[188] Αὕτη τῶν περὶ Θήβας ἐγίγνετο πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κατάστασις πρώτη, τὰ πρὸ τούτων εἰς ἔχθραν καὶ μῖσος καὶ ἀπιστίαν τῶν πόλεων ὑπηγμένων ὑπὸ τούτων. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος. ἦν μὲν τοίνυν τοῦ δικαίου πολίτου τότε δεῖξαι πᾶσιν, εἴ τι τούτων εἶχεν ἄμεινον, μὴ νῦν ἐπιτιμᾶν.
[189] ὁ γὰρ σύμβουλος καὶ ὁ συκοφάντης, οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐοικότες, ἐν τούτῳ πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρουσιν· ὁ μέν γε πρὸ τῶν πραγμάτων γνώμην ἀποφαίνεται, καὶ δίδωσιν ἑαυτὸν ὑπεύθυνον τοῖς πεισθεῖσι, τῇ τύχῃ, τῷ καιρῷ, τῷ βουλομένῳ· ὁ δὲ σιγήσας ἡνίκ᾽ ἔδει λέγειν, ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει.
[190] ἦν μὲν οὖν, ὅπερ εἶπον, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς τοῦ γε φροντίζοντος ἀνδρὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν δικαίων λόγων· ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι ὥστε, ἂν νῦν ἔχῃ τις δεῖξαί τι βέλτιον, ἢ ὅλως εἴ τι ἄλλ᾽ ἐνῆν πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην, ἀδικεῖν ὁμολογῶ. εἰ γὰρ ἔσθ᾽ ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν, τοῦτ᾽ ἐγώ φημι δεῖν ἐμὲ μὴ λαθεῖν. εἰ δὲ μήτ᾽ ἔστι μήτ᾽ ἦν μήτ᾽ ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαινομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ᾽ ἑλέσθαι;
[191] τοῦτο τοίνυν ἐποίησα, τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος, Αἰσχίνη, «τίς ἀγορεύειν βούλεται», οὐ «τίς αἰτιᾶσθαι περὶ τῶν παρεληλυθότων», οὐδὲ «τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ᾽ ἔσεσθαι»; σοῦ δ᾽ ἀφώνου κατ᾽ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου, ἐγὼ παριὼν ἔλεγον. ἐπειδὴ δ᾽ οὐ τότε, ἀλλὰ νῦν δεῖξον. εἰπὲ τίς ἢ λόγος, ὅντιν᾽ ἐχρῆν εὐπορεῖν, ἢ καιρὸς συμφέρων ὑπ᾽ ἐμοῦ παρελείφθη τῇ πόλει; τίς δὲ συμμαχία, τίς πρᾶξις, ἐφ᾽ ἣν μᾶλλον ἔδει μ᾽ ἀγαγεῖν τουτουσί;
[192] Ἀλλὰ μὴν τὸ μὲν παρεληλυθὸς ἀεὶ παρὰ πᾶσιν ἀφεῖται, καὶ οὐδεὶς περὶ τούτου προτίθησιν οὐδαμοῦ βουλήν· τὸ δὲ μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ. τότε τοίνυν τὰ μὲν ἔμελλεν, ὡς ἐδόκει, τῶν δεινῶν, τὰ δ᾽ ἤδη παρῆν, ἐν οἷς τὴν προαίρεσίν μου σκόπει τῆς πολιτείας, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει. τὸ μὲν γὰρ πέρας ὡς ἂν ὁ δαίμων βουληθῇ πάντων γίγνεται· ἡ δὲ προαίρεσις αὐτὴ τὴν τοῦ συμβούλου διάνοιαν δηλοῖ.
[193] μὴ δὴ τοῦθ᾽ ὡς ἀδίκημ᾽ ἐμὸν θῇς, εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ· ἐν γὰρ τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί. ἀλλ᾽ ὡς οὐχ ἅπανθ᾽ ὅσ᾽ ἐνῆν κατ᾽ ἀνθρώπινον λογισμὸν εἱλόμην, καὶ δικαίως ταῦτα καὶ ἐπιμελῶς ἔπραξα καὶ φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν, ἢ ὡς οὐ καλὰ καὶ τῆς πόλεως ἄξια πράγματ᾽ ἐνεστησάμην καὶ ἀναγκαῖα, ταῦτά μοι δεῖξον, καὶ τότ᾽ ἤδη κατηγόρει μου.
[194] εἰ δ᾽ ὁ συμβὰς σκηπτὸς [ἢ χειμὼν] μὴ μόνον ἡμῶν ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μείζων γέγονε, τί χρὴ ποιεῖν; ὥσπερ ἂν εἴ τις ναύκληρον πάντ᾽ ἐπὶ σωτηρίᾳ πράξαντα καὶ κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ᾽ ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι, εἶτα χειμῶνι χρησάμενον καὶ πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, τῆς ναυαγίας αἰτιῷτο. ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἐκυβέρνων τὴν ναῦν, φήσειεν ἄν (ὥσπερ οὐδ᾽ ἐστρατήγουν ἐγώ), οὔτε τῆς τύχης κύριος ἦν, ἀλλ᾽ ἐκείνη τῶν πάντων.
[195] ἀλλ᾽ ἐκεῖνο λογίζου καὶ ὅρα· εἰ μετὰ Θηβαίων ἡμῖν ἀγωνιζομένοις οὕτως εἵμαρτο πρᾶξαι, τί χρῆν προσδοκᾶν εἰ μηδὲ τούτους ἔσχομεν συμμάχους ἀλλὰ Φιλίππῳ προσέθεντο, ὑπὲρ οὗ τότ᾽ ἐκεῖνος πάσας ἀφῆκε φωνάς; καὶ εἰ νῦν τριῶν ἡμερῶν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς ὁδὸν τῆς μάχης γενομένης τοσοῦτος κίνδυνος καὶ φόβος περιέστη τὴν πόλιν, τί ἄν, εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη, προσδοκῆσαι χρῆν; ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι νῦν μὲν στῆναι, συνελθεῖν, ἀναπνεῦσαι, πολλὰ μί᾽ ἡμέρα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἔδοσαν τῶν εἰς σωτηρίαν τῇ πόλει, τότε δ᾽—οὐκ ἄξιον εἰπεῖν, ἅ γε μηδὲ πεῖραν ἔδωκε θεῶν τινὸς εὐνοίᾳ καὶ τῷ προβαλέσθαι τὴν πόλιν ταύτην τὴν συμμαχίαν, ἧς σὺ κατηγορεῖς.
***
[188] Αυτό λοιπόν ήταν το πρώτο ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων με τους Θηβαίους και η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης, γιατί πιο μπροστά οι δύο πόλεις είχαν παρασυρθεί από αυτούς σε έχθρα, μίσος και αμοιβαία δυσπιστία. Αυτό το ψήφισμα συνετέλεσε ώστε να περάσει σαν σύννεφο ο κίνδυνος που περιέζωσε τότε την πόλη. Καθήκον λοιπόν του δίκαιου πολίτη ήταν να δείξει τότε αν είχε να προτείνει κάτι καλύτερο από αυτά και όχι να επικρίνει τώρα.
[189] Γιατί ο σύμβουλος και ο συκοφάντης, χωρίς να μοιάζουν σε τίποτε γενικά, διαφέρουν ωστόσο πάρα πολύ μεταξύ τους στο εξής: ο πρώτος διατυπώνει τη γνώμη του πριν από τα γεγονότα και αναλαμβάνει την ευθύνη έναντι όσων τον πίστεψαν, απέναντι στην τύχη, στην περίσταση, σε όποιον θέλει να ασκήσει κριτική· ο δεύτερος, όταν έπρεπε να μιλήσει, σιώπησε, αλλά, αν συμβεί κάτι δυσάρεστο, το εκμεταλλεύεται για να συκοφαντήσει.
[190] Εκείνη λοιπόν ήταν, όπως είπα, η κρίσιμη περίσταση για κάθε άνδρα που νοιαζόταν για την πόλη και για να δώσει σωστές συμβουλές. Εγώ όμως κάνω τόσο μεγάλη παραχώρηση, ώστε, αν κάποιος μπορεί ακόμη και τώρα να παρουσιάσει κάτι καλύτερο ή αν γενικά υπήρχε κάποια άλλη δυνατότητα αντιμετώπισης των πραγμάτων, εκτός από αυτήν που υπέδειξα εγώ, παραδέχομαι ότι έχω άδικο. Γιατί, αν κανείς έχει δει τώρα κάτι που θα ωφελούσε τότε, αν πραγματοποιούνταν, παραδέχομαι ότι αυτό δεν θα έπρεπε να μου είχε διαφύγει. Αλλά, αν δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ούτε θα μπορούσε ακόμη και σήμερα κάποιος να υποδείξει κάτι καλύτερο, τί έπρεπε να κάνει ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε να επιλέξει την καλύτερη πολιτική από όσες είχε μπροστά του και μπορούσαν να πραγματοποιηθούν;
[191] Αυτό ακριβώς έκανα, Αισχίνη, όταν ο κήρυκας ρωτούσε «ποιός θέλει να μιλήσει;» όχι «ποιός θέλει να αναμοχλεύσει τα περασμένα» ούτε ακόμη «ποιός θέλει να εγγυηθεί για τα όσα θα γίνουν στο μέλλον;». Εσύ όμως εκείνο τον καιρό καθόσουν στις συνελεύσεις άφωνος, εγώ ανέβαινα στο βήμα και μιλούσα. Και επειδή δεν μίλησες τότε, υπόδειξέ μας, έστω, τώρα. Πες μου, ποιά συμβουλή έπρεπε να βρω, ποιά καλή ευκαιρία χάθηκε για την πόλη εξαιτίας μου; Ποιά συμμαχία παρέλειψα, ποιά ενέργεια στην οποία κατά προτίμηση έπρεπε να οδηγήσω αυτούς εδώ;
[192] Τα περασμένα όλοι οι άνθρωποι τα αφήνουν πάντοτε κατά μέρος και κανένας πουθενά δεν θέτει θέμα γι᾽ αυτά. Αντίθετα, το μέλλον ή το παρόν είναι εκείνο που ζητά τη θέση του συμβούλου. Τότε λοιπόν, όπως έδειχναν τα πράγματα, άλλα από τα δεινά επρόκειτο να συμβούν, άλλα ήταν ήδη μπροστά μας. Με βάση αυτά να εξετάσεις την πολιτική μου επιλογή, μη με συκοφαντείς για το αποτέλεσμα. Γιατί η έκβαση όλων των πραγμάτων ακολουθεί τη βούληση του θεού· η επιλογή της πολιτικής είναι αυτή που φανερώνει την πρόθεση του συμβούλου.
[193] Μη θεωρείς λοιπόν δικό μου φταίξιμο που ο Φίλιππος έτυχε να νικήσει στη μάχη· η έκβασή της ήταν στο χέρι του θεού, όχι στο δικό μου. Απόδειξε, Αισχίνη, ότι δεν επέλεξα όσα ήταν δυνατό να περάσουν από το μυαλό ενός ανθρώπου και ότι δεν τα πραγματοποίησα με εντιμότητα, επιμέλεια και φιλοπονία που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου· ή δείξε μου ότι όλα όσα επιχείρησα δεν ήταν έντιμα, αντάξια του ονόματος της πόλης και απαραίτητα, και τότε κατηγόρησέ με.
[194] Αν όμως η λαίλαπα που ξέσπασε ήταν κάτι όχι μόνο πάνω από τις δικές μας δυνάμεις αλλά και από τις δυνάμεις των υπόλοιπων Ελλήνων, τί πρέπει να κάνουμε; Είναι σαν να κατηγορούσε κανείς για το ναυάγιο έναν καραβοκύρη που έκανε τα πάντα για την ασφάλεια του καραβιού του και το εξόπλισε με όλα τα μέσα με τα οποία νόμιζε ότι θα εξασφάλιζε τη σωτηρία του, αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού συνάντησε καταιγίδα, από την οποία ταλαιπωρήθηκαν τα ξάρτια ή συνετρίβησαν ολοσχερώς. Αλλά θα μπορούσε να ισχυριστεί «δεν κυβερνούσα εγώ το πλοίο» (όπως δεν ήμουν και εγώ στρατηγός) «ούτε μπορούσα να ελέγξω την τύχη, αλλά η τύχη ελέγχει τα πάντα».
[195] Σκέψου όμως και δες και εκείνη την περίπτωση· αν δηλαδή ήταν γραφτό μας να έχουμε αυτή την τύχη, όταν αγωνιζόμασταν με τους Θηβαίους στο πλευρό μας, τί θα έπρεπε να περιμένουμε, αν δεν είχαμε συμμάχους ούτε και αυτούς, αλλά είχαν πάει και αυτοί με το μέρος του Φιλίππου, πράγμα για το οποίο εκείνος έκανε τότε το παν; Και αν περιέζωσε την πόλη τόσο μεγάλος κίνδυνος και φόβος τη στιγμή που η μάχη έγινε σε απόσταση τριών ημερών από την Αττική, τί θα έπρεπε να περιμένουμε, αν η ίδια αυτή συμφορά είχε συμβεί σε κάποιο μέρος της χώρας μας; Άραγε συνειδητοποιείς ότι η μία, οι δυο, οι τρεις ημέρες έδωσαν στην πόλη τον χρόνο να σταθεί στα πόδια της, να συνέλθει, να αναπνεύσει και πολλά άλλα σωτήρια γι᾽ αυτήν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση — αλλά δεν θεωρώ σκόπιμο να απαριθμήσω όσα ούτε καν τα δοκιμάσαμε χάρη στην εύνοια κάποιου θεού και στο γεγονός ότι η πόλη μας πρόβαλε ως ασπίδα αυτή τη συμμαχία που τώρα εσύ κατηγορείς.
[189] ὁ γὰρ σύμβουλος καὶ ὁ συκοφάντης, οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐοικότες, ἐν τούτῳ πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρουσιν· ὁ μέν γε πρὸ τῶν πραγμάτων γνώμην ἀποφαίνεται, καὶ δίδωσιν ἑαυτὸν ὑπεύθυνον τοῖς πεισθεῖσι, τῇ τύχῃ, τῷ καιρῷ, τῷ βουλομένῳ· ὁ δὲ σιγήσας ἡνίκ᾽ ἔδει λέγειν, ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει.
[190] ἦν μὲν οὖν, ὅπερ εἶπον, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς τοῦ γε φροντίζοντος ἀνδρὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν δικαίων λόγων· ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι ὥστε, ἂν νῦν ἔχῃ τις δεῖξαί τι βέλτιον, ἢ ὅλως εἴ τι ἄλλ᾽ ἐνῆν πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην, ἀδικεῖν ὁμολογῶ. εἰ γὰρ ἔσθ᾽ ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν, τοῦτ᾽ ἐγώ φημι δεῖν ἐμὲ μὴ λαθεῖν. εἰ δὲ μήτ᾽ ἔστι μήτ᾽ ἦν μήτ᾽ ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαινομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ᾽ ἑλέσθαι;
[191] τοῦτο τοίνυν ἐποίησα, τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος, Αἰσχίνη, «τίς ἀγορεύειν βούλεται», οὐ «τίς αἰτιᾶσθαι περὶ τῶν παρεληλυθότων», οὐδὲ «τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ᾽ ἔσεσθαι»; σοῦ δ᾽ ἀφώνου κατ᾽ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου, ἐγὼ παριὼν ἔλεγον. ἐπειδὴ δ᾽ οὐ τότε, ἀλλὰ νῦν δεῖξον. εἰπὲ τίς ἢ λόγος, ὅντιν᾽ ἐχρῆν εὐπορεῖν, ἢ καιρὸς συμφέρων ὑπ᾽ ἐμοῦ παρελείφθη τῇ πόλει; τίς δὲ συμμαχία, τίς πρᾶξις, ἐφ᾽ ἣν μᾶλλον ἔδει μ᾽ ἀγαγεῖν τουτουσί;
[192] Ἀλλὰ μὴν τὸ μὲν παρεληλυθὸς ἀεὶ παρὰ πᾶσιν ἀφεῖται, καὶ οὐδεὶς περὶ τούτου προτίθησιν οὐδαμοῦ βουλήν· τὸ δὲ μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ. τότε τοίνυν τὰ μὲν ἔμελλεν, ὡς ἐδόκει, τῶν δεινῶν, τὰ δ᾽ ἤδη παρῆν, ἐν οἷς τὴν προαίρεσίν μου σκόπει τῆς πολιτείας, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει. τὸ μὲν γὰρ πέρας ὡς ἂν ὁ δαίμων βουληθῇ πάντων γίγνεται· ἡ δὲ προαίρεσις αὐτὴ τὴν τοῦ συμβούλου διάνοιαν δηλοῖ.
[193] μὴ δὴ τοῦθ᾽ ὡς ἀδίκημ᾽ ἐμὸν θῇς, εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ· ἐν γὰρ τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί. ἀλλ᾽ ὡς οὐχ ἅπανθ᾽ ὅσ᾽ ἐνῆν κατ᾽ ἀνθρώπινον λογισμὸν εἱλόμην, καὶ δικαίως ταῦτα καὶ ἐπιμελῶς ἔπραξα καὶ φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν, ἢ ὡς οὐ καλὰ καὶ τῆς πόλεως ἄξια πράγματ᾽ ἐνεστησάμην καὶ ἀναγκαῖα, ταῦτά μοι δεῖξον, καὶ τότ᾽ ἤδη κατηγόρει μου.
[194] εἰ δ᾽ ὁ συμβὰς σκηπτὸς [ἢ χειμὼν] μὴ μόνον ἡμῶν ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μείζων γέγονε, τί χρὴ ποιεῖν; ὥσπερ ἂν εἴ τις ναύκληρον πάντ᾽ ἐπὶ σωτηρίᾳ πράξαντα καὶ κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ᾽ ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι, εἶτα χειμῶνι χρησάμενον καὶ πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, τῆς ναυαγίας αἰτιῷτο. ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἐκυβέρνων τὴν ναῦν, φήσειεν ἄν (ὥσπερ οὐδ᾽ ἐστρατήγουν ἐγώ), οὔτε τῆς τύχης κύριος ἦν, ἀλλ᾽ ἐκείνη τῶν πάντων.
[195] ἀλλ᾽ ἐκεῖνο λογίζου καὶ ὅρα· εἰ μετὰ Θηβαίων ἡμῖν ἀγωνιζομένοις οὕτως εἵμαρτο πρᾶξαι, τί χρῆν προσδοκᾶν εἰ μηδὲ τούτους ἔσχομεν συμμάχους ἀλλὰ Φιλίππῳ προσέθεντο, ὑπὲρ οὗ τότ᾽ ἐκεῖνος πάσας ἀφῆκε φωνάς; καὶ εἰ νῦν τριῶν ἡμερῶν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς ὁδὸν τῆς μάχης γενομένης τοσοῦτος κίνδυνος καὶ φόβος περιέστη τὴν πόλιν, τί ἄν, εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη, προσδοκῆσαι χρῆν; ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι νῦν μὲν στῆναι, συνελθεῖν, ἀναπνεῦσαι, πολλὰ μί᾽ ἡμέρα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἔδοσαν τῶν εἰς σωτηρίαν τῇ πόλει, τότε δ᾽—οὐκ ἄξιον εἰπεῖν, ἅ γε μηδὲ πεῖραν ἔδωκε θεῶν τινὸς εὐνοίᾳ καὶ τῷ προβαλέσθαι τὴν πόλιν ταύτην τὴν συμμαχίαν, ἧς σὺ κατηγορεῖς.
***
[188] Αυτό λοιπόν ήταν το πρώτο ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων με τους Θηβαίους και η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης, γιατί πιο μπροστά οι δύο πόλεις είχαν παρασυρθεί από αυτούς σε έχθρα, μίσος και αμοιβαία δυσπιστία. Αυτό το ψήφισμα συνετέλεσε ώστε να περάσει σαν σύννεφο ο κίνδυνος που περιέζωσε τότε την πόλη. Καθήκον λοιπόν του δίκαιου πολίτη ήταν να δείξει τότε αν είχε να προτείνει κάτι καλύτερο από αυτά και όχι να επικρίνει τώρα.
[189] Γιατί ο σύμβουλος και ο συκοφάντης, χωρίς να μοιάζουν σε τίποτε γενικά, διαφέρουν ωστόσο πάρα πολύ μεταξύ τους στο εξής: ο πρώτος διατυπώνει τη γνώμη του πριν από τα γεγονότα και αναλαμβάνει την ευθύνη έναντι όσων τον πίστεψαν, απέναντι στην τύχη, στην περίσταση, σε όποιον θέλει να ασκήσει κριτική· ο δεύτερος, όταν έπρεπε να μιλήσει, σιώπησε, αλλά, αν συμβεί κάτι δυσάρεστο, το εκμεταλλεύεται για να συκοφαντήσει.
[190] Εκείνη λοιπόν ήταν, όπως είπα, η κρίσιμη περίσταση για κάθε άνδρα που νοιαζόταν για την πόλη και για να δώσει σωστές συμβουλές. Εγώ όμως κάνω τόσο μεγάλη παραχώρηση, ώστε, αν κάποιος μπορεί ακόμη και τώρα να παρουσιάσει κάτι καλύτερο ή αν γενικά υπήρχε κάποια άλλη δυνατότητα αντιμετώπισης των πραγμάτων, εκτός από αυτήν που υπέδειξα εγώ, παραδέχομαι ότι έχω άδικο. Γιατί, αν κανείς έχει δει τώρα κάτι που θα ωφελούσε τότε, αν πραγματοποιούνταν, παραδέχομαι ότι αυτό δεν θα έπρεπε να μου είχε διαφύγει. Αλλά, αν δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ούτε θα μπορούσε ακόμη και σήμερα κάποιος να υποδείξει κάτι καλύτερο, τί έπρεπε να κάνει ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε να επιλέξει την καλύτερη πολιτική από όσες είχε μπροστά του και μπορούσαν να πραγματοποιηθούν;
[191] Αυτό ακριβώς έκανα, Αισχίνη, όταν ο κήρυκας ρωτούσε «ποιός θέλει να μιλήσει;» όχι «ποιός θέλει να αναμοχλεύσει τα περασμένα» ούτε ακόμη «ποιός θέλει να εγγυηθεί για τα όσα θα γίνουν στο μέλλον;». Εσύ όμως εκείνο τον καιρό καθόσουν στις συνελεύσεις άφωνος, εγώ ανέβαινα στο βήμα και μιλούσα. Και επειδή δεν μίλησες τότε, υπόδειξέ μας, έστω, τώρα. Πες μου, ποιά συμβουλή έπρεπε να βρω, ποιά καλή ευκαιρία χάθηκε για την πόλη εξαιτίας μου; Ποιά συμμαχία παρέλειψα, ποιά ενέργεια στην οποία κατά προτίμηση έπρεπε να οδηγήσω αυτούς εδώ;
[192] Τα περασμένα όλοι οι άνθρωποι τα αφήνουν πάντοτε κατά μέρος και κανένας πουθενά δεν θέτει θέμα γι᾽ αυτά. Αντίθετα, το μέλλον ή το παρόν είναι εκείνο που ζητά τη θέση του συμβούλου. Τότε λοιπόν, όπως έδειχναν τα πράγματα, άλλα από τα δεινά επρόκειτο να συμβούν, άλλα ήταν ήδη μπροστά μας. Με βάση αυτά να εξετάσεις την πολιτική μου επιλογή, μη με συκοφαντείς για το αποτέλεσμα. Γιατί η έκβαση όλων των πραγμάτων ακολουθεί τη βούληση του θεού· η επιλογή της πολιτικής είναι αυτή που φανερώνει την πρόθεση του συμβούλου.
[193] Μη θεωρείς λοιπόν δικό μου φταίξιμο που ο Φίλιππος έτυχε να νικήσει στη μάχη· η έκβασή της ήταν στο χέρι του θεού, όχι στο δικό μου. Απόδειξε, Αισχίνη, ότι δεν επέλεξα όσα ήταν δυνατό να περάσουν από το μυαλό ενός ανθρώπου και ότι δεν τα πραγματοποίησα με εντιμότητα, επιμέλεια και φιλοπονία που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου· ή δείξε μου ότι όλα όσα επιχείρησα δεν ήταν έντιμα, αντάξια του ονόματος της πόλης και απαραίτητα, και τότε κατηγόρησέ με.
[194] Αν όμως η λαίλαπα που ξέσπασε ήταν κάτι όχι μόνο πάνω από τις δικές μας δυνάμεις αλλά και από τις δυνάμεις των υπόλοιπων Ελλήνων, τί πρέπει να κάνουμε; Είναι σαν να κατηγορούσε κανείς για το ναυάγιο έναν καραβοκύρη που έκανε τα πάντα για την ασφάλεια του καραβιού του και το εξόπλισε με όλα τα μέσα με τα οποία νόμιζε ότι θα εξασφάλιζε τη σωτηρία του, αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού συνάντησε καταιγίδα, από την οποία ταλαιπωρήθηκαν τα ξάρτια ή συνετρίβησαν ολοσχερώς. Αλλά θα μπορούσε να ισχυριστεί «δεν κυβερνούσα εγώ το πλοίο» (όπως δεν ήμουν και εγώ στρατηγός) «ούτε μπορούσα να ελέγξω την τύχη, αλλά η τύχη ελέγχει τα πάντα».
[195] Σκέψου όμως και δες και εκείνη την περίπτωση· αν δηλαδή ήταν γραφτό μας να έχουμε αυτή την τύχη, όταν αγωνιζόμασταν με τους Θηβαίους στο πλευρό μας, τί θα έπρεπε να περιμένουμε, αν δεν είχαμε συμμάχους ούτε και αυτούς, αλλά είχαν πάει και αυτοί με το μέρος του Φιλίππου, πράγμα για το οποίο εκείνος έκανε τότε το παν; Και αν περιέζωσε την πόλη τόσο μεγάλος κίνδυνος και φόβος τη στιγμή που η μάχη έγινε σε απόσταση τριών ημερών από την Αττική, τί θα έπρεπε να περιμένουμε, αν η ίδια αυτή συμφορά είχε συμβεί σε κάποιο μέρος της χώρας μας; Άραγε συνειδητοποιείς ότι η μία, οι δυο, οι τρεις ημέρες έδωσαν στην πόλη τον χρόνο να σταθεί στα πόδια της, να συνέλθει, να αναπνεύσει και πολλά άλλα σωτήρια γι᾽ αυτήν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση — αλλά δεν θεωρώ σκόπιμο να απαριθμήσω όσα ούτε καν τα δοκιμάσαμε χάρη στην εύνοια κάποιου θεού και στο γεγονός ότι η πόλη μας πρόβαλε ως ασπίδα αυτή τη συμμαχία που τώρα εσύ κατηγορείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου