Ξέρετε, μέχρι πριν λίγο καιρό έτρεφα ανάμεικτα αισθήματα για τους διάττοντες αστέρες. Ναι, για τα λεγόμενα πεφταστέρια, αυτά που σύμφωνα με τους επιστήμονες δεν είναι αστέρια που «πέφτουν». Πρόκειται για μικρά κομμάτια (μέχρι και σε μορφή σκόνης) τα οποία είναι απομεινάρια του κομήτη Σουίφτ-Τάτλ (109P/Swift-Tuttle) και όταν εισέρχονται στην ατμόσφαιρα της Γης με τεράστιες ταχύτητες καίγονται εξαιτίας της τριβής με την ατμόσφαιρα μέσα σε δευτερόλεπτα.
Τόσες λεπτομέρειες και τόσες έρευνες για αυτά, σχεδόν όμως ανώφελες για όλους όσους πιστεύουν πως είναι ικανά να αιχμαλωτίσουν μια ευχή. Πόσο σε περιπαίζουν τελικά;
Από μικρή ηλικία το παραμύθι πλάθεται μέσα στα δυο μας ανήμπορα χέρια που στέκουν αδύναμα να αδράξουν κάθε ευκαιρία για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να σηκώσουμε το κεφάλι μας στα αστέρια και να στείλουμε με το βλέμμα μας μια ευχή, αν κάποτε πετύχουμε ένα αποδημητικό αστέρι να σχίζει την ηρεμία του ουρανού μας. Και βυθιζόμαστε σε αυτήν την ιστοριούλα για να καθησυχαστούμε πως κάποια στιγμή θα δούμε το όνειρό μας να χτίζεται σε δευτερόλεπτα μπροστά μας...
Τελικά όμως, στο μόνο που μας βοηθούν αυτά τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα είναι στο να καταλάβουμε ποια είναι η μεγάλη μας επιθυμία που ξεπερνάει τις υπόλοιπες. Η πρώτη που θα σχηματιστεί σαν εικόνα στο μυαλό σου, σχεδόν αυτόματα, καθώς αντικρίσεις έναν αστέρα, θα είναι εκείνη που θα μπει πρώτη στη μεγάλη αυτή λίστα προς υλοποίηση, που μόνο εσύ και κανένα «μαγικό ουράνιο σώμα» θα μπορείς να πραγματοποιήσεις.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς δικαιολογίες για να μένουμε θεατές της ζωής και να αποδίδουμε τις αποτυχίες μας κάπου αλλού.
Όπως έλεγα πρωτύτερα, έτρεφα πολύ ειδεχθή αισθήματα για αυτά τα παιχνιδιάρικα αστέρια διότι πίστευα πως το φως τους μπορεί να φέρει πυκνότερο σκοτάδι όταν εκείνα διαβατάρικα ξενιτευτούν απ’ τον δικό μας ουρανό σε κάποιον άλλο. Είναι μεγάλη η αντίθεση, θα λέγαμε, διότι όταν σεργιανίζουν τον ουρανό μας το φως τους ξεχωρίζει, ίσως εξαιτίας της ημερόβιας αντοχής τους που στα θολά από την ιδέα της απώλειας μάτια μας τα βλέπουμε πιο μεγάλα, πιο όμορφα, πιο φωτεινά, πιο ιδιάζοντα μόνο επειδή δε θα τα ξαναδούμε να διασχίζουν τον ουρανό μας.
Το φως τους, λοιπόν, μέσα από την δική μας υποκειμενική ματιά ξεπερνά κάθε άλλον αστερισμό που κεντάει με το φως του τον ουράνιο θόλο ή και όλους μαζί. Η αίσθηση μετά την απώλειά τους είναι τόση που μεθά τα μάτια για να μην είναι σε θέση να κοιτάξουν τα υπόλοιπα αμέτρητα αστέρια που είναι εκεί. Καλύτερα, λες, να μη γνώριζες ποτέ πως είναι να λούζουν τις σκοτεινές πτυχές σου με τον στιγμιαίο εγωισμό τους. Άσε! Καλύτερα! Σε αδειάζουν οι διάττοντες αστέρες από κάθε στίγμα φωτός. Συνηθίζεις το φως τους να ζει πάνω από όλους τους αστερισμούς για όσο κρατάει μιαν ανάσα ή ένα βλεφάρισμα και ύστερα αφήνουν στα χείλη μια γλυκόπικρη ανάμνηση που την κουβαλάς αέναα μαζί σου με όλο το βάρος της απώλειας, ώσπου σιγά-σιγά σπάει από εκείνη την μικρή βελονίτσα της απουσίας.
Μια ολόκληρη ανάμνηση έτοιμη να καταρρεύσει...
Το ίδιο συμβαίνει και με τους αστέρες, τους νεκρούς ήλιους μας, μόνο που η απώλεια αυτών αφήνει πιο έντονο σκοτάδι. Συμβαίνει μερικές φορές να κοιτάξουμε τον ουρανό κι αντικρίζοντας τον ήλιο να του δώσουμε ένα όνομα συνδεδεμένο με ένα πρόσωπο συνδεδεμένο με τις πιο ζεστές στιγμές μας, τότε που η ψυχή μας ένιωσε να έχει κάπου να ακουμπήσει για να ξεκουραστεί από όλα εκείνα τα καθημερινά που την θλίβουν και την φθείρουν. Κοιτάς τον ήλιο μέσα στα μάτια κι όχι απ’ τις σκιές του και δε τυφλώνεσαι γιατί μέσα σου κατοικεί εκείνος ο άνθρωπος που έδωσε το όνομά του σε αυτό το ζωτικό ουράνιο σώμα, έτσι γίνεται συνήθεια το φως του και δεν αρκεί για να σε τυφλώσει. Δε ξεχωρίζεις στο δρόμο σου τα αγκάθια, δεν υπάρχουν πια για σένα.
Και κάποια στιγμή η αμφιλύκη φθάνει, εκείνο το μούχρωμα της δύσης που σε αφήνει ενεό να χάνεις μέσα από τα δυο σου χέρια τη ζωή σου, τον Ήλιο σου... Χωρίς εκείνον τίποτα δε μπορεί να γεννηθεί, ούτε να κρατηθεί στη ζωή.
Κι αν ο Ήλιος σου σβήσει, τι απομένει; Κάπως έτσι γκρεμίζεται η κατηγορία μου για τους διάττοντες αστέρες. Κάπου ανάμεσα στο σκοτεινό μονοπάτι μιας νύχτας, όπου τα τρεμάμενα βήματά σου αβέβαια σε οδηγούν στο κενό, κάποιος διάττων αστέρας σχίζει τον ουρανό σου...
Μέσα λοιπόν στην τόση αγωνία σου για ζωή, ξάφνου ένα πεφταστέρι φωτίζει ολάκερο τον ουρανό σου και φθάνει για να βρεις τον τρόπο να ξανασηκωθείς, να τινάξεις από πάνω σου την απώλεια του ήλιου σου, τις μελανιές του αγώνα σου να ζήσεις, το χώμα από τα δυο σου πόδια που σε γονάτισαν και να χαιρετήσεις χαμογελαστός τη ζωή που σου γνέφει από την γωνία του δρόμου να συνεχίσεις...
Τόσες λεπτομέρειες και τόσες έρευνες για αυτά, σχεδόν όμως ανώφελες για όλους όσους πιστεύουν πως είναι ικανά να αιχμαλωτίσουν μια ευχή. Πόσο σε περιπαίζουν τελικά;
Από μικρή ηλικία το παραμύθι πλάθεται μέσα στα δυο μας ανήμπορα χέρια που στέκουν αδύναμα να αδράξουν κάθε ευκαιρία για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να σηκώσουμε το κεφάλι μας στα αστέρια και να στείλουμε με το βλέμμα μας μια ευχή, αν κάποτε πετύχουμε ένα αποδημητικό αστέρι να σχίζει την ηρεμία του ουρανού μας. Και βυθιζόμαστε σε αυτήν την ιστοριούλα για να καθησυχαστούμε πως κάποια στιγμή θα δούμε το όνειρό μας να χτίζεται σε δευτερόλεπτα μπροστά μας...
Τελικά όμως, στο μόνο που μας βοηθούν αυτά τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα είναι στο να καταλάβουμε ποια είναι η μεγάλη μας επιθυμία που ξεπερνάει τις υπόλοιπες. Η πρώτη που θα σχηματιστεί σαν εικόνα στο μυαλό σου, σχεδόν αυτόματα, καθώς αντικρίσεις έναν αστέρα, θα είναι εκείνη που θα μπει πρώτη στη μεγάλη αυτή λίστα προς υλοποίηση, που μόνο εσύ και κανένα «μαγικό ουράνιο σώμα» θα μπορείς να πραγματοποιήσεις.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς δικαιολογίες για να μένουμε θεατές της ζωής και να αποδίδουμε τις αποτυχίες μας κάπου αλλού.
Όπως έλεγα πρωτύτερα, έτρεφα πολύ ειδεχθή αισθήματα για αυτά τα παιχνιδιάρικα αστέρια διότι πίστευα πως το φως τους μπορεί να φέρει πυκνότερο σκοτάδι όταν εκείνα διαβατάρικα ξενιτευτούν απ’ τον δικό μας ουρανό σε κάποιον άλλο. Είναι μεγάλη η αντίθεση, θα λέγαμε, διότι όταν σεργιανίζουν τον ουρανό μας το φως τους ξεχωρίζει, ίσως εξαιτίας της ημερόβιας αντοχής τους που στα θολά από την ιδέα της απώλειας μάτια μας τα βλέπουμε πιο μεγάλα, πιο όμορφα, πιο φωτεινά, πιο ιδιάζοντα μόνο επειδή δε θα τα ξαναδούμε να διασχίζουν τον ουρανό μας.
Το φως τους, λοιπόν, μέσα από την δική μας υποκειμενική ματιά ξεπερνά κάθε άλλον αστερισμό που κεντάει με το φως του τον ουράνιο θόλο ή και όλους μαζί. Η αίσθηση μετά την απώλειά τους είναι τόση που μεθά τα μάτια για να μην είναι σε θέση να κοιτάξουν τα υπόλοιπα αμέτρητα αστέρια που είναι εκεί. Καλύτερα, λες, να μη γνώριζες ποτέ πως είναι να λούζουν τις σκοτεινές πτυχές σου με τον στιγμιαίο εγωισμό τους. Άσε! Καλύτερα! Σε αδειάζουν οι διάττοντες αστέρες από κάθε στίγμα φωτός. Συνηθίζεις το φως τους να ζει πάνω από όλους τους αστερισμούς για όσο κρατάει μιαν ανάσα ή ένα βλεφάρισμα και ύστερα αφήνουν στα χείλη μια γλυκόπικρη ανάμνηση που την κουβαλάς αέναα μαζί σου με όλο το βάρος της απώλειας, ώσπου σιγά-σιγά σπάει από εκείνη την μικρή βελονίτσα της απουσίας.
Μια ολόκληρη ανάμνηση έτοιμη να καταρρεύσει...
Το ίδιο συμβαίνει και με τους αστέρες, τους νεκρούς ήλιους μας, μόνο που η απώλεια αυτών αφήνει πιο έντονο σκοτάδι. Συμβαίνει μερικές φορές να κοιτάξουμε τον ουρανό κι αντικρίζοντας τον ήλιο να του δώσουμε ένα όνομα συνδεδεμένο με ένα πρόσωπο συνδεδεμένο με τις πιο ζεστές στιγμές μας, τότε που η ψυχή μας ένιωσε να έχει κάπου να ακουμπήσει για να ξεκουραστεί από όλα εκείνα τα καθημερινά που την θλίβουν και την φθείρουν. Κοιτάς τον ήλιο μέσα στα μάτια κι όχι απ’ τις σκιές του και δε τυφλώνεσαι γιατί μέσα σου κατοικεί εκείνος ο άνθρωπος που έδωσε το όνομά του σε αυτό το ζωτικό ουράνιο σώμα, έτσι γίνεται συνήθεια το φως του και δεν αρκεί για να σε τυφλώσει. Δε ξεχωρίζεις στο δρόμο σου τα αγκάθια, δεν υπάρχουν πια για σένα.
Και κάποια στιγμή η αμφιλύκη φθάνει, εκείνο το μούχρωμα της δύσης που σε αφήνει ενεό να χάνεις μέσα από τα δυο σου χέρια τη ζωή σου, τον Ήλιο σου... Χωρίς εκείνον τίποτα δε μπορεί να γεννηθεί, ούτε να κρατηθεί στη ζωή.
Κι αν ο Ήλιος σου σβήσει, τι απομένει; Κάπως έτσι γκρεμίζεται η κατηγορία μου για τους διάττοντες αστέρες. Κάπου ανάμεσα στο σκοτεινό μονοπάτι μιας νύχτας, όπου τα τρεμάμενα βήματά σου αβέβαια σε οδηγούν στο κενό, κάποιος διάττων αστέρας σχίζει τον ουρανό σου...
Μέσα λοιπόν στην τόση αγωνία σου για ζωή, ξάφνου ένα πεφταστέρι φωτίζει ολάκερο τον ουρανό σου και φθάνει για να βρεις τον τρόπο να ξανασηκωθείς, να τινάξεις από πάνω σου την απώλεια του ήλιου σου, τις μελανιές του αγώνα σου να ζήσεις, το χώμα από τα δυο σου πόδια που σε γονάτισαν και να χαιρετήσεις χαμογελαστός τη ζωή που σου γνέφει από την γωνία του δρόμου να συνεχίσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου