Κι έτσι, αρχίζοντας από τη Ρόζα και τις βιολέτες, έζησα ξανά όλους τους έρωτες της ζωής μου – αλλά κάτω από πιο ευνοϊκούς αστερισμούς.
Σκαλοπάτι σκαλοπάτι, έπρεπε ν’ ανέβω, να προχωρήσω. Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να ξαναζήσω, πολλά που έπρεπε να μάθω κάθε κοπέλα που είχα ερωτευτεί στα νιάτα μου την ερωτεύτηκα και πάλι, τώρα όμως μπορούσα να εμπνεύσω σ’ όλες τους την αγάπη. Τώρα μπορούσα να δώσω κάτι σ’ όλες τους και όλες μπορούσαν να μου δώσουν κάτι. Επιθυμίες, όνειρα και πιθανότητες που κάποτε δε ζούσαν παρά μόνο στη φαντασία μου, τώρα μπορούσαν να ζήσουν στην πραγματικότητα. Πέρασαν μπροστά μου σαν όμορφα λουλούδια η Ίντα και η Λώρα κι όλες εκείνες που είχα αγαπήσει για ένα καλοκαίρι, ένα μήνα, μια μέρα.
Διαπίστωνα τώρα πως ήμουν ο όμορφος και παράφορος έφηβος που είχα δει να βγαίνει από τον καθρέφτη και να μπαίνει με τόση αδημονία στην πόρτα των ερωτικών υποσχέσεων. Ζούσα ένα κομμάτι του εαυτού μου, ένα κομμάτι που στην πραγματική μου ζωή δεν είχε εκφραστεί ούτε στο ένα δέκατο, εκατοστό ή χιλιοστό του και που τώρα το ζούσα στην πληρότητά του.
Όλες οι κοπέλες που είχα αγαπήσει ήταν τώρα δικές μου. Η καθεμιά μου έδωσε ό,τι μονάχα εκείνη είχε να μου δώσει και στην καθεμιά έδωσα ό,τι μονάχα εκείνη μπορούσε να πάρει.
Όλη η αγάπη που είχα χάσει στη ζωή μου και που τη νοσταλγούσα άνθιζε τώρα μαγικά μέσα στον κήπο μου αυτή την ονειρική αύρα. Έβλεπα ν’ ανθίζουν αγνά και τρυφερά λουλούδια, λουλούδια φανταχτερά που σε θάμπωναν με τη λάμψη τους κι άλλα, σκοτεινόχρωμα, που μαραίνονταν γρήγορα.
Υπήρχαν γυναίκες που έπρεπε να τις σαρώσεις σαν καταιγίδα κι άλλες που ήταν χαρά να τις φλερτάρεις και να τις κερδίσεις σιγά σιγά. Κάθε μισοσκότεινη γωνιά της ζωής μου, όπου, έστω και μόνο για ένα λεπτό, η φωνή της σάρκας με είχε καλέσει, το βλέμμα μιας γυναίκας με είχε τραβήξει ή το φωτεινό, λευκό δέρμα ενός κοριτσιού με είχε σαγηνέψει, πρόβαλε τώρα ξανά.
Όλες ήταν δικιές μου, η καθεμιά με τον τρόπο της. Η γυναίκα με τα συναρπαστικά σκουροκάστανα μάτια και τα ολόξανθα μαλλιά ήταν εκεί. Είχα σταθεί δίπλα της για ένα τέταρτο της ώρας στο διάδρομο ενός τρένου και μετά την είδα αρκετές φορές να εμφανίζεται στα όνειρά μου. Δεν είπε ούτε μία λέξη, αλλά αυτά που μου έμαθε για την τέχνη του έρωτα ήταν αφάνταστα, τρομαχτικά, θανάσιμα.
Η καθεμιά είχε το μυστικό της, το μπουκέτο με τα δικά της λουλούδια. Η καθεμιά φιλούσε και γελούσε με το δικό της τρόπο, είχε τη δική της ιδιαίτερη ντροπαλοσύνη και τη δική της ιδιαίτερη ξεδιαντροπιά. Έρχονταν και έφευγαν. Το ρεύμα τις έφερνε προς το μέρος μου κι ύστερα τις έπαιρνε μακριά μου.
Και ξαφνιαζόμουν να βρίσκω πόσο πλούσια ήταν η ζωή μου –η φαινομενικά φτωχή και ανέραστη ζωή του Λύκου της Στέπας- πόσο πλούσια σε ερωτικές ευκαιρίες και σαγηνευτικά θέλγητρα. Τις είχα αποδιώξει. Τις είχα χάσει. Είχα σκοντάψει πάνω τους κι είχα βιαστεί να τις ξεχάσω. Ήταν όμως όλες τους εκεί, μαζεμένες κατά εκατοντάδες, και ούτε μια τους δεν έλειπε. Και τώρα που τις έβλεπα, αφέθηκα σ’ αυτές ανυπεράσπιστος και βυθίστηκα μέσα στο ροδόχρωμο μισόφωτο του υποχθόνιου κόσμου τους.»
Έρμαν Έσσε, ο Λύκος της Στέπας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου