Το ενδιαφέρον του Michael Argyle για την κοινωνική ψυχολογία, στην οποία πρωτοστάτησε, είχε τις ρίζες της στην ανησυχία που ένιωθε για έναν φίλο του από το σχολείο, του οποίου η ντροπαλότητά του τον έκανε δυστυχισμένο. Όταν ο Argyle ξεκίνησε την έρευνά του στο τμήμα Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Cambridge το 1950, το τμήμα ήταν γεμάτο από ερευνητές που μελετούσαν τις κινητικές δεξιότητες και κάπως έτσι άρχισε να αναρωτιέται αν οι κοινωνικές δεξιότητες θα μπορούσαν να μοιάζουν με τις κινητικές ως προς το ότι και οι δύο εξαρτώνται από την ανταμοιβή, είτε μέσω αλληλεπίδρασης με ένα μηχάνημα ή μέσω της επαφής με άλλους ανθρώπους. Θέλησε να μελετήσει αν οι κοινωνικές δεξιότητες μπορούν να διδαχθούν και να γίνουν η δεύτερη φύση κάποιου, κάτι αυτοματοποιημένο, όπως η οδήγηση ενός αυτοκινήτου.
Ο Michael Argyle άρχισε να ερευνά τους άρρητους κανόνες της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, αυτό που ονόμαζε «μη λεκτική επικοινωνία». Η ερευνητική του ομάδα για τις κοινωνικές δεξιότητες στο Ινστιτούτο Πειραματικής Ψυχολογίας της Οξφόρδης, που ιδρύθηκε το 1963, διεξήγαγε πειράματα για να εξετάσει τις λεπτομέρειες των κινήσεων του ματιού και των νευμάτων του κεφαλιού, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο δύο άνθρωποι συγχρόνιζαν τη συζήτησή τους με μη λεκτικά στοιχεία σε ένα βαλς χειρονομιών.
Σε μια έρευνα, ο Argyle και η ομάδα του έφτιαξαν εχθρικά, φιλικά και ουδέτερα λεκτικά μηνύματα σε διαφορετικούς συνδυασμούς με εχθρικούς, φιλικούς και ουδέτερους μη λεκτικούς τρόπους άρθρωσης/παρουσίασής τους, ώστε να δουν τι επίδραση είχαν στον δέκτη. Κατέληξαν σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα: η μη λεκτική επικοινωνία ήταν 12,5 φορές πιο ισχυρή από τη γλώσσα στην έκφραση και μετάδοση νοήματος.
Ο Argyle πείστηκε στο τέλος ότι οι κοινωνικές δεξιότητες μπορούν να γίνουν αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Η προσέγγισή του στην κοινωνική ψυχολογία υποστήριζε ότι οι προσωπικότητες των ανθρώπων δεν αποκρυσταλλώνονται στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αλλά μπορούν να αλλάξουν. Στο βιβλίο του «Η ψυχολογία της διαπροσωπικής συμπεριφοράς» (1967), ισχυρίζεται ότι πολλά ψυχικά προβλήματα οφείλονται όχι σε κάποια ψυχοπαθολογία με σημείο αναφοράς την παιδική ηλικία όπως οι Φροϋδικοί πίστευαν, αλλά σε έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων.
Το 1968 ξεκίνησε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα κοινωνικών δεξιοτήτων στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Littlemore κοντά στην Οξφόρδη, στο οποίο καινοτομούσαν χρησιμοποιώντας συναντήσεις μικρών ομάδων με ασθενείς, αντί να εφαρμόζουν παραδοσιακές μεθόδους σωματικού περιορισμού και εγκλεισμού. Ο Argyle ήθελε λοιπόν να συνεχίσει αυτή τη νέα πρακτική. Πίστευε ότι ένα κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονταν οι ψυχικά ασθενείς ήταν η ανικανότητά τους να κάνουν φίλους, εξαιτίας της αποτυχίας τους να δείξουν ενδιαφέρουν για άλλα άτομα ή να ακούσουν τις απόψεις τους, και του συνεπαγόμενου πολύ χαμηλού επιπέδου ικανοποίησης και ανταμοιβής από τους άλλους.
Έθεσε σε εκείνους τους ασθενείς διάφορες ασκήσεις, ώστε να βελτιώσουν τις στάσεις τους, να ζωντανέψουν τις εκφράσεις τους και να ζωηρέψουν τις χειρονομίες τους. Έμαθαν να ταιριάζουν ανάλογα τον τόνο της φωνής τους, την έκφραση και τη γλώσσα του σώματός τους, όπως επίσης και να αναγνωρίζουν του συνομιλητή τους. Αν οι φωνές τους ήταν μονότονες, κοινό στοιχείο των καταθλιπτικών ή ντροπαλών, διδάσκονταν να αλλάζουν τον τόνο ανάλογα. Το δυσκολότερο πράγμα που αυτοί οι ασθενείς έπρεπε να κάνουν ήταν να παρακολουθήσουν βίντεο, για να δουν πόσο εχθρική ή βαρετή στάση είχαν απέναντι στους άλλους. Ύστερα, έπρεπε να «αποσυναρμολογήσουν» εκείνες τις εκφράσεις και τις ενστικτώδεις χειρονομίες και να τις αναπροσαρμόσουν με πιο ευχάριστο τρόπο.
Οι μέθοδοι του Argyle έγιναν γνωστές και χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι ψυχωτικοί διδάσκονταν κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να ξεπεράσουν την απομονωμένη αίσθηση ετερότητας που είχαν. Οι βίαιοι φυλακισμένοι μάθαιναν πώς να αντιμετωπίσουν ευγενικά και πολιτισμένα καταστάσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Μαζί με αυτές τις ομάδες ανθρώπων που ο Argyle χαρακτήριζε ως «κοινωνικά ανεπαρκείς», υπήρχαν και γιατροί, δάσκαλοι, managers κλπ.- εργαζόμενοι που οι δουλειές τους περιλάμβαναν αλληλεπίδραση με ανθρώπους- που μπορούσαν να διδαχθούν επίσης κοινωνικές δεξιότητες.
Μπορούν λοιπόν οι κοινωνικές δεξιότητες να διδαχθούν; Ίσως, ως ένα σημείο. Η δουλειά του Argyle βοήθησε αδιαμφισβήτητα εκείνη την εποχή πολλούς «κοινωνικά ανεπαρκείς» ανθρώπους να συσχετιστούν. Παρόλα αυτά, η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι πολύ πιο παράξενη, σύνθετη και, σε ένα βαθμό, «ανυπόκτακτη» σε σχέση με τις κινητικές δεξιότητες. Η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, άλλωστε, αποτελεί ένα απαραίτητο μέρος του να είσαι άνθρωπος.
Ο Michael Argyle άρχισε να ερευνά τους άρρητους κανόνες της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, αυτό που ονόμαζε «μη λεκτική επικοινωνία». Η ερευνητική του ομάδα για τις κοινωνικές δεξιότητες στο Ινστιτούτο Πειραματικής Ψυχολογίας της Οξφόρδης, που ιδρύθηκε το 1963, διεξήγαγε πειράματα για να εξετάσει τις λεπτομέρειες των κινήσεων του ματιού και των νευμάτων του κεφαλιού, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο δύο άνθρωποι συγχρόνιζαν τη συζήτησή τους με μη λεκτικά στοιχεία σε ένα βαλς χειρονομιών.
Σε μια έρευνα, ο Argyle και η ομάδα του έφτιαξαν εχθρικά, φιλικά και ουδέτερα λεκτικά μηνύματα σε διαφορετικούς συνδυασμούς με εχθρικούς, φιλικούς και ουδέτερους μη λεκτικούς τρόπους άρθρωσης/παρουσίασής τους, ώστε να δουν τι επίδραση είχαν στον δέκτη. Κατέληξαν σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα: η μη λεκτική επικοινωνία ήταν 12,5 φορές πιο ισχυρή από τη γλώσσα στην έκφραση και μετάδοση νοήματος.
Ο Argyle πείστηκε στο τέλος ότι οι κοινωνικές δεξιότητες μπορούν να γίνουν αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Η προσέγγισή του στην κοινωνική ψυχολογία υποστήριζε ότι οι προσωπικότητες των ανθρώπων δεν αποκρυσταλλώνονται στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αλλά μπορούν να αλλάξουν. Στο βιβλίο του «Η ψυχολογία της διαπροσωπικής συμπεριφοράς» (1967), ισχυρίζεται ότι πολλά ψυχικά προβλήματα οφείλονται όχι σε κάποια ψυχοπαθολογία με σημείο αναφοράς την παιδική ηλικία όπως οι Φροϋδικοί πίστευαν, αλλά σε έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων.
Το 1968 ξεκίνησε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα κοινωνικών δεξιοτήτων στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Littlemore κοντά στην Οξφόρδη, στο οποίο καινοτομούσαν χρησιμοποιώντας συναντήσεις μικρών ομάδων με ασθενείς, αντί να εφαρμόζουν παραδοσιακές μεθόδους σωματικού περιορισμού και εγκλεισμού. Ο Argyle ήθελε λοιπόν να συνεχίσει αυτή τη νέα πρακτική. Πίστευε ότι ένα κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονταν οι ψυχικά ασθενείς ήταν η ανικανότητά τους να κάνουν φίλους, εξαιτίας της αποτυχίας τους να δείξουν ενδιαφέρουν για άλλα άτομα ή να ακούσουν τις απόψεις τους, και του συνεπαγόμενου πολύ χαμηλού επιπέδου ικανοποίησης και ανταμοιβής από τους άλλους.
Έθεσε σε εκείνους τους ασθενείς διάφορες ασκήσεις, ώστε να βελτιώσουν τις στάσεις τους, να ζωντανέψουν τις εκφράσεις τους και να ζωηρέψουν τις χειρονομίες τους. Έμαθαν να ταιριάζουν ανάλογα τον τόνο της φωνής τους, την έκφραση και τη γλώσσα του σώματός τους, όπως επίσης και να αναγνωρίζουν του συνομιλητή τους. Αν οι φωνές τους ήταν μονότονες, κοινό στοιχείο των καταθλιπτικών ή ντροπαλών, διδάσκονταν να αλλάζουν τον τόνο ανάλογα. Το δυσκολότερο πράγμα που αυτοί οι ασθενείς έπρεπε να κάνουν ήταν να παρακολουθήσουν βίντεο, για να δουν πόσο εχθρική ή βαρετή στάση είχαν απέναντι στους άλλους. Ύστερα, έπρεπε να «αποσυναρμολογήσουν» εκείνες τις εκφράσεις και τις ενστικτώδεις χειρονομίες και να τις αναπροσαρμόσουν με πιο ευχάριστο τρόπο.
Οι μέθοδοι του Argyle έγιναν γνωστές και χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι ψυχωτικοί διδάσκονταν κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να ξεπεράσουν την απομονωμένη αίσθηση ετερότητας που είχαν. Οι βίαιοι φυλακισμένοι μάθαιναν πώς να αντιμετωπίσουν ευγενικά και πολιτισμένα καταστάσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Μαζί με αυτές τις ομάδες ανθρώπων που ο Argyle χαρακτήριζε ως «κοινωνικά ανεπαρκείς», υπήρχαν και γιατροί, δάσκαλοι, managers κλπ.- εργαζόμενοι που οι δουλειές τους περιλάμβαναν αλληλεπίδραση με ανθρώπους- που μπορούσαν να διδαχθούν επίσης κοινωνικές δεξιότητες.
Μπορούν λοιπόν οι κοινωνικές δεξιότητες να διδαχθούν; Ίσως, ως ένα σημείο. Η δουλειά του Argyle βοήθησε αδιαμφισβήτητα εκείνη την εποχή πολλούς «κοινωνικά ανεπαρκείς» ανθρώπους να συσχετιστούν. Παρόλα αυτά, η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι πολύ πιο παράξενη, σύνθετη και, σε ένα βαθμό, «ανυπόκτακτη» σε σχέση με τις κινητικές δεξιότητες. Η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, άλλωστε, αποτελεί ένα απαραίτητο μέρος του να είσαι άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου