Η συνεξάρτηση είναι ο υπερθετικός βαθμός της παθολογικής εξάρτησης. Η τρυφερή υπερεκτίμηση κρύβει πίσω της την εξάρτηση, και η εξαρτημένη συμπεριφορά κολλάει πάνω στην προσωπικότητα όπως η ιδέα ότι “Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα”.
Η αλήθεια είναι ότι μπορώ πάντοτε να ζήσω χωρίς τον άλλον, πάντοτε, και είναι δύο αυτοί που πρέπει να το ξέρουν, εγώ και ο άλλος. Μου φαίνεται φοβερό κάποιος να σκέφτεται ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, ή να νομίζει ότι, αν εκείνος αποφασίσει να φύγει, εγώ θα πεθάνω… Από την άλλη, με τρομάζει η ιδέα να ζω με κάποιον που με θεωρεί απολύτως απαραίτητο στη ζωή του.
Αυτές είναι πάντοτε σκέψεις χειρισμού, που υποδηλώνουν φοβερή απαίτηση.
Η αγάπη, αντιθέτως, είναι πάντοτε θετική και υπέροχη, δεν είναι ποτέ αρνητική. Ωστόσο, μπορεί να είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιώ για να καταλήξω εξαρτημένος.
Γι’ αυτό λέω συχνά ότι ο συνεξαρτημένος δεν αγαπάει. Χρειάζεται, απαιτεί, εξαρτάται, αλλά δεν αγαπάει.
Καλό θα ήταν να ξεπεράσουμε την εξάρτηση μας από συγκεκριμένα πρόσωπα, να εγκαταλείψουμε αυτές τις συμπεριφορές, και να βοηθήσουμε τον άλλον να ξεπεράσει τη δική του εξάρτηση.
Θα μου άρεσε πολύ να μ’ αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αν όμως κάποιος δεν μ’ αγαπάει, θα ήθελα να μου το πει και να φύγει (ή να μη μου το πει, αλλά πάλι να φύγει). Γιατί δεν θέλω να είμαι δίπλα σε κάποιον που δεν θέλει να είναι μαζί μου…
Πονάει πολύ. Ωστόσο, αυτό είναι καλύτερο από το να μείνεις και να υποκρίνεσαι.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει στο βιβλίο του Φωνές: “Έπαψαν να σε εξαπατούν, όχι να σ’ αγαπάνε, κι εσύ πονάς σαν να έπαψαν να σ’ αγαπάνε”.
Προφανώς, όλοι θα θέλαμε να αποφύγουμε τη φοβερή ματαίωση που αισθάνεται κάνεις όταν πιστεύει ότι δεν τον αγαπάνε. Καμιά φορά για να μη φτάσουμε ως εκεί, γινόμαστε νευρωτικά χειριστικοί. Χειρίζομαι την κατάσταση έτσι ώστε να εξαπατώ τον εαυτό μου, να πιστεύω ότι εξακολουθείς να μ’ αγαπάς, ότι συνεχίζεις να είσαι το στήριγμα μου, το μπαστούνι μου.
Και αρχίζει ο κατήφορος. Κατεβαίνω σ’ ένα πηγάδι όλο και πιο σκοτεινό, αναζητώντας το φως της “συνάντησης”.
Το πρώτο σκαλοπάτι, είναι η προσπάθεια να σου γίνω απαραίτητος.
Ωστόσο, καμιά φορά, παρά τα όσα κάνω για να με έχεις ανάγκη, εσύ δεν δείχνεις να με χρειάζεσαι. Και τότε, τι κάνω;
Κατεβαίνω ακόμη ένα σκαλοπάτι.
Προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς…
Γιατί και η λύπηση μοιάζει λίγο σαν να μ’ αγαπάς…
Και η κατηφόρα συνεχίζεται…
Και αν δεν τα καταφέρω να με λυπηθείς, τι κάνω; Ανέχομαι την αδιαφορία σου;…
Ποτέ!!!
Αφού έφτασα ως εδώ, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να σε κάνω να με μισήσεις.
Συμβαίνει όμως να πέσουμε σε ανθρώπους τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακούς, που… δεν θέλουν να μας μισήσουν!
Φτάνω να θέλω να με μισήσεις και δεν τα καταφέρνω.
Οπότε… Βρίσκομαι σχεδόν στον πάτο του πηγαδιού. Και τώρα, τι κάνω;
Με δεδομένο ότι εξαρτώμαι από σένα και το βλέμμα σου, κάτι θα υπάρχει για να μην χρειαστεί να υποφέρω την αδιαφορία σου. Και πολλές φορές κατεβαίνω το τελευταίο σκαλί για να σε κάνω να κρέμεσαι από μένα:
Προσπαθώ να σε κάνω να με φοβάσαι.
Να φοβάσαι ως πού μπορώ να φτάσω, τι μπορεί να κάνω σε σένα ή στον εαυτό μου
Όταν η αναζήτηση του βλέμματός σου γίνεται εξάρτηση, η αγάπη μετατρέπεται σε αγώνα εξουσίας!
Η αλήθεια είναι ότι μπορώ πάντοτε να ζήσω χωρίς τον άλλον, πάντοτε, και είναι δύο αυτοί που πρέπει να το ξέρουν, εγώ και ο άλλος. Μου φαίνεται φοβερό κάποιος να σκέφτεται ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, ή να νομίζει ότι, αν εκείνος αποφασίσει να φύγει, εγώ θα πεθάνω… Από την άλλη, με τρομάζει η ιδέα να ζω με κάποιον που με θεωρεί απολύτως απαραίτητο στη ζωή του.
Αυτές είναι πάντοτε σκέψεις χειρισμού, που υποδηλώνουν φοβερή απαίτηση.
Η αγάπη, αντιθέτως, είναι πάντοτε θετική και υπέροχη, δεν είναι ποτέ αρνητική. Ωστόσο, μπορεί να είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιώ για να καταλήξω εξαρτημένος.
Γι’ αυτό λέω συχνά ότι ο συνεξαρτημένος δεν αγαπάει. Χρειάζεται, απαιτεί, εξαρτάται, αλλά δεν αγαπάει.
Καλό θα ήταν να ξεπεράσουμε την εξάρτηση μας από συγκεκριμένα πρόσωπα, να εγκαταλείψουμε αυτές τις συμπεριφορές, και να βοηθήσουμε τον άλλον να ξεπεράσει τη δική του εξάρτηση.
Θα μου άρεσε πολύ να μ’ αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αν όμως κάποιος δεν μ’ αγαπάει, θα ήθελα να μου το πει και να φύγει (ή να μη μου το πει, αλλά πάλι να φύγει). Γιατί δεν θέλω να είμαι δίπλα σε κάποιον που δεν θέλει να είναι μαζί μου…
Πονάει πολύ. Ωστόσο, αυτό είναι καλύτερο από το να μείνεις και να υποκρίνεσαι.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει στο βιβλίο του Φωνές: “Έπαψαν να σε εξαπατούν, όχι να σ’ αγαπάνε, κι εσύ πονάς σαν να έπαψαν να σ’ αγαπάνε”.
Προφανώς, όλοι θα θέλαμε να αποφύγουμε τη φοβερή ματαίωση που αισθάνεται κάνεις όταν πιστεύει ότι δεν τον αγαπάνε. Καμιά φορά για να μη φτάσουμε ως εκεί, γινόμαστε νευρωτικά χειριστικοί. Χειρίζομαι την κατάσταση έτσι ώστε να εξαπατώ τον εαυτό μου, να πιστεύω ότι εξακολουθείς να μ’ αγαπάς, ότι συνεχίζεις να είσαι το στήριγμα μου, το μπαστούνι μου.
Και αρχίζει ο κατήφορος. Κατεβαίνω σ’ ένα πηγάδι όλο και πιο σκοτεινό, αναζητώντας το φως της “συνάντησης”.
Το πρώτο σκαλοπάτι, είναι η προσπάθεια να σου γίνω απαραίτητος.
Ωστόσο, καμιά φορά, παρά τα όσα κάνω για να με έχεις ανάγκη, εσύ δεν δείχνεις να με χρειάζεσαι. Και τότε, τι κάνω;
Κατεβαίνω ακόμη ένα σκαλοπάτι.
Προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς…
Γιατί και η λύπηση μοιάζει λίγο σαν να μ’ αγαπάς…
Και η κατηφόρα συνεχίζεται…
Και αν δεν τα καταφέρω να με λυπηθείς, τι κάνω; Ανέχομαι την αδιαφορία σου;…
Ποτέ!!!
Αφού έφτασα ως εδώ, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να σε κάνω να με μισήσεις.
Συμβαίνει όμως να πέσουμε σε ανθρώπους τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακούς, που… δεν θέλουν να μας μισήσουν!
Φτάνω να θέλω να με μισήσεις και δεν τα καταφέρνω.
Οπότε… Βρίσκομαι σχεδόν στον πάτο του πηγαδιού. Και τώρα, τι κάνω;
Με δεδομένο ότι εξαρτώμαι από σένα και το βλέμμα σου, κάτι θα υπάρχει για να μην χρειαστεί να υποφέρω την αδιαφορία σου. Και πολλές φορές κατεβαίνω το τελευταίο σκαλί για να σε κάνω να κρέμεσαι από μένα:
Προσπαθώ να σε κάνω να με φοβάσαι.
Να φοβάσαι ως πού μπορώ να φτάσω, τι μπορεί να κάνω σε σένα ή στον εαυτό μου
Όταν η αναζήτηση του βλέμματός σου γίνεται εξάρτηση, η αγάπη μετατρέπεται σε αγώνα εξουσίας!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου