Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ᾿ έκαμεν η φύσις πάρα πολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να δω άνθρωπον να πάσχη και να κλαίει, χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πως κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν᾿ αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη. Αλλ᾿ εγώ δεν ημπορώ να ιδώ αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κι εγώ θ᾿ αποθάνω.
Έπειτα αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ᾿ επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς. Αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα χαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δυό πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω, να μην τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είμαι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρά εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ᾿ εγὼ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή ο αντίπαλός του να πάθη, με κάμει να ανατριχιάζω. Προ πάντων όταν συλλογίζομαι, ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και ἁμαξιάτικα με κίνδυνο να τα χάσω, αν τύχη, Θεός φυλάξοι, ο φίλος μου να σκοτωθή.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθή να τα αποδώση εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγη. Τούτο ημπορεί να φανή μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδιάν, αλλ᾿ η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ᾿ απαντούσεν εις τονδρόμον και εκαμώνετο πως δεν με εἶδεν.
Αυτός είναι ο λόγος που μ᾿ έκανε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου ἑκατο δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να των ιδώ αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ᾿ εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του. Διά να αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο Αρχαγγέλους’ και Πιστωτικές’. Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν’ αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρους, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνη εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ἱκανός να εργασθή, ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βσανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομέια και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, δια να εμποδίσουν ν αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δί αύτα ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, δια να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα ευρίσκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς και οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος οπού υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν οι διασκεδάσεις και να μ᾿ ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιήται. Καθώς πάς άλλος, αγαπώ κι εγὼ τίς εὔμορφες και πλούσιος καθώς ειμαι, εὔκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ᾿ εγὼ συλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου αν υπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ᾿ επήρεν όχι δια τα ευγενή μου, αλλά δια τα επτά μου σπίτια.
Παρά ταύτην την ανυπόφορην επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δε με εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως απ᾿ ότι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί να αναφέρω πώς, όταν έτυχε πέρυσι ν αρρωστήση δεν κατόρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη. Ο βήχας και το γλού-γλοὺ της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδια και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμεράς μου έφερνε ζάλη.
Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ᾿ έκαμε να εξοδέψω πάρα πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρετανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην.
Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ἡμέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσο μεγάλη, ώστε αναγκάσθηκα να πάρω δια παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ᾿ εμπόδισαν να είπω τίποτε δι᾿ αύτα τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ᾿ ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε που ήμουν ούτε τί κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισά μου και ειμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ᾿ αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τοναστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου να αρρωστήσω!
Ενώ εγὼ εις την ιδικήν της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμήν δεν έλειψεν από κοντά μου. Αγρύπνησε δέκα νύχτες εις το προσκέφαλό μου. Ἤθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ᾿ αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται δια τον κακόν μου τρόπο, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από τή αρρωστομυρωδιάν του δωματίου.
Αυτό μ᾿ έκαμεν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συνασπισμοί και να με δαγκάνουν αι βδέλλαι; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν᾿ απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδική ευαισθησία.
Εμμανουήλ Ροΐδης
Έπειτα αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ᾿ επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς. Αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα χαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δυό πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω, να μην τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είμαι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρά εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ᾿ εγὼ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή ο αντίπαλός του να πάθη, με κάμει να ανατριχιάζω. Προ πάντων όταν συλλογίζομαι, ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και ἁμαξιάτικα με κίνδυνο να τα χάσω, αν τύχη, Θεός φυλάξοι, ο φίλος μου να σκοτωθή.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθή να τα αποδώση εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγη. Τούτο ημπορεί να φανή μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδιάν, αλλ᾿ η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ᾿ απαντούσεν εις τονδρόμον και εκαμώνετο πως δεν με εἶδεν.
Αυτός είναι ο λόγος που μ᾿ έκανε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου ἑκατο δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να των ιδώ αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ᾿ εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του. Διά να αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο Αρχαγγέλους’ και Πιστωτικές’. Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν’ αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρους, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνη εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ἱκανός να εργασθή, ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βσανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομέια και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, δια να εμποδίσουν ν αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δί αύτα ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, δια να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα ευρίσκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς και οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος οπού υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν οι διασκεδάσεις και να μ᾿ ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιήται. Καθώς πάς άλλος, αγαπώ κι εγὼ τίς εὔμορφες και πλούσιος καθώς ειμαι, εὔκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ᾿ εγὼ συλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου αν υπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ᾿ επήρεν όχι δια τα ευγενή μου, αλλά δια τα επτά μου σπίτια.
Παρά ταύτην την ανυπόφορην επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δε με εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως απ᾿ ότι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί να αναφέρω πώς, όταν έτυχε πέρυσι ν αρρωστήση δεν κατόρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη. Ο βήχας και το γλού-γλοὺ της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδια και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμεράς μου έφερνε ζάλη.
Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ᾿ έκαμε να εξοδέψω πάρα πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρετανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην.
Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ἡμέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσο μεγάλη, ώστε αναγκάσθηκα να πάρω δια παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ᾿ εμπόδισαν να είπω τίποτε δι᾿ αύτα τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ᾿ ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε που ήμουν ούτε τί κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισά μου και ειμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ᾿ αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τοναστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου να αρρωστήσω!
Ενώ εγὼ εις την ιδικήν της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμήν δεν έλειψεν από κοντά μου. Αγρύπνησε δέκα νύχτες εις το προσκέφαλό μου. Ἤθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ᾿ αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται δια τον κακόν μου τρόπο, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από τή αρρωστομυρωδιάν του δωματίου.
Αυτό μ᾿ έκαμεν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συνασπισμοί και να με δαγκάνουν αι βδέλλαι; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν᾿ απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδική ευαισθησία.
Εμμανουήλ Ροΐδης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου