Το Απόλυτο είναι η ενύπαρξή μας
§1: Ουσιαστικό: Das Absolute. Επίθετο/επίρρημα: absolut. Ο Χέγκελ κάνει συχνή χρήση του επιθέτου: απόλυτος/η/ο και λιγότερο συχνά του ουσιαστικού: το Απόλυτο. Μια πρώτη γενική διαπίστωση για αμφότερες τις χρήσεις του όρου: παρατηρείται μεγάλη σύγχυση σχετικά με το τι είναι το Απόλυτο και με ποιο νόημα το χρησιμοποιεί ο Χέγκελ. Χρησιμοποιώντας το ως επίθετο το βρίσκουμε στις φράσεις, μεταξύ άλλων: απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), απόλυτη Ιδέα (absolute Idea), απόλυτο πνεύμα (absoluter Geist), απόλυτη ελευθερία (absolute Freiheit) κ.λπ. Ο Schelling εννοούσε το Απόλυτο ως μια αδιαφοροποίητη ταυτότητα, η οποία βρίσκεται εκείθεν κάθε διάκρισης υποκειμένου – αντικειμένου και οποιασδήποτε άλλης διάκρισης. Τουτέστιν, το Απόλυτο αποτελεί για τον Schelling μια υπερβατική ενότητα όλων των πραγμάτων. Ο Χέγκελ απορρίπτει αυτή τη σύλληψη του Απόλυτου. Γράφει χλευαστικά στη Φαινομενολογία του πνεύματος:
«το να θεωρούμε το απόλυτο ως τη νύχτα, όπου, όπως συνηθίζουν να λένε, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, αυτό είναι η γνώση απλοϊκά υποβιβασμένη σε κενότητα» ( Χέγκελ: ποιος σκέπτεται αφηρημένα; Εκδ. Gutenberg, σ. 283).
§2: Τι στηλιτεύει ο Χέγκελ στο παραπάνω απόσπασμα; Τη σύλληψη του απόλυτου ως μιας αφηρημένης ενότητας ή ταυτότητας, στερημένης κάθε συγκεκριμένου περιεχομένου, κάθε εσωτερικής διαφοράς ή διάκρισης και ως εκ τούτου εισαγόμενης στη ζωή μας ως φαντασιακής οντογένεσης, ως εξωπραγματικής, φορμαλιστικής και όχι λιγότερο βίαιης, αλλότριας, υπερβατικής δύναμης. Ο Εαυτός τότε περιθωριοποιείται: τίθεται υπό την κυριαρχία ή την εξουσία αυτής της δύναμης, την οποία δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να γνωρίσει, άρα δεν ταυτίζεται μαζί της και δεν μιλά το λόγο της. Θα περίμενε κανείς από τον Χέγκελ πως με τούτη την απόρριψη θα απέρριπτε συλλήβδην το απόλυτο: ωστόσο δεν το απορρίπτει από πλευράς γενικής αρχής, αλλά μόνο την ορισμένη τούτη σύλληψή του. Το ζητούμενο έτσι είναι πώς πρέπει να εννοούμε και να συλλαμβάνουμε το Απόλυτο. Από εδώ εκπορεύεται και η ανάγκη μας για φιλοσοφία. Το περιεχόμενο της τελευταίας δεν ορίζεται από τον Χέγκελ, αλλά επαναπροσδιορίζεται ή επανεξετάζεται από τον φιλόσοφο, σύμφωνα με την επικρατούσα πραγματικότητα στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο φιλοσοφικός αγώνας/πόλεμος λοιπόν, που διεξάγεται εκείνη τη χρονική στιγμή, αποβλέπει στην άρση του απόλυτου διχασμού, της απόλυτης διχοστασίας ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα.
§3: Με οδηγό την ως άνω φιλοσοφική απόβλεψη, ο Χέγκελ συμφωνεί με τον Schelling κατά τούτο: το απόλυτο συνιστά μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία εμείς μπορούμε, ως σκεπτόμενη συνείδηση/ υποκείμενο, να γνωρίσουμε μόνο, όταν είμαστε ενταγμένοι/ενσωματωμένοι στην εν λόγω πραγματικότητα. Τούτο υποδηλώνει πως η αντικειμενική μας ύπαρξη συνυφαίνεται με την αντικειμενική πραγματικότητα του απόλυτου. Γι’ αυτό, ο Χέγκελ, που βλέπει την ολοκλήρωση του ανθρώπου ως τέτοιου στην πνευματικότητά του, προτίμησε να μιλάει περισσότερο για απόλυτο πνεύμα παρά για ένα σκέτο απόλυτο. Πώς το κατανοεί; Ως το έσχατο θεμέλιο και πηγή των όντων. Η γνώση του σημαίνει ότι πρέπει να το γνωρίσουμε ως αυτό το θεμέλιο ή την πηγήˑ να γνωρίσουμε το θεμέλιο, το οποίο δεν βρίσκεται ούτε στο υπερπέραν ούτε σε κάποιο σημείο του μέλλοντος. Πού βρίσκεται; Πρώτα-πρώτα είναι παρ-όν στη συνθήκη της ύπαρξής μας ως του Εαυτού μέσα στο χρόνο.
§4: Πώς νοείται αυτή η παρ-ουσία; Ως η ουσία, ήτοι η υπόσταση (Substanz), που συνέχει τα πράγματα και προς της οποίας τη γνώση τείνει ο άνθρωπος. Ανήκει στην οντολογική μας κατασκευή, μας ειδοποιεί ο Χέγκελ, να θέλουμε να γνωρίσουμε αυτή την Ουσία, το Απόλυτο, καθώς ετούτη/ο δεν υπερβαίνει την υπαρκτική μας οντότητα, δεν είναι δηλαδή κάποιο υπερβατικό Ον, αλλά το Όλο αυτής της οντότητας: το περιδινούμενο Όλο απάντων των ιδεατών, ήτοι Λογικών, και ρεαλιστικά υπαρκτών, ήτοι φυσικών και πνευματικών, προσδιορισμών, από τους πιο αφηρημένους και ενδεείς, όπως η γυμνή ύπαρξη, μέχρι τους πιο συγκεκριμένους και πλούσιους, όπως το αυτοδιάφανο πνεύμα. Ο κάθε άνθρωπος, με το δικό του τρόπο και τη δική του εμβέλεια σκέπτεται και πράττει, θετικά ή αρνητικά, υπό τον ορίζοντα του Απόλυτου. Π.χ. ποιος Απόλυτος ορίζοντας ενώνει όλους τους επαγγελματίες πολιτικούς και τους οπαδούς τους; Ο απόλυτος ορίζοντας του βοσκού, του Φύρερ [=πολιτικός] και του προβάτου [=οπαδός]. Ο πρώτος είναι το αδιαμφισβήτητο Ον που οδηγεί τις μάζες, ο δεύτερος είναι το Ον που συγκροτεί την αγελαία μάζα. Άρρηκτη και αμοιβαία οντολογική ενύπαρξη. Γι’ αυτό βλέπουμε τεράστιες αγελαίες μάζες να εκλέγουν/επιλέγουν ξανά και ξανά τους Φύρερ που τους αξίζουν, που ιδιάζουν στην οντολογική τους ιδιοσυστασία: αιμοσταγείς φυσιογνωμίες/Φύρερ, που χαίρονται να καταστρέφουν τα οντολογικά ριζώματα της ανθρώπινης υπόστασης: υγεία, εργασία, παιδεία κ.α. Και όλα τούτα στο όνομα της βελτίωσης της ζωής των μαζών.
§5: Η ύπαρξη της μιας οντολογικής κατασκευής προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης. Ποτέ, μέσα στην ιστορία, δεν έπαψε να λειτουργεί αυτή η απόλυτη οντολογική σχέση. Απλώς εναλλάσσονται οι μάσκες: Ο Φύρερ άλλοτε εμφανίζεται με τη μάσκα του δικτάτορα, άλλοτε με εκείνη του «δημοκράτη» ή του «σοσιαλιστή». Παρόμοια και ο οπαδός: σήμερα οπαδός του ενός Φύρερ-κόμματος, αύριο του άλλου κ.λπ. Τι απαντά ο Χέγκελ σε όλα αυτά; Πως ο κεντρικός στόχος της φιλοσοφίας είναι η Γνώση του Απόλυτου. Τουτέστι, όχι η Γνώση κάποιου θεϊκού όντος –κυριολεκτικά και αλληγορικά–έξω και μακριά από τον άνθρωπο, που θα του δώσει το εξ ουρανού μάννα, αλλά η Γνώση του θείου, του θετικού Απόλυτου, που ο άνθρωπος φέρνει δυνάμει μέσα του και μπορεί, δια της Φαινομενολογικής κίνησης του Εαυτού [του] ως πνεύματος, ήτοι της μεταστοχαστικής πρόσληψης ή πλησίασης της ιστορικότητάς του, να το καταστήσει ενεργό αυθυποστασία ή αυτοπροσδιοριστία, συνειδητή δηλαδή και επίπονη κίνηση αυθυποστασίας/αυτοπροσδιοριστίας: Διαλεκτική Υπόστασης και Υποκειμένου (Χέγκελ: ό.π.). Τούτη η διαλεκτική σημαίνει εσωτερική διαφοροποίηση, δηλαδή μετα-Μόρφωση και συνάντηση του εμπράγματου Εαυτού με τον αληθινά πνευματικό –όχι τον πολυμήχανο ή μηχανορράφο διανοούμενο– εαυτό του. Είναι η ίδια διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού, σχετικού και απόλυτου, περατού και απείρου, που κονιορτοποιεί τη δουλόφρονη απολυτοποίηση της εξωτερικής αντίθεσης, σαν την παραπάνω αντίθεση: Φύρερ – οπαδού, ή οποιαδήποτε άλλη σχετική αντίθεση: δεν υπάρχει π.χ. απόλυτα παγιωμένη αντίθεση «δεξιού» και «αριστερού» «θεού», παρά μόνο το ενεργό και ενεργά σκεπτόμενο υποκείμενο, που αυτοκατανοείται και αυτοπροσδιορίζεται, με το να ξανασκέπτεται [=μεταστροχάζεται] ό,τι καθόριζε ως τώρα την υπόστασή του, ως άτομο και ως είδος-γένος. Να τι είναι το Απόλυτο: το σχετικό, που θέτει ως περιεχόμενο, κατά τον εαυτό του, την ολότητα του σχετικού.
§1: Ουσιαστικό: Das Absolute. Επίθετο/επίρρημα: absolut. Ο Χέγκελ κάνει συχνή χρήση του επιθέτου: απόλυτος/η/ο και λιγότερο συχνά του ουσιαστικού: το Απόλυτο. Μια πρώτη γενική διαπίστωση για αμφότερες τις χρήσεις του όρου: παρατηρείται μεγάλη σύγχυση σχετικά με το τι είναι το Απόλυτο και με ποιο νόημα το χρησιμοποιεί ο Χέγκελ. Χρησιμοποιώντας το ως επίθετο το βρίσκουμε στις φράσεις, μεταξύ άλλων: απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), απόλυτη Ιδέα (absolute Idea), απόλυτο πνεύμα (absoluter Geist), απόλυτη ελευθερία (absolute Freiheit) κ.λπ. Ο Schelling εννοούσε το Απόλυτο ως μια αδιαφοροποίητη ταυτότητα, η οποία βρίσκεται εκείθεν κάθε διάκρισης υποκειμένου – αντικειμένου και οποιασδήποτε άλλης διάκρισης. Τουτέστιν, το Απόλυτο αποτελεί για τον Schelling μια υπερβατική ενότητα όλων των πραγμάτων. Ο Χέγκελ απορρίπτει αυτή τη σύλληψη του Απόλυτου. Γράφει χλευαστικά στη Φαινομενολογία του πνεύματος:
«το να θεωρούμε το απόλυτο ως τη νύχτα, όπου, όπως συνηθίζουν να λένε, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, αυτό είναι η γνώση απλοϊκά υποβιβασμένη σε κενότητα» ( Χέγκελ: ποιος σκέπτεται αφηρημένα; Εκδ. Gutenberg, σ. 283).
§2: Τι στηλιτεύει ο Χέγκελ στο παραπάνω απόσπασμα; Τη σύλληψη του απόλυτου ως μιας αφηρημένης ενότητας ή ταυτότητας, στερημένης κάθε συγκεκριμένου περιεχομένου, κάθε εσωτερικής διαφοράς ή διάκρισης και ως εκ τούτου εισαγόμενης στη ζωή μας ως φαντασιακής οντογένεσης, ως εξωπραγματικής, φορμαλιστικής και όχι λιγότερο βίαιης, αλλότριας, υπερβατικής δύναμης. Ο Εαυτός τότε περιθωριοποιείται: τίθεται υπό την κυριαρχία ή την εξουσία αυτής της δύναμης, την οποία δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να γνωρίσει, άρα δεν ταυτίζεται μαζί της και δεν μιλά το λόγο της. Θα περίμενε κανείς από τον Χέγκελ πως με τούτη την απόρριψη θα απέρριπτε συλλήβδην το απόλυτο: ωστόσο δεν το απορρίπτει από πλευράς γενικής αρχής, αλλά μόνο την ορισμένη τούτη σύλληψή του. Το ζητούμενο έτσι είναι πώς πρέπει να εννοούμε και να συλλαμβάνουμε το Απόλυτο. Από εδώ εκπορεύεται και η ανάγκη μας για φιλοσοφία. Το περιεχόμενο της τελευταίας δεν ορίζεται από τον Χέγκελ, αλλά επαναπροσδιορίζεται ή επανεξετάζεται από τον φιλόσοφο, σύμφωνα με την επικρατούσα πραγματικότητα στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο φιλοσοφικός αγώνας/πόλεμος λοιπόν, που διεξάγεται εκείνη τη χρονική στιγμή, αποβλέπει στην άρση του απόλυτου διχασμού, της απόλυτης διχοστασίας ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα.
§3: Με οδηγό την ως άνω φιλοσοφική απόβλεψη, ο Χέγκελ συμφωνεί με τον Schelling κατά τούτο: το απόλυτο συνιστά μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία εμείς μπορούμε, ως σκεπτόμενη συνείδηση/ υποκείμενο, να γνωρίσουμε μόνο, όταν είμαστε ενταγμένοι/ενσωματωμένοι στην εν λόγω πραγματικότητα. Τούτο υποδηλώνει πως η αντικειμενική μας ύπαρξη συνυφαίνεται με την αντικειμενική πραγματικότητα του απόλυτου. Γι’ αυτό, ο Χέγκελ, που βλέπει την ολοκλήρωση του ανθρώπου ως τέτοιου στην πνευματικότητά του, προτίμησε να μιλάει περισσότερο για απόλυτο πνεύμα παρά για ένα σκέτο απόλυτο. Πώς το κατανοεί; Ως το έσχατο θεμέλιο και πηγή των όντων. Η γνώση του σημαίνει ότι πρέπει να το γνωρίσουμε ως αυτό το θεμέλιο ή την πηγήˑ να γνωρίσουμε το θεμέλιο, το οποίο δεν βρίσκεται ούτε στο υπερπέραν ούτε σε κάποιο σημείο του μέλλοντος. Πού βρίσκεται; Πρώτα-πρώτα είναι παρ-όν στη συνθήκη της ύπαρξής μας ως του Εαυτού μέσα στο χρόνο.
§4: Πώς νοείται αυτή η παρ-ουσία; Ως η ουσία, ήτοι η υπόσταση (Substanz), που συνέχει τα πράγματα και προς της οποίας τη γνώση τείνει ο άνθρωπος. Ανήκει στην οντολογική μας κατασκευή, μας ειδοποιεί ο Χέγκελ, να θέλουμε να γνωρίσουμε αυτή την Ουσία, το Απόλυτο, καθώς ετούτη/ο δεν υπερβαίνει την υπαρκτική μας οντότητα, δεν είναι δηλαδή κάποιο υπερβατικό Ον, αλλά το Όλο αυτής της οντότητας: το περιδινούμενο Όλο απάντων των ιδεατών, ήτοι Λογικών, και ρεαλιστικά υπαρκτών, ήτοι φυσικών και πνευματικών, προσδιορισμών, από τους πιο αφηρημένους και ενδεείς, όπως η γυμνή ύπαρξη, μέχρι τους πιο συγκεκριμένους και πλούσιους, όπως το αυτοδιάφανο πνεύμα. Ο κάθε άνθρωπος, με το δικό του τρόπο και τη δική του εμβέλεια σκέπτεται και πράττει, θετικά ή αρνητικά, υπό τον ορίζοντα του Απόλυτου. Π.χ. ποιος Απόλυτος ορίζοντας ενώνει όλους τους επαγγελματίες πολιτικούς και τους οπαδούς τους; Ο απόλυτος ορίζοντας του βοσκού, του Φύρερ [=πολιτικός] και του προβάτου [=οπαδός]. Ο πρώτος είναι το αδιαμφισβήτητο Ον που οδηγεί τις μάζες, ο δεύτερος είναι το Ον που συγκροτεί την αγελαία μάζα. Άρρηκτη και αμοιβαία οντολογική ενύπαρξη. Γι’ αυτό βλέπουμε τεράστιες αγελαίες μάζες να εκλέγουν/επιλέγουν ξανά και ξανά τους Φύρερ που τους αξίζουν, που ιδιάζουν στην οντολογική τους ιδιοσυστασία: αιμοσταγείς φυσιογνωμίες/Φύρερ, που χαίρονται να καταστρέφουν τα οντολογικά ριζώματα της ανθρώπινης υπόστασης: υγεία, εργασία, παιδεία κ.α. Και όλα τούτα στο όνομα της βελτίωσης της ζωής των μαζών.
§5: Η ύπαρξη της μιας οντολογικής κατασκευής προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης. Ποτέ, μέσα στην ιστορία, δεν έπαψε να λειτουργεί αυτή η απόλυτη οντολογική σχέση. Απλώς εναλλάσσονται οι μάσκες: Ο Φύρερ άλλοτε εμφανίζεται με τη μάσκα του δικτάτορα, άλλοτε με εκείνη του «δημοκράτη» ή του «σοσιαλιστή». Παρόμοια και ο οπαδός: σήμερα οπαδός του ενός Φύρερ-κόμματος, αύριο του άλλου κ.λπ. Τι απαντά ο Χέγκελ σε όλα αυτά; Πως ο κεντρικός στόχος της φιλοσοφίας είναι η Γνώση του Απόλυτου. Τουτέστι, όχι η Γνώση κάποιου θεϊκού όντος –κυριολεκτικά και αλληγορικά–έξω και μακριά από τον άνθρωπο, που θα του δώσει το εξ ουρανού μάννα, αλλά η Γνώση του θείου, του θετικού Απόλυτου, που ο άνθρωπος φέρνει δυνάμει μέσα του και μπορεί, δια της Φαινομενολογικής κίνησης του Εαυτού [του] ως πνεύματος, ήτοι της μεταστοχαστικής πρόσληψης ή πλησίασης της ιστορικότητάς του, να το καταστήσει ενεργό αυθυποστασία ή αυτοπροσδιοριστία, συνειδητή δηλαδή και επίπονη κίνηση αυθυποστασίας/αυτοπροσδιοριστίας: Διαλεκτική Υπόστασης και Υποκειμένου (Χέγκελ: ό.π.). Τούτη η διαλεκτική σημαίνει εσωτερική διαφοροποίηση, δηλαδή μετα-Μόρφωση και συνάντηση του εμπράγματου Εαυτού με τον αληθινά πνευματικό –όχι τον πολυμήχανο ή μηχανορράφο διανοούμενο– εαυτό του. Είναι η ίδια διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού, σχετικού και απόλυτου, περατού και απείρου, που κονιορτοποιεί τη δουλόφρονη απολυτοποίηση της εξωτερικής αντίθεσης, σαν την παραπάνω αντίθεση: Φύρερ – οπαδού, ή οποιαδήποτε άλλη σχετική αντίθεση: δεν υπάρχει π.χ. απόλυτα παγιωμένη αντίθεση «δεξιού» και «αριστερού» «θεού», παρά μόνο το ενεργό και ενεργά σκεπτόμενο υποκείμενο, που αυτοκατανοείται και αυτοπροσδιορίζεται, με το να ξανασκέπτεται [=μεταστροχάζεται] ό,τι καθόριζε ως τώρα την υπόστασή του, ως άτομο και ως είδος-γένος. Να τι είναι το Απόλυτο: το σχετικό, που θέτει ως περιεχόμενο, κατά τον εαυτό του, την ολότητα του σχετικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου