Πώς πλησιάζεται η ουσία της ζωής;
Η αριστοτελική φιλοσοφία, πολυσχιδής και πολύπτυχη καθώς είναι, δεν αποτελεί άθροισμα προγραμματικών φιλοσοφικών προτάσεων, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να απομνημονεύσει και στη συνέχεια να αναπαραγάγει εν είδει αντιγράφου. Δεν ανήκε στις προθέσεις του μεγάλου αυτού Έλληνα φιλόσοφου να σχεδιάσει εκ των προτέρων εγκεφαλικά σχήματα, μέσα από τα οποία θα ατένιζε το σύμπαν και τον κόσμο. Απεναντίας, όλη η σκέψη του ξετυλίχτηκε ως μια ακατάπαυστη φιλοσοφική ανάγνωση της ζωής: ως μια φιλοσοφική μάθηση, που τελικά θα εξελισσόταν σε ερευνητική αναζήτηση της πρώτης φιλοσοφίαςˑ αυτής δηλαδή που μεταγενέστεροι σχολιαστές του αποκάλεσαν: Μετά τα φυσικά. Η πραγματεία Μετά τα φυσικά ονομάστηκε έτσι, γιατί κατατάχτηκε μετά την πραγματεία Φυσικά. Από την πλευρά των περιεχομένων της ωστόσο αποτέλεσε μια πρώτη επιστημονική άρθρωση της φιλοσοφικής κατεύθυνσης, που σήμερα είναι γνωστή ως μεταφυσική. Γιατί ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονομάζει την τελευταία τούτη πρώτη φιλοσοφία; Πέραν του ότι ο όρος μεταφυσική ήταν άγνωστος στην εποχή του, με την πρώτη φιλοσοφία δίνει προτεραιότητα στη διερεύνηση των πρώτων αρχών ή της πρώτης αρχής του όντος. Η διερεύνηση αυτή ακολουθεί δυο μεθοδικές γραμμές. Πρώτα-πρώτα διασαφηνίζονται όροι και σημασίες τους, ώστε η προχωρητική διαδικασία να φωτίζει την αλήθεια και να επιτρέπει τη συγκρότηση εννοιώνˑ δεύτερο η σκέψη εκδιπλώνεται απορητικά και όχι δογματικά, γραμμικά. Έτσι η έννοια της αλήθειας αποκτά ουσιαστικό σημασιολογικό περιεχόμενο: αποτελεί την αντικειμενική, υποστασιακή σταθερά της πραγματικότητας και συνάμα την εναρμονισμένη με τούτη την πραγματικότητα γνώση του υποκειμένου.
Πώς συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω η εν λόγω φιλοσοφία; Προχωρεί στην εξέταση θεμελιωδών εννοιών και στην εύρεση/ανακάλυψη, διασάφηση και αποτύπωση των καθολικών –και κοινών– χαρακτηριστικών που συνθέτουν την πραγματικότητα των όντων. Τούτο υποδηλώνει την πρόθεση του Αριστοτέλη να εισχωρήσει στην κατανόηση της πραγματικότητας ως ενός όλου και να καταστήσει συναφώς τη φιλοσοφία πρωταρχικό και αδιάψευστο τρόπο βίωσης των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ύπαρξη παύει έτσι να κυλίεται ανήμπορη μέσα στα θραύσματά της που πολλαπλασιάζονται αθώρητα και αντικρίζεται στην πληρότητα του Είναι της. Πλησιάζεται μέσα από την καθαρή θεωρία, τον θανάσιμο εχθρό του διανοητικισμού. Η διανοητική/εγκεφαλική γνώση συνιστά μια λογοκρατική θεώρηση του κόσμου, που εννοεί να είναι πνιγηρή και πλαστή: αποτελματώνει το ορέγεσθαι του ανθρώπου, του αφαιρεί και το παραμικρό σκίρτημα χαράς και ευφορίας, τον αδρανοποιεί, τον ρίχνει σε ύπουλο μπλαζεδισμό, σε αφόρητη πλήξη και τον κλείνει ερμητικά στον εαυτό του. Απέναντι σε μια τέτοια παραλυσία, ο Αριστοτέλης διατυπώνει το φιλοσοφικό αίτημα: να εξετάζονται οι πρώτες αιτίες και αρχές. Απ’ αυτή την άποψη, η φιλοσοφική επιστήμη δεν ασχολείται μονοσήμαντα και αποσπασματικά με το ένα ή το άλλο τεμάχιο του πραγματικού –αυτό το «έργο» το αφήνει για τους/στους διάσπαρτους σήμερα, εντός και εκτός ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, επαγγελματίες διανοητικιστές, άκρως απαίδευτους φιλοσοφικά, πολύ «ικανούς» όμως για/στις πολιτικάντιγκες επιδόσεις– αλλά καλλιεργεί ένα είδος φιλοσοφικής-διαφωτιστικής μύησης: εισχωρεί σε μια ενοποιητική σύλληψη του χωρόχρονου και της ολότητας των πραγμάτων, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όντα.
1. Όποιος εγκλωβίζεται μέσα στους συσσωρευμένους ογκόλιθους του διανοητικισμού, με την ελπίδα να φτάσει στις κορφές του Ολύμπου, εάν και όταν φτάσει εκεί, δεν θα βρει καμιά θεία βουλή, καμιά εκ θεών σωτηρία. Είναι ακριβώς, μέσω της φρούδης ελπίδας, που αυτός ο διανοητικισμός έχει παραλύσει το σύμπαν της νεοελληνικής πραγματικότητας και έχει πολώσει τη ζωή των ανθρώπων ως την έσχατη κατάπτωση του παρόντος εκλογικού εκφυλισμού. Αχ, αυτή η ελπίδα! Χωρίς συγκεκριμένα περιεχόμενα, χωρίς το τόδε τι αποβαίνει το πιο επικίνδυνο και υποχθόνιο φράγμα: εμποδίζει την ανθρώπινη ύπαρξη να αναπτύξει, εδώ και τώρα, το σύνολο των δυνατοτήτων δράσης της και να μετατοπιστεί στον ξάστερο ορίζοντα της οντολογικής θεώρησης του Eαυτού. Να γιατί και το σημερινό νεοελληνικό ον, παγιδευμένο μέσα σε ανάλογο πολιτικο-κομματικό συρματόπλεγμα, επαληθεύει με τη στάση του τη ρήση του Νίτσε: «Το θάρρος μέσα στο κόμμα: τα καημένα τα πρόβατα λένε στον αρχηγό τους: “μόνο να πηγαίνεις πάντα μπρος και σε μας ποτέ δεν θα λείψει το θάρρος να σε ακολουθούμε”. Ο καημένος ο αρχηγός λέει μέσα του: “μόνο να με ακολουθείτε πάντα και σε μένα δεν θα λείψει το θάρρος να σας οδηγώ”» (KSA 3, 256).
2. Τι υποδηλώνει λοιπόν η ως άνω οντολογική θεώρηση; Μια αναφορική σχέση νοήματος: το αποκλεισμένο ον εντός των συρματοπλεγμάτων, με τα οποία τον φιλοδωρεί ο διανοητικισμός, αναζητεί τον αληθινό εαυτό του, την αληθινή του ύπαρξη, στο έξω ον, σε μια άλλη ενδοκοσμική πραγματικότητα, που θα συνιστά υπέρβαση της σκλαβωμένης συνείδησης και θα επιτρέπει στον Εαυτό να σκέπτεται εν ελευθερία τον εαυτό του: νοήσεως νόησις. Ό,τι υπάρχει τώρα δεν είναι ο ελαφρόμυαλος ισχυρισμός του υποκειμένου –πολιτικού, διανοητικού, κομματαρχικού, επιστημονικοειδούς κ.λπ.– αλλά η επιτευχθείσα αντιστοιχία σκέψης και πραγματικότητας. Τούτο σημαίνει πως όλη η φιλοσοφική ζήτησις προς το έξω ον, κατά την επίπονη ανέλιξή της, ερευνά την ουσία που δηλώνει τι είναι το τόδε τι, την ουσία δηλαδή ως υπο-κείμενο, ως αυτό που υφίσταται σταθερά και συγκεντρώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες, που κάνουν το συγκεκριμένο ον να είναι ον. Αυτή η ουσία ως υποκείμενο, με σημερινούς όρους, είναι η υπόσταση. Με τούτο το νόημα και ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος γράφει: «το παν εξαρτάται από τούτο: να συλλαμβάνουμε και να εκφράζουμε το αληθές όχι μόνο ως υπόσταση, αλλά και ως υποκείμενο». Δηλαδή εσωτερική διαλεκτική, ήτοι αλληλονοηματοδότηση, υπόστασης και υποκειμένου.
Η αριστοτελική φιλοσοφία, πολυσχιδής και πολύπτυχη καθώς είναι, δεν αποτελεί άθροισμα προγραμματικών φιλοσοφικών προτάσεων, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να απομνημονεύσει και στη συνέχεια να αναπαραγάγει εν είδει αντιγράφου. Δεν ανήκε στις προθέσεις του μεγάλου αυτού Έλληνα φιλόσοφου να σχεδιάσει εκ των προτέρων εγκεφαλικά σχήματα, μέσα από τα οποία θα ατένιζε το σύμπαν και τον κόσμο. Απεναντίας, όλη η σκέψη του ξετυλίχτηκε ως μια ακατάπαυστη φιλοσοφική ανάγνωση της ζωής: ως μια φιλοσοφική μάθηση, που τελικά θα εξελισσόταν σε ερευνητική αναζήτηση της πρώτης φιλοσοφίαςˑ αυτής δηλαδή που μεταγενέστεροι σχολιαστές του αποκάλεσαν: Μετά τα φυσικά. Η πραγματεία Μετά τα φυσικά ονομάστηκε έτσι, γιατί κατατάχτηκε μετά την πραγματεία Φυσικά. Από την πλευρά των περιεχομένων της ωστόσο αποτέλεσε μια πρώτη επιστημονική άρθρωση της φιλοσοφικής κατεύθυνσης, που σήμερα είναι γνωστή ως μεταφυσική. Γιατί ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονομάζει την τελευταία τούτη πρώτη φιλοσοφία; Πέραν του ότι ο όρος μεταφυσική ήταν άγνωστος στην εποχή του, με την πρώτη φιλοσοφία δίνει προτεραιότητα στη διερεύνηση των πρώτων αρχών ή της πρώτης αρχής του όντος. Η διερεύνηση αυτή ακολουθεί δυο μεθοδικές γραμμές. Πρώτα-πρώτα διασαφηνίζονται όροι και σημασίες τους, ώστε η προχωρητική διαδικασία να φωτίζει την αλήθεια και να επιτρέπει τη συγκρότηση εννοιώνˑ δεύτερο η σκέψη εκδιπλώνεται απορητικά και όχι δογματικά, γραμμικά. Έτσι η έννοια της αλήθειας αποκτά ουσιαστικό σημασιολογικό περιεχόμενο: αποτελεί την αντικειμενική, υποστασιακή σταθερά της πραγματικότητας και συνάμα την εναρμονισμένη με τούτη την πραγματικότητα γνώση του υποκειμένου.
Πώς συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω η εν λόγω φιλοσοφία; Προχωρεί στην εξέταση θεμελιωδών εννοιών και στην εύρεση/ανακάλυψη, διασάφηση και αποτύπωση των καθολικών –και κοινών– χαρακτηριστικών που συνθέτουν την πραγματικότητα των όντων. Τούτο υποδηλώνει την πρόθεση του Αριστοτέλη να εισχωρήσει στην κατανόηση της πραγματικότητας ως ενός όλου και να καταστήσει συναφώς τη φιλοσοφία πρωταρχικό και αδιάψευστο τρόπο βίωσης των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ύπαρξη παύει έτσι να κυλίεται ανήμπορη μέσα στα θραύσματά της που πολλαπλασιάζονται αθώρητα και αντικρίζεται στην πληρότητα του Είναι της. Πλησιάζεται μέσα από την καθαρή θεωρία, τον θανάσιμο εχθρό του διανοητικισμού. Η διανοητική/εγκεφαλική γνώση συνιστά μια λογοκρατική θεώρηση του κόσμου, που εννοεί να είναι πνιγηρή και πλαστή: αποτελματώνει το ορέγεσθαι του ανθρώπου, του αφαιρεί και το παραμικρό σκίρτημα χαράς και ευφορίας, τον αδρανοποιεί, τον ρίχνει σε ύπουλο μπλαζεδισμό, σε αφόρητη πλήξη και τον κλείνει ερμητικά στον εαυτό του. Απέναντι σε μια τέτοια παραλυσία, ο Αριστοτέλης διατυπώνει το φιλοσοφικό αίτημα: να εξετάζονται οι πρώτες αιτίες και αρχές. Απ’ αυτή την άποψη, η φιλοσοφική επιστήμη δεν ασχολείται μονοσήμαντα και αποσπασματικά με το ένα ή το άλλο τεμάχιο του πραγματικού –αυτό το «έργο» το αφήνει για τους/στους διάσπαρτους σήμερα, εντός και εκτός ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, επαγγελματίες διανοητικιστές, άκρως απαίδευτους φιλοσοφικά, πολύ «ικανούς» όμως για/στις πολιτικάντιγκες επιδόσεις– αλλά καλλιεργεί ένα είδος φιλοσοφικής-διαφωτιστικής μύησης: εισχωρεί σε μια ενοποιητική σύλληψη του χωρόχρονου και της ολότητας των πραγμάτων, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όντα.
1. Όποιος εγκλωβίζεται μέσα στους συσσωρευμένους ογκόλιθους του διανοητικισμού, με την ελπίδα να φτάσει στις κορφές του Ολύμπου, εάν και όταν φτάσει εκεί, δεν θα βρει καμιά θεία βουλή, καμιά εκ θεών σωτηρία. Είναι ακριβώς, μέσω της φρούδης ελπίδας, που αυτός ο διανοητικισμός έχει παραλύσει το σύμπαν της νεοελληνικής πραγματικότητας και έχει πολώσει τη ζωή των ανθρώπων ως την έσχατη κατάπτωση του παρόντος εκλογικού εκφυλισμού. Αχ, αυτή η ελπίδα! Χωρίς συγκεκριμένα περιεχόμενα, χωρίς το τόδε τι αποβαίνει το πιο επικίνδυνο και υποχθόνιο φράγμα: εμποδίζει την ανθρώπινη ύπαρξη να αναπτύξει, εδώ και τώρα, το σύνολο των δυνατοτήτων δράσης της και να μετατοπιστεί στον ξάστερο ορίζοντα της οντολογικής θεώρησης του Eαυτού. Να γιατί και το σημερινό νεοελληνικό ον, παγιδευμένο μέσα σε ανάλογο πολιτικο-κομματικό συρματόπλεγμα, επαληθεύει με τη στάση του τη ρήση του Νίτσε: «Το θάρρος μέσα στο κόμμα: τα καημένα τα πρόβατα λένε στον αρχηγό τους: “μόνο να πηγαίνεις πάντα μπρος και σε μας ποτέ δεν θα λείψει το θάρρος να σε ακολουθούμε”. Ο καημένος ο αρχηγός λέει μέσα του: “μόνο να με ακολουθείτε πάντα και σε μένα δεν θα λείψει το θάρρος να σας οδηγώ”» (KSA 3, 256).
2. Τι υποδηλώνει λοιπόν η ως άνω οντολογική θεώρηση; Μια αναφορική σχέση νοήματος: το αποκλεισμένο ον εντός των συρματοπλεγμάτων, με τα οποία τον φιλοδωρεί ο διανοητικισμός, αναζητεί τον αληθινό εαυτό του, την αληθινή του ύπαρξη, στο έξω ον, σε μια άλλη ενδοκοσμική πραγματικότητα, που θα συνιστά υπέρβαση της σκλαβωμένης συνείδησης και θα επιτρέπει στον Εαυτό να σκέπτεται εν ελευθερία τον εαυτό του: νοήσεως νόησις. Ό,τι υπάρχει τώρα δεν είναι ο ελαφρόμυαλος ισχυρισμός του υποκειμένου –πολιτικού, διανοητικού, κομματαρχικού, επιστημονικοειδούς κ.λπ.– αλλά η επιτευχθείσα αντιστοιχία σκέψης και πραγματικότητας. Τούτο σημαίνει πως όλη η φιλοσοφική ζήτησις προς το έξω ον, κατά την επίπονη ανέλιξή της, ερευνά την ουσία που δηλώνει τι είναι το τόδε τι, την ουσία δηλαδή ως υπο-κείμενο, ως αυτό που υφίσταται σταθερά και συγκεντρώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες, που κάνουν το συγκεκριμένο ον να είναι ον. Αυτή η ουσία ως υποκείμενο, με σημερινούς όρους, είναι η υπόσταση. Με τούτο το νόημα και ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος γράφει: «το παν εξαρτάται από τούτο: να συλλαμβάνουμε και να εκφράζουμε το αληθές όχι μόνο ως υπόσταση, αλλά και ως υποκείμενο». Δηλαδή εσωτερική διαλεκτική, ήτοι αλληλονοηματοδότηση, υπόστασης και υποκειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου