Ο Αντισθένης (444-370 π.κ.ε.) προερχόταν από οικογένεια δούλων και δεν αποκλείεται αυτός να ήταν ο λόγος που ίδρυσε αυτή τη σχολή για τους φτωχούς, στην οποία δεχόταν μόνο εκείνους που ασπάζονταν μια απόλυτη φτώχεια και απεξάρτηση από κάθε είδους υλικό πλούτο, ιδιοκτησία, εγωισμό, κύρος, εξουσία, φτύνοντας στα μούτρα τους άρχοντες, τους ιερείς, τους επίπλαστους θεσμούς και την κοινωνία των μικρονόων ανθρώπων.
Ένας από τους μαθητές του Σωκράτη (που ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ήταν, κι επιπλέον αρκετοί απ’ αυτούς, φοβούμενοι μήπως θανατωθούν και οι ίδιοι, δεν παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν μαθητές του) ο Αντισθένης, ένας άνθρωπος ορκισμένος στην φτώχεια και στην αποστροφή προς τον υλικό πλούτο, που περηφανευόταν πολύ για την ταπεινοφροσύνη του, στον οποίο ο Σωκράτης είχε πει κάποτε «Αντισθένη, μέσα από τις τρύπες του ρούχου σου βλέπω την κενοδοξία σου» ίδρυσε τη σχολή των Κυνικών φιλοσόφων, που πήραν την ονομασία τους από το μέρος όπου βρισκόταν το «γυμνάσιο» τους, στο Κυνοσάργες.
Η σχολή των Κυνικών δεν κάηκε από την πρώτη στιγμή μαζί με τους ρακένδυτους θιασώτες της, μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι πολίτες τους έβλεπαν σαν καημένους κακομοίρηδες ή γραφικούς ακίνδυνους τύπους και ζητιάνους. Το μόνο που εξυμνούσαν ήταν η αδιαπραγμάτευτη αρετή και η ηθική σοφία, και κατά τα άλλα δεν έλεγαν ανοιχτά τη γνώμη τους για τίποτε, διότι το έβρισκαν αλαζονικό. Έκαναν μόνο σύντομα κυνικά σχόλια, αφού ήταν αυτοί που επινόησαν τον γνωστό σε όλους μας «κυνισμό», δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί είχαν επινοήσει το καυστικό χιούμορ κι ευτυχώς γι’ αυτούς, το υψηλό χιούμορ δεν το κατανοούσαν πολλοί άνθρωποι τότε, όπως και τώρα.
Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή άλλως πως αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία).
Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). δεν είναι ορθό, π.χ. να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό.
Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα σπάσθηκαν οι Κυνικοί κι από αυτά η τάση των Κυνικών να κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά.
Ο Αντισθένης είχε βρίσει επανειλημμένα τον Αλκιβιάδη, όπως και τον Γοργία και τον Ισοκράτη πριν απ’ αυτόν, ερχόταν σε ρήξη με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, χλεύαζε ακόμη και τον συμμαθητή του τον Πλάτωνα (τον αποκαλούσε Σάθωνα), αλλά πάνω απ’ όλα χλεύαζε και αποστρεφόταν τις γενικεύσεις και οτιδήποτε δεν ήταν χειροπιαστό ως επιχείρημα. «Ότι δίδουν οι αισθήσεις είναι αληθές, συνεπώς αληθές είναι μόνο το επί μέρους». Γενικές ιδέες, ως οντότητες, δεν υπάρχουν. «Ίππον μου ορώ», έλεγε χαρακτηριστικά, «ιππότητα δε ούχ ορώ» Σημασία απέδιδε μόνο στις πράξεις και όχι στα λόγια, ειρωνευόταν έντονα όλες τις θεωρίες και τις συζητήσεις και τις διαφωνίες κι έλεγε ότι όλες προέρχονται από ασυνεννοησία, διακηρύσσοντας ότι κάθε έννοια δηλώνει μόνο ένα πράγμα κι όταν οι άνθρωποι διαφωνούν αυτό σημαίνει ότι δεν μιλούν για το ίδιο πράγμα, έτσι δεν συνεννοούνται καν, επειδή είναι ανόητοι. Ομολογώ ότι αυτό ήταν μια πολύ σοφή διαπίστωση, απόλυτα ορθή και σημαντική.
Μια αρχαία παράδοση λέει, πως ο Αντισθένης κάλεσε τον Πλάτωνα να του διαβάσει κάποιο έργο του, ο Πλάτων όμως, όταν ζήτησε να μάθει κι εκείνος το περιεχόμενο μιας μελέτης που έγραψε ο Αντισθένης, πήρε την απάντηση, πως «δεν πρέπει να αντιλέγει». Δηλαδή, δεν αναγνώριζε στον Πλάτωνα το δικαίωμα της κριτικής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο. Από τότε τσακώθηκαν και όχι μόνο έκοψαν τις σχέσεις, μα ο ένας κατηγορούσε τον άλλον.
Η αρετή κατά τον Αντισθένη είναι μια φυσική ιδιότητα και όχι μια εξωκοινωνική ή μεταφυσική δύναμη όπως πίστευε ο Σωκράτης. Ο ρόλος λοιπόν της αρετής είναι να βάζει χαλινάρι στα πάθη και τις ορμές. Όσο για την ηθική, στο σημείο αυτό διαφωνούσε ριζικά με τον Σωκράτη, γιατί παραδέχονταν, πως πρέπει να βασίζεται στα έργα κι όχι στις θεωρίες και στα λόγια. (Διογ. Λαέρτ. VI, 11).
Ως μόνο προορισμό της φιλοσοφίας θεωρούσε την κατανόηση των εννοιών και την ηθική, και η διδασκαλία του ήταν απλή και θετική, κηρύττοντας ότι η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο προς εξασφάλιση της ευδαιμονίας, την οποία για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει πρώτα να κατέχει την αρετή, η οποία είναι διδακτή.
Στους Κυνικούς ο Αντισθένης δίδασκε, επίσης, ότι «ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τους νόμους, αρκεί να αφήσει την φύσιν αυτού να εκδηλωθεί ελευθέρως και χωρίς επιρροή από εξωτερική βία ή πλάνη και χωρίς εσωτερικό πάθος» Έλεγε πως το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ανεξαρτησίας και έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο.
Πώς μπορούσε κανείς να το πετύχει αυτό; Περιορίζοντας τις απαιτήσεις του από τη ζωή και από τους άλλους, ώστε να μην έχει ανάγκη από τίποτε και από κανέναν.
«Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ούτε νόμον ανάγκη έχει ο σοφός κατά κρίσιν εαυτού δρων και φερόμενος».Έλεγε ότι οι νόμοι είναι για τους πολλούς, τους ανόητους και τους μέτριους, όχι για τους εκλεκτούς. Επίσης, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες θεωρούσε απομάκρυνση από το φυσικό την αιώνια διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα.
Επίσης, είχε ελεύθερες αντιλήψεις για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια. Ουσιαστικά, ο Αντισθένης ήταν ο πρώτος γνωστός αναρχικός στην Ιστορία και οι Κυνικοί του ήταν αυτό ακριβώς, μία σχολή αναρχίας. Ήταν καταπληκτικός ρήτορας και λογοτέχνης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, και οι καυστικές απαντήσεις του ήταν παροιμιώδες. Να ένα παράδειγμα: κάποτε κάποιος τον ρώτησε τι γυναίκα να παντρευτεί, ωραία ή άσχημη; Ο Αντισθένης του απάντησε ότι αν παντρευόταν ωραία γυναίκα θα την είχε «κοινή», αν παντρευόταν άσχημη θα ήταν «ποινή».
Oι αθηναίοι που ανήκαν στη θέση του Αντισθένη ήταν πολλοί που δυσφορούσαν κι αγανακτούσαν γιατί η Πολιτεία, ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τους αναγνώρισε ισότιμους πολίτες με τους άλλους Αθηναίους. Άρα, ο Αντισθένης, εκφράζοντας έμμεσα κοσμοπολίτικες και αντιπατριωτικές ιδέες, ερμήνευε κι εκπροσωπούσε την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αθηναίων, που, με το να μην εξισωθούν με τους άλλους Αθηναίους, όπως το έλπιζαν και το περίμεναν, αδιαφορούσαν πια για την Αθηναϊκή Πολιτεία, την έβλεπαν σαν εχθρό τους και μισούσαν τους πολίτες Αθηναίους.
Οταν πάλι υποστήριζε, πως οι νόμοι που ψηφίζονται στις λαοσυνάξεις αποβλέπουν στο να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μέτριων πολιτών, με όσα έλεγε και δίδασκε διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές διακρίσεις και κυρίως εξεγείρονταν η συνείδησή του, γιατί ενώ είχαν πολιτικά δικαιώματα οι πρώτοι τυχόντες, που από σύμπτωση γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους, αυτός, ένας πνευματικός άνθρωπος, δεν είχε, ούτε το δικαίωμα να διδάξει στις επίσημες Σχολές της Πολιτείας, ούτε και να πάρει μέρος στη διοίκηση των κοινών.
Η τέτοια του μειονεκτική θέση μέσα στην Αθηναϊκή Πολιτεία του κόστιζε πολύ, γι’ αυτό και δεν ήταν ενθουσιασμένος με τους λαοκρατικούς θεσμούς. Μια που η δημοκρατία δεν τον αναγνώριζε για γνήσιο πολίτη της, δεν είχε κανένα λόγο να υπερασπίζεται το αθηναϊκό πολίτευμα. Και σ’ αυτό όλο το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Δεν ήταν βέβαια, αντιδραστικός και φανατικός ολιγαρχικός, όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και άλλοι, δεν μπορούσε όμως και να χωνέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί, ενώ οι από πατέρα και μάνα αθηναίοι είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξισώνονταν πλούσιοι και φτωχοί και μπορούσε ν’ ανέβει ο καθένας στα ανώτατα αξιώματα, ένας μη γνήσιος αθηναίος, αν είχε γνώσεις, ικανότητες και τιμιότητα και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πόλεμο, δεν μπορούσε να είναι ισότιμος με τον πιο παρακατιανό πολίτη.
Έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε νόμοι, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε έθνη, ούτε γάμοι. Περιπλανιόταν πάμφτωχος, ξυπόλητος, ντυμένος με κουρέλια, με ένα μικρό σακί στον ώμο και μία ράβδο στο χέρι, πάνω στην οποία έκανε ένα σκάλισμα κάθε φορά που κάποιος τον κατηγορούσε για κάτι που δεν είχε πει ή κάνει: η ράβδος του ήταν γεμάτη σκαλίσματα Έγραψε πολλά ρητορικά και φιλοσοφικά έργα κι έχουμε την πληροφορία ότι γέμιζαν δέκα ολόκληρους μεγάλους τόμους, αλλά, φυσικά, κανένα δεν διασώθηκε και κανένα δεν διαβάσαμε, ούτε εμείς ούτε οι περισσότεροι προγονοί μας.
Διογένης ο Κυνικός & το Φανάρι Του
Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.
Ο Διογένης, πριν κάνει τον Κυνικό φιλόσοφο, ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημά και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».
Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός. Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».
Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».
Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως το δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μια μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.
Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης του είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;). Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί.
Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ). Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν.
Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.
Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύτηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».
Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του. Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.
Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω».
Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».
Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις». Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου»
Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλο του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφτεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις.» Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.
Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και το θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Η πολιτεία δε χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονιοί τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).
Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε σα νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε το μόχθο, όπως ο Αντισθένης.
Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται».
Ο Κύων «δαγκάνει» στολισμένο νέο: Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει που πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις «χείρων», δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα «χείρων». Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες «Ευρυτίων». (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).
Ο Κύων «δαγκάνει» τον Αλέξανδρο: Ο Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε Κύων το δώρο μου;” κι ο Διογένης του απάντησε: «Ήταν άξιο για κύωνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα».
Ο Κύων «δαγκωνει» τον Διδύμωνα: Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην».
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν οικοδεσπότη: Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;»
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;»
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή«Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας,«Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν μοχθηρό πολίτη: Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι” αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;»
Τοιχογραφία με τον Κράτη και την Ιππαρχία στη Βίλλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη. Ο Κράτης φαίνεται να κρατάει ένα ραβδί και ένα σάκο, ενώ η Ιππαρχία φαίνεται να τον πλησιάζει με τα υπάρχοντά της, κατά τον τρόπο πιθανούς νύφης. Wall painting showing the Cynic philosophers Crates and Hipparchia. From the garden of the Villa Farnesina, Museo delle Terme, Rome, c. 1st century.
Κράτης ο Θηβαίος
Άλλος ακουστός στην αρχαιότητα Κυνικός ήταν ο Κράτης ο Θηβαίος, ο μαθητής του Διογένη, που αρχίζει τη δράση του μέσα στα χρόνια 328-324 ή πιο σωστά ύστερα από την καταστροφή των Θηβών από τον Αλέξανδρο (335). Η αρχαία παράδοση τον περιγράφει κακοφτιαγμένο, άσχημο και καμπούρη. Είχε όμως, άλλα χαρίσματα. Ήταν έξυπνος, ετοιμόλογος και σαρκαστής.
Αν και ήταν από τους πλουσιότερους θηβαίους, ωστόσο παράτησε βιός και καλοπέραση, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ακολούθησε τον Διογένη. Άλλη πάλι παράδοση, λέει πως κατάθεσε τα χρήματά του σε μια τράπεζα, με τη ρητή εντολή να τα πάρουν τα παιδιά του αν γίνουν φιλόσοφοι, αλλιώτικα να μοιραστούν στο λαό και μια τρίτη παράδοση ιστορεί πως, για να ξεφορτωθεί τον κινητό του πλούτο, έριξε τα τάλαντά του στη θάλασσα.
Όπως βλέπουμε, υπήρχαν πολλές γύρω στο ζήτημα της περιουσίας του πλούσιου Κράτη παραδόσεις και φυσικά όλες αυτές δεν έχουν ιστορική βάση. Οι παραδόσεις αυτές είναι κατασκευάσματα της μεταγενέστερης εποχής. Πιο πιθανό είναι, πως ο Κράτης τα έχασε όλα ύστερα από την καταστροφή της πατρίδας του από τον Αλέξανδρο και τότε αναγκάστηκε απ’ τα πράγματα να γίνει μαθητής και οπαδός του Διογένη.
Όπως κι αν είναι, ο Κράτης πήρε μια σακούλα κι ένα ραβδί και άρχισε να διδάσκει την «κυνική φιλοσοφία». Τον ακολούθησε μάλιστα και η γυναίκα του Ιππαρχία, που ήταν αδελφή του μαθητή του Μητροκλή. Φαίνεται, πως ήταν πολύ διαβασμένος και είχε και ποιητικό ταλέντο, γιατί έγραφε ποιήματα. Ένα απ’ αυτά, στο οποίο εκθείαζε τη φτώχεια και τα ιδανικά του κυνισμού, είχε τον τίτλο «Πήρα» (Σακούλα), που ήταν σα να πούμε ένα από τα «εμβλήματα» των Κυνικών.
Ο Διογένης Λαέρτιος μάλιστα, μας πληροφορεί (VI, 98), πως ο θηβαίος Κυνικός σύνθεσε τραγωδίες και σε μιαν απ’ αυτές, που είχε «υψηλότατον φιλοσοφίας χαρακτήρα», μαζί με άλλα, τόνιζε: «Ουχ εις πάτρας μοι πύργος, ου μία στέγη, πάσης δε χέρσου και πόλισμα και δόμος έτοιμος ημίν ενδιαιτάσθαι πάτρα». (Δεν έχω για πατρίδα μου μία και μόνη πόλη, ένα μόνο σπίτι. Όλη η γη και κάθε πόλη και σπίτι είναι για μένα και πατρίδα).
Ήρθε και στην Αθήνα, όπου άκουσε τη διδασκαλία του Διογένη κι επειδή άνοιγε τις πόρτες και έμπαινε σ’ όποιο σπίτι έβρισκε μπροστά του για να διδάξει, τον έλεγαν οι αθηναίοι «θυρεπανοίκτην». Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γενικότερη δράση και επιρροή του, φαίνεται όμως, πως η διδασκαλία του τραβούσε κόσμο. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μάλιστα, που αργότερα έγινε ο ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας, χρημάτισε μαθητής του. Άλλοι μαθητές του Διογένη ήταν ο Μόνιμος από τη Συρακούσα και ο Ονησίκριτος από την Αίγινα. Μα οι οπαδοί και διδάσκαλοι αυτοί της κυνικής «φιλοσοφίας», δεν πρόσθεσαν τίποτα το νέο σε όσα δίδαξαν ο Διογένης και ο Κράτης.
Ένας από τους μαθητές του Σωκράτη (που ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ήταν, κι επιπλέον αρκετοί απ’ αυτούς, φοβούμενοι μήπως θανατωθούν και οι ίδιοι, δεν παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν μαθητές του) ο Αντισθένης, ένας άνθρωπος ορκισμένος στην φτώχεια και στην αποστροφή προς τον υλικό πλούτο, που περηφανευόταν πολύ για την ταπεινοφροσύνη του, στον οποίο ο Σωκράτης είχε πει κάποτε «Αντισθένη, μέσα από τις τρύπες του ρούχου σου βλέπω την κενοδοξία σου» ίδρυσε τη σχολή των Κυνικών φιλοσόφων, που πήραν την ονομασία τους από το μέρος όπου βρισκόταν το «γυμνάσιο» τους, στο Κυνοσάργες.
Η σχολή των Κυνικών δεν κάηκε από την πρώτη στιγμή μαζί με τους ρακένδυτους θιασώτες της, μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι πολίτες τους έβλεπαν σαν καημένους κακομοίρηδες ή γραφικούς ακίνδυνους τύπους και ζητιάνους. Το μόνο που εξυμνούσαν ήταν η αδιαπραγμάτευτη αρετή και η ηθική σοφία, και κατά τα άλλα δεν έλεγαν ανοιχτά τη γνώμη τους για τίποτε, διότι το έβρισκαν αλαζονικό. Έκαναν μόνο σύντομα κυνικά σχόλια, αφού ήταν αυτοί που επινόησαν τον γνωστό σε όλους μας «κυνισμό», δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί είχαν επινοήσει το καυστικό χιούμορ κι ευτυχώς γι’ αυτούς, το υψηλό χιούμορ δεν το κατανοούσαν πολλοί άνθρωποι τότε, όπως και τώρα.
Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή άλλως πως αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία).
Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). δεν είναι ορθό, π.χ. να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό.
Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα σπάσθηκαν οι Κυνικοί κι από αυτά η τάση των Κυνικών να κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά.
Ο Αντισθένης είχε βρίσει επανειλημμένα τον Αλκιβιάδη, όπως και τον Γοργία και τον Ισοκράτη πριν απ’ αυτόν, ερχόταν σε ρήξη με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, χλεύαζε ακόμη και τον συμμαθητή του τον Πλάτωνα (τον αποκαλούσε Σάθωνα), αλλά πάνω απ’ όλα χλεύαζε και αποστρεφόταν τις γενικεύσεις και οτιδήποτε δεν ήταν χειροπιαστό ως επιχείρημα. «Ότι δίδουν οι αισθήσεις είναι αληθές, συνεπώς αληθές είναι μόνο το επί μέρους». Γενικές ιδέες, ως οντότητες, δεν υπάρχουν. «Ίππον μου ορώ», έλεγε χαρακτηριστικά, «ιππότητα δε ούχ ορώ» Σημασία απέδιδε μόνο στις πράξεις και όχι στα λόγια, ειρωνευόταν έντονα όλες τις θεωρίες και τις συζητήσεις και τις διαφωνίες κι έλεγε ότι όλες προέρχονται από ασυνεννοησία, διακηρύσσοντας ότι κάθε έννοια δηλώνει μόνο ένα πράγμα κι όταν οι άνθρωποι διαφωνούν αυτό σημαίνει ότι δεν μιλούν για το ίδιο πράγμα, έτσι δεν συνεννοούνται καν, επειδή είναι ανόητοι. Ομολογώ ότι αυτό ήταν μια πολύ σοφή διαπίστωση, απόλυτα ορθή και σημαντική.
Μια αρχαία παράδοση λέει, πως ο Αντισθένης κάλεσε τον Πλάτωνα να του διαβάσει κάποιο έργο του, ο Πλάτων όμως, όταν ζήτησε να μάθει κι εκείνος το περιεχόμενο μιας μελέτης που έγραψε ο Αντισθένης, πήρε την απάντηση, πως «δεν πρέπει να αντιλέγει». Δηλαδή, δεν αναγνώριζε στον Πλάτωνα το δικαίωμα της κριτικής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο. Από τότε τσακώθηκαν και όχι μόνο έκοψαν τις σχέσεις, μα ο ένας κατηγορούσε τον άλλον.
Η αρετή κατά τον Αντισθένη είναι μια φυσική ιδιότητα και όχι μια εξωκοινωνική ή μεταφυσική δύναμη όπως πίστευε ο Σωκράτης. Ο ρόλος λοιπόν της αρετής είναι να βάζει χαλινάρι στα πάθη και τις ορμές. Όσο για την ηθική, στο σημείο αυτό διαφωνούσε ριζικά με τον Σωκράτη, γιατί παραδέχονταν, πως πρέπει να βασίζεται στα έργα κι όχι στις θεωρίες και στα λόγια. (Διογ. Λαέρτ. VI, 11).
Ως μόνο προορισμό της φιλοσοφίας θεωρούσε την κατανόηση των εννοιών και την ηθική, και η διδασκαλία του ήταν απλή και θετική, κηρύττοντας ότι η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο προς εξασφάλιση της ευδαιμονίας, την οποία για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει πρώτα να κατέχει την αρετή, η οποία είναι διδακτή.
Στους Κυνικούς ο Αντισθένης δίδασκε, επίσης, ότι «ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τους νόμους, αρκεί να αφήσει την φύσιν αυτού να εκδηλωθεί ελευθέρως και χωρίς επιρροή από εξωτερική βία ή πλάνη και χωρίς εσωτερικό πάθος» Έλεγε πως το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ανεξαρτησίας και έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο.
Πώς μπορούσε κανείς να το πετύχει αυτό; Περιορίζοντας τις απαιτήσεις του από τη ζωή και από τους άλλους, ώστε να μην έχει ανάγκη από τίποτε και από κανέναν.
«Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ούτε νόμον ανάγκη έχει ο σοφός κατά κρίσιν εαυτού δρων και φερόμενος».Έλεγε ότι οι νόμοι είναι για τους πολλούς, τους ανόητους και τους μέτριους, όχι για τους εκλεκτούς. Επίσης, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες θεωρούσε απομάκρυνση από το φυσικό την αιώνια διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα.
Επίσης, είχε ελεύθερες αντιλήψεις για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια. Ουσιαστικά, ο Αντισθένης ήταν ο πρώτος γνωστός αναρχικός στην Ιστορία και οι Κυνικοί του ήταν αυτό ακριβώς, μία σχολή αναρχίας. Ήταν καταπληκτικός ρήτορας και λογοτέχνης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, και οι καυστικές απαντήσεις του ήταν παροιμιώδες. Να ένα παράδειγμα: κάποτε κάποιος τον ρώτησε τι γυναίκα να παντρευτεί, ωραία ή άσχημη; Ο Αντισθένης του απάντησε ότι αν παντρευόταν ωραία γυναίκα θα την είχε «κοινή», αν παντρευόταν άσχημη θα ήταν «ποινή».
Oι αθηναίοι που ανήκαν στη θέση του Αντισθένη ήταν πολλοί που δυσφορούσαν κι αγανακτούσαν γιατί η Πολιτεία, ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τους αναγνώρισε ισότιμους πολίτες με τους άλλους Αθηναίους. Άρα, ο Αντισθένης, εκφράζοντας έμμεσα κοσμοπολίτικες και αντιπατριωτικές ιδέες, ερμήνευε κι εκπροσωπούσε την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αθηναίων, που, με το να μην εξισωθούν με τους άλλους Αθηναίους, όπως το έλπιζαν και το περίμεναν, αδιαφορούσαν πια για την Αθηναϊκή Πολιτεία, την έβλεπαν σαν εχθρό τους και μισούσαν τους πολίτες Αθηναίους.
Οταν πάλι υποστήριζε, πως οι νόμοι που ψηφίζονται στις λαοσυνάξεις αποβλέπουν στο να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μέτριων πολιτών, με όσα έλεγε και δίδασκε διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές διακρίσεις και κυρίως εξεγείρονταν η συνείδησή του, γιατί ενώ είχαν πολιτικά δικαιώματα οι πρώτοι τυχόντες, που από σύμπτωση γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους, αυτός, ένας πνευματικός άνθρωπος, δεν είχε, ούτε το δικαίωμα να διδάξει στις επίσημες Σχολές της Πολιτείας, ούτε και να πάρει μέρος στη διοίκηση των κοινών.
Η τέτοια του μειονεκτική θέση μέσα στην Αθηναϊκή Πολιτεία του κόστιζε πολύ, γι’ αυτό και δεν ήταν ενθουσιασμένος με τους λαοκρατικούς θεσμούς. Μια που η δημοκρατία δεν τον αναγνώριζε για γνήσιο πολίτη της, δεν είχε κανένα λόγο να υπερασπίζεται το αθηναϊκό πολίτευμα. Και σ’ αυτό όλο το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Δεν ήταν βέβαια, αντιδραστικός και φανατικός ολιγαρχικός, όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και άλλοι, δεν μπορούσε όμως και να χωνέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί, ενώ οι από πατέρα και μάνα αθηναίοι είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξισώνονταν πλούσιοι και φτωχοί και μπορούσε ν’ ανέβει ο καθένας στα ανώτατα αξιώματα, ένας μη γνήσιος αθηναίος, αν είχε γνώσεις, ικανότητες και τιμιότητα και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πόλεμο, δεν μπορούσε να είναι ισότιμος με τον πιο παρακατιανό πολίτη.
Έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε νόμοι, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε έθνη, ούτε γάμοι. Περιπλανιόταν πάμφτωχος, ξυπόλητος, ντυμένος με κουρέλια, με ένα μικρό σακί στον ώμο και μία ράβδο στο χέρι, πάνω στην οποία έκανε ένα σκάλισμα κάθε φορά που κάποιος τον κατηγορούσε για κάτι που δεν είχε πει ή κάνει: η ράβδος του ήταν γεμάτη σκαλίσματα Έγραψε πολλά ρητορικά και φιλοσοφικά έργα κι έχουμε την πληροφορία ότι γέμιζαν δέκα ολόκληρους μεγάλους τόμους, αλλά, φυσικά, κανένα δεν διασώθηκε και κανένα δεν διαβάσαμε, ούτε εμείς ούτε οι περισσότεροι προγονοί μας.
Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.
Ο Διογένης, πριν κάνει τον Κυνικό φιλόσοφο, ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημά και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».
Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός. Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».
Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».
Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως το δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μια μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.
Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης του είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;). Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί.
Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ). Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν.
Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.
Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύτηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».
Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του. Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.
Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω».
Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».
Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις». Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου»
Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλο του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφτεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις.» Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.
Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και το θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Η πολιτεία δε χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονιοί τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).
Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε σα νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε το μόχθο, όπως ο Αντισθένης.
Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται».
Ο Κύων «δαγκάνει» στολισμένο νέο: Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει που πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις «χείρων», δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα «χείρων». Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες «Ευρυτίων». (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).
Ο Κύων «δαγκωνει» τον Διδύμωνα: Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην».
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν οικοδεσπότη: Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;»
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;»
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή«Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας,«Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν μοχθηρό πολίτη: Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι” αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;»
Τοιχογραφία με τον Κράτη και την Ιππαρχία στη Βίλλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη. Ο Κράτης φαίνεται να κρατάει ένα ραβδί και ένα σάκο, ενώ η Ιππαρχία φαίνεται να τον πλησιάζει με τα υπάρχοντά της, κατά τον τρόπο πιθανούς νύφης. Wall painting showing the Cynic philosophers Crates and Hipparchia. From the garden of the Villa Farnesina, Museo delle Terme, Rome, c. 1st century.
Κράτης ο Θηβαίος
Άλλος ακουστός στην αρχαιότητα Κυνικός ήταν ο Κράτης ο Θηβαίος, ο μαθητής του Διογένη, που αρχίζει τη δράση του μέσα στα χρόνια 328-324 ή πιο σωστά ύστερα από την καταστροφή των Θηβών από τον Αλέξανδρο (335). Η αρχαία παράδοση τον περιγράφει κακοφτιαγμένο, άσχημο και καμπούρη. Είχε όμως, άλλα χαρίσματα. Ήταν έξυπνος, ετοιμόλογος και σαρκαστής.
Αν και ήταν από τους πλουσιότερους θηβαίους, ωστόσο παράτησε βιός και καλοπέραση, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ακολούθησε τον Διογένη. Άλλη πάλι παράδοση, λέει πως κατάθεσε τα χρήματά του σε μια τράπεζα, με τη ρητή εντολή να τα πάρουν τα παιδιά του αν γίνουν φιλόσοφοι, αλλιώτικα να μοιραστούν στο λαό και μια τρίτη παράδοση ιστορεί πως, για να ξεφορτωθεί τον κινητό του πλούτο, έριξε τα τάλαντά του στη θάλασσα.
Όπως βλέπουμε, υπήρχαν πολλές γύρω στο ζήτημα της περιουσίας του πλούσιου Κράτη παραδόσεις και φυσικά όλες αυτές δεν έχουν ιστορική βάση. Οι παραδόσεις αυτές είναι κατασκευάσματα της μεταγενέστερης εποχής. Πιο πιθανό είναι, πως ο Κράτης τα έχασε όλα ύστερα από την καταστροφή της πατρίδας του από τον Αλέξανδρο και τότε αναγκάστηκε απ’ τα πράγματα να γίνει μαθητής και οπαδός του Διογένη.
Όπως κι αν είναι, ο Κράτης πήρε μια σακούλα κι ένα ραβδί και άρχισε να διδάσκει την «κυνική φιλοσοφία». Τον ακολούθησε μάλιστα και η γυναίκα του Ιππαρχία, που ήταν αδελφή του μαθητή του Μητροκλή. Φαίνεται, πως ήταν πολύ διαβασμένος και είχε και ποιητικό ταλέντο, γιατί έγραφε ποιήματα. Ένα απ’ αυτά, στο οποίο εκθείαζε τη φτώχεια και τα ιδανικά του κυνισμού, είχε τον τίτλο «Πήρα» (Σακούλα), που ήταν σα να πούμε ένα από τα «εμβλήματα» των Κυνικών.
Ο Διογένης Λαέρτιος μάλιστα, μας πληροφορεί (VI, 98), πως ο θηβαίος Κυνικός σύνθεσε τραγωδίες και σε μιαν απ’ αυτές, που είχε «υψηλότατον φιλοσοφίας χαρακτήρα», μαζί με άλλα, τόνιζε: «Ουχ εις πάτρας μοι πύργος, ου μία στέγη, πάσης δε χέρσου και πόλισμα και δόμος έτοιμος ημίν ενδιαιτάσθαι πάτρα». (Δεν έχω για πατρίδα μου μία και μόνη πόλη, ένα μόνο σπίτι. Όλη η γη και κάθε πόλη και σπίτι είναι για μένα και πατρίδα).
Ήρθε και στην Αθήνα, όπου άκουσε τη διδασκαλία του Διογένη κι επειδή άνοιγε τις πόρτες και έμπαινε σ’ όποιο σπίτι έβρισκε μπροστά του για να διδάξει, τον έλεγαν οι αθηναίοι «θυρεπανοίκτην». Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γενικότερη δράση και επιρροή του, φαίνεται όμως, πως η διδασκαλία του τραβούσε κόσμο. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μάλιστα, που αργότερα έγινε ο ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας, χρημάτισε μαθητής του. Άλλοι μαθητές του Διογένη ήταν ο Μόνιμος από τη Συρακούσα και ο Ονησίκριτος από την Αίγινα. Μα οι οπαδοί και διδάσκαλοι αυτοί της κυνικής «φιλοσοφίας», δεν πρόσθεσαν τίποτα το νέο σε όσα δίδαξαν ο Διογένης και ο Κράτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου