Ακόμα και εκείνοι που δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο για το Νεο- πλατωνισμό, γνωρίζουν ότι ο Πλωτίνος ήταν ένας μυστικιστής. Ο όρος μυστικιστής, πρέπει να τονιστεί, χρησιμοποιείται σε αυτό το σημείο όχι με την έννοια του «ανορθολογιστή», του «αποκρυφιστή» ή του «διδασκάλου κάποιου εσωτερικοί) δόγματος», αλλά στην ακριβέστερη του μορφή, ενός ανθρώπου που πιστεύει πως έχει βιώσει την ένωση του με το Θεό ή την Υπέρτατη Πραγματικότητα. Η εμπειρία του Πλωτίνου για την ένωση του με το Εν είναι αντίστοιχη με την εμπειρία που ο W. Τ. Stace ονομάζει «αδιαφοροποίητη ενότητα», μια κατάσταση κατά την οποία ασθητικές παραστάσεις και εννοιακή σκέψη υπερβαίνονται, ο νους καθίσταται πλήρως ενοποιημένος και βιώνεται η κατάργηση των ατομικών ορίων.
Ο Πορφύριος δηλώνει ότι ο Πλωτίνος βίωσε αυτήν την κατάσταση τέσσερις φορές στη διάρκεια των έξι χρόνων της γνωριμίας τους και πως ο ίδιος ο Πορφύριος την είχε επιτύχει μία φορά σε προχωρημένη ηλικία, ενώ ο Πλωτίνος, σε μια πραγματεία του γραμμένη πριν γνωρίσει τον Πορφύριο περιγράφει πως είχε συχνά βιώσει αυτήν την εμπειρία Εκεί όπου ο Πλωτίνος διαφέρει από τους περισσότερους μυστικιστές είναι ότι γι' αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η κάθαρση της ψυχής επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της φιλοσοφίας, μολονότι, όπως άλλοι μυστικιστές, θεωρεί την ηθική αυτοπειθαρχία και αντιμετωπίζει την αφηρημένη λογική ως περιορισμένης σημασίας, εκτός εάν αποκορυφώνεται στη διαισθητική ενόραση και τελικά στη μυστική ένωση.
Ο Νεοπλατωνισμός δεν εγκαταλείπει τον ελληνικό ορθολογισμό, αλλά αντιπροσωπεύει μια αναπροσαρμογή των κατηγοριών της ελληνικής σκέψης στον κόσμο της εσωτερικής εμπειρίας. Ήταν ωστόσο αναπόφευκτο το ότι μια τέτοια αναπροσαρμογή θα οδηγούσε στην τροποποίηση, σε μερικά σημεία, του ελληνικού παραδοσιακού εννοιολογικού σχήματος, με καταφανέστερο. Το πρόβλημα που ανακύπτει για τους Νεοπλατωνικούς είναι να εναρμονίσουν τη μυστική επιθυμία για την υπέρβαση της μορφής και του ορίου με την κλασική ελληνική αντίληψη των δύο αυτών στοιχείων ως ουσίας της τελειότητας.
Ο Πλωτίνος, θεωρεί τον Πλάτωνα υπό το ίδιο φως που θεωρεί και τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο, τον περίφημο «σκοτεινό» της αρχαιότητας, δηλαδή ως ένα φιλόσοφο ο οποίος σκόπιμα παραθέτει αινίγματα για να μας οδηγήσει να αναζητήσουμε την αλήθεια μόνοι μας. Αυτό τουλάχιστον υπονοείται τόσο από τα περιστασιακά σχόλια του Πλωτίνου στους δύο στοχαστές όσο και από τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται γενικά τον Πλάτωνα.
Η επιρροή των Στωικών στον Πλωτίνο είναι εμφανέστερη στην αντίληψη του για τον αισθητό κόσμο ως ζωντανό οργανισμό ο οποίος αναπτύσσεται από τους ενδιάθετους Σπερματικούς Λόγους της Ψυχής του Κόσμου και με μια οργανική αρμονία (ή «κοσμική συμπάθεια») να συνδέει όλα τα μέρη της. Η θεοδικία του δανείζεται ομοίως πολλά από τα επιχειρήματα τους. Εντούτοις, οι Στωικοί έκαναν λάθος σε δύο θεμελιώδη σημεία: πρώτον, στη θεώρηση της Ψυχής του Κόσμου ως της υψηλότερης οντότητας και, δεύτερον, στο ότι αντιλαμβάνονταν την Ψυχή με υλικούς και χωρικούς όρους. Στην πραγματικότητα, με το να αντιμετωπίζουν οι Στωικοί το Θεό και την Ψυχή ως καταστάσεις της ύλης, διαπράττουν το θεμελιώδες σφάλμα να θεωρούν το οντολογικά τελειότερο ύστερο από το οντολογικά υποδεέστερο.
Ομοίως στην ηθική, μολονότι η έννοια του σοφού στους Στωικούς είχε μεγάλη βαρύτητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επίτευξη της ευτυχίας ανεξάρτητα από τα υλικά αγαθά, η στωική σχολή εσφαλμένα έβλεπε τον ύψιστο σκοπό του ανθρώπου κατά την ηθική του δράση μέσα από την υποταγή του στην Ειμαρμένη που κυβερνά τον αισθητό κόσμο, αντί στην ενατένιση της νοητής τάξης στην οποία ανήκει ο αληθινός εαυτός. Η βιταλιστική αντίληψη του Πλωτίνου για το Νοητό κόσμο φαίνεται να οφείλει πολλά στους Στωικούς- οι μελετητές διαφωνούν ως προς το βαθμό. Οπωσδήποτε όμως μια επιρροή των Στωικών διαποτίζει τη συνηγορία του Πλωτίνου, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη υπέρ της ύπαρξης επιμέρους Ιδεών.
Ο Πλωτίνος απορρίπτει τη στωική άποψη σύμφωνα με την οποία ορίζεται ο σκοπός του ανθρώπου καθ' υποταγήν στην Ειμαρμένη που διέπει τον αισθητό κόσμο. Αφού η ψυχή είναι «αμφίβια», ανήκοντας τόσο στον αισθητό όσο και στο Νοητό κόσμο. αυτό θεωρείται καλό μόνο για την κατώτερη μας ψυχή- ο αληθινός μας εαυτός ανήκει στη Νοητή τάξη." Συμπερασματικά ο Πλωτίνος συμφωνεί με τον Αριστοτέλη ενάντια στους Στωικούς αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της θεωρητικής ζωής έναντι της πρακτικής. Θα ήταν φυσικά αδύνατο να απαγορεύσει στο σοφό κάθε εξωτερική δραστηριότητα- στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία όσο και ακόμη περισσότερο στην προσωπική του ζωή, ο Πλωτίνος θεωρούσε το σοφό υποχρεωμένο να εκτελεί όσα καθήκοντα εμπίπτουν στο δρόμο του και, σε κάθε περίπτωση, να ασκεί την ηθική αρετή.
Ο σοφός θα σχεδιάσει την πορεία του υπό το φως της εσωτερικής του ενατένισης, εγκαταλείποντας, αν αυτό είναι αναγκαίο, οικογένεια, πατρίδα, ίσως και την ίδια του τη ζωή . Στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να μην έχει καμία αφορμή να ασκήσει την ηθική αρετή, εφόσον αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη δυστυχίας που χρειάζεται ανακούφιση- ο ιδανικός γιατρός επιθυμεί να μην υπήρχαν άρρωστοι οι οποίοι να χρειάζονται τις ικανότητες του - αν τουλάχιστον δεν συνειδητοποιούσε ότι σε αυτόν τον ατελή κόσμο η δυστυχία είναι αναπόφευκτη. Δεν είναι όμως μόνο ότι η δράση είναι κατώτερη της ενατένισης· όλες οι δράσεις στ' αλήθεια δεν έχουν άλλο σκοπό από την ενατένιση. Διότι ο άνθρωπος της δράσης ικανοποιείται μόνο όταν ενατενίζει το αποτέλεσμα των πράξεων του μέσα στο νου του και αυτή η ικανοποίηση είναι ο πραγματικός του σκοπός.
Όπως και άλλοι Πλατωνικοί, έτσι και ο Πλωτίνος προσδιορίζει ως σκοπό της ψυχής την ομοίωση της προς το Θεό μέσω της αρετής χωρίς αρετή, υποστηρίζει ενάντια στους Γνωστικούς, ο «Θεός» είναι απλώς ένα όνομα. Είναι όμως ξεκάθαρο από αυτά που έχουν ειπωθεί ότι μια τέτοια «αρετή» πρωταρχικά δηλώνει την άσκηση που εξαγνίζει την ψυχή για την ενατένιση, μολονότι ο Πλωτίνος παραδέχεται ότι θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε στις κοινωνικές αρετές οποιονδήποτε ρόλο σε αυτήν την κάθαρση. Εφόσον ο άνθρωπος διαθέτει ανώτερη και κατώτερη ψυχή, αυτή η άσκηση είναι διττή. Η κάθαρση της ανώτερης ψυχής συνεπάγεται την απομάκρυνση της προσοχής της από τον αισθητό κόσμο και την επιστροφή στη Νοητή τάξη έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πρωταρχική της κατάσταση ως θεία εικόνα αυτής της τάξης.
Για την κατώτερη ψυχή σκοπός είναι να ηρεμήσει τα πάθη της έτσι ώστε αυτά να μην ταράσσουν την ανώτερη φύση του ανθρώπου (εκτός ίσως από μια παροδική εικόνα, που αμέσως θα ηρεμεί με μία και μόνη ματιά από το λόγο). Όμως. για μία ακόμη φορά δεν πρέπει να υπάρξει καμιά βίαιη απώθηση της άλογης ψυχής. Ο σκοπός είναι αρχικά να εκπαιδευτεί οικειοθελώς ώστε να δέχεται την καθοδήγηση του λόγου και στη συνέχεια να απομακρύνεται η προσοχή της από αυτήν. Η φιλοσοφία είναι συνεπώς για τον Πλωτίνο κάτι μακράν της αφηρημένης ακαδημαϊκής σπουδής. Γι' αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η εκγύμναση του φιλοσόφου είναι τόσο ηθική όσο και πνευματική· χωρίς τη διαλεκτική η αρετή είναι ατελής, όμως και χωρίς την αρετή η αληθινή φιλοσοφία είναι ανέφικτη.
Και μολονότι ο Πλωτίνος επιμένει, και η πρακτική του σε όλο το μήκος των Εννεάδων το επιβεβαιώνει, ότι αυτός ο εξαγνισμός περιλαμβάνει μια αυστηρή διανοητική εκγύμναση, κάνει επίσης σαφές ότι ο σκοπός του φιλοσόφου είναι να υπερβεί τους αφηρημένους τύπους και να φτάσει στο σημείο να ενατενίσει το Νου «ως εάν ήταν αισθητό αντικείμενο». Γιατί δεν περιοριζόμαστε στις εικόνες του Νοητού κόσμου, «στους νόμους που εγχαράσσονται από το Νου στην ψυχή μας» μπορούμε αντίθετα να υψωθούμε στην ενατένιση των Ιδεών καθεαυτών και με τον τρόπο αυτό να ταυτιστούμε μαζί τους. Ταυτόχρονα η ψυχή ξεπερνά την προσκόλληση στην ξεχωριστή της ατομικότητα και συνειδητοποιεί την εσώτερη ταυτότητα της με το σύνολο του Νοητού κόσμου. Τότε απομένει η τελική επιστροφή στο Εν.
Το Εν, τονίζει ο Πλωτίνος, δεν χρειάζεται να στραφεί προς εμάς είναι παρόν οποτεδήποτε στρεφόμαστε προς τα ένδον, διακόπτοντας τη συνήθη προσκόλληση μας στον αισθητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τελικά το Εν που είναι η πηγή μας. Για να αντικρίσουμε το τελευταίο πρέπει να «απεκδυθούμε από τα πάντα» ή να «εγκαταλείψουμε κάθε ετερότητα», που σημαίνει κάθε πολλαπλότητα και καθετί τα οποίο μας διακρίνει από το Εν. Και όπως η αναγωγή στο Νοητό κόσμο συνεπάγεται εγκατάλειψη κάθε αισθητής μορφής, έτσι τώρα η άνοδος στο άμορφο Εν απαιτεί η ψυχή να «επανενώνει και καταργεί τις διακρίσεις του Νου») και να γίνεται συνειδητά άμορφη.
Ο Πλωτίνος αναγνωρίζει ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους βαθύτερους φόβους του ανθρώπου- η ψυχή από το φόβο μήπως και μείνει χωρίς τίποτε απολύτως ζητεί να επιστρέψει στην καθησυχαστική σταθερότητα των αισθήσεων. Ωστόσο δεν μπορούμε να φτάσουμε το Εν παρά μόνο περνώντας μέσω του Νοητού κόσμου. Όντας εκεί, πρέπει να επιδιώξουμε να υπερβούμε τη δυαδικότητα υποκειμένου-αντικειμένου και να ενωθούμε με το φως που φωτίζει και τα δύο, έτσι ώστε να τα αντικρίσουμε χωρίς διάμεσο.
Διότι οι πνευματικές οντότητες δεν είναι χωρισμένες η μία από την άλλη όπως ακριβώς το ανώτερο επίπεδο της Ψυχής παραμένει ενωμένο με το Νου. έτσι και το ανώτερο μέρος του Νου παραμένει συνδεδεμένο με τη δική του πηγή, με την οποία απολαμβάνει αέναη μυστική ένωση. Σε αντίθεση με τη «νηφάλια» ενατένιση που προσιδιάζει στο Νου, αυτό το επίπεδο ορίζεται ως «Νους ερωτευμένος» ή «Νους μεθυσμένος από το νέκταρ» επίσης ονομάζεται «πρώτο (επίπεδο) του Νου ή «εκείνο το στοιχείο στο Νου που δεν είναι Νους». Έχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο, η ψυχή μπορεί μόνο να περιμένει ήρεμα και υπομονετικά μέχρι τη στιγμή που το Εν ξαφνικά εμφανιστεί ή μέχρις ότου «παρασυρμένη ψηλά από το κύμα του Νου, ξαφνικά δει, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο το πώς. Όπως και άλλοι μυστικιστές, ο Πλωτίνος τονίζει πως η μυστική ένωση δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια- μάλιστα δηλώνει ότι η σιωπή που απολαμβάνουν οι μυούμενοι στα Μυστήρια είναι συμβολική αυτού του γεγονότος).
Για τον Πλωτίνο ο αληθινός μας εαυτός είναι αιώνια σωσμένος και αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να αρχίζει να αντιλαμβάνεται κανείς αυτό το γεγονός, διαδικασία η οποία απαιτεί αυτοπειθαρχία, αλλά βρίσκεται απόλυτα μέσα στις ίδιες τις δυνάμεις της ψυχής.
Ο Πορφύριος δηλώνει ότι ο Πλωτίνος βίωσε αυτήν την κατάσταση τέσσερις φορές στη διάρκεια των έξι χρόνων της γνωριμίας τους και πως ο ίδιος ο Πορφύριος την είχε επιτύχει μία φορά σε προχωρημένη ηλικία, ενώ ο Πλωτίνος, σε μια πραγματεία του γραμμένη πριν γνωρίσει τον Πορφύριο περιγράφει πως είχε συχνά βιώσει αυτήν την εμπειρία Εκεί όπου ο Πλωτίνος διαφέρει από τους περισσότερους μυστικιστές είναι ότι γι' αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η κάθαρση της ψυχής επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της φιλοσοφίας, μολονότι, όπως άλλοι μυστικιστές, θεωρεί την ηθική αυτοπειθαρχία και αντιμετωπίζει την αφηρημένη λογική ως περιορισμένης σημασίας, εκτός εάν αποκορυφώνεται στη διαισθητική ενόραση και τελικά στη μυστική ένωση.
Ο Νεοπλατωνισμός δεν εγκαταλείπει τον ελληνικό ορθολογισμό, αλλά αντιπροσωπεύει μια αναπροσαρμογή των κατηγοριών της ελληνικής σκέψης στον κόσμο της εσωτερικής εμπειρίας. Ήταν ωστόσο αναπόφευκτο το ότι μια τέτοια αναπροσαρμογή θα οδηγούσε στην τροποποίηση, σε μερικά σημεία, του ελληνικού παραδοσιακού εννοιολογικού σχήματος, με καταφανέστερο. Το πρόβλημα που ανακύπτει για τους Νεοπλατωνικούς είναι να εναρμονίσουν τη μυστική επιθυμία για την υπέρβαση της μορφής και του ορίου με την κλασική ελληνική αντίληψη των δύο αυτών στοιχείων ως ουσίας της τελειότητας.
Ο Πλωτίνος, θεωρεί τον Πλάτωνα υπό το ίδιο φως που θεωρεί και τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο, τον περίφημο «σκοτεινό» της αρχαιότητας, δηλαδή ως ένα φιλόσοφο ο οποίος σκόπιμα παραθέτει αινίγματα για να μας οδηγήσει να αναζητήσουμε την αλήθεια μόνοι μας. Αυτό τουλάχιστον υπονοείται τόσο από τα περιστασιακά σχόλια του Πλωτίνου στους δύο στοχαστές όσο και από τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται γενικά τον Πλάτωνα.
Η επιρροή των Στωικών στον Πλωτίνο είναι εμφανέστερη στην αντίληψη του για τον αισθητό κόσμο ως ζωντανό οργανισμό ο οποίος αναπτύσσεται από τους ενδιάθετους Σπερματικούς Λόγους της Ψυχής του Κόσμου και με μια οργανική αρμονία (ή «κοσμική συμπάθεια») να συνδέει όλα τα μέρη της. Η θεοδικία του δανείζεται ομοίως πολλά από τα επιχειρήματα τους. Εντούτοις, οι Στωικοί έκαναν λάθος σε δύο θεμελιώδη σημεία: πρώτον, στη θεώρηση της Ψυχής του Κόσμου ως της υψηλότερης οντότητας και, δεύτερον, στο ότι αντιλαμβάνονταν την Ψυχή με υλικούς και χωρικούς όρους. Στην πραγματικότητα, με το να αντιμετωπίζουν οι Στωικοί το Θεό και την Ψυχή ως καταστάσεις της ύλης, διαπράττουν το θεμελιώδες σφάλμα να θεωρούν το οντολογικά τελειότερο ύστερο από το οντολογικά υποδεέστερο.
Ομοίως στην ηθική, μολονότι η έννοια του σοφού στους Στωικούς είχε μεγάλη βαρύτητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επίτευξη της ευτυχίας ανεξάρτητα από τα υλικά αγαθά, η στωική σχολή εσφαλμένα έβλεπε τον ύψιστο σκοπό του ανθρώπου κατά την ηθική του δράση μέσα από την υποταγή του στην Ειμαρμένη που κυβερνά τον αισθητό κόσμο, αντί στην ενατένιση της νοητής τάξης στην οποία ανήκει ο αληθινός εαυτός. Η βιταλιστική αντίληψη του Πλωτίνου για το Νοητό κόσμο φαίνεται να οφείλει πολλά στους Στωικούς- οι μελετητές διαφωνούν ως προς το βαθμό. Οπωσδήποτε όμως μια επιρροή των Στωικών διαποτίζει τη συνηγορία του Πλωτίνου, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη υπέρ της ύπαρξης επιμέρους Ιδεών.
Ο Πλωτίνος απορρίπτει τη στωική άποψη σύμφωνα με την οποία ορίζεται ο σκοπός του ανθρώπου καθ' υποταγήν στην Ειμαρμένη που διέπει τον αισθητό κόσμο. Αφού η ψυχή είναι «αμφίβια», ανήκοντας τόσο στον αισθητό όσο και στο Νοητό κόσμο. αυτό θεωρείται καλό μόνο για την κατώτερη μας ψυχή- ο αληθινός μας εαυτός ανήκει στη Νοητή τάξη." Συμπερασματικά ο Πλωτίνος συμφωνεί με τον Αριστοτέλη ενάντια στους Στωικούς αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της θεωρητικής ζωής έναντι της πρακτικής. Θα ήταν φυσικά αδύνατο να απαγορεύσει στο σοφό κάθε εξωτερική δραστηριότητα- στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία όσο και ακόμη περισσότερο στην προσωπική του ζωή, ο Πλωτίνος θεωρούσε το σοφό υποχρεωμένο να εκτελεί όσα καθήκοντα εμπίπτουν στο δρόμο του και, σε κάθε περίπτωση, να ασκεί την ηθική αρετή.
Ο σοφός θα σχεδιάσει την πορεία του υπό το φως της εσωτερικής του ενατένισης, εγκαταλείποντας, αν αυτό είναι αναγκαίο, οικογένεια, πατρίδα, ίσως και την ίδια του τη ζωή . Στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να μην έχει καμία αφορμή να ασκήσει την ηθική αρετή, εφόσον αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη δυστυχίας που χρειάζεται ανακούφιση- ο ιδανικός γιατρός επιθυμεί να μην υπήρχαν άρρωστοι οι οποίοι να χρειάζονται τις ικανότητες του - αν τουλάχιστον δεν συνειδητοποιούσε ότι σε αυτόν τον ατελή κόσμο η δυστυχία είναι αναπόφευκτη. Δεν είναι όμως μόνο ότι η δράση είναι κατώτερη της ενατένισης· όλες οι δράσεις στ' αλήθεια δεν έχουν άλλο σκοπό από την ενατένιση. Διότι ο άνθρωπος της δράσης ικανοποιείται μόνο όταν ενατενίζει το αποτέλεσμα των πράξεων του μέσα στο νου του και αυτή η ικανοποίηση είναι ο πραγματικός του σκοπός.
Όπως και άλλοι Πλατωνικοί, έτσι και ο Πλωτίνος προσδιορίζει ως σκοπό της ψυχής την ομοίωση της προς το Θεό μέσω της αρετής χωρίς αρετή, υποστηρίζει ενάντια στους Γνωστικούς, ο «Θεός» είναι απλώς ένα όνομα. Είναι όμως ξεκάθαρο από αυτά που έχουν ειπωθεί ότι μια τέτοια «αρετή» πρωταρχικά δηλώνει την άσκηση που εξαγνίζει την ψυχή για την ενατένιση, μολονότι ο Πλωτίνος παραδέχεται ότι θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε στις κοινωνικές αρετές οποιονδήποτε ρόλο σε αυτήν την κάθαρση. Εφόσον ο άνθρωπος διαθέτει ανώτερη και κατώτερη ψυχή, αυτή η άσκηση είναι διττή. Η κάθαρση της ανώτερης ψυχής συνεπάγεται την απομάκρυνση της προσοχής της από τον αισθητό κόσμο και την επιστροφή στη Νοητή τάξη έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πρωταρχική της κατάσταση ως θεία εικόνα αυτής της τάξης.
Για την κατώτερη ψυχή σκοπός είναι να ηρεμήσει τα πάθη της έτσι ώστε αυτά να μην ταράσσουν την ανώτερη φύση του ανθρώπου (εκτός ίσως από μια παροδική εικόνα, που αμέσως θα ηρεμεί με μία και μόνη ματιά από το λόγο). Όμως. για μία ακόμη φορά δεν πρέπει να υπάρξει καμιά βίαιη απώθηση της άλογης ψυχής. Ο σκοπός είναι αρχικά να εκπαιδευτεί οικειοθελώς ώστε να δέχεται την καθοδήγηση του λόγου και στη συνέχεια να απομακρύνεται η προσοχή της από αυτήν. Η φιλοσοφία είναι συνεπώς για τον Πλωτίνο κάτι μακράν της αφηρημένης ακαδημαϊκής σπουδής. Γι' αυτόν, όπως και για τον Πλάτωνα, η εκγύμναση του φιλοσόφου είναι τόσο ηθική όσο και πνευματική· χωρίς τη διαλεκτική η αρετή είναι ατελής, όμως και χωρίς την αρετή η αληθινή φιλοσοφία είναι ανέφικτη.
Και μολονότι ο Πλωτίνος επιμένει, και η πρακτική του σε όλο το μήκος των Εννεάδων το επιβεβαιώνει, ότι αυτός ο εξαγνισμός περιλαμβάνει μια αυστηρή διανοητική εκγύμναση, κάνει επίσης σαφές ότι ο σκοπός του φιλοσόφου είναι να υπερβεί τους αφηρημένους τύπους και να φτάσει στο σημείο να ενατενίσει το Νου «ως εάν ήταν αισθητό αντικείμενο». Γιατί δεν περιοριζόμαστε στις εικόνες του Νοητού κόσμου, «στους νόμους που εγχαράσσονται από το Νου στην ψυχή μας» μπορούμε αντίθετα να υψωθούμε στην ενατένιση των Ιδεών καθεαυτών και με τον τρόπο αυτό να ταυτιστούμε μαζί τους. Ταυτόχρονα η ψυχή ξεπερνά την προσκόλληση στην ξεχωριστή της ατομικότητα και συνειδητοποιεί την εσώτερη ταυτότητα της με το σύνολο του Νοητού κόσμου. Τότε απομένει η τελική επιστροφή στο Εν.
Το Εν, τονίζει ο Πλωτίνος, δεν χρειάζεται να στραφεί προς εμάς είναι παρόν οποτεδήποτε στρεφόμαστε προς τα ένδον, διακόπτοντας τη συνήθη προσκόλληση μας στον αισθητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τελικά το Εν που είναι η πηγή μας. Για να αντικρίσουμε το τελευταίο πρέπει να «απεκδυθούμε από τα πάντα» ή να «εγκαταλείψουμε κάθε ετερότητα», που σημαίνει κάθε πολλαπλότητα και καθετί τα οποίο μας διακρίνει από το Εν. Και όπως η αναγωγή στο Νοητό κόσμο συνεπάγεται εγκατάλειψη κάθε αισθητής μορφής, έτσι τώρα η άνοδος στο άμορφο Εν απαιτεί η ψυχή να «επανενώνει και καταργεί τις διακρίσεις του Νου») και να γίνεται συνειδητά άμορφη.
Ο Πλωτίνος αναγνωρίζει ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους βαθύτερους φόβους του ανθρώπου- η ψυχή από το φόβο μήπως και μείνει χωρίς τίποτε απολύτως ζητεί να επιστρέψει στην καθησυχαστική σταθερότητα των αισθήσεων. Ωστόσο δεν μπορούμε να φτάσουμε το Εν παρά μόνο περνώντας μέσω του Νοητού κόσμου. Όντας εκεί, πρέπει να επιδιώξουμε να υπερβούμε τη δυαδικότητα υποκειμένου-αντικειμένου και να ενωθούμε με το φως που φωτίζει και τα δύο, έτσι ώστε να τα αντικρίσουμε χωρίς διάμεσο.
Διότι οι πνευματικές οντότητες δεν είναι χωρισμένες η μία από την άλλη όπως ακριβώς το ανώτερο επίπεδο της Ψυχής παραμένει ενωμένο με το Νου. έτσι και το ανώτερο μέρος του Νου παραμένει συνδεδεμένο με τη δική του πηγή, με την οποία απολαμβάνει αέναη μυστική ένωση. Σε αντίθεση με τη «νηφάλια» ενατένιση που προσιδιάζει στο Νου, αυτό το επίπεδο ορίζεται ως «Νους ερωτευμένος» ή «Νους μεθυσμένος από το νέκταρ» επίσης ονομάζεται «πρώτο (επίπεδο) του Νου ή «εκείνο το στοιχείο στο Νου που δεν είναι Νους». Έχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο, η ψυχή μπορεί μόνο να περιμένει ήρεμα και υπομονετικά μέχρι τη στιγμή που το Εν ξαφνικά εμφανιστεί ή μέχρις ότου «παρασυρμένη ψηλά από το κύμα του Νου, ξαφνικά δει, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο το πώς. Όπως και άλλοι μυστικιστές, ο Πλωτίνος τονίζει πως η μυστική ένωση δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια- μάλιστα δηλώνει ότι η σιωπή που απολαμβάνουν οι μυούμενοι στα Μυστήρια είναι συμβολική αυτού του γεγονότος).
Για τον Πλωτίνο ο αληθινός μας εαυτός είναι αιώνια σωσμένος και αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να αρχίζει να αντιλαμβάνεται κανείς αυτό το γεγονός, διαδικασία η οποία απαιτεί αυτοπειθαρχία, αλλά βρίσκεται απόλυτα μέσα στις ίδιες τις δυνάμεις της ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου