Η πιο ουσιαστική μορφή της αποδοχής είναι η αποδοχή του εαυτού μας. Είναι η αυτοαμφισβήτησή μας που μας κάνει να απορρίπτουμε τους άλλους και τις καταστάσεις της ζωής, ιδιαίτερα όταν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θέτουν σε κίνδυνο την αξία μας.
Έχουμε δύο βασικά εμπόδια προς την αυτοπαραδοχή. Το ένα είναι τα αισθήματα ενοχής για σκέψεις, λόγια ή πράξεις μας. Το δεύτερο εμπόδιο είναι οι κοινωνικοί προγραμματισμοί μας, που μας έχουν κάνει να έχουμε ψευδαισθήσεις για το πότε κάποιος αξίζει ή όχι το σεβασμό και την αγάπη. Σε κάποιες κοινωνίες οι άνθρωποι απορρίπτονται απλά επειδή ανήκουν σε μια μειονότητα και όχι για τα ατομικά χαρακτηριστικά τους.
Η άγνοια μας οδηγεί στο ρατσισμό.
Έχουμε, επίσης, προγραμματιστεί να πιστεύουμε ότι η αξία μας εξαρτάται από τα χρήματά μας, το είδος του επαγγέλματός μας ή από το μέρος της πόλης όπου μένουμε. Αυτός είναι ίσως ένας από τους τομείς όπου επιδεικνύουμε τη μεγαλύτερη άγνοια. Σαν νέα παιδιά μαθαίνουμε από τους ενήλικες να διακρίνουμε τους ανθρώπους σ’ αυτούς που αξίζουν και σ’ αυτούς που δεν αξίζουν αποδοχή, σεβασμό, ισότητα και αγάπη. Υπάρχει ακόμη κι ένα είδος προκατάληψης για τους ανθρώπους που είναι βαρύτεροι ή γηραιότεροι. Αυτό είναι ένα λάθος που χρειάζεται να διορθωθεί. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Μπορούμε να το θεραπεύσουμε με το να αποδεχτούμε τον εαυτό μας ακριβώς όπως είμαστε και να θεραπεύσουμε αυτές τις κοινωνικές ψευδαισθήσεις.
Όταν αποδεχόμαστε και αγαπάμε τον εαυτό μας, παρόλο που δεν εκπληρώνουμε κάποιες από αυτές τις λανθασμένες κοινωνικές προϋποθέσεις, βοηθάμε όλη την κοινωνία να γίνει λίγο πιο ελεύθερη απ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις.
Για να τολμήσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, θα χρειαστεί να τολμήσουμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είμαστε.
Η πρώτη ψευδαίσθηση είναι ότι η αξία μας εξαρτάται από τη γνώμη ή τη συμπεριφορά των άλλων προς εμάς.
Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, αν έχουμε διάφορους ανθρώπους που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και συμπεριφορές προς εμάς. Αυτό που είμαστε και η αξία μας δεν καθορίζεται από τους άλλους. Αυτό που είμαστε δεν αλλάζει, όταν οι άλλοι έχουν λανθασμένους προγραμματισμούς που τους κάνουν να σκέφτονται ή να φέρονται με δυσάρεστο τρόπο. Η συμπεριφορά τους είναι καθρέφτισμα των δικών τους φόβων και προβλημάτων και της ανικανότητάς τους να αντιληφθούν και να σέβονται εμάς (ίσως και τον εαυτό τους) γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε.
Μαθαίνουμε από τους γονείς μας, το σχολείο και την κοινωνία να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους. Όταν αξιολογούμε ότι είμαστε «καλύτεροι από κάποιον σε κάτι», αισθανόμαστε ότι αξίζουμε. Τότε, όταν θεωρούμε κάποιον σαν «καλύτερο από μας», αισθανόμαστε ότι δεν αξίζουμε. Μπορεί να συγκρίνουμε τον εαυτό μας σε σχέση με κάποιο από τα ακόλουθα: εξυπνάδα, καλή εμφάνιση, καλλιτεχνικές ικανότητες, ευφράδεια λόγου, πλούτο, ωραίο σπίτι, επαγγελματική επιτυχία, τα παιδιά τους έχουν επιτυχίες, είναι καλοί στον αθλητισμό, στη μαγειρική, κάνουν εύκολα φίλους ή αυτοπειθαρχίες, ασχολούνται με πνευματικές δραστηριότητες ή αρέσουν στο αντίθετο φύλο.
Αν το σκεφτούμε, είναι αρκετά ανόητο. Μια ώρα πριν θεωρούσαμε τον εαυτό μας σαν καλύτερο από κάποιον άλλον σε κάποια από τις όψεις που επιλέγουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας, όπως εμφάνιση, επιτυχίες, επαγγελματική θέση, χρήματα κλπ, και νιώθαμε υπέροχα. Και τώρα που βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος άλλος είναι καλύτερος, νιώθουμε άσχημα. Δεν μπορεί να υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό. Είναι όλο μια ψευδαίσθηση. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε. Είμαστε όλοι μοναδικοί. Δεν μπορούμε να αξίζουμε περισσότερο ή λιγότερο σεβασμό και αγάπη από κάποιον άλλο.
Μπορεί, επίσης, να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους ως προς το πόση προσοχή παίρνουμε από τους άλλους. Αυτό ξεκινά στα παιδικά μας χρόνια, αν τα αδέλφια μας έπαιρναν περισσότερη προσοχή, χάρες, δώρα ή βοήθεια. Αυτό επαναλήφθηκε στην εφηβεία, όταν οι άλλοι ήταν πιο εξωστρεφείς και έπαιρναν περισσότερη προσοχή. Μερικοί από μας νιώθουμε απόρριψη ακόμη κι όταν ο σύντροφός μας δίνει περισσότερη προσοχή στα παιδιά μας. Αυτή η αυτοαμφισβήτηση και η επακόλουθη ζήλια είναι συνηθισμένη και στα ζώα, που ενοχλούνται όταν άλλα ζώα παίρνουν περισσότερη προσοχή. Μπορεί να ερμηνεύουμε λανθασμένα ότι αυτό σημαίνει πως είμαστε λιγότερο αγαπητοί και άξιοι. Η αξία μας δεν καθορίζεται από την προσοχή που παίρνουμε από τους άλλους. Είμαστε αυτό που είμαστε, ανεξάρτητα από την προσοχή των άλλων. Αυτό που είμαστε δεν αλλάζει επειδή έχουμε ή δεν έχουμε την προσοχή τους.
Μια άλλη όψη αυτής της ψευδαίσθησης είναι η αυτοαμφισβήτηση, ο φόβος και η ζήλια, όταν ο σύντροφός μας προσέχει κάποιον άλλο. Μερικοί ζούμε μέσα στο φόβο για κάτι τέτοιο, ακόμη και χωρίς παρόμοια συμπεριφορά εκ μέρους του συντρόφου μας. Ίσως επειδή δεν βιώνουμε αρκετή αυτοπεποίθηση για την ικανότητά μας να είμαστε ενδιαφέροντες και αγαπητοί στον άλλον. Ή ίσως επειδή εμείς οι ίδιοι βρίσκουμε τον εαυτό μας να παρατηρεί ή να σκέφτεται το αντίθετο φύλο και συμπεραίνουμε ότι και ο σύντροφός μας θα κάνει το ίδιο. Μπορεί, επίσης, να έχουμε πληγωθεί στο παρελθόν σε μια τέτοια κατάσταση ή να έχουμε δει τους γονείς μας να υποφέρουν.
Και πάλι ζούμε μέσα στην ψευδαίσθηση πως αξίζουμε όταν έχουμε ένα σύντροφο που μας αγαπά αποκλειστικά και δεν αξίζουμε αν ο σύντροφός μας ενδιαφέρεται για άλλον ή μας αφήνει. Οι σχέσεις διαρκούν για όσο χρειάζεται ώστε να μάθουμε τα μαθήματα, για τα οποία τις έχουμε επιλέξει. Η αξία μας δεν έχει σχέση με την ικανότητα του συντρόφου μας να μας αγαπά αγνά, τις ψευδαισθήσεις του ότι μπορεί να βρει αλλού την ευτυχία ή επειδή περνά μια κρίση της μέσης ηλικίας και αναζητά ποικιλία ή επιβεβαίωση σε κάποιον άλλον. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί η αξία μου εξαρτάται από το συγκεκριμένο άτομο και όχι από το πώς με αντιλαμβάνονται έξη δισεκατομμύρια άτομα πάνω στη γη. Πώς γίνεται έξη δισεκατομμύρια άνθρωποι να μπορούν να είναι ευτυχισμένοι χωρίς την αποκλειστική αγάπη και προσοχή από το δικό μου σύντροφο. Πώς είναι ικανοί να είναι ευτυχισμένοι;
Φυσικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια κατάσταση για την αυτογνωσία μας, ρωτώντας τον εαυτό μας πώς μπορεί να έχουμε συμβάλει σ’ αυτό το χωρισμό και ποιες συμπεριφορές μπορεί να θέλουμε να αλλάξουμε σαν αποτέλεσμα αυτής της ευκαιρίας εξέλιξης.
Έχουμε δύο βασικά εμπόδια προς την αυτοπαραδοχή. Το ένα είναι τα αισθήματα ενοχής για σκέψεις, λόγια ή πράξεις μας. Το δεύτερο εμπόδιο είναι οι κοινωνικοί προγραμματισμοί μας, που μας έχουν κάνει να έχουμε ψευδαισθήσεις για το πότε κάποιος αξίζει ή όχι το σεβασμό και την αγάπη. Σε κάποιες κοινωνίες οι άνθρωποι απορρίπτονται απλά επειδή ανήκουν σε μια μειονότητα και όχι για τα ατομικά χαρακτηριστικά τους.
Η άγνοια μας οδηγεί στο ρατσισμό.
Έχουμε, επίσης, προγραμματιστεί να πιστεύουμε ότι η αξία μας εξαρτάται από τα χρήματά μας, το είδος του επαγγέλματός μας ή από το μέρος της πόλης όπου μένουμε. Αυτός είναι ίσως ένας από τους τομείς όπου επιδεικνύουμε τη μεγαλύτερη άγνοια. Σαν νέα παιδιά μαθαίνουμε από τους ενήλικες να διακρίνουμε τους ανθρώπους σ’ αυτούς που αξίζουν και σ’ αυτούς που δεν αξίζουν αποδοχή, σεβασμό, ισότητα και αγάπη. Υπάρχει ακόμη κι ένα είδος προκατάληψης για τους ανθρώπους που είναι βαρύτεροι ή γηραιότεροι. Αυτό είναι ένα λάθος που χρειάζεται να διορθωθεί. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Μπορούμε να το θεραπεύσουμε με το να αποδεχτούμε τον εαυτό μας ακριβώς όπως είμαστε και να θεραπεύσουμε αυτές τις κοινωνικές ψευδαισθήσεις.
Όταν αποδεχόμαστε και αγαπάμε τον εαυτό μας, παρόλο που δεν εκπληρώνουμε κάποιες από αυτές τις λανθασμένες κοινωνικές προϋποθέσεις, βοηθάμε όλη την κοινωνία να γίνει λίγο πιο ελεύθερη απ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις.
Για να τολμήσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, θα χρειαστεί να τολμήσουμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είμαστε.
Η πρώτη ψευδαίσθηση είναι ότι η αξία μας εξαρτάται από τη γνώμη ή τη συμπεριφορά των άλλων προς εμάς.
Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, αν έχουμε διάφορους ανθρώπους που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και συμπεριφορές προς εμάς. Αυτό που είμαστε και η αξία μας δεν καθορίζεται από τους άλλους. Αυτό που είμαστε δεν αλλάζει, όταν οι άλλοι έχουν λανθασμένους προγραμματισμούς που τους κάνουν να σκέφτονται ή να φέρονται με δυσάρεστο τρόπο. Η συμπεριφορά τους είναι καθρέφτισμα των δικών τους φόβων και προβλημάτων και της ανικανότητάς τους να αντιληφθούν και να σέβονται εμάς (ίσως και τον εαυτό τους) γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε.
Μαθαίνουμε από τους γονείς μας, το σχολείο και την κοινωνία να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους. Όταν αξιολογούμε ότι είμαστε «καλύτεροι από κάποιον σε κάτι», αισθανόμαστε ότι αξίζουμε. Τότε, όταν θεωρούμε κάποιον σαν «καλύτερο από μας», αισθανόμαστε ότι δεν αξίζουμε. Μπορεί να συγκρίνουμε τον εαυτό μας σε σχέση με κάποιο από τα ακόλουθα: εξυπνάδα, καλή εμφάνιση, καλλιτεχνικές ικανότητες, ευφράδεια λόγου, πλούτο, ωραίο σπίτι, επαγγελματική επιτυχία, τα παιδιά τους έχουν επιτυχίες, είναι καλοί στον αθλητισμό, στη μαγειρική, κάνουν εύκολα φίλους ή αυτοπειθαρχίες, ασχολούνται με πνευματικές δραστηριότητες ή αρέσουν στο αντίθετο φύλο.
Αν το σκεφτούμε, είναι αρκετά ανόητο. Μια ώρα πριν θεωρούσαμε τον εαυτό μας σαν καλύτερο από κάποιον άλλον σε κάποια από τις όψεις που επιλέγουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας, όπως εμφάνιση, επιτυχίες, επαγγελματική θέση, χρήματα κλπ, και νιώθαμε υπέροχα. Και τώρα που βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος άλλος είναι καλύτερος, νιώθουμε άσχημα. Δεν μπορεί να υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό. Είναι όλο μια ψευδαίσθηση. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε. Είμαστε όλοι μοναδικοί. Δεν μπορούμε να αξίζουμε περισσότερο ή λιγότερο σεβασμό και αγάπη από κάποιον άλλο.
Μπορεί, επίσης, να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους ως προς το πόση προσοχή παίρνουμε από τους άλλους. Αυτό ξεκινά στα παιδικά μας χρόνια, αν τα αδέλφια μας έπαιρναν περισσότερη προσοχή, χάρες, δώρα ή βοήθεια. Αυτό επαναλήφθηκε στην εφηβεία, όταν οι άλλοι ήταν πιο εξωστρεφείς και έπαιρναν περισσότερη προσοχή. Μερικοί από μας νιώθουμε απόρριψη ακόμη κι όταν ο σύντροφός μας δίνει περισσότερη προσοχή στα παιδιά μας. Αυτή η αυτοαμφισβήτηση και η επακόλουθη ζήλια είναι συνηθισμένη και στα ζώα, που ενοχλούνται όταν άλλα ζώα παίρνουν περισσότερη προσοχή. Μπορεί να ερμηνεύουμε λανθασμένα ότι αυτό σημαίνει πως είμαστε λιγότερο αγαπητοί και άξιοι. Η αξία μας δεν καθορίζεται από την προσοχή που παίρνουμε από τους άλλους. Είμαστε αυτό που είμαστε, ανεξάρτητα από την προσοχή των άλλων. Αυτό που είμαστε δεν αλλάζει επειδή έχουμε ή δεν έχουμε την προσοχή τους.
Μια άλλη όψη αυτής της ψευδαίσθησης είναι η αυτοαμφισβήτηση, ο φόβος και η ζήλια, όταν ο σύντροφός μας προσέχει κάποιον άλλο. Μερικοί ζούμε μέσα στο φόβο για κάτι τέτοιο, ακόμη και χωρίς παρόμοια συμπεριφορά εκ μέρους του συντρόφου μας. Ίσως επειδή δεν βιώνουμε αρκετή αυτοπεποίθηση για την ικανότητά μας να είμαστε ενδιαφέροντες και αγαπητοί στον άλλον. Ή ίσως επειδή εμείς οι ίδιοι βρίσκουμε τον εαυτό μας να παρατηρεί ή να σκέφτεται το αντίθετο φύλο και συμπεραίνουμε ότι και ο σύντροφός μας θα κάνει το ίδιο. Μπορεί, επίσης, να έχουμε πληγωθεί στο παρελθόν σε μια τέτοια κατάσταση ή να έχουμε δει τους γονείς μας να υποφέρουν.
Και πάλι ζούμε μέσα στην ψευδαίσθηση πως αξίζουμε όταν έχουμε ένα σύντροφο που μας αγαπά αποκλειστικά και δεν αξίζουμε αν ο σύντροφός μας ενδιαφέρεται για άλλον ή μας αφήνει. Οι σχέσεις διαρκούν για όσο χρειάζεται ώστε να μάθουμε τα μαθήματα, για τα οποία τις έχουμε επιλέξει. Η αξία μας δεν έχει σχέση με την ικανότητα του συντρόφου μας να μας αγαπά αγνά, τις ψευδαισθήσεις του ότι μπορεί να βρει αλλού την ευτυχία ή επειδή περνά μια κρίση της μέσης ηλικίας και αναζητά ποικιλία ή επιβεβαίωση σε κάποιον άλλον. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί η αξία μου εξαρτάται από το συγκεκριμένο άτομο και όχι από το πώς με αντιλαμβάνονται έξη δισεκατομμύρια άτομα πάνω στη γη. Πώς γίνεται έξη δισεκατομμύρια άνθρωποι να μπορούν να είναι ευτυχισμένοι χωρίς την αποκλειστική αγάπη και προσοχή από το δικό μου σύντροφο. Πώς είναι ικανοί να είναι ευτυχισμένοι;
Φυσικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια κατάσταση για την αυτογνωσία μας, ρωτώντας τον εαυτό μας πώς μπορεί να έχουμε συμβάλει σ’ αυτό το χωρισμό και ποιες συμπεριφορές μπορεί να θέλουμε να αλλάξουμε σαν αποτέλεσμα αυτής της ευκαιρίας εξέλιξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου