πράγματι και βοηθάει τους θνητούς, κατά Χάιντεγκερ, όχι να επικοινωνούν εξωτερικά μεταξύ τους, αλλά για να εγκαθίστανται κυριολεκτικά μέσα στη γλώσσα ως το ή τα Da του Είναι τους.
2. Τα αντιμαχόμενα, μέσω της ποίησης, Εγώ ουσιαστικά κινούνται σε ένα στάδιο μεταφυσικό και όχι ποιητικό, όπως το εννοεί εδώ ο Χάιντεγκερ. Γι’ αυτό το ξεπερνάει.
3.Το ποιείν είναι σκέπτεσθαι, γι’ αυτό και δεν περιχαρακώνεται στο Εγώ ως υποκείμενο.
Με ποιο τρόπο μιλάμε για τη γλώσσα; Με τη γλώσσα. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για την ουσία της, παρά μόνο να λαμβάνουμε θέση στην ουσία της. Η γλώσσα, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι όργανο για να ονομάσουμε ή να κατονομάσουμε κάτι, αλλά ο οίκος του Είναι. Τι σημαίνει οίκος του Είναι; Ότι είναι ο τόπος, όπου το Είναι εκτυλίσσεται ως συγκάλυψη – αποκάλυψη. Αυτός ο τόπος ωστόσο δεν είναι ξένος στον άνθρωπο, αλλά συνιστά την οίκησή του: είναι το συμβάν που κυοφορεί νόημα και συγκεντρώνει, περισυλλέγει (versammelt) τον άνθρωπο σ’ αυτό. Η γλώσσα, επομένως, αφ’ εαυτής είναι πράγματι ένα γλωσσικό όργανο και τίποτε άλλο. Καθεαυτήν δε είναι γλώσσα ως τέτοια που είναι. Ως οίκος του Είναι όμως είναι το συμβάν που διανοίγει τον άνθρωπο, έξω από την περίκλειστη υποκειμενικότητά του, προς λήψη στάσης, δηλαδή προς την έκ-σταση (Ek-istenz), προς το ίστασθαι έξω με κατεύθυνση και ορίζοντα το Είναι. Η ουσία της γλώσσας δεν εξαντλείται στους χαρακτηρισμούς της ως φθογγολογικής εξωτερίκευσης εσωτερικών διαθέσεων ή ως ενέργειας του ανθρώπου κ.λπ.
Η γλώσσα μιλάει. Και τούτο όχι ερήμην του ανθρώπου ή ως αντιστάθμισμα σε υποτιθέμενη άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μιλάει. «Η γλώσσα μιλάει» δεν σημαίνει ότι είναι όργανο «έκφρασης», γιατί τότε η υποκειμενικότητα θα ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της γλώσσας: ό,τι θα έλεγε το Εγώ θα ήταν νόμος του Είναι και όχι αντίστροφα. Γιατί κυριαρχία του υποκειμένου στη γλώσσα συνεπάγεται μια απόλυτη εξουσία του, τέτοιου είδους ώστε να απονέμει σημασίες και να εκπληρώνει την ουσία της γλώσσας ως έκφρασης. Και μοιραία τότε εγκαθιδρύεται το «αλάθητο» κάθε εξουσίας: θρησκευτικής, πολιτικής, επιστημονικής κ.λπ. Απεναντίας η γλώσσα μιλάει υπό τον ορίζοντα της σχέσης του Είναι και του ανθρώπου ως Da-sein (εδωνά του Είναι). Μιλάει, με άλλα λόγια, υπό την οπτική ότι είναι το νοηματικό συμβάν αυτής της σχέσης. Η γλώσσα είναι στην ουσία της, όταν εκδηλώνεται ως αυτή η σχέση. Εκδηλώνεται ως αυτή η σχέση με το να μας στέλνει νεύματα, κελεύσματα, επιταγές του Είναι και όχι του υποκειμένου, του Εγώ. Οι επιταγές, τα κελεύσματα, για παράδειγμα, που εκπορεύονται από έναν πολιτικό, είναι επιταγές κυριαρχίας του Εγώ και δεν έχουν καμιά αξία για τη γλώσσα, γιατί δεν αφορούν στην ουσία της· απεναντίας, αφορούν στην ουσία της οι επιταγές, τα νεύματα κ.λπ. που μας στέλνει η ποίηση.
Τι συμβαίνει εδώ; Ο Χάιντεγκερ επιζητεί, μάχεται κυριολεκτικά να ξεπεράσει τον ψυχρό ορθολογισμό του εργαλειακού Λόγου –κυρίως από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν–, έναν ορθολογισμό ή εξ-ορθολογισμό που διαιωνίζει την απόλυτη εξουσία της υποκειμενικότητας και ο οποίος αποτελεί το σήμα κατατεθέν της γλωσσικής, νοηματικής, «στοχαστικής» συμπεριφοράς του νεωτερικού ανθρώπου. Ενόσω ξεπερνιέται, αποδομείται η εν λόγω κυριαρχία, ο άνθρωπος δύναται να καταστεί, κατά Χάιντεγκερ, τόπος κατανόησης του Είναι, καθίσταται δηλαδή το Da (το εδωνά) του Είναι (του Sein). Πώς ξεπερνιέται ή αποδομείται η εν λόγω κυριαρχία; Με το να φωτίζεται η ουσία της γλώσσας μέσα από την ποιητική δημιουργία (Dichten). Ως Dichten, η γλώσσα γίνεται η φωνή του Είναι και από γλώσσα της σιωπής που ήταν στα σκοτεινά διαμερίσματα του μεταφυσικού ορθολογισμού καθίσταται η γλώσσα του ομιλείν. Η γλώσσα έτσι, ο λόγος των προσωκρατικών και των μεγάλων ποιητών αναγορεύεται, για πρώτη φορά, σε τόπο φωτισμού της ουσίας της γλώσσας και κατ’ επέκταση σε τόπο φανέρωσης του Είναι των όντων. Η γλώσσα, στο επίπεδο του ποιείν πλέον, είναι η ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του Είναι: «ποιητικά», λοιπόν, «κατοικεί ο άνθρωπος πάνω στη γη».
1. Η ποιητική δημιουργικότητα είναι η ουσία της γλώσσας πράγματι και βοηθάει τους θνητούς, κατά Χάιντεγκερ, όχι να επικοινωνούν εξωτερικά μεταξύ τους, αλλά για να εγκαθίστανται κυριολεκτικά μέσα στη γλώσσα ως το ή τα Da του Είναι τους.
2. Τα αντιμαχόμενα, μέσω της ποίησης, Εγώ ουσιαστικά κινούνται σε ένα στάδιο μεταφυσικό και όχι ποιητικό, όπως το εννοεί εδώ ο Χάιντεγκερ. Γι’ αυτό το ξεπερνάει.
3.Το ποιείν είναι σκέπτεσθαι, γι’ αυτό και δεν περιχαρακώνεται στο Εγώ ως υποκείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου