Αμφιβολία και διαλεκτική
Ποια η σημασία της αμφιβολίας; καρτεσιανώς ιδωμένη επιτρέπει στον άνθρωπο να απελευθερώνει τον λογισμό του από δόγματα, θεωρήματα, προκαταλήψεις που επιβάλλονται έξωθεν. Όποιος όμως αμφισβητεί οτιδήποτε και απροϋπόθετα απελευθερώνει πράγματι τον λογισμό του; Ασφαλώς όχι. Η αμφιβολία ως μέθοδος γίνεται βήμα απελευθέρωσης του ανθρώπινου νου, όταν χρησιμοποιείται ως συνειδητή ενέργεια απόφασης: «αποφασίζω να απαλλαγώ από τις προκαταλήψεις μου» σημαίνει πρωτίστως αποφασίζω να αρνηθώ την αρχή της αυθεντίας που υποθηκεύει την ελευθερία μου. Αυτή η αρχή είναι πάντοτε εγκατεστημένη στη ζωή μας είτε ως αυθεντία της παράδοσης, είτε ως καθολική συναίνεση είτε ως παντοδυναμία της κοινής λογικής, του κοινού νου· και όλες αυτές οι μορφές αυθεντίας εννοούνται στις πολυδαίδαλες εκδηλώσεις και εφαρμογές τους. Όταν αποφασίζω να αρνηθώ την αυθεντία σημαίνει περαιτέρω ότι αποφασίζω να εκπληρώσω έναν ανώτερο σκοπό, να κατακτήσω κάτι το διαρκές, σταθερό και αδιάψευστο, αλλά εμποδίζομαι προς τούτο από τον τρόπο που δομούν, καθιδρύουν τη σκέψη μου οι έξωθεν επιβαλλόμενες μορφές αυθεντίας.
Όλη αυτή η διεργασία της αμφιβολίας, της άρνησης και της απόφασης δεν είναι έργο του γυμνού Εγώ του ατόμου, μόνο και κύρια· εάν συνέβαινε αυτό, τότε η φιλοσοφική αμφιβολία, με το ως άνω νόημα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, γιατί το κάθε γυμνό ατομικό Εγώ δεν είναι τίποτε άλλο, στην ουσία του, από εξωγενής φορέας μιας προκατάληψης, ενός δόγματος, ενός είδους άγονης γραμμής σκέψης. Απεναντίας, το ζητούμενο για την επιτυχή έκβαση του έργου της αμφιβολίας και της απόφασης, δηλαδή για την αληθινή απελευθέρωση του νεωτερικού υποκειμένου, είναι ένα καθολικό Εγώ, το οποίο στην περίπτωση του Ντεκάρτ, δηλαδή στην περίοδο της πρώιμης νεωτερικότητας, φέρει το όνομα, ας πούμε, λόγος, λόγος-λογική, φυσικό φως, για να αποκορυφωθεί με τον Χέγκελ υπό τη μορφή του Λόγου (Vernunft), της έννοιας (Begriff), της απόλυτης ιδέας (absolute Idee): η υποκειμενικότητα από καθολικό Εγώ της μεθοδικής αμφιβολίας (Ντεκάρτ) μετ-ουσιώνεται τώρα, δηλαδή στην περίοδο της ύστερης –λογικά και όχι απλώς χρονικά– νεωτερικότητας, σε καθολικό Εγώ ή εννοιολογική υποκειμενικότητα της διαλεκτικής σκέψης (Χέγκελ).
Η αμφιβολία, ως προκύπτει από τα παραπάνω, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέθοδος, η μεθόδευση-μεθοδική ικανότητα της σκέψης να διανοίγει το ανθρώπινο Είναι σε περιοχές αυτονομίας, όπου ευδοκιμεί η ριζική αμφιβολία. Σύμφωνα με την τελευταία δεν αμφιβάλλω για να αμφιβάλλω, αλλά για να διανοιχθώ στην αυτόνομη περιοχή της απόλυτης βεβαιότητας, στην περιοχή δηλαδή που η αυθεντία έχει αποκαθηλωθεί και το Εγώ είναι σε θέση να συλλαμβάνει τη βεβαιότητα του Είναι του στην απόλυτη καθαρότητά της, στην εξαγνισμένη της συνθήκη από κάθε σκωρίαση που του επιφυλάσσει το ανακριβές, το επιβαλλόμενο έξωθεν επισφαλές και αβέβαιο, με μια λέξη: το γεγονός της αυθεντίας. Η πορεία που προτείνει ο Ντεκάρτ από την αμφιβολία στην απόλυτη βεβαιότητα ακολουθεί τα εξής περίπου βήματα: πρώτον είναι το cogito, κατά τη ρήση: cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Τούτη η ρήση με το εξής νόημα: όσο σκέφτομαι, τόσο μπορώ να βλέπω τα πράγματα με το προαναφερθέν «φυσικό φως», δηλαδή πιο καθαρά, πιο σαφή, πιο ελεύθερα. Έτσι ό,τι συλλαμβάνει η σκέψη μου είναι η αληθινή βεβαιότητα που συνυφαίνεται με την ύπαρξή μου. Το δεύτερο βήμα είναι ο θεός ως η έννοια της δημιουργίας και κατ’ επέκταση ως εγγύηση για κάθε βεβαιότητα. Στον Χέγκελ, η καρτεσιανή πορεία αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα από δύο απόψεις: α) μεταστοχασμός πάνω στο (ή με βάση το) ιστορικό νόημα του ανθρώπινου Είναι· β) διαλεκτική ερμηνεία του ιστορικού-έγχρονου Είναι μας ως ατόμων και ως ανθρώπινης κοινότητας. Έτσι βλέπουμε, στη Φαινομενολογία του πνεύματος, η διαλεκτική ανέλιξη της συνείδησης να ανα-χωρεί από την αισθητήρια βεβαιότητα για να ανυψωθεί εν τέλει σε απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή σε απόλυτη Γνώση, σε ελεύθερη και συνειδητή ιστορικά ενότητα ατομικότητας και κοινότητας. Το εννοιο-λογικό, ήτοι δια-Λογικό και δια-λεκτικό οπλοστάσιο της φαινομενολογικής συνείδησης –αναγκαίο για να επικρατήσει η τελευταία στον πόλεμο που διεξάγει– ανα-συλ-λέγεται από τον Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής.
Ποια η σημασία της αμφιβολίας; καρτεσιανώς ιδωμένη επιτρέπει στον άνθρωπο να απελευθερώνει τον λογισμό του από δόγματα, θεωρήματα, προκαταλήψεις που επιβάλλονται έξωθεν. Όποιος όμως αμφισβητεί οτιδήποτε και απροϋπόθετα απελευθερώνει πράγματι τον λογισμό του; Ασφαλώς όχι. Η αμφιβολία ως μέθοδος γίνεται βήμα απελευθέρωσης του ανθρώπινου νου, όταν χρησιμοποιείται ως συνειδητή ενέργεια απόφασης: «αποφασίζω να απαλλαγώ από τις προκαταλήψεις μου» σημαίνει πρωτίστως αποφασίζω να αρνηθώ την αρχή της αυθεντίας που υποθηκεύει την ελευθερία μου. Αυτή η αρχή είναι πάντοτε εγκατεστημένη στη ζωή μας είτε ως αυθεντία της παράδοσης, είτε ως καθολική συναίνεση είτε ως παντοδυναμία της κοινής λογικής, του κοινού νου· και όλες αυτές οι μορφές αυθεντίας εννοούνται στις πολυδαίδαλες εκδηλώσεις και εφαρμογές τους. Όταν αποφασίζω να αρνηθώ την αυθεντία σημαίνει περαιτέρω ότι αποφασίζω να εκπληρώσω έναν ανώτερο σκοπό, να κατακτήσω κάτι το διαρκές, σταθερό και αδιάψευστο, αλλά εμποδίζομαι προς τούτο από τον τρόπο που δομούν, καθιδρύουν τη σκέψη μου οι έξωθεν επιβαλλόμενες μορφές αυθεντίας.
Όλη αυτή η διεργασία της αμφιβολίας, της άρνησης και της απόφασης δεν είναι έργο του γυμνού Εγώ του ατόμου, μόνο και κύρια· εάν συνέβαινε αυτό, τότε η φιλοσοφική αμφιβολία, με το ως άνω νόημα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, γιατί το κάθε γυμνό ατομικό Εγώ δεν είναι τίποτε άλλο, στην ουσία του, από εξωγενής φορέας μιας προκατάληψης, ενός δόγματος, ενός είδους άγονης γραμμής σκέψης. Απεναντίας, το ζητούμενο για την επιτυχή έκβαση του έργου της αμφιβολίας και της απόφασης, δηλαδή για την αληθινή απελευθέρωση του νεωτερικού υποκειμένου, είναι ένα καθολικό Εγώ, το οποίο στην περίπτωση του Ντεκάρτ, δηλαδή στην περίοδο της πρώιμης νεωτερικότητας, φέρει το όνομα, ας πούμε, λόγος, λόγος-λογική, φυσικό φως, για να αποκορυφωθεί με τον Χέγκελ υπό τη μορφή του Λόγου (Vernunft), της έννοιας (Begriff), της απόλυτης ιδέας (absolute Idee): η υποκειμενικότητα από καθολικό Εγώ της μεθοδικής αμφιβολίας (Ντεκάρτ) μετ-ουσιώνεται τώρα, δηλαδή στην περίοδο της ύστερης –λογικά και όχι απλώς χρονικά– νεωτερικότητας, σε καθολικό Εγώ ή εννοιολογική υποκειμενικότητα της διαλεκτικής σκέψης (Χέγκελ).
Η αμφιβολία, ως προκύπτει από τα παραπάνω, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέθοδος, η μεθόδευση-μεθοδική ικανότητα της σκέψης να διανοίγει το ανθρώπινο Είναι σε περιοχές αυτονομίας, όπου ευδοκιμεί η ριζική αμφιβολία. Σύμφωνα με την τελευταία δεν αμφιβάλλω για να αμφιβάλλω, αλλά για να διανοιχθώ στην αυτόνομη περιοχή της απόλυτης βεβαιότητας, στην περιοχή δηλαδή που η αυθεντία έχει αποκαθηλωθεί και το Εγώ είναι σε θέση να συλλαμβάνει τη βεβαιότητα του Είναι του στην απόλυτη καθαρότητά της, στην εξαγνισμένη της συνθήκη από κάθε σκωρίαση που του επιφυλάσσει το ανακριβές, το επιβαλλόμενο έξωθεν επισφαλές και αβέβαιο, με μια λέξη: το γεγονός της αυθεντίας. Η πορεία που προτείνει ο Ντεκάρτ από την αμφιβολία στην απόλυτη βεβαιότητα ακολουθεί τα εξής περίπου βήματα: πρώτον είναι το cogito, κατά τη ρήση: cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Τούτη η ρήση με το εξής νόημα: όσο σκέφτομαι, τόσο μπορώ να βλέπω τα πράγματα με το προαναφερθέν «φυσικό φως», δηλαδή πιο καθαρά, πιο σαφή, πιο ελεύθερα. Έτσι ό,τι συλλαμβάνει η σκέψη μου είναι η αληθινή βεβαιότητα που συνυφαίνεται με την ύπαρξή μου. Το δεύτερο βήμα είναι ο θεός ως η έννοια της δημιουργίας και κατ’ επέκταση ως εγγύηση για κάθε βεβαιότητα. Στον Χέγκελ, η καρτεσιανή πορεία αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα από δύο απόψεις: α) μεταστοχασμός πάνω στο (ή με βάση το) ιστορικό νόημα του ανθρώπινου Είναι· β) διαλεκτική ερμηνεία του ιστορικού-έγχρονου Είναι μας ως ατόμων και ως ανθρώπινης κοινότητας. Έτσι βλέπουμε, στη Φαινομενολογία του πνεύματος, η διαλεκτική ανέλιξη της συνείδησης να ανα-χωρεί από την αισθητήρια βεβαιότητα για να ανυψωθεί εν τέλει σε απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή σε απόλυτη Γνώση, σε ελεύθερη και συνειδητή ιστορικά ενότητα ατομικότητας και κοινότητας. Το εννοιο-λογικό, ήτοι δια-Λογικό και δια-λεκτικό οπλοστάσιο της φαινομενολογικής συνείδησης –αναγκαίο για να επικρατήσει η τελευταία στον πόλεμο που διεξάγει– ανα-συλ-λέγεται από τον Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου