Χθες το βράδυ μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Αλλά και μαγικό συνάμα...
Έκλεισα τα μάτια μου κι ονειρεύτηκα πως ήμουν σ' έναν τόπο παραμυθένιο. Έναν τόπο μακριά, πολύ μακριά από δω...
Ονειρεύτηκα πως είχα πάρει πάλι το σακίδιο μου στην πλάτη και ήμουν, λέει, σ' έναν κόσμο γεμάτο χρώματα. Κόκκινο, πράσινο, λευκό, μαύρο, ροζ, μοβ... Λες και είχαν σύναξη τα χρώματα του ουρανίου τόξου, ένα πράμα...
Στον κόσμο αυτόν,
οι νότες της μουσικής σ' έπαιρναν από το χέρι και σε ταξίδευαν ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό. Εκεί που οι ψυχές των ανθρώπων πετάνε αγκαλιά με τα συναισθήματα τους εξερευνώντας κάθε κρυφή και φανερή γωνιά της φαντασίας...
Εδώ μπορούσες ν' αγγίξεις τα σύννεφα, να πιάσεις κουβέντα μαζί τους και να ξαπλώσεις πάνω στη μεταξένια ράχη τους δίχως να φοβάσαι μη πέσεις...
Στον κόσμο αυτόν,
το γρασίδι είχε το πιο όμορφο πράσινο χρώμα κι ο ουρανός το πιο γλυκό γαλάζιο. Δεν άκουγες κόρνες και φασαρία, ούτε καυγάδες, μονάχα τα πουλιά τραγουδούσαν πάνω σε νότες τόσο μελωδικές που σε μάγευαν.
Εδώ δε σκοτείνιαζε ποτέ. Κι ακόμα κι όταν νύχτωνε, το φως των μυριάδων αστεριών που στόλιζαν το βαθύ μπλε φόρεμα της νύχτας παιχνίδιζε σα μωρό παιδί με τις γρίλιες των παντζουριών και έδινε πνοή σε κάθε τι που άγγιζε...
Στον κόσμο αυτόν,
είδα τον γιο μου να πηγαίνει σ' ένα σχολείο που δε στριμώχνουν την ψυχή του σε καλούπια. Σ' ένα σχολείο που μοναδικό του βιβλίο ήταν η φαντασία. Και που τα παιδιά στις κασετίνες τους αντί για μολύβι είχαν ένα μαγικό κλειδί που ξεκλείδωσε την ευτυχία και μια γόμα που έσβησε το δάκρυ.
Και που κανένα από τα παιδιά δε φοβόταν να πετάξει. Και που αν, παρ' ελπίδα, βρισκόταν κάποιο που φοβόταν να πετάξει, του 'πιανε το χέρι η δασκάλα και του μάθαινε ν' ανοίγει τα φτερά του...
Στον κόσμο αυτόν,
δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί κι αδύναμοι, τυχεροί και άτυχοι. Μήτε ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι. Παρά μονάχα άνθρωποι που ακολουθούσαν την ψυχή τους...
Και κάθε φορά που κάποιος σκόνταφτε, βρισκόταν πάντα ένα χέρι δίπλα του για να τον σηκώσει και να τον κρατήσει. Και κάθε φορά που έκλεινε μια πόρτα, άνοιγαν δεκάδες παράθυρα για να μπορεί να ταξιδεύει ο νους του...
Στον κόσμο αυτόν,
δεν υπήρχε πόνος. Ούτε δυστυχία. Δεν υπήρχαν σύνορα, δεν υπήρχαν φράχτες που να χωρίζουν τους ανθρώπους. Ούτε θρησκείες και ιδεοληψίες...
Ο πόλεμος ήταν μια λέξη που οι άνθρωποι δεν είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους και τα χαμόγελα χόρευαν αγκαλιά σου πάνω στις νότες της πιο γλυκιάς μελωδίας που είχαν ακούσει ποτέ αυτιά ανθρώπου.
Εδώ κανείς δε πεινούσε, μήτε και κρύωνε, κι είχαν όλοι στη θέση της καρδιάς τους μια καρδιά μικρού παιδιού...
Πόσο φοβάμαι ν' ανοίξω τα μάτια μου, πόσο τρέμω μη ξυπνήσω... Πόσο θέλω να μείνω για πάντα στον κόσμο αυτόν...
Έκλεισα τα μάτια μου κι ονειρεύτηκα πως ήμουν σ' έναν τόπο παραμυθένιο. Έναν τόπο μακριά, πολύ μακριά από δω...
Ονειρεύτηκα πως είχα πάρει πάλι το σακίδιο μου στην πλάτη και ήμουν, λέει, σ' έναν κόσμο γεμάτο χρώματα. Κόκκινο, πράσινο, λευκό, μαύρο, ροζ, μοβ... Λες και είχαν σύναξη τα χρώματα του ουρανίου τόξου, ένα πράμα...
Στον κόσμο αυτόν,
οι νότες της μουσικής σ' έπαιρναν από το χέρι και σε ταξίδευαν ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό. Εκεί που οι ψυχές των ανθρώπων πετάνε αγκαλιά με τα συναισθήματα τους εξερευνώντας κάθε κρυφή και φανερή γωνιά της φαντασίας...
Εδώ μπορούσες ν' αγγίξεις τα σύννεφα, να πιάσεις κουβέντα μαζί τους και να ξαπλώσεις πάνω στη μεταξένια ράχη τους δίχως να φοβάσαι μη πέσεις...
Στον κόσμο αυτόν,
το γρασίδι είχε το πιο όμορφο πράσινο χρώμα κι ο ουρανός το πιο γλυκό γαλάζιο. Δεν άκουγες κόρνες και φασαρία, ούτε καυγάδες, μονάχα τα πουλιά τραγουδούσαν πάνω σε νότες τόσο μελωδικές που σε μάγευαν.
Εδώ δε σκοτείνιαζε ποτέ. Κι ακόμα κι όταν νύχτωνε, το φως των μυριάδων αστεριών που στόλιζαν το βαθύ μπλε φόρεμα της νύχτας παιχνίδιζε σα μωρό παιδί με τις γρίλιες των παντζουριών και έδινε πνοή σε κάθε τι που άγγιζε...
Στον κόσμο αυτόν,
είδα τον γιο μου να πηγαίνει σ' ένα σχολείο που δε στριμώχνουν την ψυχή του σε καλούπια. Σ' ένα σχολείο που μοναδικό του βιβλίο ήταν η φαντασία. Και που τα παιδιά στις κασετίνες τους αντί για μολύβι είχαν ένα μαγικό κλειδί που ξεκλείδωσε την ευτυχία και μια γόμα που έσβησε το δάκρυ.
Και που κανένα από τα παιδιά δε φοβόταν να πετάξει. Και που αν, παρ' ελπίδα, βρισκόταν κάποιο που φοβόταν να πετάξει, του 'πιανε το χέρι η δασκάλα και του μάθαινε ν' ανοίγει τα φτερά του...
Στον κόσμο αυτόν,
δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί κι αδύναμοι, τυχεροί και άτυχοι. Μήτε ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι. Παρά μονάχα άνθρωποι που ακολουθούσαν την ψυχή τους...
Και κάθε φορά που κάποιος σκόνταφτε, βρισκόταν πάντα ένα χέρι δίπλα του για να τον σηκώσει και να τον κρατήσει. Και κάθε φορά που έκλεινε μια πόρτα, άνοιγαν δεκάδες παράθυρα για να μπορεί να ταξιδεύει ο νους του...
Στον κόσμο αυτόν,
δεν υπήρχε πόνος. Ούτε δυστυχία. Δεν υπήρχαν σύνορα, δεν υπήρχαν φράχτες που να χωρίζουν τους ανθρώπους. Ούτε θρησκείες και ιδεοληψίες...
Ο πόλεμος ήταν μια λέξη που οι άνθρωποι δεν είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους και τα χαμόγελα χόρευαν αγκαλιά σου πάνω στις νότες της πιο γλυκιάς μελωδίας που είχαν ακούσει ποτέ αυτιά ανθρώπου.
Εδώ κανείς δε πεινούσε, μήτε και κρύωνε, κι είχαν όλοι στη θέση της καρδιάς τους μια καρδιά μικρού παιδιού...
Πόσο φοβάμαι ν' ανοίξω τα μάτια μου, πόσο τρέμω μη ξυπνήσω... Πόσο θέλω να μείνω για πάντα στον κόσμο αυτόν...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου