Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΒΙΩΝ - Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος (1-28)

Επιτάφιος θρήνος για τον Άδωνη
Ο Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος του Βίωνα από τη Σμύρνη, του τρίτου -μετά τον Θεόκριτο και τον Μόσχο- σημαντικότερου βουκολικού ποιητή, είναι ένα σύντομο ποίημα (98 εξάμετροι στίχοι) που έχει χαρακτήρα θρήνου. Αναφέρεται στον θάνατο του ωραίου Άδωνη, ερωμένου της Αφροδίτης, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου, είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, όταν ένα αγριογούρουνο τον τραυμάτισε θανάσιμα στον μηρό. Η Αφροδίτη, απαρηγόρητη για τον χαμό του, παρακάλεσε την Περσεφόνη και πέτυχε να περνάει ο Άδωνης έξι μήνες το χρόνο πάνω στη γη. Με τον θάνατό του συνδεόταν η γονιμική τελετή των Αδωνίων που γιορταζόταν μια φορά κάθε χρόνο σε πολλές ελληνικές πόλεις: γυναίκες -γιατί μόνον αυτές συμμετείχαν-τοποθετούσαν το ομοίωμα του Άδωνη σε φέρετρο, έκαιγαν θυμιάματα, ενώ σε πήλινα αγγεία φύτευαν σπόρους που βλάσταιναν και, όπως ήταν σύντομη η ζωή του Άδωνη, "πέθαιναν" γρήγορα (Ἀδώνιδος κῆποι)· αφού θρηνούσαν μια μέρα, έριχναν το ομοίωμα και τους "κήπους" στη θάλασσα. Το ποίημα πρέπει να φανταστεί κανείς ότι λέγεται κατά τη διάρκεια του θρήνου των Αδωνίων (ίσως λίγο πριν να ριχτεί το ομοίωμα στη θάλασσα) από γυναίκα που συμμετέχει στην τελετή. Οι εναλλασσόμενες εικόνες (η προτροπή στην Άρτεμη να ξυπνήσει, ο Άδωνης στα όρη, το πένθος της Αφροδίτης κ.o.κ.) θυμίζουν κάπως, όπως έχει παρατηρηθεί, τον αντιφωνικό και διαλογικό χαρακτήρα των μοιρολογιών. Το εφύμνιο, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αφού άλλοτε αναφέρεται στον Άδωνη άλλοτε στην Αφροδίτη, αντιστοιχεί επίσης στα επιφωνήματα με τα οποία εκφράζεται ο πόνος στα μοιρολόγια.

ΒΙΩΝ

Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος (1-28)

Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι, Κύπρι, κάθευδε·
ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολε καὶ πλατάγησον
5στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
Κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων, τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
10χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος, ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
15αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
Ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περιπολλὰ φίλοι κύνες ὠδύραντο,
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν ὀρειάδες. ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα
20λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται
πενθαλέα νήζωστος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται,
ὀξὺ δὲ κωκύουσα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται,
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν καὶ πολλὰ καλεῦσα.
25ἀμφὶ δέ νιν μέλαν εἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν αἰωρεῖται,
στήθεα δ᾽ ἐκ χειρῶν φοινίσσεται, οἱ δ᾽ ὑπὸ μαζοί
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύρονται.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

***
ΒΙΩΝΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΩΝΗ
Θρηνώ τον Άδωνη: «Έσβησε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»«Ο ωραίος εχάθηκε Άδωνης» κλαιν οι Έρωτες μαζί μου.
Στο πορφυρό στρωσίδι σου πια μην κοιμάσαι, Κύπρη·δύστυχη, σήκω, φόρεσε τα μαύρα, στηθοδάρσου5και λέγε σε όλους: «Χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτες μαζί μου.
Ο ωραίος κείτεται Άδωνης στα όρη λαβωμένος,απ᾽ άσπρο δόντι στ᾽ άσπρο του μηρί, η πνοή του σβήνει—τί πόνοι, ω Κύπρη!—, ξεψυχά, στη σάρκα τη χιονάτη10το μαύρο του αίμα χύνεται, τα μάτια σκοτιδιάζουν,και φεύγουν απ᾽ το χείλι του τα ρόδα, και πεθαίνειστο χείλι το φιλί, που πια δε θα το πάρει η Κύπρη.Το φίλημά του, κι ας μη ζει, θα το ποθούσε η Κύπρη,μα ξέρει αυτός ποιός τον φιλεί την ώρα του θανάτου;15Θρηνώ τον Άδωνη, θρηνούν και οι Έρωτεςμαζί μου.
Έχει ο Άδωνης λαβωματιά βαριά μες στο μηρί του,μα πιο βαριά ᾽χει στην καρδιά λαβωματιά η Κυθέρεια.Τον Άδωνη τον έκλαψαν τ᾽ αγαπητά σκυλιά τουκαι τον θρηνούν και των βουνών οι Νύμφες. Η Αφροδίτη20με τα μαλλιά της ξέπλεκα στους λόγγους τριγυρνάει,μαυροντυμένη, ξέζωστη, ξυπόλυτη· ως διαβαίνει,τη σκίζουνε και το θεϊκό τής πίνουν αίμα οι βάτοι·γοερά θρηνώντας, λαγκαδιές περνά, και τον Ασσύριονάντρα της κράζει, τ᾽ όνομά του λέει και ξαναλέει.25Μαύρο ανεμίζει γύρω της ντύμα ανοιχτό ώς τη μέση,ματώνει με τα χέρια της τα στήθια, κοκκινίζειγια χάρη τώρα του Άδωνη του κόρφου της το χιόνι.Κι όλο θρηνούνε οι Έρωτες «Κυθέρεια, συφορά σου»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου