Ορισμένες υποχρεώσεις συνδέονταν ιδιαίτερα με την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη, όπως η προσωπική υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις και, στην περίπτωση των εύπορων τάξεων, τα οικονομικά βάρη, αλλά υπήρχε επίσης μια μεγάλη κλίμακα ευθυνών, οι οποίες προϋπέθεταν τη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Οι φίλοι του Σωκράτη, για παράδειγμα, όταν είχε καταδικαστεί σε θάνατο με την κατηγορία της ασέβειας και της διαφθοράς των νέων, τον προέτρεπαν να δραπετεύσει και να ζήσει στην εξορία. Δεν ήταν λίγοι οι Αθηναίοι που επέλεγαν την εξορία, όταν υφίσταντο πολιτική ή δικαστική επίθεση, και η εξορία ήταν, πράγματι, μια ποινή που μπορούσε να επιβληθεί με νόμο. Αλλά ο Σωκράτης στη δίκη του αρνήθηκε αυτή την εναλλακτική νόμιμη λύση και απέρριψε, επίσης, τις εκκλήσεις του Κρίτωνα να αποδράσει από τη φυλακή. Πρόβαλε το επιχείρημα ότι σ’ όλη του τη ζωή είχε απολαύσει την προστασία και τα ευεργετήματα των νόμων και γι’ αυτό δεν έπρεπε τώρα να προσπαθήσει να τους αποφύγει και μ’ αυτό τον τρόπο να τους καταστρέψει καθώς και ολόκληρη την πόλη[1]. Όλοι οι Αθηναίοι δεν θα συμμερίζονταν πλήρως την υψηλόφρονα στάση του Σωκράτη, αλλά, θεωρητικά, θα υποστήριζαν την ιδέα της υπακοής στους νόμους, γιατί μοιράζονταν με τους άλλους Έλληνες μια βαθιά πεποίθηση ότι οι νόμοι, και όχι οι ιδιοτροπίες ενός δεσπότη όπως ο Πέρσης βασιλιάς, ήταν ο κύριός τους και ότι η υπακοή στους νόμους είχε θεμελιώδη σημασία για την ευημερία της πόλης τους[2]. Στην πράξη, οι αντικρουόμενες απαιτήσεις θα μπορούσαν να κάνουν έναν πολίτη να παραβεί τις νόμιμες υποχρεώσεις του – ή τις ευρύτερες ευθύνες του – ή να τους επιβάλει ορισμένους περιορισμούς. Γιατί, αν και οι Αθηναίοι έδιναν μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι είχαν γραπτούς νόμους, είχαν και επίγνωση της δύναμης του «άγραφου νόμου». Σε μια σχετικά μικρή κοινότητα, όπως η αθηναϊκή πόλη, οι συμβατικότητες και οι ηθικές και κοινωνικές αξίες εξακολουθούσαν να είναι πολύ ισχυρές δυνάμεις, παρά την αμφισβήτηση πολλών παραδοσιακών αξιών κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, που οφειλόταν εν μέρει στην πνευματική επανάσταση η οποία πήγαζε από τους σοφιστές και εν μέρει από τις πιέσεις της ζωής που ασκήθηκαν στην Αθήνα κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο[3]. Αυτό που εξετάζουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι, επομένως, το πεδίο των δραστηριοτήτων στις οποίες υποκινούνταν να λάβουν μέρος οι πολίτες, έστω και με διαφορετικούς βαθμούς «καταναγκασμού» και με κάποιες έκδηλες διαφορές στον ενθουσιασμό και στο βαθμό συμμετοχής.
Μεταξύ της ευρείας κλίμακας των ευθυνών, το ενδιαφέρον μας θα στραφεί κυρίως σ’ εκείνες που επηρέαζαν άμεσα το ρόλο του ατόμου ως πολίτη σε σχέση με την πόλη. Η συντήρηση του οίκου (του «σπιτικού» ή της οικογένειας που ζούσε στο σπίτι) είχε θεμελιώδη σημασία στη σκέψη των Αθηναίων – μια ευθύνη που όφειλε τη δύναμή της στην επιθυμία να διατηρηθεί η οικογένεια και η περιουσία της, στο σεβασμό για τους προγόνους, στην αφοσίωση προς την «εστία» και τους εφέστιους θεούς[4]. Οι Αθηναίες συνεισέφεραν σημαντικά στη συντήρηση του οίκου και όχι απλώς σε ό, τι αφορούσε αυτό που θεωρούσαν κύριο ρόλο τους – την τεκνοποιία και την ανατροφή των παιδιών[5]. Σε οικονομικούς όρους, οι γυναίκες στις εύπορες οικογένειες επόπτευαν τις υποθέσεις του νοικοκυριού και την εργασία των δούλων, που περιλάμβανε την κατασκευή ενδυμάτων και άλλων απαραίτητων ειδών. Στην περίπτωση των φτωχών, οι ίδιες οι Αθηναίες εκτελούσαν αυτά τα καθήκοντα του νοικοκυριού αν και μπορεί, ακόμη, η πενία να τις ανάγκαζε να εργάζονται και έξω από το σπίτι – πουλώντας, για παράδειγμα, αντικείμενα στην Αγορά[6]. Στην πολιτική ζωή της πόλης, οι γυναίκες δεν έπαιζαν άμεσο ρόλο και η έμμεση επιρροή τους, αν και δεν ήταν αμελητέα, είναι πολύ δύσκολο να σταθμιστεί[7]. Η οικογένεια του πολίτη ήταν, όπως είδαμε, το μέσον για να αποκτήσει κανείς την πολυπόθητη ιδιότητα του πολίτη και από την ευημερία της οικογένειας εξαρτιόταν η δημιουργία πολιτών που θα μπορούσαν να πάρουν μέρος στη ζωή και, όχι λιγότερο, στην άμυνα της πόλης. Το αθηναϊκό πολίτευμα στις διάφορες εκφάνσεις του ενδιαφερόταν, επομένως, όχι μόνο για τα προσόντα για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη και για την τήρηση του νόμου σ’ αυτό το ζήτημα, αλλά και για πολλά θέματα που αφορούσαν την οικογένεια και το γάμο[8]. Ο χαρακτήρας των υποχρεώσεων και των ευθυνών, που είχαν σχέση με την οικογένεια, θα μπορούσε να δειχθεί με μια αναφορά σε δύο-τρία ζητήματα. Η ευθύνη ενός άνδρα να διατηρεί την οικογενειακή περιουσία, για παράδειγμα, φαίνεται από τη δυνατότητα να εγερθεί αγωγή σε περίπτωση διαχειριστικής ανικανότητας ή παραφροσύνης, που θα μπορούσαν να είναι αιτία μείωσης ή απώλειας της περιουσίας. Ένας Αθηναίος δεν ήταν υποχρεωμένος από το νόμο να δώσει προίκα, αν και το έθιμο ήταν πολύ ισχυρό σ’ αυτό το θέμα κι εκείνος που έλεγχε την προίκα μιας γυναίκας ήταν υπεύθυνος για τη συντήρησή της. Ένας πολίτης, που ως κύριος έλεγχε μια γυναίκα ή ένα παιδί, αναλάμβανε την ευθύνη της φροντίδας και της συντήρησής τους[9]. Ο Πλούταρχος αποδίδει στον Σόλωνα ένα νόμο που απαιτούσε από τον άνδρα να διδάξει ένα επάγγελμα στο γιο του, επί ποινή να μην τον συντηρεί ο γιος του όταν θα γερνούσε, ενώ ο Σωκράτης αναφέρεται σε νόμους που απαιτούσαν από τον πατέρα να διδάξει στο γιο του μουσική (μουσική και λογοτεχνία) και γυμναστική[10]. Οι «νόμοι» που αναφέρει ο Σωκράτης φαίνεται, ωστόσο, ότι βασίζονταν στη δύναμη του εθίμου και όχι του νόμου. Το αθηναϊκό πολίτευμα φαίνεται έτσι ότι ελάχιστα ενδιαφερόταν για την ανατροφή ή τη μόρφωση των νέων και, αν και οι πλουσιότεροι πολίτες είχαν τα μέσα για να στέλνουν τα παιδιά τους σε (ιδιωτικούς) δασκάλους για κανονική εκπαίδευση, στις περισσότερες αθηναϊκές οικογένειες τα παιδιά βασίζονταν, πιθανότατα σε πολύ μεγάλο βαθμό, σ’ αυτά που μάθαιναν, λίγο-πολύ ανεπίσημα, από τον πατέρα ή τη μητέρα ή άλλα πρόσωπα που ζούσαν στο σπίτι[11].
Μπορεί η οικογένεια και η ευημερία της, ή ακόμη και η επιβίωσή της, να απορροφούσαν ένα μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας κάποιων πολιτών, αλλά ακόμη κι εκείνοι που ζούσαν σχεδόν στο επίπεδο της στοιχειώδους συντήρησης συχνά πρέπει να ενδιαφέρονταν ενεργά για την άμεση περιοχή τους – τον δήμο. Στις αγροτικές περιοχές της Αττικής είχε ήδη εγκαθιδρυθεί τον 6ο αιώνα ένα σχέδιο οικισμών γύρω από έναν πυρήνα ή κοινότητες χωριών και ο Κλεισθένης είχε μπορέσει να χρησιμοποιήσει αυτούς τους αγροτικούς δήμους και αυτά που μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε ως «χωριά» ως υπάρχοντα μέσα στην περιοχή που ήταν γνωστή ως «Άστυ». Για πολλούς Αθηναίους αυτοί οι αγροτικοί δήμοι, που αποτελούσαν σχετικά ανεξάρτητες κοινωνικές ομάδες, θα είχαν εξακολουθήσει να είναι το κέντρο της ζωής τους τον 4ο αιώνα[12]. Για παράδειγμα, από τους δήμους παρεχόταν ένα πλούσιο και ποικίλο πρόγραμμα εορτών, με θυσίες και λατρεία των τοπικών ηρώων, αλλά επίσης και με λατρείες των θεοτήτων του Ολύμπου. Ανάμεσα στις Ολύμπιες θεότητες φαίνεται ότι εξέχουσα θέση κατείχαν ο Ζευς και ο Απόλλων, και σε ορισμένους δήμους πιο εξέχουσα από εκείνη της Αθηνάς, που ήταν προστάτις θεά της πόλης, ενώ μεταξύ των άλλων θεών και ηρώων ο Ηρακλής και ο Παν λατρεύονταν ευρέως[13]. Ιδιαίτερα διαδεδομένα και σημαντικά στους αγροτικούς δήμους ήταν τα Αγροτικά Διονύσια προς τιμήν του Διονύσου, του θεού του κρασιού: αρχικά μπορεί να ήταν μια γιορτή γονιμότητας όπως η άλλη πολύ διαδεδομένη εορτή της «τελετουργικής άροσης»[14]. Αυτές οι τοπικές λατρείες και εορτές εξακολουθούσαν να αποτελούν εστιακά σημεία στη θρησκεία και την πολιτιστική ζωή των δήμων και η ευθύνη για τη συντήρηση πολλών ή των περισσότερων από αυτές, είτε από δημοτικά κεφάλαια είτε με λειτουργίες, ανήκε στους δήμους[15]. Η συνέλευση του δήμου διαχειριζόταν επίσης την περιουσία του δήμου και είχε την εποπτεία των δημοτικών υποθέσεων. Οι δήμοι, και ειδικότερα οι δήμαρχοι, ήταν επίσης υπεύθυνοι για την τήρηση των καταλόγων των πολιτών και ενός περιουσιακού μητρώου που χρησίμευε ως βάση για την εξακρίβωση της υποχρέωσης ενός ατόμου για καταβολή φόρου περιουσίας και για την ανάληψη λειτουργιών. Από τους 139 δήμους αντλούνταν τα μέλη της Βουλής των 500, κυρίως ανάλογα με τον πληθυσμό των πολιτών τους (ή ίσως με τον αριθμό των οπλιτών τους). Πολλοί δήμοι είχαν μόνο ένα ή δύο βουλευτές ενώ ο μεγαλύτερος δήμος των Αχαρνών είναι γνωστό ότι είχε 22 τον 4ο αιώνα. Οι βουλευτές και οι δήμαρχοι, μαζί με τους εύπορους πολίτες (που είχαν περισσότερες ευκαιρίες για ενεργό συμμετοχή στη ζωή της πόλης) αποτελούσαν επίσης τους σημαντικότερους συνδετικούς κρίκους με την πόλη ως σύνολο[16].
Με λίγα λόγια, η ζωτικότητα της αθηναϊκής ζωής ήταν ευθέως ανάλογη προς την προθυμία των Αθηναίων πολιτών να συμμετέχουν στη ζωή του δήμου τους και να αναλαμβάνουν, μέσω αυτού, μεγαλύτερες ευθύνες στην πόλη σε ευρύτερη κλίμακα. Ο Ευξίθεος, ο ομιλητής στον Δημοσθένη 57, υπαινίσσεται ότι ορισμένοι συμμετείχαν ενεργώς στις δημοτικές υποθέσεις για οικονομικό κέρδος, άλλοι ήταν αμελείς και ανίκανοι, και άλλοι είχαν υιοθετήσει δόλιες μεθόδους προσπαθώντας να εκμεταλλευθούν τις τοπικές αντιζηλίες και εχθρότητες[17]. Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε δικαστικές υποθέσεις είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθούν όπως επίσης και οι ισχυρισμοί που φαίνεται ότι απέβλεπαν στην εξασφάλιση της υποστήριξης των ενόρκων. Ίσως να υπάρχει κάποια αλήθεια στον ισχυρισμό του Ευξίθεου ότι ο δήμος του Αλιμούντα ήταν ο πιο διεφθαρμένος από όλους εκείνη την εποχή, αν και είναι δύσκολο να δώσουμε πίστη στον ισχυρισμό του ότι τα αδικήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος του δεν ήταν γνωστά στους μεγάλους δήμους. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ο Ευξίθεος, όταν ήταν νωρίτερα δήμαρχος ο ίδιος, είχε δυσαρεστήσει κάποιους συνδημότες του και, μέσα στο παιχνίδι της τοπικής πολιτικής, αυτοί οι άνθρωποι ίσως να θέλησαν να συνωμοτήσουν με τον εχθρό του Ευξίθεου, τον τότε δήμαρχο[18].
Οι δήμοι ήταν, επίσης, οι βασικές μονάδες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε από τον Κλεισθένη η δομή των δέκα φυλών. Οι δέκα φυλές εξακολουθούσαν να είναι στη δεκαετία του 320 το μέσον για να αναλάβει ο πολίτης μερικές από τις ευρύτερες υποχρεώσεις και ευθύνες του. Οι οπλίτες, για παράδειγμα, εξακολουθούσαν να είναι οργανωμένοι σε μονάδες κατά φυλές, με τους ταξιάρχους (διοικητές οπλιτών) και τους φυλάρχους (διοικητές ιππικού) να εκλέγονται ένας από κάθε φυλή. Αλλά τώρα εκλέγονταν από το σύνολο του λαού και όχι από τις συνελεύσεις των φυλών, ενώ και οι στρατηγοί επίσης εκλέγονταν από ολόκληρο το λαό, που μπορούσε, επιπλέον, να εκλέξει δύο ή περισσότερους στρατηγούς από μια φυλή αποκλείοντας άλλες φυλές για εκείνο το έτος[19]. Η αίσθηση της συνεργασίας και της ενότητας, που προερχόταν από τη στρατιωτική υπηρεσία στις μονάδες των φυλών, ήταν ένας από τους σημαντικούς συνδετικούς κρίκους για την πλήρη ένταξη πολιτών, από δήμους διασκορπισμένους σ’όλη την Αττική, στην πόλη. Οι φυλές, έτσι, έπαιζαν κάποιο ρόλο σε άλλους τομείς. Συμμετείχαν π.χ. στην (αν)οικοδόμηση των τειχών της πόλης και διόριζαν Επιθεωρητές των Τειχών για να επιβλέπουν τις εργασίες. Οι διαγωνισμοί διθυράμβων στην κατηγορία ανδρών και παίδων στα Διονύσια και τα Θαργήλια διεξάγονταν μεταξύ των φυλών και ο νικητής χορηγός, που είχε επιλεγεί από την πόλη του για να την εκπροσωπήσει και που επέλεγε το χορό του από τα μέλη της φυλής του, έπαιρνε έναν τρίποδα τον οποίο έστηνε με έξοδά του. Οι 50 βουλευτές από κάθε φυλή υπηρετούσαν διαδοχικά ως μόνιμη επιτροπή της Βουλής των 500, ενώ οι εννέα άρχοντες και ο γραμματέας τους επιλεγόταν με κλήρο από κάθε φυλή[20].
- Θρησκευτικές λατρείες και εορτές
Οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες των πολιτών στο επίπεδο της πόλης είναι δυνατόν να εξεταστούν, για ευκολία, χωρισμένες στις ευρείες κατηγορίες των θρησκευτικών, στρατιωτικών, οικονομικών, δικαστικών και πολιτικών. Δεν πρέπει, όμως, να αποδοθεί σ’ αυτές τις κατηγορίες αυθύπαρκτη οντότητα ή πραγματικότητα, ούτε θα έπρεπε οι όροι «υποχρεώσεις» και «ευθύνες» να ερμηνευθούν πολύ στενά.
Αυτό είναι φανερό π.χ. σε ό,τι αφορά τις λατρείες και τις εορτές. Οι περισσότερες είχαν αναπτυχθεί στην αρχαϊκή Αττική, σε στενή σύνδεση με τις παραδοσιακές αγροτικές ασχολίες και οι κάτοικοι προσπαθούσαν με ιεροτελεστίες και μυσταγωγίες να εξασφαλίσουν την προστασία και τη βοήθεια των θεών εναντίον της στέρησης, των λοιμών και των εχθρών τους. Για ένα ολόκληρο σύνολο προσωπικών, θρησκευτικών και κοινωνικών λόγων οι Αθηναίοι που ζούσαν στην ύπαιθρο εξακολούθησαν κατά την περίοδο που εξετάζουμε να συμμετέχουν στον εορτασμό των τοπικών λατρειών και εορτών. Πέρα από τον ίδιο τον δήμο οι δημότες ίσως να συμμετείχαν σε γιορτές που αφορούσαν μια ομάδα δήμων μιας περιοχής, ίσως να έκαναν μια ειδική εκδρομή στην Αθήνα (όπως έκαναν οι δημότες από την Ερχιά το μεσοκαλόκαιρο) για να προσφέρουν θυσίες, μια συγκεκριμένη μέρα, σε μερικές θεότητες, ή ίσως έπαιρναν μέρος στη θυσία προς τιμήν του Μειλίχιου Δία στα Διάσια στις Άγρες, όπου (πράγμα κάπως ασυνήθιστο) συγκεντρώνονταν όλοι οι δήμοι για την εορτή[21]. Φαίνεται ότι οι τοπικές λατρείες και εορτές απασχολούσαν τους περισσότερους Αθηναίους που ζούσαν στην ύπαιθρο σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εορτές που γίνονταν έξω από το δήμο τους ή ακόμη και από τις μεγάλες εθνικές εορτές που γίνονταν στην Αθήνα, όπως εκείνη των Παναθηναίων. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τοπικές θρησκευτικές δραστηριότητες στους δήμους κατά τη διάρκεια μεγάλων δημόσιων εορτών όπως τα Παναθήναια, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα Ανθεστήρια (η εορτή των λουλουδιών), τα Λήναια (μια εορτή προς τιμήν του Διονύσου που περιλάμβανε θεατρικές παραστάσεις) ή, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, τα εν Άστει Διονύσια (που περιλάμβαναν παραστάσεις τραγωδών, κωμωδιών και λυρικών χορικών)[22]. Καθώς δεν υπήρχαν τοπικές εκδηλώσεις για αντιπερισπασμό, μεγάλος αριθμός δημοτών της υπαίθρου πρέπει να συμμετείχε μαζί με τους κατοίκους της Αθήνας στον ενθουσιασμό και στο μεγαλοπρεπές θέαμα των μεγάλων εορτών που χρηματοδοτούνταν και εποπτεύονταν από την ίδια την πόλη, αλλά κυρίως των Παναθηναίων. Αυτή ήταν μια εορτή διάρκειας αρκετών ημερών, που γινόταν στα μέσα του καλοκαιριού μετά το θερισμό, όταν οι Αθηναίοι συγκεντρώνονταν για να τιμήσουν την προστάτιδα θεά τους, την Αθηνά Πολιάδα, με μιαν εορτή που περιλάμβανε τραγούδια και χορούς, πομπή, θυσίες και μουσικούς αγώνες. Το αποκορύφωμα ήταν η πομπή που άρχιζε την αυγή από την Πύλη του Διπύλου και διέσχιζε την Αγορά για να φθάσει στην Ακρόπολη. Αυτή είναι η πομπή που απεικονιζόταν στη μήκους 160 μέτρων ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάθε τέσσερα χρόνια η εορτή αποκτούσε ιδιαίτερη λαμπρότητα. Στα τετραετή Μεγάλα Παναθήναια οι αγώνες περιλάμβαναν αγώνες δρόμου, ιπποδρομίες και αρματοδρομίες, πένταθλο, πάλη και πυγμαχία. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν λάδι από τις ιερές ελιές αποθηκευμένο σε αμφορείς που είχαν επάνω τους μια παράσταση της Αθηνάς και μια παράσταση του συγκεκριμένου αγωνίσματος. Οι Αθηναίοι προέβαλλαν και εκμεταλλεύονταν την εορτή των Παναθηναίων για θρησκευτικο-πολιτικούς λόγους, όπως έκαναν και την Αθήνα κέντρο της Συμμαχίας τους κατά τον 5ο αιώνα[23]. Με λίγα λόγια τα Παναθήναια, αν και προήλθαν από τις φυσικές αναγκαιότητες μιας αγροτικής κοινότητας, αντικατόπτριζαν την πολιτική και κοινωνική σημασία της Αθηνάς που κατοικούσε στην Ακρόπολη και προστάτευε την πόλη[24]. Πέρα από τον μύθο και τη λατρεία που είχαν κληρονομηθεί, είχε αναπτυχτεί μια νέα επίσημη, κάπως «εκκοσμικευμένη» λατρεία, που προκαλούσε περηφάνια για την πόλη και σεβασμό για τη θεά. Ίσως, λοιπόν, να υπήρχαν πολλά κίνητρα που έκαναν τον Αθηναίο πολίτη – από την Αθήνα, τον Πειραιά, ή ακόμη και έναν απομακρυσμένο δήμο της βορειοανατολικής Αττικής – να γιορτάσει τα Παναθήναια, ενώ, από μια άποψη, το μεγαλόπρεπο θέαμα και οι πλούσιες θυσίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολύτιμα μέσα «κοινωνικού ελέγχου». Εξάλλου, το κρέας, που διανεμόταν μετά από τις θυσίες, σπάνια περιλαμβανόταν στο διαιτολόγιο των περισσότερων Αθηναίων[25].
- Οι υποχρεώσεις της στρατιωτικής υπηρεσίας
Από όλες τις υποχρεώσεις του πολίτη, η στρατιωτική υποχρέωση ήταν από πολλές απόψεις
η υπέρτατη. Εκ παραδόσεως, η ικανότητα να οπλιστεί κανείς ως οπλίτης και να υπερασπίσει την πόλη – δηλαδή η σωματική και η οικονομική ικανότητα – συνιστούσε από μια άποψη το πρότυπο του πολίτη που διέθετε όλα τα προσόντα[26]. Η στρατιωτική υπηρεσία, γενικά στις ελληνικές πόλεις, αποτελούσε τόσο προνόμιο όσο και υποχρέωση εκείνων που είχαν αρκετή περιουσία. Οι οπλίτες, κανονικά, προέρχονταν από τις τρεις ανώτερες τάξεις απογραφής των Αθηναίων πολιτών ηλικίας 18 έως 59 ετών. Τον 5ο αιώνα και κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα φαίνεται ότι η θητεία των οπλιτών βασιζόταν στην ιδέα της υπηρεσίας «κατ’ εναλλαγήν» και αναμενόταν οι στρατηγοί να στρατολογήσουν πρώτα εκείνους που δεν είχαν ήδη υπηρετήσει σε κάποια εκστρατεία, αλλά μπορούσαν επίσης να συμπεριλάβουν εθελοντές και πιο έμπειρους άνδρες. Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα οι πολίτες καλούνταν κατά ομάδες ηλικίας: η ηλικία για ενεργό υπηρεσία προσαρμοζόταν στις ανάγκες των περιστάσεων και οι πρώτες που υπηρετούσαν ήταν οι ομάδες των 20-29 και 30-39 ετών[27].
Στη δεκαετία του 320 η αθηναϊκή πόλη έδειχνε άμεσο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των νέων ηλικίας δεκαοκτώ και δεκαεννέα ετών (έφηβοί). Φαίνεται ότι οι έφηβοι ήταν υποχρεωμένοι επί μεγάλο χρονικό διάστημα να υπηρετούν ως φρουροί μέσα στην Αττική και υπήρχε κάποια μορφή βασικής εκπαίδευσης στο να πολεμούν και ως οπλίτες. Πάντως η εφηβεία (η συστηματική οργάνωση αυτής της εκπαίδευσης), όπως την περιγράφει ο συγγραφέας της Αθηναίων Πολιτείας, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί με βεβαιότητα πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 330[28]. Σε μεγάλο βαθμό αντίθετα από τον έλεγχο και την επίβλεψη που ασκούσε η πόλη της Σπάρτης πάνω στη ζωή και την ανατροφή αγοριών και κοριτσιών από την ηλικία των επτά ετών, φαίνεται ότι η εφηβεία ήταν το όριο του αμέσου ενδιαφέροντος της αθηναϊκής πολιτείας για την εκπαίδευση των νέων. Μπορούμε να δούμε τί περίμενε η πόλη από τους εφήβους της (και τους πολίτες στρατιώτες) από τον όρκο που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι του τέλους του 4ου αιώνα, που σώζεται σε μια επιγραφή από τις Αχαρνές:
Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα μας, ούτε θα εγκαταλείψω το σύντροφό μου όπου κι αν βρίσκομαι. Θα υπερασπίζομαι τα δικαιώματα των θεών και των ανθρώπων και όταν πεθάνω δεν θα αφήσω την γενέτειρά μου μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και καλύτερη, όσο μπορώ εγώ ο ίδιος και με τη βοήθεια όλων. Θα σέβομαι τους εκάστοτε ηγεμόνες και τους θεσμούς που υπάρχουν και όλους τους άλλους που μπορεί να θεσπισθούν στο μέλλον. Και αν κάποιος προσπαθήσει να καταλύσει τους θεσμούς, θα του αντισταθώ όσο μπορώ και με τη βοήθεια όλων. Θα τιμώ τη λατρεία των πατέρων μου. Μάρτυρές μου οι θεοί Αγραυλος, Εστία, Ενυώ, Ενυάλιος, Άρης και η Αθηνά η Πολεμική, ο Ζευς, η Θαλλώ, η Αυξώ, η Ηγμόνη, ο Ηρακλής και τα σύνορα της γενέτειράς μου, το σιτάρι, το κριθάρι, τα αμπέλια, οι ελιές και οι συκιές[29].
Η υπεράσπιση της πόλης από πολίτες οπλισμένους ως οπλίτες αποτελούσε λοιπόν παραδοσιακή υποχρέωση. Αν και επιτρέπονταν εξαιρέσεις – π.χ. για τους αξιωματούχους, τα μέλη της Βουλής και εκείνους που είχαν αναλάβει με σύμβαση την είσπραξη του φόρου του 2% επί της συγκομιδής καθώς και για τους ακατάλληλους – η αποφυγή της στρατιωτικής υπηρεσίας, η λιποταξία και η δειλία ήταν κατηγορίες που μπορούσαν να καταστρέψουν ένα άτομο[30]. Η δύναμη της Αθήνας, πάντως, κατά την περίοδο που εξετάζουμε βασιζόταν μάλλον στο ναυτικό – τους κωπηλάτες και τον μικρότερο αριθμό ναυτών που μετέφερε μια τριήρης – παρά στο στρατό των οπλιτών της. Οι οπλίτες υπηρετούσαν ως κωπηλάτες όταν υπήρχε ανάγκη, αλλά οι περισσότεροι Αθηναίοι πολίτες που υπηρετούσαν στο στόλο προέρχονταν από την τάξη των θητών. Οι εξελίξεις του 5ου αιώνα, εξωτερικές και εσωτερικές, τους έκαναν να αποκτήσουν επίγνωση του ρόλου τους και της δύναμής τους που όλο και ενισχύονταν στην Αθήνα, και αναφέρεται ότι πάντοτε ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν στο στόλο[31]. Εκτός από την κρίση του 428, που προκάλεσε η εξέγερση της Μυτιλήνης, και την κρίση πριν από την ναυμαχία των Αργινουσών το 406, δεν έχουμε πληροφορίες για πραγματικά προβλήματα στην επάνδρωση των τριήρων κατά τον 5ο αιώνα, ούτε έχουμε άλλες ενδείξεις για ανάγκη στρατολόγησης πληρωμάτων. Αλλά, από τον 4ο αιώνα υπάρχουν αναφορές -κάποιες από τις οποίες ίσως υπερβάλλουν με σκοπό να υπερτονίσουν τις προσπάθειες ενός τριηράρχου – για δυσκολίες στη στρατολόγηση ναυτών και τη διατήρησή τους στο πλήρωμα. Σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το 362, η Εκκλησία ψήφισε ότι «οι βουλευτές και οι δήμαρχοι έπρεπε να καταρτίσουν καταλόγους των δημοτών και να παραδώσουν έναν κατάλογο ναυτών» ώστε να μπορέσει να προχωρήσει η εκστρατεία χωρίς καθυστέρηση. Μετά το 362 η στρατολόγηση θητών φαίνεται ότι είχε γίνει συνηθισμένη ή και τακτική πρακτική[32].
Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα η Αθήνα χρησιμοποιούσε σε σημαντική έκταση μισθοφορικά στρατεύματα, όχι μόνο πελταστών και ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών αλλά και οπλιτών[33]. Μερικοί από τους ανθρώπους της εποχής έδιναν μεγάλη σημασία στο γεγονός. Ο Δημοσθένης επανειλημμένως αντιπαρέβαλλε την απροθυμία των πολιτών να υπηρετήσουν αυτοπροσώπως με τη στάση των προγόνων τους. Στα μέσα της δεκαετίας του 350 ο Ισοκράτης υποστήριζε ότι τον παλιό καλό καιρό, «όταν οι Αθηναίοι επάνδρωναν τις τριήρεις τους, επιβίβαζαν σ’ αυτές ξένους και δούλους, αλλά έστελναν πολίτες να πολεμήσουν ως οπλίτες, ενώ σήμερα χρησιμοποιούμε μισθοφόρους ως οπλίτες, υποχρεώνουμε, όμως, τους πολίτες να κωπηλατούν στα πλοία»[34]. Είναι αλήθεια ότι η Αθήνα τον 4ο αιώνα, όπως είδαμε, ήταν υποχρεωμένη να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πολίτες – κωπηλάτες, κατά ένα μέρος, τουλάχιστον, εξαιτίας της μείωσης του αριθμού των μετοίκων. Αλλά ο ισχυρισμός του Ισοκράτη, με τα ρητορικά διανθίσματα ενός συγγραφέα, που δεν φημίζεται για το ενδιαφέρον του για την ιστορική ακρίβεια, και οι επικρίσεις του Δημοσθένη, που είχαν σκοπό να κάνουν τους Αθηναίους να υιοθετήσουν την πολιτική του, δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι απεικονίζουν πλήρως ή με ακρίβεια τη στάση των πολιτών απέναντι στην υποχρέωσή τους να υπερασπισθούν την πόλη. Αυτή η στάση έχει συζητηθεί πολύ και μερικές πλευρές της πρέπει να εξετασθούν εν συντομία εδώ[35].
Πρώτον, η στάση των Αθηναίων απέναντι στη στρατιωτική υπηρεσία ήταν κάτι παραπάνω από τον συνολικό υπολογισμό ή τη στάθμιση των εκτιμήσεών τους για τον τρόπο που θα μπορούσε να τους επηρεάσει ο πόλεμος ως άτομα. Σ’ αυτό το επίπεδο ήταν σύνηθες να παρουσιάζονται οι «φτωχοί» ως έχοντες ίδιο συμφέρον από τον πόλεμο, γιατί τους προσέφερε απασχόληση, αλλά φαίνεται περισσότερο πιθανόν, αν και όχι σίγουρο, ότι για τους «πλούσιους» («καλύτερους») που διατύπωναν αυτές τις κατηγορίες ο πόλεμος ήταν πιθανόν, αλλά όχι βέβαιο, πως θα ήταν λιγότερο ευπρόσδεκτος, γιατί θα μπορούσε να συνεπάγεται κινδύνους για εκείνους που είχαν αγροκτήματα που ήταν περισσότερο ευάλωτα σε εισβολές στην Αττική και θα τους δημιουργούσε μεγαλύτερες δαπάνες με τις συχνότερες και δαπανηρότερες τριηραρχίες ή με την επιβολή φόρου περιουσίας[36]. Όσο για τους τακτικούς ναύτες και στρατιώτες, η συνηθισμένη αμοιβή κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήταν πιθανόν 1 δραχμή την ημέρα μέχρι και την καταστροφή στη Σικελία, μετά από την οποία μειώθηκε στο μισό[37]. Μερικοί φτωχοί εξασφάλιζαν με αυτόν τον τρόπο απασχόληση και υποστήριξη που διαφορετικά θα τους ήταν ίσως δύσκολο να επιτύχουν. Επιπλέον, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο πολλοί Αθηναίοι συχνά δεν είχαν πρόσβαση στη γη τους και θα ήταν πρόθυμοι να φύγουν από την πολυπληθή πόλη, ιδίως εάν, εκτός από τη στρατιωτική αμοιβή, υπήρχε προοπτική και για λάφυρα.
Αλλά και πάλι η παραμέληση των συνηθισμένων τους ασχολιών, έστω και όταν η αμοιβή ήταν μια δραχμή, θα ήταν σοβαρή για πολλούς. Ο Αθηναίος πολίτης, που υπηρετούσε ως οπλίτης ή ναύτης, δεν έβλεπε τον πόλεμο απόλυτα, ή έστω κυρίως, από μισθοφορική ή άμεσα οικονομική σκοπιά. Από μία άποψη ήταν εξοικειωμένος με τον πόλεμο, γιατί υπήρχαν ελάχιστες μακρές περίοδοι κατά τις οποίες η αθηναϊκή πολιτεία δεν είχε εμπλοκή σε πόλεμο: η ασφάλεια και τα συμφέροντα της Αθήνας και των πολιτών της προστατεύονταν ή προωθούνταν συνεχώς περισσότερο με την βία παρά με τη διπλωματία. Έτσι, αν και μερικά τμήματα του σώματος των πολιτών, και κατά καιρούς μάλιστα σημαντικός αριθμός τους, ίσως να επιθυμούσαν την ειρήνη σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. κατά τον Αρχιδάμειο Πόλεμο), φαίνεται ότι οι πολίτες γενικά δέχονταν πρόθυμα την προσωπική υπηρεσία ως οπλίτες ή κωπηλάτες[38]. Είναι αλήθεια ότι στο ατομικό επίπεδο και στο επίπεδο των αποφάσεων στην Εκκλησία προβάλλονταν επιχειρήματα που βασίζονταν στα πλεονεκτήματα, αλλά τα επιχειρήματα που βασίζονταν στην απειλή εναντίον της Αθήνας και στην τιμή είχαν θεμελιώδη σημασία, εκτός από τους φανερούς λόγους για δράση[39]. Επιπλέον, οι αποφάσεις στην Εκκλησία δεν εξαρτιόνταν μόνο από την εκτίμηση των ατόμων για τα προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά ενδιαφέρονταν για την ορθότητα της συγκεκριμένης πρότασης από την πλευρά της ασφάλειας και των συμφερόντων της Αθήνας καθώς και από την πλευρά των τρόπων εφαρμογής των αποφάσεων.
Δεύτερον, κατά τον 4ο αιώνα οι εκστρατείες, που αποτελούνταν αποκλειστικά ή κυρίως από πολίτες οπλίτες, ήταν πολύ συνηθισμένες και, αν οι σωζόμενες μαρτυρίες αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση, ήταν πιο πολυπληθείς και πιο σημαντικές από τις εκστρατείες που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε μισθοφορικά στρατεύματα[40]. Κατά τον 4ο αιώνα χρησιμοποιούνταν μισθοφορικά στρατεύματα από την Αθήνα (αν και το θέμα των μισθοφόρων δεν ήταν ασήμαντο στην υποστήριξη που της προσέφεραν οι σύμμαχοί της κατά τον 5ο αιώνα, π.χ. κατά τη Σικελική Εκστρατεία). Μισθοφορικά στρατεύματα υπήρχαν διαθέσιμα σε αφθονία και πιθανόν να ήταν καλύτερα εκπαιδευμένα, πιο πεπειραμένα και πιο αποδοτικά, αν και λιγότερο αξιόπιστα, από τις δυνάμεις των πολιτών[41]. Μια απόφαση να χρησιμοποιηθούν μισθοφόροι, αν και ανακούφιζε τον πολίτη από τις δυσκολίες και τον κίνδυνο της προσωπικής υπηρεσίας, ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να βασιζόταν στη λογική και στην αναγνώριση της αξίας της χρήσης μισθοφόρων, που ήταν πάντοτε διαθέσιμοι, ιδίως για μακροχρόνιες ή μακρινές εκστρατείες[42]. Επομένως η ορθότητα της απόφασης θα έπρεπε να κρίνεται λαμβάνοντας υπόψιν τη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και κατά τη δεκαετία του 340 οι Αθηναίοι ίσως να γίνονταν όλο και περισσότερο επιρρεπείς στη χρήση μισθοφόρων. Αναμφισβήτητα οι ρήτορες είχαν δίκιο να υπαινίσσονται ότι οι Αθηναίοι αδιαφορούσαν για τις συνέπειες που θα είχε για τους συμμάχους και τους φίλους τους αλλά και για τους ίδιους η χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων που έπαιρναν ελάχιστη ή και καμιά αμοιβή από την Αθήνα. Κατά συνέπεια, αυτά τα στρατεύματα στηρίζονταν στην ικανότητα των διοικητών τους να βρίσκουν χρήματα ή εφόδια από φίλους και εχθρούς και να αποκτούν λάφυρα ή αιχμαλώτους, οι οποίοι θα μπορούσαν να πουληθούν ή να εξαγορασθούν με λύτρα[43]. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ένοιωθαν καμιά δέσμευση απέναντι στα βασικά συμφέροντα της Αθήνας.
Οι επικρίσεις του Δημοσθένη δείχνουν επίσης διαφορετικές εκτιμήσεις για το ποια ήταν κατά καιρούς η κατάλληλη πολιτική για την Αθήνα. Στη δεκαετία του 350 και του 340 οι πολίτες στην Εκκλησία έδειχναν κάποια απροθυμία να δεσμευθούν για προσωπική υπηρεσία, π.χ. στη Θράκη και στο βόρειο Αιγαίο και κυρίως για να υποστηρίξουν την Όλυνθο της Χαλκιδικής όταν απειλήθηκε από τον Φίλιππο της Μακεδονίας το 34 9/8[44]. Αυτή η απροθυμία οφειλόταν εν μέρει σε διαφορετική εκτίμηση της απειλής που αντιπροσώπευε ο Φίλιππος ή του καλύτερου τρόπου αποτελεσματικής αντίστασης, καθώς οι μακροχρόνιες εκστρατείες, στην περιοχή από το Στρυμόνα ως τη Θρακική Χερσόνησο στη δεκαετία του 360 είχαν σημειώσει περιορισμένη επιτυχία[45]. Αλλά, όταν η απειλή είχε γίνει σαφής και πλησίαζε, καθώς ο Φίλιππος φαινόταν έτοιμος να περάσει μέσω Θερμοπυλών στην κεντρική Ελλάδα το 352, οι Αθηναίοι ήταν σε θέση να αντιδράσουν δυναμικά και με καλά αποτελέσματα[46]. Οι παρατεταμένες ή μακρινές εκστρατείες έβρισκαν λιγότερη υποστήριξη από τους πολίτες, οι οποίοι όχι μόνο θα έπρεπε να αφήσουν τη γη τους ή να παραμελήσουν τις συνηθισμένες τους ασχολίες, αλλά θα είχαν ελάχιστες προοπτικές κανονικής αμοιβής ή οικονομικής αποζημίωσης, εκτός εάν η επιτυχία τους εξασφάλιζε λάφυρα[47]. Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι η απροθυμία να υπηρετήσουν θα μπορούσε να αποδοθεί στο ενδιαφέρον των φτωχών (και των Αθηναίων γενικά) για τις εορταστικές πληρωμές των δύο οβολών που καταβάλλονταν στους πολίτες σε ορισμένες εορτές, γιατί το ετήσιο πλεόνασμα που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτές τις πληρωμές θα μπορούσε σε περίπτωση πολέμου να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς.
Αλλά οι εορταστικές πληρωμές είχαν μάλλον πολιτική ή συμβολική παρά οικονομική σημασία. Σύμφωνα με τη διατύπωση σ’ έναν από τους λόγους που αποδίδονται στο Δημοσθένη «το ποσό για το οποίο συζητάτε είναι μικρό, αλλά η νοοτροπία που το συνοδεύει είναι σημαντική». Για ένα διάστημα ο Δημοσθένης προέτρεπε να μεταφερθεί το ετήσιο πλεόνασμα των εσόδων, που καταβαλλόταν στο Ταμείο των Εορτών που έκανε δυνατές αυτές τις πληρωμές, στο Στρατιωτικό Ταμείο. Αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι αυτό που ο Δημάδης ονόμαζε «κόλλα της δημοκρατίας» δεν ήταν η ουσία του θέματος, ή τουλάχιστον ότι οι αντιρρήσεις του για τις εορταστικές πληρωμές ήταν αντιπαραγωγικές[48].
Κατά τον 4ο αιώνα, όμως, φαίνεται ότι άρχισε να διαμορφώνεται κάποια μετατόπιση της ισορροπίας ανάμεσα στην αφοσίωση προς την πόλη και στα συμφέροντα του ατόμου και επομένως δεν πρέπει να αρνηθούμε ότι υπήρχε κάποια μείωση της πίστης προς την πόλη. Έχει όμως επίσης σημασία να εξετάσουμε τη στάση των Αθηναίων απέναντι στις μακρινές ή μακροχρόνιες εκστρατείες – όχι μόνο κατά τον 4ο αλλά και κατά τον 5ο αιώνα. Οι «αμυντικές» ενέργειες (όπως η αντίδραση στην εισβολή της Σπάρτης στην Αττική το 445 ή τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου) ή ορισμένες «αντιδραστικές» εκστρατείες (η καταστολή της εξέγερσης στην Εύβοια το 446 ή η εκστρατεία στο νησί το 357 ή η αντίδραση στην εξέγερση της Μυτιλήνης το 428) αναλαμβάνονταν λόγω πιεστικών στρατιωτικών ή/και πολιτικών αναγκών. Το κόστος αυτών των εκστρατειών δεν φαίνεται να απασχολούσε συχνά την Εκκλησία των Αθηναίων, αν και δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την εξεύρεση κεφαλαίων, όπως φαίνεται καθαρά από την απόφαση συγκέντρωσης 200 ταλάντων με επιβολή φόρου επί της περιουσίας το 428, όταν η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει την εξέγερση της Λέσβου[49]. Αλλά όταν ο χαρακτήρας και ο σκοπός μιας εκστρατείας γινόταν πιο «επιθετικός» ή μπορούσε να απαιτήσει μακροχρόνια ή μακρινή εκστρατεία, φαίνεται ότι αυξανόταν η τάση να θέλουν να είναι αυτοχρηματοδοτούμενη ή τουλάχιστον να απαιτεί ελάχιστο δημόσιο χρήμα. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και σε τέτοιες εκστρατείες οι επεκτατικές βλέψεις θα μπορούσαν να κάνουν την Εκκλησία να δώσει την υποστήριξή της. Η μεγάλη Σικελική Εκστρατεία έγινε, μεταξύ άλλων, για όνειρα κατακτήσεων και για την προοπτική όχι μόνο χρημάτων για το παρόν αλλά και πρόσθετων κτήσεων που θα εξασφάλιζαν μια ανεξάντλητη πηγή πληρωμής (μισθός)[50]. Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας που έκανε τους Αθηναίους να πραγματοποιήσουν το 416 μια φιλοδοξία, που δεν ήταν εντελώς νέα, ήταν η πεποίθηση ότι η εκστρατεία θα μπορούσε τουλάχιστον να ξεκινήσει με τα 60 τάλαντα που έφεραν οι Εγεσταίοι, οι οποίοι ζητούσαν την επέμβαση των Αθηναίων και μιλούσαν για άφθονα χρήματα στους ναούς τους και στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο[51].
Στην περίπτωση αυτών που ονομάσαμε αντιδραστικές εκστρατείες, υπήρχε συνήθως η προσδοκία ότι δεν θα αποτελούσαν οικονομικό βάρος για την αθηναϊκή πολιτεία. Θα ζητούσαν από τους αποστάτες συμμάχους να πληρώσουν μεγάλες αποζημιώσεις – η Σάμος υποχρεώθηκε το 439 να πληρώσει με δόσεις το κόστος της εκστρατείας, εκτός από τα μέτρα που αποσκοπούσαν στον περιορισμό ή την εξάλειψη της ικανότητάς της να αντιστέκεται στις απαιτήσεις των Αθηναίων στο μέλλον. Οι προοπτικές για λάφυρα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη για εκστρατείες (αντιδραστικές ή επιθετικές) για ιδιωτικούς και κρατικούς λόγους, ενώ φυσικά μπορούσε να επιβληθεί φόρος περιουσίας εάν χρειαζόταν, αλλά παρά τα παράπονα των φορολογουμένων, και από μια άποψη εξαιτίας τους, φαίνεται ότι η Εκκλησία δεχόταν ορισμένους περιορισμούς στη χρησιμοποίηση αυτής της πηγής χρηματοδότησης[52]. Όσο πιο «επιθετική» ήταν η επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο πειρασμός κατά την περίοδο που εξετάζουμε για όσο το δυνατόν μικρότερη δημόσια χρηματοδότηση. Τον 4ο αιώνα η τάση αυτή ενισχύθηκε από την σχεδόν μόνιμη έλλειψη δημόσιων κεφαλαίων, γιατί δεν υπήρχαν αποικιακές πρόσοδοι και αποθεματικά όπως εκείνα που είχε η Αθήνα την εποχή της έναρξης του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σε ορισμένους διορισμούς η Εκκλησία περίμενε ολοφάνερα από το διοικητή να εξασφαλίσει, με τη δημοκρατία ή τη βία, τοπική υποστήριξη για τις δραστηριότητές του και να κερδίσει λάφυρα[53]. Σε άλλους, φαίνεται ότι η Εκκλησία θεωρούσε δεδομένο ότι ο διοικητής θα χρησιμοποιούσε την ιδιωτική του περιουσία για να οργανώσει ένα εκστρατευτικό σώμα και θα έπαιρνε πίσω τα χρήματά του με μια επιτυχημένη εκστρατεία: ο διορισμός του Τιμόθεου το 373 για μια εκστρατεία στην Κέρκυρα και άλλοι διορισμοί του Τιμόθεου δείχνουν ότι η Εκκλησία, όταν είχε ανεπαρκή κεφάλαια ή υποστήριζε «χλιαρά» μια πρόταση, ήταν πρόθυμη να δεχθεί μια πρόταση για εκστρατεία, αλλά άφηνε σε μεγάλο βαθμό στο διοικητή την ευθύνη της εξεύρεσης μέσων για να εκτελέσει την εντολή[54]. Έτσι, οι πολίτες που υπηρετούσαν σε τέτοιες εκστρατείες δεν μπορούσαν να βασίζονται στην τακτική πληρωμή όπως οι πρόγονοί τους στο τέλος του 5ου αιώνα και εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα και την πείρα των διοικητών τους, για να πληρωθούν από τα κέρδη από την πώληση λαφύρων και αιχμαλώτων ή για να κερδίσουν λάφυρα που θα τα έπαιρναν μόνοι τους ή θα τους διανέμονταν.
Μετά την αποτυχία των επανειλημμένων προσπαθειών τους να ανακαταλάβουν την Αμφίπολη και μετά την απώλεια συμμάχων και γοήτρου κατά τον Κοινωνικό Πόλεμο (357-355 π.Χ.), οι Αθηναίοι της επόμενης γενιάς – της γενιάς την οποία προειδοποιούσε ο Δημοσθένης για τον κίνδυνο του Φιλίππου – ήταν περισσότερο διατακτικοί να αναλάβουν στρατιωτικές επιχειρήσεις[55]. Πολλοί έβρισκαν πλεονεκτήματα σε πολιτικές όπως εκείνη του Ευβούλου οι οποίες έδιναν προσοχή στα οικονομικά μέσα της Αθήνας και εξέταζαν τα ζωτικά της συμφέροντα, λαμβάνοντας σαφώς υπόψιν τη διαθέσιμη χρηματοδότηση. Αυτές οι εξελίξεις και άλλες συντέλεσαν σε αντιδράσεις των Αθηναίων οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν την εντύπωση ότι οι Αθηναίοι των μέσων του 4ου αιώνα ενδιαφέρονταν λιγότερο για την υπεράσπιση της ασφάλειας και των συμφερόντων της πόλης τους απ’ όσο ενδιαφέρονταν στην πραγματικότητα. Οι αντιδράσεις τους έτειναν να είναι λιγότερο επιθετικές. Η αντίληψή τους για τα αθηναϊκά συμφέροντα μπορεί να ήταν κάπως περιοριστική[56].0 Δημοσθένης είχε αυτή τη γνώμη, αλλά αναγνώριζε το ζήλο με τον οποίο οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν το 357 στο αίτημα μερικών ευβοϊκών πόλεων να τις βοηθήσουν να διώξουν τους Θηβαίους από το νησί τους[57]. Εάν αντιτάξει κανείς το επιχείρημα ότι το γειτονικό νησί της Εύβοιας είχε κρίσιμη σημασία για την Αθήνα, όπως είχε δείξει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, θα ήταν καλό να προσθέσουμε ότι το 353/2 στάλθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα για να καταλάβει τη Θρακική Χερσόνησο και εγκαταστάθηκαν κληρούχοι στη Σηστό. Σ’αυτή την περιοχή, που ήταν μακριά από την Αθήνα αλλά σημαντική εδώ και πολύ καιρό για τη διέλευση των εισαγομένων τροφίμων, οι Αθηναίοι έκριναν ότι τα συμφέροντα τους απαιτούσαν δράση κι έτσι ανταποκρίθηκαν.
- Οικονομικές υποχρεώσεις
Μερικοί πολίτες – πλούσιοι ή άνθρωποι με πλούτο ή καταγωγή ή ικανότητα, άνθρωποι που είχαν ως κίνητρο τη φιλοτιμία ή τη φιλοδοξία τους ή άλλους παράγοντες – εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους υπηρετώντας ως διοικητές λόχων, ταξίαρχοι, φύλαρχοι, στρατηγοί ή τριήραρχοι. Στο ναυτικό οι τριήραρχοι έπαιζαν εκ παραδόσεως σημαντικό διοικητικό ρόλο, αλλά αν και ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση της τριήρους, έπρεπε να καλύπτουν και τα έξοδα της συντήρησης της τριήρους και του εξοπλισμού της[58]. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, η ανάμιξη των τριηράρχων μετατοπίστηκε από το προσωπικό στοιχείο στο οικονομικό. Γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα έχουμε πληροφορίες για τριηράρχους που ξόδευαν περίπου μισό έως ένα τάλαντο το χρόνο, αλλά αυτές οι δαπάνες, ακόμη και αν δηχθούμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών, μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικές[59]. Είναι όμως φανερό όχι η τριηραρχία συνεπαγόταν πολλά έξοδα. Γύρω στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η Αθήνα είχε στόλο 300 τριήρων, 400 άνδρες εκλέγονταν τριήραρχοι κάθε χρόνο, αν και ο μεγαλύτερος αριθμός πλοίων που βρίσκονταν σε ενεργό υπηρεσία κάθε καλοκαίρι ήταν 250. Πριν από το τέλος του πολέμου τα βάρη των συνηθισμένων τριηραρχιών είχαν γίνει τόσα ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις δύο τριήραρχοι μοιράζονταν την ευθύνη για μια τριήρη[60]. Οι συντριήραρχοι έγιναν πολύ πιο συνηθισμένοι από τους μεμονωμένους τριηράρχους κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, οπότε η πραγματική διοίκηση ή το στοιχείο της προσωπικής υπηρεσίας μπορούσε να μεταβιβασθεί σ’ ένα μισθωτό πλοίαρχο[61]. Τα προβλήματα της τριηραρχίας οδήγησαν το 357 στις μεταρρυθμίσεις του Περιάνδρου, σύμφωνα με τις οποίες οι 1.200 πλουσιότεροι Αθηναίοι μοιράσθηκαν σε 20 λόχους (συμμορίες) σε μια προσπάθεια κατανομής του φορτίου με δικαιότερο τρόπο[62]. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις επέφεραν θεμελιώδεις αλλαγές στο χαρακτήρα της τριηραρχίας ή επιβεβαίωσαν τις τάσεις που ήδη υπήρχαν. Όχι μόνο μείωσαν το στοιχείο της προσωπικής υπηρεσίας, ενθαρρύνοντας την πρόσληψη πλοιάρχων, αλλά αφαίρεσαν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της ατομικής επίδοσης. Στο παρελθόν, μια επιτυχημένη τριηραρχία δεν απέφερε μόνο προσωπική ικανοποίηση, αλλά και τιμή και την αναγνώριση των υπηρεσιών που προσφέρθηκαν για το συμφέρον της πόλης[63]. Αυτές οι ικανοποιήσεις ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ λιγότερες από όσο ήταν στα μέσα του 5ου αιώνα, οπότε υπήρχε πληρέστερη αποδοχή του αριστοκρατικού ήθους, αλλά άνθρωποι όπως ίσως ο υπερενθουσιώδης Απολλόδωρος (που σε τελευταία ανάλυση ήταν γιος του Πασίωνα, του δούλου που είχε γίνει τελικά πολίτης) επιζητούσαν ακόμη να εξασφαλίσουν τιμή για το πρόσωπό τους με την ενθουσιώδη εκτέλεση μιας τριηραρχίας[64]. Φαίνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις του Δημοσθένη το 340/39 περιόρισαν τον αριθμό των υποχρέων στους 300 πλουσιότερους Αθηναίους[65]. Οι εξελίξεις κατά τον 4ο αιώνα είχαν μεταμορφώσει την τριηραρχία σ’ ένα θεσμό που απέβλεπε σ’ ελάχιστα περισσότερα από την εξασφάλιση χρηματοδότησης για το στόλο, και ουσιαστικά άφησαν τους τριηράρχους στην ανωνυμία που συνδέεται με την πληρωμή των φόρων.
Έντονα οικονομικού χαρακτήρα ήταν η υποχρέωση των πλουσιότερων πολιτών (και, όπως είδαμε, και των μετοίκων) να πληρώνουν φόρο περιουσίας (εισφορά). Ο φόρος υπήρχε κατά τη δεκαετία του 430 αλλά η χρονολογία της καθιέρωσής του είναι αβέβαιη. Το γεγονός ότι επιβαλλόταν όποτε προέκυπτε ανάγκη χρηματοδότησης (σχεδόν πάντοτε για πόλεμο) πρόσθετε το στοιχείο του απρόβλεπτου στη δυσφορία γι’ αυτό που θεωρούνταν οικονομικό βάρος[66]. Αν και γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα για την εισφορά μετά την αναδιοργάνωσή της το 378/7, πολλά βασικά ερωτήματα παραμένουν αβέβαια. Εκείνοι που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο περιουσίας μετά το 378/7 ήταν περίπου 2.000, αν και ο αριθμός έχει υπολογισθεί μέχρι 6.000[67]. Οι μεταρρυθμίσεις του 378/7 περιλάμβαναν την απογραφή της περιουσίας που κατείχαν τα άτομα στην Αττική, αλλά όπως και προηγουμένως υπήρχαν πιθανότητες απόκρυψης και υπήρχαν και πλεονεκτήματα στο να έχει κανείς ορισμένα περιουσιακά στοιχεία σε μέρη έξω από την Αττική[68]. Ως ύψος της περιουσίας που υπόκειτο σε πληρωμή εισφοράς αναφέρονται τα 6.000 τάλαντα και οι υπόχρεοι πλήρωναν ανάλογα με το κεφάλαιό τους[69]. Στα μέσα του 4ου αιώνα έχουμε πληροφορίες για μια επιβολή φόρου 1%, που απέφερε 60 τάλαντα, και όποιος κι αν ήταν ο ακριβής τρόπος υπολογισμού του φόρου, ένα τέτοιο ποσό είναι πιο αληθοφανές για τον 4ο αιώνα από τα 200 τάλαντα που συγκεντρώθηκαν κατά την κρίση του 428/7. Για τον φορολογούμενο, ένας φόρος 1% ισοδυναμούσε με φόρο εισοδήματος 8%, εάν η ετήσια πρόσοδος της περιουσίας ήταν της τάξης του 12,5%[70]. Οι δυσκολίες στην είσπραξη της εισφοράς οδήγησαν, πιθανότατα γύρω στο 360, στη θέσπιση της προσφοράς – προπληρωμή του φόρου από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους οι οποίοι στη συνέχεια εισέπρατταν το μερίδιό τους από τους άλλους φορολογούμενους[71]. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι κατά την περίοδο μεταξύ 378/7 και 369 (εάν η χρονολογία είναι σωστή) οι καθυστερούμενες πληρωμές εισφοράς είχαν φθάσει στα 14 τάλαντα και μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 350 έγινε μια αποφασιστική προσπάθεια – από τον Ανδροτίωνα – για την είσπραξη αυτών των καθυστερουμένων[72].
Περισσότερο αποδεκτές, επειδή ήταν ετήσιες, και επομένως τακτικές, επειδή συνεπάγονταν λιγότερες δαπάνες και επειδή διατηρούσαν την – προσωπική και πολιτική – ικανοποίηση της ενθουσιώδους συμμετοχής, ήταν οι ετήσιες λειτουργίες ή δημόσιες υπηρεσίες, που ήταν περισσότερες από 97 το χρόνο στα μέσα του 4ου αιώνα (και περισσότερες από 118 κάθε τέταρτο χρόνο όταν γιορτάζονταν τα Μεγάλα Παναθήναια)[73]. Αυτές οι λειτουργίες, στις οποίες περιλαμβανόταν η χορηγία, επέτρεπαν στους πλούσιους Αθηναίους πολίτες με το ενδιαφέρον τους και την προθυμία τους να εξασφαλίζουν άφθονα κεφάλαια[74], να επιδεικνύουν το δημόσιο πνεύμα τους. Οι αντιλήψεις τους ανήκαν σε μια αριστοκρατική εποχή και μπορεί να είχαν διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος αυτού του χαρακτήρα σε όλη την περίοδο που εξετάζουμε. Όπως η τριηραρχία και η πληρωμή της εισφοράς, οι τακτικές ή «εορταστικές» λειτουργίες προβάλλονταν από τους κατηγορουμένους σε δίκες ως απόδειξη του δημόσιου αισθήματος τους και συνήθως με την παραδοχή ότι τις είχαν εκτελέσει με ενθουσιασμό για να δημιουργήσουν ένα απόθεμα χάριτος (ευγνωμοσύνης) ώστε το άτομο να έχει καλή αντιμετώπιση στο δικαστήριο σε περίπτωση δίωξης. Η δύναμη της περιουσίας μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί και με άλλους τρόπους για την εξασφάλιση τιμής και επιδοκιμασίας και για την αύξηση της πολιτικής επιρροής ενός ανθρώπου – με εκούσιες εισφορές διαφόρων ειδών ή με την πληρωμή λύτρων για την εξαγορά Αθηναίων αιχμαλώτων πολέμου[75]. Αυτές οι πράξεις, και ειδικότερα η μεγαλοπρεπής εκτέλεση μιας λειτουργίας, είχαν κίνητρα παρόμοια με εκείνα των εμπορικών χορηγών, που χρηματοδοτούν σύγχρονες πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις για να κερδίσουν την επιδοκιμασία του κοινού, συχνά πολιτική και εμπορική. Η τριηραρχία, η πληρωμή εισφοράς και οι λειτουργίες εμφανίζονται σταθερά στους ρήτορες ως «σταθερές» υπηρεσίες που προσέφεραν οι πλουσιότεροι πολίτες με την περιουσία τους, ενώ βοηθούσαν στην προστασία της ασφάλειας της πόλης με την προσωπική τους υπηρεσία.
Κατά τον 4ο αιώνα οι άνθρωποι με περιουσία μικρότερη από 3 τάλαντα ήταν απίθανο να κληθούν ν’ αναλάβουν την τριηραρχία ή τις άλλες λειτουργίες, ενώ εκείνοι που είχαν περιουσία πάνω από 4 τάλαντα ήταν απίθανο να αποφύγουν αυτές τις υποχρεώσεις μακροπρόθεσμα[76]. Οποιοσδήποτε πολίτης στον οποίο είχε ανατεθεί μια λειτουργία μπορούσε να προκαλέσει έναν άλλο πολίτη, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο, να ανταλλάξει την περιουσία του με τη δική του ή να εκτελέσει τη λειτουργία. Αυτό το σύστημα της αντιδόσεως (ανταλλαγής) βοήθησε στο να περιοριστεί στο ελάχιστο η αποφυγή της εκτέλεσης λειτουργιών και στο να λαμβάνεται υπόψιν η αλλαγή της οικονομικής κατάστασης των ατόμων[77]. Το κόστος των περισσότερων τακτικών λειτουργιών κυμαινόταν κατά τα λεγόμενα των ρητόρων μεταξύ 300 και 2.500 δραχμών. Σύμφωνα με τις πληροφορίες οι περισσότερες τριηραρχίες κόστιζαν περισσότερο από 3.000 δραχμές (που μπορεί να είναι το κόστος μιας συντριηραρχίας) και λιγότερο από 6.000[78]. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί τί δαπάνη συνεπαγόταν η εκτέλεση δημόσιων υπηρεσιών από ένα άτομο στη διάρκεια της ζωής του, λόγο) της δυσκολίας ν’ αξιολογηθεί η ακρίβεια των ισχυρισμών ανθρώπων που ήθελαν να εντυπωσιάσουν το ακροατήριο ή τους κριτές τους. Ο ομιλητής του Λυσία 19 έλεγε ότι σε διάστημα πενήντα ετών (περ. 438-388) ο πατέρας του είχε αναλάβει χορηγίες, είχε υπηρετήσει επτά φορές ως τριήραρχος και είχε κάνει πολλές μεγάλες πληρωμές φόρου περιουσίας και ότι το συνολικό κόστος όλων αυτών ήταν 9 τάλαντα και 2.000 δραχμές. «Ο πατέρας μου», είπε, «σ’ όλη του τη ζωή ξόδεψε περισσότερα για την πόλη παρά για τον εαυτό του και την οικογένειά του – τα διπλάσια απ’ όσα έχουμε σήμερα, όπως υπολόγισε συχνά μπροστά μου». Άλλες ενδείξεις δείχνουν ότι ο πλούτος ήταν πολύ σημαντικός και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν ήταν τόσο επιβαρυντικές όσο αφήνει να εννοηθεί ο γιος[79]. Μπορούμε να αναφέρουμε ένα άλλο άτομο – τον ομιλητή του Λυσία21, που έκλεισε τα 18 το 411/10 και στη διάρκεια των επομένων εννέα ετών ξόδεψε, κατά τους ισχυρισμούς του, 10 τάλαντα και 3.600 δραχμές. Τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια ήταν κρίσιμα χρόνια πολέμου και έλεγε ότι υπηρέτησε συνεχώς ως τριήραρχος επί επτά χρόνια, έκανε δύο πληρωμές εισφοράς (3.000 και 4.000 δραχμές) και εκτέλεσε έναν αριθμό δημοσίων λειτουργιών. Πρόσθετε ότι δεν θα είχε ξοδέψει ούτε «το ένα τέταρτο» αυτών που είχε ξοδέψει, αν είχε επιλέξει να περιορίσει τις δημόσιες υπηρεσίες του στο γράμμα του νόμου. Ακόμη και αν δεχθούμε την υπερβολή, φαίνεται ότι αυτός ο νέος ξεπέρασε τις υποχρεώσεις του από την άποψη της συχνότητας (και του ύψους της δαπάνης) και η περίπτωσή του δεν μπορεί να θεωρηθεί τυπική[80], γιατί κατά τον 4ο αιώνα υπήρχαν διατάξεις που προέβλεπαν μεσοδιάστημα ενός έτους μεταξύ διαδοχικών εορταστικών λειτουργιών και δύο ετών μεταξύ τριηραρχιών. Αυτές οι διατάξεις, ή μια γενική διάταξη για μεσολάβηση ενός έτους μεταξύ λειτουργιών, ίσως να υπήρχαν κατά τον 5ο αιώνα. Η απαγόρευση δύο ταυτόχρονων λειτουργιών του 4ου αιώνα μπορεί να υπήρχε νωρίτερα, αλλά θα μπορούσε να παρακαμφθεί από τον ενθουσιασμό ενός εθελοντή[81].
- Πολιτικός και δικαστικός τομέας
Στον πολιτικό και το δικαστικό τομέα επιβάλλονταν ορισμένες νομικές υποχρεώσεις στους πολίτες, αλλά πολύ σημαντικότερη ήταν η ανάγκη ευρείας συμμετοχής των πολιτών που ήταν συμφυής στη δομή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η Βουλή των 500 κατείχε κρίσιμη θέση στη λειτουργία της δημοκρατίας και περιλάμβανε σημαντικό αριθμό μελών. Στη δεκαετία του 320 ένας άνδρας μπορεί να μην υπηρετούσε περισσότερες από δύο φορές στη Βουλή και ίσως αυτό να ίσχυε από τη θέσπιση της Βουλής στα τέλη του 6ου αιώνα. Επιπλέον, εάν οι θητείες δεν μπορούσαν να είναι διαδοχικές, θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένας μέσος αριθμός 250 νέων ανδρών κάθε χρόνο, ή σε διάστημα δέκα ετών όχι λιγότεροι από 2.500 νέοι βουλευτές και όχι περισσότεροι από 5.000[82]. Η προσφορά βουλευτών περιοριζόταν από άλλους παράγοντες. Ένας άνδρας έπρεπε να είχε συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια και συχνά θεωρείται δεδομένο ότι, όπως και οι άρχοντες, οι βουλευτές προέρχονταν από τις τρεις ανώτερες τάξεις απογραφής, αν και ίσως αυτός ο περιορισμός αγνοήθηκε κατά τον 4ο αιώνα, όπως έγινε και στην περίπτωση των αρχόντων[83]. Ο άλλος βασικός παράγων που θα έτεινε να κάνει δύσκολη την υπηρεσία στη Βουλή για τους άνδρες της τάξης των θητών ήταν οι μεγάλες απαιτήσεις διαθέσιμου χρόνου. Αυτός ο παράγων θα απέκλειε στην πράξη εκείνους που περιγράφονταν ως «φτωχοί» ή «χωρίς (επαρκή) μέσα» – εκείνους που εξαρτιόνταν από την εργασία τους για να ζήσουν – μέχρι την εποχή που το ύψος της βουλευτικής αμοιβής αποτέλεσε λογική ανταμοιβή. Η βουλευτική αμοιβή καθιερώθηκε πιθανόν κατά την δεκαετία του 450 (το νωρίτερο λίγο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 462) και στη δεκαετία του 320 ήταν 5 οβολοί την ημέρα, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις που να δείχνουν πόσο καιρό ίσχυε αυτό το ποσό[84]. Η αποζημίωση ήταν απαραίτητη για «τους ανθρώπους που δεν είχαν τα μέσα», γιατί οι βουλευτές καλούνταν να συνεδριάσουν κατά τη δεκαετία του 320 περίπου 260 ημέρες κατά την διάρκεια της θητείας τους και έτσι θα μπορούσαν να διαταραχθούν σοβαρά οι κανονικές τους δραστηριότητες[85]. Αν και οι συνεδριάσεις μπορεί να ήταν λιγότερο συχνές στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, η επέκταση του ρόλου της Βουλής, ως αποτέλεσμα των αλλαγών που καθιέρωσε ο Εφιάλτης το 462, και η αύξηση των διοικητικών και άλλων υποθέσεων στην Αθήνα από τα μέσα του 5ου αιώνα θα απαιτούσαν πολύ συχνές συνεδριάσεις[86].
Επομένως, η Βουλή των 500 έδινε εκτεταμένες ευκαιρίες και επέβαλλε μια σαφή ευθύνη στους Αθηναίους πολίτες για να γνωρίσουν από κοντά τις υποθέσεις της πόλης τους. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο μεγάλο αριθμό των μελών της Βουλής και στη μεταβαλλόμενη σύνθεσή της και εν μέρει στην ποικιλία των λειτουργιών που ασκούσε. Για να καταλάβουμε αυτές τις λειτουργίες είναι καλύτερο να εξετάσουμε πρώτα την κυρίαρχη Εκκλησία, τους αξιωματούχους της αθηναϊκής πόλης και τα Δικαστήρια ή ορκωτά δικαστήρια, γιατί η Βουλή ήταν εκείνη που εξασφάλιζε τον όποιο συντονισμό υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτές τις ενότητες.
Όπως είδαμε, όλοι οι ενήλικοι άνδρες πολίτες μπορούσαν να είναι μέλη της Εκκλησίας. Εκτός από το φημολογούμενο τέχνασμα της χρήσης ενός σχοινιού αλειμμένου με κόκκινο χρώμα, που το έσερναν στην αγορά για να κάνουν τους πολίτες που συζητούσαν ή ήταν απασχολημένοι στην Αγορά να ανέβουν στην Πνύκα όπου συνερχόταν συνήθως η Εκκλησία, φαίνεται ότι δεν υπήρχε προσπάθεια εξαναγκασμού για παρουσία[87]. Η σημασία της παρουσίας όμως φαίνεται από τις διατάξεις που απαιτούσαν απαρτία 6.000 για ορισμένους τύπους αποφάσεων και για μια έγκυρη ψηφοφορία οστρακισμού. Κατά τον 4ο αιώνα η συμμετοχή ενθαρρυνόταν με οικονομικά κίνητρα: στα μέσα της δεκαετίας του 390 προσέφεραν 1 οβολό την ημέρα και σε διάστημα δύο ή τριών ετών το ποσό αυξήθηκε σε 2 και μετά σε 3 οβολούς. Στη δεκαετία του 320 πληρωνόταν μια δραχμή για καθεμιά από τις τριάντα τακτικές συνελεύσεις και 1,5 δραχμή για τις δέκα κύριες συνελεύσεις (μία σε καθεμιά από τις πρυτανείες στις οποίες ήταν διαιρεμένο το αθηναϊκό έτος)[88]. Εάν οι επί μέρους πολίτες ενδιαφέρονταν να δουν μια συγκεκριμένη πρόταση να ψηφίζεται από την Εκκλησία , θα δέχονταν, αν μπορούσαν, την ευθύνη που συνεπαγόταν το δικαίωμά τους να παρίστανται στη συνέλευση. Στην ακραία περίπτωση του 411 οι ολιγαρχικοί οργάνωσαν μια συνέλευση έξω από τα τείχη, στην οποία μπορούσαν να παρευρεθούν χωρίς κίνδυνο μόνο όσοι είχαν πανοπλία και όπλα, και έτσι προκάλεσαν την ανατροπή της δημοκρατίας[89]. Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι Αθηναίοι θέσπισαν στο τέλος του αιώνα μια ειδική διαδικασία για την αναθεώρηση των νόμων ήταν η επιθυμία να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των δόλιων συνελεύσεων και των αιφνιδιαστικών ψηφοφοριών[90].
Η βασική προϋπόθεση της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η κυριαρχία του αθηναϊκού λαού: «ο αθηναϊκός Δήμος ασκεί την υπέρτατη εξουσία σε όλες τις υποθέσεις της πόλης και έχει την εξουσία να κάνει ό,τι επιθυμεί»[91]. Εκτός από την εκλογή των αξιωματούχων, η Εκκλησία είχε πλήρη εξουσία σε όλα τα «νομοθετικά» και διοικητικά ζητήματα. Οι μεγάλες κρατικές υποθέσεις υποβάλλονταν στην κρίση της: εάν έπρεπε να απορρίψουν τα αιτήματα των Σπαρτιατών το 432/1 και να αντιμετωπίσουν την απειλή του πολέμου, αν έπρεπε να επεκτείνουν τη συμμαχία τους το 378/7 στέλνοντας μια γενική πρόσκληση ένταξης στη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία[92]. Ήταν επίσης αρμόδια να αποφασίζει για δευτερεύοντα ζητήματα – ζητήματα κανονισμών ή διοικητικών λεπτομερειών, που ένα σύγχρονο κράτος θα ανέθετε στους υπουργούς ή στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο όγκος των εργασιών της Εκκλησίας και η σημασία πολλών από αυτές συνεπαγόταν σημαντικές ευθύνες για τη Βουλή και τους αξιωματούχους που ενδιαφέρονταν άμεσα για τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας καθώς επίσης και για μεμονωμένους πολίτες[93]. Για παράδειγμα, οι αποφάσεις της Εκκλησίας δεν έπρεπε να αντιβαίνουν προς την ισχύουσα νομοθεσία. Η ευθύνη γι’ αυτό ανήκε στις αρχές του 5ου αιώνα στον Άρειο Πάγο. Σε κάποια στιγμή πριν από το 415 (και ίσως ήδη από τη δεκαετία του 450) αυτή η ευθύνη μεταβιβάστηκε στους αξιωματούχους που προέδρευαν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας καθώς επίσης και σε κάθε μεμονωμένο πολίτη. Μια πρόταση η οποία, αν και είχε ψηφισθεί από την Εκκλησία (ή τη Βουλή), αποτελούσε παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας ή είχε ψηφισθεί με παράτυπη διαδικασία, μπορούσε να «μπλοκαριστεί» με την κατάθεση μήνυσης για παράνομη πρόταση (γραφή παρανόμων)[94]. Αυτή η μήνυση κατά της ίδιας της πρότασης μπορούσε να υποβληθεί από οποιονδήποτε πολίτη ανά πάσα στιγμή, αλλά φυσικά, εάν επρόκειτο να φέρει κάποιο αποτέλεσμα, συνήθως υποβαλλόταν λίγο-πολύ αμέσως. Η κατηγορία εκδικαζόταν από τα Δικαστήρια. Εντός ενός έτους από την ψήφιση της πρότασης, μπορούσε να ασκηθεί και δίωξη κατά του προτείνοντος. Και οι προεδρεύοντες πρυτάνεις υπόκειντο σε δίωξη. Εδώ αποκαλύπτεται μία από τις κεντρικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας – η προσωπική ευθύνη εκείνων που υπέβαλλαν προτάσεις και εκείνων που προΐσταντο στην Εκκλησία, αλλά και κάθε Αθηναίου. Δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος για να καταθέσει μια γραφή παρανόμων ή να ασκήσει δίωξη κατά των πρυτάνεων, αλλά απαιτείτο η επαγρύπνηση και η πρωτοβουλία όλων των πολιτών. Οι πρυτάνεις, όμως, είχαν μια ειδική υποχρέωση, να φροντίζουν να μην υπάρχει παράβαση των νόμων, κι έτσι θα μπορούσαν να κληθούν να ματαιώσουν τη θέληση του Δήμου: ο Αριστοτέλης, που δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη δημοκρατία, επέσυρε ιδιαίτερα την προσοχή σ’ αυτό το θεμελιώδες δίλημμα των δημοκρατικών πόλεων – τη σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία του νόμου και τη βούληση του λαού όπως εκφραζόταν στα ψηφίσματα ή στις αποφάσεις[95].
Εάν στρέψουμε την προσοχή μας από τη λειτουργία της Εκκλησίας στους αξιωματούχους ή δικαστές, υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά που ενέπλεκαν σημαντικούς αριθμούς πολιτών στη λειτουργία της δημοκρατίας και τους έδιναν πείρα και κάποιο ειδικό μέτρο εξουσίας και ευθύνης. Το πρώτο ήταν η αρχή της περιορισμένης θητείας και της εναλλαγής. Εκτός από τα στρατιωτικά αξιώματα και πιθανόν τα ελάχιστα αιρετά αξιώματα, ένας πολίτης μπορούσε να κατέχει ένα αξίωμα μόνο, και μόνο για ένα χρόνο. Αυτή η απαγόρευση επανεκλογής εξασφάλιζε την εναλλαγή στην κατοχή των αξιωμάτων, κατανέμοντας ευρύτερα την ευθύνη και καθιστώντας δυσκολότερη για ένα άτομο την απόκτηση επιρροής με την κατ’ επανάληψη κατοχή ενός αξιώματος. Η δεύτερη αρχή – η ιδέα της συλλογικότητας – αύξανε επίσης τις ευκαιρίες και τις ευθύνες των πολιτών και καταπολεμούσε την ατομική επιρροή. Με λίγες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι αξιωματούχοι ήταν μέλη ενός σώματος (συνήθως δεκαμελούς) και οι διαφορετικές γνώμες και οι ανταγωνιστικές βλέψεις των συναδέλφων δυσκόλευαν οποιοδήποτε άτομο να αποκτήσει ηγετική θέση. Και οι δύο αυτές αρχές της κατοχής των αξιωμάτων βοηθούσαν πολύ στη διατήρηση της κυριαρχίας του Δήμου απέναντι στους αξιωματούχους – μια κυριαρχία που βασιζόταν στη θεμελιώδη αντίληψη ότι όλοι οι αξιωματούχοι ήταν «υπόλογοι» ή «υπεύθυνοι» προς το Δήμο και έπρεπε να λογοδοτούν για τη θητεία τους. Αν και ήθελαν να δώσουν στους πολίτες εκτεταμένες ευκαιρίες για κατοχή αξιωμάτων, οι Αθηναίοι ενδιαφέρονταν και για την ικανότητα του ατόμου να αντιστέκεται στους πειρασμούς της ανεύθυνης εξουσίας[96].
Αυτά τα χαρακτηριστικά σήμαιναν ότι σημαντικοί αριθμοί Αθηναίων συμμετείχαν στην κατοχή αξιώματος – υπήρχαν αρκετές εκατοντάδες αξιωματούχοι στην Αττική κάθε χρόνο (εκτός από τους βουλευτές και τους αξιωματούχους στο εξωτερικό), γιατί η Αθήνα ήταν μεγάλη πόλη και οι Αθηναίοι προχωρούσαν περισσότερο από άλλες πόλεις στον πολλαπλασιασμό των επίσημων θέσεων[97]. Ακόμη μεγαλύτεροι αριθμοί συμμετείχαν στην απονομή της δικαιοσύνης στα Δικαστήρια. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι υποθέσεις δεν έφταναν στα Δικαστήρια. Οι αξιωματούχοι, για παράδειγμα, ασχολούνταν με μερικά δευτερεύοντα αδικήματα, ιδίως αδικήματα (όπως η κακή συμπεριφορά σε μια εορτή) που εμπόδιζαν τον αξιωματούχο να εκτελέσει τα καθήκοντα του αξιώματος του, αλλά δεν μπορούσαν να επιβάλουν πρόστιμο που να υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο (πιθανόν 50 δραχμές το πολύ) και έπρεπε να παραπέμπουν τις σοβαρότερες υποθέσεις στα Δικαστήρια[98]. Πολλές μικροδιαφορές μεταξύ ατόμων ρυθμίζονταν πιθανόν από τους τριάντα «κριτές του δήμου» και μετά το 403/2 από τους Τεσσαράκοντα ή (εάν αφορούσαν ποσό μεγαλύτερο από δέκα δραχμές) από τους δημόσιους διαιτητές, αλλά ένας διάδικος μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης ενός διαιτητή ενώπιον των Δικαστηρίων. Ο Άρειος Πάγος εκδίκαζε υποθέσεις ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως ενός Αθηναίου πολίτη και υποθέσεις φαρμακείας και εμπρησμού[99]. Αλλά οι δικαστικές αποφάσεις τυπικά ήταν θέμα των Δικαστηρίων. Αν και υπήρχε προκαταρκτική εξέταση μιας κατηγορίας από έναν από τους άρχοντες, επρόκειτο για τυπική διαδικασία που έλεγχε αν η υπόθεση ήταν παραδεκτή και επέτρεπε την εκδίκαση της υπόθεσης από ένα συγκεκριμένο δικαστήριο. Στη συνέχεια ο άρχων προέδρευε στο δικαστήριο με εντελώς τυπική έννοια, αφού οι ένορκοι έπρεπε να αποφασίσουν για τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, «καθοδηγούμενοι» από τους διαδίκους, και να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή. Τα δικαστήρια και οι δικαστές ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αθήνας: τουλάχιστον όταν παρουσίασαν στον Στρεψιάδη ένα χάρτη του κόσμου στις Νεφέλες τον Αριστοφάνη και του έδειξαν την Αθήνα, εκείνος απάντησε: «Τί εννοείς; Δεν το πιστεύω, γιατί δεν βλέπω δικαστές να συνεδριάζουν»[100].
Σ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε η Ηλιαία ήταν από μια άποψη διαφορετική από την Εκκλησία, γιατί κάθε χρόνο αρκετές χιλιάδες πολίτες, που έπρεπε να έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, εκλέγονταν με κλήρο δικαστές ή ηλιαστές. Επιπλέον, υπήρχε όριο ηλικίας: πολίτες ηλικίας κάτω των 30 ετών δεν μπορούσαν να εκλεγούν ένορκοι. Τον 5ο αιώνα ο αριθμός των ενόρκων (κριτών) ήταν 6.000 και κάθε δικαστής ανήκε σ’ ένα δικαστήριο για όλο το χρόνο. Υπάρχουν αναφορές για δικαστήρια με 1.000, 1.500, 2.000 και 6.000 μέλη, αλλά οι συνηθισμένες υποθέσεις μπορεί να εκδικάζονταν από 500 δικαστές[101]. Η διαφθορά των δικαστηρίων οδήγησε στις αρχές του 4ου αιώνα στη θέσπιση ενός νέου συστήματος κατανομής των ενόρκων σε δικαστήρια: στην αρχή του χρόνου οι δικαστές μοιράζονταν σε έναν αριθμό επιτροπών (που χαρακτηρίζονταν από ένα γράμμα του αλφαβήτου και στη δεκαετία του 320 ανέρχονταν σε δέκα) αλλά κάθε ημέρα χρησιμοποιούσαν τον κλήρο για να καθορίσουν την τοποθέτηση μιας συγκεκριμένης επιτροπής σε ένα συγκεκριμένο δικαστήριο[102]. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα κατά πόσον κάθε επιτροπή αριθμούσε το πολύ 500 ή 600 άτομα (ο τελευταίος αριθμός θα έκανε πιθανότερη την παρουσία περίπου 500 παρά την αποχή), αλλά οι πηγές αναφέρονται σε 500 και πολλαπλάσια του 500. Η συνεχιζόμενη πιθανότητα δωροδοκίας, τα προβλήματα της εξασφάλισης αρκετού αριθμού μελών στις επιτροπές ή άλλα προβλήματα οδήγησαν σε περαιτέρω αλλαγές που είναι γνωστές κάπως λεπτομερώς από τη δεκαετία του 320 αλλά καθιερώθηκαν πιθανόν γύρω στη δεκαετία του 370. Με μια περίπλοκη διαδικασία που περιλάμβανε τη χρήση ενός δελτίου ενόρκου που έφερε το όνομα του δικαστή, οι επί μέρους δικαστές (και όχι μια ολόκληρη επιτροπή, όπως παλαιότερα) τοποθετούνταν κάθε μέρα σ’ ένα συγκεκριμένο δικαστήριο[103]. Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα έχουμε αναφορές σε δικαστήρια με 500 ή 501 μέλη και πολλαπλάσια των 500 (1.000, 1.500,2.500 ή (ίσως το ακριβέστερο) 1.001 και ούτω καθεξής, με τον περιττό αριθμό να έχει προορισμό την αποφυγή της ισοψηφίας) και περιστασιακές αναφορές σε 201 ή 401[104]. Οι Αθηναίοι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να εξασφαλίσουν τη δικαιοσύνη και να εμποδίσουν τη διαφθορά, αλλά σημαντικότερος από την άποψη της ευθύνης των πολιτών είναι ο μεγάλος αριθμός των δικαστών που εκδίκαζαν οποιαδήποτε υπόθεση (500 ήταν ένας συνηθισμένος αριθμός τον 4ο αιώνα για κοινές υποθέσεις) και ο μεγάλος αριθμός των δικαστών που συμμετείχαν κάθε χρόνο στην απονομή της δικαιοσύνης.
Αυτά τα δύο γεγονότα και η ιδέα του τυχαίου δείγματος, που επιτυγχανόταν με την εκτεταμένη χρήση του κλήρου, δείχνουν ότι από πολλές απόψεις η Ηλιαία θεωρούνταν τμήμα του Δήμου γενικά ή σχεδόν ταυτόσημη με το Δήμο. Οι ρήτορες, αν και μερικές φορές έκαναν διάκριση ανάμεσα στο δικαστήριο και το Δήμο στο σύνολό του, συχνά ταύτιζαν τους ενόρκους με το λαό και μερικές φορές απευθύνονταν στους δικαστές σαν να μην υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην Εκκλησία, όπου οι πολίτες συνέρχονταν για να πάρουν κάθε είδους αποφάσεις (από υψηλές κρατικές υποθέσεις μέχρι σχετικά δευτερεύοντα διοικητικά θέματα), και στα Δικαστήρια, όπου συνεδρίαζαν για να αποφασίσουν για υποτιθέμενες παραβάσεις των αθηναϊκών νόμων[105]. Επίσης, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της προέλευσης και της εξέλιξης της Ηλιαίας, υπήρχε κάποια αλληλοεπικάλυψη στο χαρακτήρα των λειτουργιών της Ηλιαίας και της Εκκλησίας. Από ορισμένες απόψεις η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο θεσμών παρέμενε ρευστή: για παράδειγμα, μερικές από τις σοβαρότερες κατηγορίες που απαγγέλλονταν με τη διαδικασία που είναι γνωστή ως εισαγγελία (απαγγελία κατηγορίας) μπορούσαν να εκδικασθούν είτε από την Εκκλησία είτε από ορκωτά δικαστήρια[106]. Επιπλέον, τα Δικαστήρια αντιμετώπιζαν συχνά υποθέσεις οι οποίες στην πραγματικότητα είχαν μάλλον πολιτικό παρά δικαστικό χαρακτήρα. Η γνωστή υπόθεση του χρυσού στεφανιού που προτάθηκε για τον Δημοσθένη αφορούσε από τεχνική άποψη το θέμα κατά πόσον η πρόταση που είχε ψηφισθεί ήταν απόλυτα σύμφωνη με τους νόμους. Η προσπάθεια του Αισχίνη να παρεμποδίσει την πρόταση με τη χρήση της γραφής παρανόμων είχε ως κίνητρο την πολιτική επιθυμία του να στερήσει από τον Δημοσθένη την τιμή και την αναγνώριση της πολιτικής του, ενώ ο λόγος του Δημοσθένη Περί του στεφάνου παραμέρισε τις τεχνικές πλευρές και παρουσίασε μια λεπτομερή περιγραφή της σταδιοδρομίας και της πολιτικής του. Μια τέτοια γραμμή υπεράσπισης θεωρούνταν φανερά παραδεκτή από τους ενόρκους. Ο πολιτικός χαρακτήρας των μεγάλων δημόσιων δικών φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι ο Αισχίνης άφησε σε εκκρεμότητα την κατηγορία υποβολής παράνομης πρότασης επί έξι χρόνια περίπου και μετά, το 330, έκρινε ότι το πολιτικό κλίμα ήταν κατάλληλο για να απαγγείλει την κατηγορία του κατά του Κτησιφώντα, ή στην πραγματικότητα κατά του παλιού του αντιζήλου, του Δημοσθένη. Έκρινε όμως εσφαλμένα το πολιτικό κλίμα ή, ίσως, ήταν η ρητορική δεινότητα του Δημοσθένη ο κρίσιμος παράγοντας για ν’ απορριφθεί με συντριπτική πλειοψηφία η κατηγορία του Αισχίνη.
Πρέπει να αναφέρουμε έναν άλλο παράγοντα που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση όσο το δυνατόν περισσότερων πολιτών να δεχθούν τις ευθύνες που συνεπαγόταν το αθηναϊκό δικαστικό σύστημα. Η πληρωμή για δικαστική υπηρεσία, που γίνεται δεκτή γενικά ως η πρώτη περίπτωση πληρωμής από το κράτος για δημόσια υπηρεσία, είχε σκοπό να ενθαρρύνει τους πολίτες να υπηρετούν στις επιτροπές ενόρκων καθώς και να αναγνωρίσει τις απαιτήσεις που δημιουργούσε ο όλο και μεγαλύτερος όγκος υποθέσεων που εκδίκαζαν τα δικαστήρια της πολυθόρυβης Αθήνας των μέσων του 5ου αιώνα[107]. Στα μέσα της δεκαετίας του 420 η ημερήσια αμοιβή των 2 οβολών αυξήθηκε από τον Κλέωνα σε 3 και έχει σημασία να σημειώσουμε ότι το ποσό της αμοιβής διατηρήθηκε στους 3 οβολούς σε όλη την περίοδο που εξετάζουμε. Η πληρωμή καταβαλλόταν μόνο για τις ημέρες που χρειαζόταν η παρουσία του δικαστή και όλοι οι δικαστές δεν χρειάζονταν κάθε μέρα. Έτσι η αμοιβή των ενόρκων δεν ήταν τόσο ελκυστική για τους φτωχούς όσο έχει υποτεθεί μερικές φορές, αν και η αμοιβή επέτρεπε σε μεγαλύτερο αριθμό πολιτών να εγκαταλείψουν τις συνηθισμένες τους ασχολίες[108].
Η λειτουργία του δικαστικού συστήματος απαιτούσε τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού Αθηναίων ως ενόρκων. Ένα από τα κίνητρα ήταν η σημαντική δύναμη της Ηλιαίας και ειδικότερα η πολιτική της δύναμη, καθώς μπορούσε να επιβάλει πρόστιμα (μερικές φορές πολύ μεγάλα), εξορία, ή την ποινή του θανάτου. Ουσιαστικά δεν υπήρχε δυνατότητα έφεσης κατά των αποφάσεων της Ηλιαίας[109]. Το σύστημα στηριζόταν επίσης στην προθυμία των ατόμων, είτε επρόκειτο για ηγετικά δημόσια πρόσωπα είτε για απλούς πολίτες, να ασκήσουν αγωγή κατά των παραβατών. Οι αξιωματούχοι είχαν κάποια ευθύνη σ’ αυτό το θέμα, γιατί, όπως είδαμε, μπορούσαν να ασκήσουν αγωγή εναντίον εκείνων που διέπρατταν αδικήματα σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το ίδιο ίσχυε και για τη Βουλή σε σχέση π.χ. με την εποπτεία που ασκούσε στη συμπεριφορά των αξιωματούχων και στην κρατική διοίκηση γενικά[110]. Εάν το αδίκημα ήταν σοβαρό και θεωρείτο ότι έπρεπε να επιβληθεί πρόστιμο που υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του αξιωματούχου (που περιοριζόταν πιθανόν σε 50 δραχμές) ή της Βουλής (που περιοριζόταν σε 500 δραχμές), φρόντιζαν ώστε να παραπέμψουν την υπόθεση προς εκδίκαση σ’ ένα Δικαστήριο. Δεν υπήρχαν μόνιμοι αξιωματούχοι παρόμοιοι με τους δημόσιους κατηγόρους (εισαγγελείς) όπως είναι γνωστοί στα σύγχρονα κράτη. Εντούτοις, η δίωξη εναντίον ενός αξιωματούχου για οικονομικό αδίκημα (ευθύναι) ασκείτο κανονικά από τους δέκα συνηγόρους που ορίζονταν κάθε χρόνο με κλήρο, ενώ για ιδιαίτερα ζητήματα που υποβάλλονταν σ’ αυτές η Εκκλησία ή η Βουλή μπορούσαν να διορίσουν έναν ή περισσότερους πολίτες ως κατηγόρους[111].
Επομένως οι αγωγές μπορούσαν να ασκηθούν από αξιωματούχους ή από τη Βουλή, ενώ η Βουλή ή η Εκκλησία μπορούσαν να διορίζουν κατηγόρους, αλλά στις περισσότερες «δημόσιες υποθέσεις» η διαδικασία εκινείτο από τους Αθηναίους ως άτομα. Οι δημόσιες υποθέσεις αφορούσαν προδοσία και υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, καθώς και αδικήματα όπως η κακομεταχείριση ενός ορφανού ή η αποπλάνηση ελεύθερης γυναίκας. Η εθελοντική δίωξη από πρόσωπα επιτρεπόταν ή ενθαρρύνονταν στις υποθέσεις που θεωρείτο ότι επιδρούσαν στην κοινότητα ως σύνολο, αλλά όχι στις «ιδιωτικές υποθέσεις». Ο Λυκούργος υποστήριζε ότι η διατήρηση της δημοκρατίας και η ευημερία της πόλης εξαρτάτο από τρία βασικά στοιχεία: τον κώδικα των νόμων, την ψήφο των δικαστών και τα άτομα που ήταν διατεθειμένα να ασκήσουν κατηγορία κατά των παραβατών του νόμου. Αλλά, πρόσθετε, η κατηγορία ήταν άχαρο έργο και είχε ως αποτέλεσμα να αποκτά κανείς τη φήμη του «ανακατωσούρα» και όχι του πατριώτη. Αισθάνθηκε όμως την υποχρέωση να μηνύσει τον Λεωκράτη για προδοσία γιατί είχε φύγει από την Αθήνα μετά την ήττα στη Χαιρώνεια το 338: όπως δήλωσε, παρακινήθηκε, όπως ισχυρίστηκε, όχι από εχθρότητα ή από φιλόνικη διάθεση, αλλά από τη δικαιοσύνη και το αίσθημα ότι τα εγκλήματα που θίγουν το λαό προσφέρουν δημόσια έδαφος για εχθρότητες[112].
Οι κατήγοροι τόνιζαν συνήθως, ειλικρινά ή όχι, ότι κίνητρό τους ήταν η επιθυμία να βοηθήσουν και να προστατεύσουν τους νόμους, ενώ και η προσωπική εχθρότητα προβαλλόταν συχνά ως (σωστός) λόγος για την άσκηση δίωξης σε μια δημόσια υπόθεση. «Ό, τι λέγεται συχνά για τις δημόσιες δίκες, δεν είναι λάθος», υποστήριζε ο Αισχίνης, «γιατί πολύ συχνά οι ιδιωτικές εχθρότητες διορθώνουν τις δημόσιες αδικίες». Αυτές τις εξηγήσεις έδιναν συνήθως οι ομιλητές ώστε να μην σκέπτονται οι δικαστές ότι ήταν φιλόνικοι ή ότι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν θόρυβο ή ότι εμπνέονταν από την ελπίδα οικονομικού κέρδους[113]. Η αθηναϊκή πόλη προσέφερε οικονομικά κίνητρα σε ορισμένους τύπους υποθέσεων – για παράδειγμα η αμοιβή για μια επιτυχή δίωξη με την κατηγορία γάμου μιας αλλοδαπής γυναίκας με πολίτη ήταν το ένα τρίτο της περιουσίας του παραβάτη, ενώ γινόταν κατάσχεση του υπόλοιπου της περιουσίας του[114]. Αυτά τα κίνητρα δεν ήταν η μοναδική αιτία αλλά ήταν η κύρια αιτία της εμφάνισης των συκοφαντών (ή κακόβουλων κατηγόρων) – ανθρώπων που κατηγορούσαν τους συμπολίτες τους για να εξασφαλίσουν τις οικονομικές αμοιβές που προσέφερε το κράτος, ή ακλουθώντας τις οδηγίες ενός τρίτου που τους πλήρωνε, ή με την ελπίδα να αποσπάσουν χρήματα από τα θύματα για να σωπάσουν[115]. Οι αρχαίες πηγές δείχνουν ότι η πρακτική της συκοφαντίας ανθούσε στην Αθήνα, παρά την ευρεία δημόσια αποδοκιμασία, παρά την πρόβλεψη για την υποβολή κατηγορίας ότι ένας άνθρωπος ήταν συκοφάντης και παρά τις ποινές που γενικά επιχειρούσαν να εμποδίσουν τις κακόβουλες ή επιπόλαιες κατηγορίες από άτομα[116]. Οι τελευταίες αυτές ποινές δεν αφορούσαν μόνο υποθέσεις που συνεπάγονταν αμοιβή. Προέβλεπαν κυρίως ένα ανώτατο πρόστιμο 1.000 δραχμών και την απώλεια του δικαιώματος απαγγελίας κατηγορίας του ίδιου τύπου εάν ο κατήγορος αποσυρόταν πριν από τη δίκη ή δεν έπαιρνε το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών[117]. Έτσι, όταν το 330 ο Αισχίνης απέτυχε να πάρει το ένα πέμπτο των ψήφων υπέρ της γραφής παρανόμων που κατέθεσε κατά της πρότασης του Κτησιφώντα, έφυγε από την Αθήνα (επειδή, όπως έλεγαν, δεν ήταν πρόθυμος να πληρώσει το πρόστιμο αλλά βασικά λόγω της έλλειψης λαϊκής υποστήριξης που έδειχνε η ψηφοφορία) και εξαφανίστηκε από την πολιτική ζωή. Ο Αισχίνης, που ήταν τότε 60 ετών, έφυγε για την Έφεσο, πήγε στη Ρόδο το 323 και στη συνέχεια στη Σάμο. Αλλά τα προτρεπτικά μέσα φαίνεται ότι ελάχιστα συντέλεσαν στην αναχαίτιση της κατάχρησης της γραφής παρανόμων και των άλλων καταχρήσεων της εθελοντικής δίωξης, όπως η συκοφαντία.
- Ο ρόλος της Βουλής των 500
Πρέπει να ξαναγυρίσουμε τώρα στη Βουλή και να εξετάσουμε τις λειτουργίες που ασκούσαν οι 500 βουλευτές, ιδίως σε σχέση με τα άλλα σώματα. Όπως είδαμε, οι δημόσιες υποθέσεις παραπέμπονταν σε πολλές περιπτώσεις από τη Βουλή στα Δικαστήρια. Αλλά ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος στο αθηναϊκό δημοκρατικό σύστημα ήταν η σχέση ανάμεσα στη Βουλή και στην Εκκλησία, που είχε εξουσία σε όλα τα ζητήματα εκτός από τις «δικαστικές» υποθέσεις. Στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων η Βουλή έπαιζε βασικό ρόλο, γιατί τα κράτη ή τα άτομα προσέγγιζαν πρώτα τη Βουλή (ή τους πρυτάνεις, την επιτροπή της Βουλής) – είτε επρόκειτο για ξένους απεσταλμένους με αιτήματα ή διαμαρτυρίες, αγγελιοφόρους από το εξωτερικό ή Αθηναίους αξιωματούχους για την υποβολή εκθέσεων είτε για μεμονωμένα άτομα με προτάσεις[118]. Όχι μόνο η Βουλή εξέταζε τις λεπτομέρειες και τη σημασία των διαφόρων υποθέσεων και αποφάσιζε εάν έπρεπε να τις παραπέμψει στην Εκκλησία (και με ποια μορφή), αλλά έκανε προκαταρκτική εξέταση (προβούλευσις) όλων των ζητημάτων, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, για τα οποία επρόκειτο να ληφθεί απόφαση από την Εκκλησία[119]. Έτσι, αυτές οι προβουλευτικές λειτουργίες της Βουλής ήταν κρίσιμες για τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων.
Κατά την εφαρμογή των αποφάσεων της Εκκλησίας, είτε επρόκειτο για μείζονα θέματα πολιτικής είτε για δευτερεύουσες διοικητικές διευθετήσεις, η Βουλή έπαιζε εποπτικό και συντονιστικό ρόλο. Οι λεπτομέρειες αυτού του ρόλου έγιναν καλύτερα γνωστές από την περιγραφή των αθηναϊκών συνταγματικών και διοικητικών διευθετήσεων στη δεκαετία του 320[120]. Κατά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τα μέσα του 5ου αιώνα είχαν γίνει χωρίς αμφιβολία μεταβολές στις λειτουργίες και τις εξουσίες της Βουλής και στη σχετική σημασία μεταξύ των αθηναϊκών θεσμών[121]. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της αθηναϊκής ζωής στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μπορεί να έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο έργο της Βουλής, και μάλιστα λόγω της ανάμιξής της στον καθορισμό και την είσπραξη του συμμαχικού φόρου. Στα τέλη του 5ου αιώνα είχε αποκτήσει μια γενική ευθύνη για την εποπτεία της δημόσιας οικονομίας με την ανάμιξή της στα ιερά θησαυροφυλάκια και στην είσπραξη του φόρου και την εποπτεία των οικονομικών αξιωματούχων που έκαναν εισπράξεις και πληρωμές για λογαριασμό της πόλης. Αυτή η οικονομική καθημερινή επίβλεψη μέσω ενός αριθμού επιτροπών επέτρεπε στην Βουλή να ενημερώνει την Εκκλησία κατά πόσον υπήρχαν χρήματα διαθέσιμα για ένα συγκεκριμένο σκοπό ή πρόγραμμα, αλλά ο βαθμός αυτής της εποπτείας δεν οδήγησε στην ανάπτυξη ενός τύπου σύγχρονου προϋπολογισμού που συντόνιζε τα διάφορα οικονομικά μέσα ή τις ανάγκες της πόλης. Κατά τον 4ο αιώνα μπορεί να είχαν επιβληθεί περιορισμοί στην αρμοδιότητά της, αλλά ο κύριος παράγων που επηρέασε την Βουλή ήταν η εμφάνιση, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 350 και κατά την δεκαετία του 340, της Επιτροπής του Ταμείου Εορτών, που άσκησε ισχυρό εποπτικό ρόλο στη διοίκηση της πόλης[122].
Η βάση για τον εποπτικό ρόλο της Βουλής των 500 στηριζόταν πιθανόν στις δικαστικές της εξουσίες σχετικά με τους άρχοντες. Για κάθε πρυτανεία οι άρχοντες υπέβαλλαν τους οικονομικούς τους λογαριασμούς σε μια επιτροπή βουλευτών και στο τέλος του χρόνου η Βουλή συμμετείχε στις «ευθύνες» των αρχόντων. Αν και είχε πιο περιορισμένες εξουσίες για επιβολή ποινών απ’ όσο στο παρελθόν, η Βουλή μπορούσε στα τέλη του 5ου αιώνα και κατά τον 4ο αιώνα να επιβάλει πρόστιμα μέχρι 500 δραχμών[123]. Στον ευρύτερο τομέα της κρατικής διοίκησης η Βουλή ήταν πιθανό να συμμετέχει με κάποιο τρόπο σχεδόν σε κάθε σημείο, όπως φαίνεται από επιγραφικές και φιλολογικές πηγές. Έτσι, την βλέπουμε να συμμετέχει στα οικονομικά θέματα, στην οικοδόμηση ναών, στην προσφορά των απαρχών στην Ελευσίνα, στους διορισμούς για θρησκευτικούς σκοπούς, στην τήρηση και δημοσίευση των δημόσιων αρχείων[124]. Η Βουλή έλεγχε λεπτομερώς το ιππικό και πάνω απ’ όλα είχε σημαντική ευθύνη για το ναυτικό – π.χ. στην εποπτεία των επιθεωρητών των ναυπηγείων και της αποστολής εκστρατευτικών σωμάτων, αλλά και της ναυπήγησης νέων πλοίων[125]. Οι Αθηναίοι έδιναν αρκετά μεγάλη σημασία στη ναυπήγηση νέων πλοίων για το ναυτικό, και μια Βουλή που αποτύγχανε σ’ αυτή την αρμοδιότητά της δεν μπορούσε να πάρει στέφανο τιμής, όσο αποτελεσματική κι αν ήταν στην άσκηση των άλλων καθηκόντων της[126].
Έτσι τα μέλη της Βουλής μπορούσαν να αποκτήσουν σημαντικές γνώσεις για τις καθημερινές υποθέσεις που θα πρέπει να συντελούσαν σημαντικά στην προ- βουλευτική λειτουργία της και στις συμβουλές που θα μπορούσε να προσφέρει στην Εκκλησία. Αλλά οι σχέσεις της μ’αυτό το σώμα, που θα εξετασθούν περαιτέρω στο επόμενο κεφάλαιο, ρυθμίζονταν από το γεγονός ότι η Βουλή δεν ήταν ένα συνεχές εκτελεστικό όργανο με έντονα ανεπτυγμένο το συλλογικό αίσθημα, γιατί είναι πιθανόν ότι στο τέλος του χρόνου ούτε ένα μέλος της Βουλής των 500 δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να είναι μέλος της. Εντούτοις, η Βουλή κατείχε κρίσιμη θέση στη λειτουργία της δημοκρατίας, λόγω των δεσμών της με όλους τους άλλους φορείς και είχε ζωτική σημασία να υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτών πρόθυμων και ικανών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις των μελών της.
Συνοψίζοντας, πρέπει να τονίσουμε δύο σημεία σχετικά με τις ευθύνες των Αθηναίων πολιτών και τη συμμετοχή τους σ’ αυτές τις ευθύνες. Πρώτον, η ανάγκη για ηγέτες αντιμετωπίσθηκε κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα με μια αισθητή διεύρυνση της κλίμακας των κοινωνικοοικονομικών ομάδων από τις οποίες προέρχονταν. Το δεύτερο ζήτημα, και ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι η έκταση στην οποία οι ταπεινότεροι πολίτες μπορούσαν να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή και χρειαζόταν να το κάνουν για να μπορούν να λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Επιπλέον, μη αρκούμενοι στο να αφήνουν τις υποθέσεις της πόλης στην παραδοσιακή «ελίτ», οι Αθηναίοι είχαν την τάση να περιορίζουν κάθε εξάρτηση από τους «ειδικούς», αν και η αξία τους στο στρατιωτικό και τον οικονομικό τομέα αναγνωριζόταν ευρύτερα κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Η στρατιωτική ασφάλεια της πόλης δεν βρισκόταν στα χέρια μόνιμων ενόπλων δυνάμεων. Είχε παραμείνει εκ παραδόσεως στα χέρια οπλιτών που καλούνταν να υπηρετήσουν όποτε υπήρχε ανάγκη, αλλά, λόγω της εξάρτησης της Αθήνας από το ναυτικό, τα μέλη της τάξης των θητών συμμετείχαν επίσης σ’ αυτές τις ευθύνες ενώ οι τριήραρχοι είχαν ιδιαίτερη συμμετοχή στην ασφάλεια της Αθήνας. Ωστόσο, υπήρχε μια τάση προς τη χρησιμοποίηση μισθοφορικών δυνάμεων. Στη σφαίρα της δημόσιας χρηματοδότησης που προερχόταν από την Αθήνα, ενώ οι έμμεσοι φόροι, τα δικαιώματα από τα μεταλλεία, τα ενοίκια και άλλες επιβαρύνσεις παρείχαν τις κύριες πηγές «εισοδήματος», οι πλουσιότερες ομάδες έφεραν σημαντικό βάρος με τις λειτουργίες και την πληρωμή εισφοράς. Αλλά η αθηναϊκή δημοκρατία διακρινόταν κυρίως από τον πολιτικό και δικαστικό τομέα. Η ίδια η δομή της και η ποικιλία των παραγόντων ευνοούσαν ιδιαίτερα τη συμμετοχή σημαντικού αριθμού πολιτών, στο θέμα της έκτασης στην οποία οι Αθηναίοι συμμετείχαν πραγματικά.
---------------------
[1] Πλ. Κρίτ. 50a-54d.[2] Σόλων απ. 3 (Diehl) (για την ευνομία), Ηρόδ. 7.104, Θουκ. 2.37.3, Δημ. 24.210, Λυκούργ.
Λεωχ. 2-4.
[3] Βλ., για παράδειγμα, Pearson (1962), Adkins (1972), Dover, και Fisher (1976).
[4] Βλ. ΑΠ55.3
[5] Για τον οίκο και άλλες πλευρές της οικογενειακής ζωής, βλ. Lacey (1968) κεφ. 4-7 και για το αμφισβητήσιμο ερώτημα της θέσης των γυναικών, βλ., για παράδειγμα, Gomme (1937) 89-115, Seltman (1957) 87-119, Pomeroy (1975) και (1973) 127-52, και Schaps (1979).
[6] Αντιπαράβαλλε τη σύζυγο του ευκατάστατου Ισχομάχου (όπως απεικονίστηκε στο Ξεν. Οικ. 7) και τη μητέρα του Ευξιθέου (Δημ. 57.30-4,45).
[7] Βλ. [Δημ.] 59.108-13, 122.
[8] Βλ. ΑΠ 56.6-7, Harrison 1 (passim) και MacDowell 84-108 για υποχρεώσεις που προκλήθηκαν από τον έλεγχο των πολιτών στους εξαρτώμενους και για τα ζητήματα που αναφέρονται στο γάμο, την κληρονομική διαδοχή, τα ορφανά και τις επικλήρους («κατά πλάσμα κληρονόμος»).
[9] Harrison 1.45-60,78-81· πρβλ. Pomeroy (1982) 131-3.
[10] Πλουτ. Σόλ. 22, Πλ. Κρίτ. 50d (πρβλ. 45c-d).
[11] Πλ. Αλκ. 1. 122b, Αισχίν. 1.9-11 (νόμοι του «Σόλωνα» οι οποίοι δεν θεωρούνταν αυθεντικοί ή που δεν τηρούνταν πια, τον 4ο αιώνα). Για την αθηναϊκή παιδεία γενικά, βλ. Marrou (1956) 36-60 και Beck (1964) 72-146.
[12] Θουκ. 2.16 (δεκαετία του 430)· D.M. Lewis (1963Β) 724, W.E. Thompson (1971) 72-9, R. Osborne 15-46,72-92, 127-53, Whitehead 5-38.
[13] Βλ. τα ιερά ημερολόγια των δήμων (π.χ., IG II2.1358 (Μαραθών), Daux (1963) 603-34 (και BCH 88 (1964), 676-7) (Ερχιά) και Daux (1983) 150-74 (Θορικός)), Dow (1968) 170- 86, Parke 175-82 και Mikalson (1977)424-35· R. Osborne 154-82, Whitehead 185-208. H Ερχιά, η οποία μπορεί να θεωρηθεί τυπικός δήμος τον 4ο αιώνα, είχε 35 χωριστές τοποθεσίες λατρείας συμπεριλαμβανομένων των βωμών και όριζε 25 ημέρες κάθε χρόνο για ετήσιες θυσίες, που χρηματοδοτούνταν από ή διαμέσου του δήμου. Οι περισσότερες από τις τοπικές λατρείες και εορτές φαίνεται ότι έχουν γίνει χωριστά και ανεξάρτητα από τις λατρείες και τις εορτές της πόλης, και οι δήμοι δεν εμφανίζονται να έχουν κανονικά υιοθετήσει τοπικούς τόπους από τις κύριες εορτές της πόλης (Mikalson (1977) 428, πρβλ. Whitehead 187 σημ. 63). Οι μοναδικές εορτές της «πόλης», οι οποίες τηρούνταν στο επίπεδο του δήμου, ίσως ήταν εκείνες, οι οποίες αναφέρονταν στην οικογένεια και εορτάζονταν από γυναίκες, αν κρίνουμε από τη Θεογαμία (εορτή της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου και πιθανόν εορτάζονταν αποκλειστικά από γυναίκες – Mikalson (1975Β) 189).
[14] Mikalson (1977) 433-4- Αρ. Αχαρνής247-79, Πλ. Πολιτ. 475d.
[15] Θεοφρ. Χαρ. 10.11 (Ο Κακός Άνδρας σερβίρει μικρές μερίδες κρέατος όταν οργανώνει ένα συμπόσιο για τους συνδημότες του)· Whitehead 176-222.
[16] AΠ 21.5,42.1· πρβλ. Rhodes 8-12, Traill 19,56-8,64-103, Davies (1979) 151-6, R. Osborne 72-92, Whitehead 17-23,58-61,86-175,255-326. Για τη συμμετοχή των πολιτών σε άλλους θεσμούς, βλ., για παράδειγμα, τρία ψηφίσματα της φατρίας των Δημοτιωνιδών (IGII2. 1237).
[17] Δημ. 57, ιδίως 2,6-8, 13 (πιθανόν 346/5 π.Χ.), και πρβλ. ΑΠ 62.1 για μια αλλαγή (πιθανόν περ. 370 – περ. 362) στις εκλογικές διαδικασίες για να εμποδιστεί η πώληση των αξιωμάτων από τους δήμους (βλ. Kroll 91-4, Whitehead 287-90)· R. Osborne 147-51, Whitehead 88-90,106-8.
[18] Δημ. 57.57-64- Δείν. απ. Α7· Αναξανδρίδης απ. 4- Whitehead 292-301.
[19] ΑΠ 61.1 (και CAAP)· Pierart (1974) 125-46, Hansen 119-21· πρβλ. Fornara (1971Α) 19-27.
[20] IG II2.1658.1 (394/3 π.Χ.) και 1660.1-3 (393/2)· IG II2. 244.28-36 (337/6): πρβλ. Αισχίν.
3.14,28-30. Βλ. ΑΤΙ56.3, Pickard – Cambridge (1968) 75-8- A/743.2,55.1.
[21] Mikalson (1977) 429-32, Parke 176-7, Θουκ. 1.126.6.
[22] Mikalson (1977) 428, Parke 29-169, Pickard – Cambridge (1968) 1 -125- για τις πολεμικές εορτές, βλ. Pritchett 3. 154-229. Για τον αριθμό και τη σημασία των εορτών στην αθηναϊκή ζωή, βλ. Θουκ. 2.38, [Ξεν.] ΑΠ 3.2,8, Ξεν. Ελλ. 2.4.20.
[23] IG Ρ. 14 (ML 40). 2-8 (Ερυθρές, 453/2 π.Χ. (;)), Il34 (ML 46). 41 -3 (περ. 447(;)), Ρ.71 (ML 69). 54-8 (425/4)· Meiggs 291-305 και Barron (1964) 35-48.
[24] Η λαβυρινθώδης συγχώνευση «θρησκευτικών» και «πολιτικών» θεμάτων αντανακλάται στο γεγονός ότι, στη δεκαετία του 320, (ΑΠ 43.6) τρία ζητήματα που αναφέρονταν σε θρησκευτικά θέματα επρόκειτο να συζητηθούν σε δύο από τις τακτικές συνεδριάσεις της Εκκλησίας σε κάθε πρυτανεία και στο πλήθος των υποθέσεων που έφτασαν στην Εκκλησία, οι οποίες κυμαίνονταν από τους λεπτομερείς κανονισμούς σχετικά με την προσφορά των απαρχών στην Ελευσίνα (IG Ι3.78 (ML 73)) οις την εκλογή των «θρησκευτικών» αξιωματούχων {ΑΠ 54.6-8· πρβλ. 56.3-5, 57. 1, 58.1, 60.1) και την αναδιοργάνωση των θησαυρών του ναού (πρβλ. IG Ρ.52 (ML 58)).
[25] Βλ. D. Μ. Lewis (1959) 239-47 (SEG 18.13) για ένα νόμο του 336-34 που προμήθευε τακτικά κεφάλαια για τον εορτασμό των Μικρών Παναθηναίων και IG Η2.334.25-7 (ένα ψήφισμα που αναφέρεται στην ίδια εορτή και χαράχτηκε στον ίδιο λίθο με το νόμο) ορίζοντας λεπτομερώς ότι οι μερίδες του κρέατος θα διανέμονται «σε κάθε δήμο, αναλογικά προς τον αριθμό του στην πομπή, που θα οργανωνόταν από τον κάθε δήμο».
[26] Αυτή η ιδέα ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους μετριοπαθείς ολιγαρχικούς κατά τα τέλη του 5ου αιώνα: Θουκ. 8.65.3. Βλ. Ridley (1979) 510-22.
[27] Λυσ. 9.4,15, Αισχίν. 2.167-8, ΑΠ 26.1 (και CAAP) 53.7· Andrewes (1981) 1-3, Hansen (1986) 83-9- πρβλ. Jones 163.
[28] Βλ. ΑΠ42 (και CAAP και Rhodes (1980 Β)· πρβλ. Ruschenbusch (1979Β) και (198 ΙΑ) που αποδέχονται τον ισχυρισμό της ΑΠ ότι οι θήτες συμπεριλαμβάνονταν) και Marrou (1956) 105-7 για την οργάνωση και το (ουσιαστικά στρατιωτικό) περιεχόμενο της εκπαίδευσης των εφήβων. Στο δεύτερο χρόνο οι νεαροί άνδρες έκαναν δημόσια επίδειξη των στρατιωτικών τους δεξιοτήτων και δέχονταν από την πόλη ασπίδα και όόρυ πριν να α- ναλάβουν καθήκοντα περιπολίας στην ύπαιθρο. Για την εκπαίδευση των οπλιτών, βλ. Ridley (1979) 530-48 και για τη χρονολόγηση της καθιέρωσης του τυπικού συστήματος της ολόχρονης στρατιωτικής
υπηρεσίας, βλ. D. Μ. Lewis (1973Β) 254-5 και Mitchel (1975)233-43- πρβλ. Πελεκίδης (1962) 7-79 και Reinmuth (1952) 34-50 και (1971) 123-38· βλ. Mitchel (1970) 37-9.
[29] Tod 204 (και σχόλια) (πρβλ. Λυκούργ. Αεωκ. 76, με προσαρμογές από τη μτφρ. Loeb)· Siewert (1977) 102-11: αναλύει τις αρχές των στοιχείων στον όρκο.
[30] Λυσ. 14, ιδίως 4-15, [Δημ.] 59.27.
[31] [Ξεν.] ΑΠ 1.2,2.14· Θουκ. 3.18.3-4-Αριστ. Πολ. 1274a5-21 και ΑΠ11.\. Βλ. κεφ. 2.2 για μέτοικους κωπηλάτες, αλλά, στα μέσα του 4ου αιώνα, ο αριθμός των μετοίκων είχε ελαττωθεί περισσότερο από όσο στα τέλη του 5ου αιώνα (πρβλ. Ξεν. Πόροι).
[32] Θουκ. 3.16.1, Ξεν. Ελλ. 1.6.24· [Δημ.] 50.6-7, 16- Δημ. 3.4, Αισχίν. 2.133· βλ. επίσης Θουκ. 6.43· Amit (1965)48-9, Jordan (1975) 102-3,225-6, Hansen (1986)22-4. Για τη συνεισφορά των Αθηναίων οπλιτών, βλ. Ridley (1979) 522-7.
[33] Οπλίτες εκμισθώθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά σχεδόν αποκλειστικά από τους εχθρούς της Αθήνας (Θουκ. 1.60.1, 4.80.5· 6.43· 7.27.1, 29-30· Parke (1933) 15-18)· βλ. επίσης Θουκ. 1.31,143.
[34] Δημ. Ολυνθιακοί και Φιλιππικοί· Ισοκρ. 8.48 και βλ. 8.41 -8, αλλά αντιπαράβαλλε 7.54.
[35] Βλ., για παράδειγμα, Jones 30-8 και Pritchett 2.104-112.
[36] Πρβλ. [Ξεν.] ΑΠ 2.14.
[37] Θουκ. 3.17.3-4, 6.8.1, 6.31.3· 8.45.2 (3 οβολοί το 412 π.Χ., και για το 407 βλ. Ξεν. Ελλ. 1.5.4)· Jones 30-2, Dover και Andrewes στο //CT4.293,5.97-9. Πρβλ. Gomme HCT1215- 6, ο οποίος αναφέρει την 1 δραχμή την ημέρα και 1 για τους ακολούθους τους, που ήταν μια ειδική αμοιβή για την «ταλαιπωρία» για τους οπλίτες που πολιόρκησαν την Ποτεί- δαια, καλοκαίρι και χειμώνα, αλλά προκαλεί σύγχυση, γιατί όλοι οι ναύτες εκείνη την εποχή (όπως ο Θουκ. 3.17.4 φανερά υπαινίσσεται) έπαιρναν τα ίδια χρήματα. Ο Pritchett 1.14-24 περιορίζει την αμοιβή της δραχμής στους ναύτες που απέκλεισαν την Ποτείδαια και, όπως ο Gomme, θεωρεί την τιμή για την εκστρατεία στη Σικελία (6.31.3, 7.27.2) ως ειδική αμοιβή (πρβλ. 6.21-2 που εξετάζει τα προβλήματα που δημιουργούνται από μια μακρινή ή παρατεινόμενη εκστρατεία ή μια εκστρατεία που συνεπάγεται ειδικές δυσκολίες στην εξεύρεση τροφής).
[38] Πρβλ. Θουκ. 1.70.6-9,2.41.
[39] Βλ. Θουκ. 1.75- βλ. επίσης Δημ. 24.183-5, που μιλάει εκτενώς για την ανάμνηση των κατορθωμάτων των Αθηναίων τον 5ο αιώνα και την προθυμία τους να ξοδεύουν όλο τον πλούτο της Αθήνας για την αγάπη στην τιμή (φιλοτιμία), να πληρώνουν φόρο περιουσίας και να μη δειλιάζουν από κανένα κίνδυνο για χάρη της δόξας, και 18.63-7,89,97-101,199- 205,207, 322 για τον αγώνα της Αθήνας σε κάθε γενεά για πρωτεία, τιμή και δόξα.
[40] Βλ. Pritchett 23.104-10.
[41] Ισοκρ. 4.167-8,5.96, 120-1,8.24-πρβλ. 7.82-3.
[42] Πρβλ. Διον. Αλικ. Αμμ. 1.9, Pritchett 2.108-9.
[43] Για κατηγορίες σχετικά με τη συμπεριφορά των διοικητών, οι οποίοι έδιναν ελάχιστα ή καθόλου χρήματα για τους στρατιώτες τους, βλ. Αιοχίν. 2.71-2, Πλουτ. Φωκ. 14.2-3, Δημ. 8.21-2,26-8, και Pritchett 2.34-58, 82-5, 101-2 ο οποίος υποστηρίζει ότι η συνέλευση ενέκρινε την τελική ευθύνη γι’ αυτό και ότι έτσι επέβλεπε τους διοικητές της, αν και (αυτό πρέπει να τονιστεί) με ποικίλη σοβαρότητα και επιτυχία- βλ. κεφ. 6.4. Βλ. σημ. 52 και σημ. 54.
[44] Δημ. 1-3.
[45] Cawkwell (1962Α) 122-40 και (1963A) 47-67.
[46] Δημ. 4,17, 19.84.
[47] [Δημ.] 50.10-14· Ισοκρ. 7.82-3· βλ. Δημ. 4.28-9 (Griffith (1935) 271-3)· πρβλ. Pritchett 1.24-9.
[48] Δημ. 1.19-20, 3.10-13, 31-3, [Δημ.] 10.35-45, 13.2,10 και 59.4-5, Πλουτ. Ηθ. 1011b, Jones
33-5, Buchanan (1962) 53-74,83-8, Cawkwell (1963A) 53-61.
[49] Θουκ. 3.19.1.
[50] Θουκ. 6.24.
[51] Θουκ. 6.8.1-2, Πλουτ. Αλκ. 17.2.
[52] Πλουτ. Κίμ. 13.6- Λυσ. 28.3-7- Δημ. 20.77· Πολύαινος 3.9.31· Pritchett 1.53-100. Βλ. κεφ.5.5.
[53] Δημ. 8.24-9· de Ste Croix 607 αημ. 37.
[54] Βλ. [Δημ.] 49.6,11, D.S. 15.47.2-3,7, Ισοκρ. 15.109-11, [Αριστ]. Οικ. 2.1350b4-15, Πολύαινος 3.10.5,9· [Αριστ.] Οικ. 2.1350a23-30.
[55] Πρβλ. Davies (1978) 171 για ένα αίσθημα, στους λόγους της δεκαετίας του 340, αποκοπής από το παρελθόν.
[56] Η απαγόρευση το 378/7 της κατοχή; γης από τους Αθηναίους, είτε από ιδιώτες είτε από την πόλη, στο έδαφος συμμαχικών κρατών (Tod 123.25-46) ουσιαστικά βοήθησε άλλους παράγοντες όπως η απώλεια των εισοδημάτων από τους Συμμάχους στην αλλαγή των αθηναϊκών αντιλήψεων. Μερικοί κληρούχοι, πράγματι, απεστάλησαν (π.χ. στη Σάμο το 365), αλλά υπήρχε μια αξιοσημείωτη διαφορά από τον 5ο αιώνα με τους απειράριθμους κληρούχους του και την εκτεταμένη κατοχή γης και το επακόλουθο ενδιαφέρον τόσο των φτωχών, όσο και των ευκατάστατων για ισχυρή πολιτική στο εξωτερικό και τα μέσα (ειδικά ναυτικά) για την υποστήριξη μιας τέτοιας πολιτικής.
[57] Δημ.8.74,21.165, Αισχίν. 3.85.
[58] Amit (1965) 103-15 και Jordan (1975) 61-93.
[59] Λυσ. 19.29 και 42 (1 1/3 τάλαντα σε 3 χρόνια – αυτές ίσως ήταν συντριηραρχίες), Λυσ. 21.2 (6 τάλαντα σε 7 χρόνια). 1 τάλαντο = 6.000 δραχμές = 60 μ(ι)ναι. 1 μνα= 60 δραχμές, 1 δραχμή = 6 οβολοί· βλ. κεφ. 2.2.
[60] Θουκ. 2.13.8, 3.17.2, [Ξεν.] ΑΠ 3.4, Davies 16-17,21 οημ. 13, Rhodes (1982) 16 σημ. 17· Λυσ. 32.24.
[61] ΙGII2. 1609, Δημ. 21.154 (συντριήραρχοι)· Δημ. 21.80,51.7-8 (κυβερνήτες που είχαν προσληφθεί πριν από το 357)· Δημ. 21.163 (μετά τις μεταρρυθμίσεις του 357).
[62] Δημ. 14.16-17,21.155,47.21-Rhodes (1982) 1-19, πρβλ. Davies 15-20, βλ. 5.3.1.
[63] Δημ. 51.7-βλ. Λυσ. 25.12-13.
[64] [Δημ.] 50.7, 10, 34-7 (362 π.Χ.). Βλ. Δημ. 21.165 για δώρα από τριήρεις για την εκστρατεία στην Εύβοια το 357.
[65] Αισχίν. 3.222, Δημ. 18.103-4.
[66] IG Ι3.52 (ML 58). Β19 (και τα σχόλια του ML πτην υποστήριξη του 434/3 π.Χ.)· Λυσ. 19.29, Δημ. 24.198, [Δημ.] 47.54 και Davies 82-4.
[67] Ruschenbusch (1978)275-84,Rhodes(1982)5-1Ι,πρβλ. Jones28-9,83-4- βλ.κεφ. 5.3.1. Για την εισφορά βλ. de Ste Croix (1953) 30-70, Jones 23-30, Thomsen (1964) 195-206, Ruschenbusch (1978) 275-84 και (1985) 237-40, Rhodes (1982) 1-19.
[68] Δημ. 27.8,28.3-4,42.22-3.
[69] Δημ. 14.19,27- πρβλ. Πολύβ. 2.62.6-7.
[70] Μέσα από τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από διαφορές στα συνθετικά στοιχεία της περιουσίας ενός άνδρα και τις αναλογίες των εισπράξεων, μπορεί να υπαινιχθεί κανείς ότι ο μέσος όρος κόστους ετήσιας είσπραξης ήταν της τάξης του 10-12,5%. Εάν οι τιμές που αναφέρονται στον Ισαίο 11.42 είναι ακριβείς, η είσπραξη του ενοικίου από τη γη και τα σπίτια, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, ήταν περίπου 8% (βλ. de Ste Croix (1953) 39). Αλλά ένας αγρότης, που δουλεύει τη δική του γη, ή ένας άνδρας, που δουλεύει μια νοικιασμένη γη, πιθανόν θα προσδοκούσε να θερίσει παρά να παράγει περισσότερο: ο αγρότης ίσως μπορούσε να έχει καθαρό κέρδος κατά μέσο όρο 12 ή 12,5%. Η περιουσία που αναφέρεται στον Ισαίο 11.42 εικάζεται ότι απέδιδε εισόδημα (κυρίως από ενοίκιο) περίπου 10% (8% ενοίκιο γης, 8 4/7% ενοίκιο σπιτιών, 18% σε χρήματα). Η είσπραξη του ενοικίου σε εργαστήρια με δούλους ήταν υψηλότερη (Δημ. 37.5: 12% ενοίκιο από ένα εργαστήριο στα ορυχεία αργύρου και 30 δούλους). Μερικοί πιο πλούσιοι Αθηναίοι ενοίκιαζαν δούλους σε τακτική βάση: το εισόδημά τους μπορούσε να ήταν υψηλότερο από ό,τι από την ενοικίαση γης (Jones (1960) 5, προτείνει 35% ή περισσότερο- βλ. APF127-30- πρβλ. το υψηλό, θεωρητικά, ανώτατο όριο που υπαινίχθηκε ο Markle (1985) 295-6, αποκλείοντας τις επιπτώσεις των παραγόντων υψηλού κινδύνου). Μεγαλύτερες εισπράξεις μπορούσαν να έχουν επιτύχει εκείνοι, οι οποίοι είχαν μεγαλύτερη αναλογία της περιουσίας τους σε ρευστά κεφάλαια (είτε για λόγους απόκρυψης είτε για πολιτικούς λόγους: βλ. APF128-9, 134-5). Για τιμές τόκων, βλ. [Δημ.] 53.13 (16% για υποθήκη σε ένα οίκημα για κατοικία- βλ. Δημ. 34.23-4), Δημ. 30.7 (10% εμφανίζεται ως η χαμηλότερη τιμή), Δημ. 27.9, 23 (12% παρουσιάζεται ως μια πολύ λογική τιμή· βλ. Δημ. 37.5, Αισχίν. 3.104), [Δημ.] 59.92 (18% της αναγραφόμενης τιμής οε χρήματα δανείστηκε για να ανταποδοθεί μια προίκα) και Ισαίος απ. 23 (33 1/3%). Για τα ναυτιλιακά δάνεια, βλ. Δημ. 35 και Michell (1957) 345-50.
[71] Η αρχαιότερη βέβαιη αναφορά στην προεισφορά μας παραπέμπει στο 364/3 π.Χ. (Ισαίος 6.60). Το 369 η Αθήνα συμμάχησε με την άλλοτε εχθρά της, τη Σπάρτη, για να αντιμετωπίσει την απειλή της Θήβας. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν, κατά τα λεγάμενα του Δημοσθένη (16.12), «να πληρώσουν εισφορά και να ριψοκινδυνεύσουν τη ζωή τους για την ασφάλεια των Σπαρτιατών». Η κατάσταση απαίτησε την επείγουσα ανεύρεση χρημάτων και ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες οι πλουσιότεροι Αθηναίοι, οι περισσότεροι από αυτούς γνωστοί για τις ήδη υπάρχουσες συμπάθειές τους για τη Σπάρτη, θα μπορούσαν να έχουν βρει την προπληρωμή του φόρου περιουσίας περισσότερο ευπρόσδεκτη.
[72] Δημ. 22.42-4.
[73] Davies (1967) 33-40′ σύγκρινε την εμφανώς συνειδητή προσπάθεια του Δημοσθένη το 355/4 (20.21 – «ίσως 60 ή λίγο περισσότερες») να ελαχιστοποιήσει τον αριθμό των ετήσιων λειτουργιών.
[74] Ξεν. Απομν. 3.4.3-5· βλ. κεφ. 2.2.
[75] Λυσ. 19.56-7,20.30-1,25.12-13, Ισαίος 5.41-2, [Δημ.] 25.76-8, Δημ. 36.40-2, αλλά πρβλ. Λυσ. 26.4 και Δημ. 21.169 για αμφισβητήσεις αυτής της γραμμής υπεράσπισης. Βλ. Davies 91-7 για χη μετάφραση σε εθνικούς και λειτουργικούς όρους αυτού που ήταν από καιρό καθιερωμένος τρόπος δαπάνης για πολιτικούς σκοπούς.
[76] APF xxiii-xxiv: Ο Davies υποθέτει ότι οι τιμές του 5ου αιώνα ίσως ήταν πολύ υψηλότερες.
[77] Λυσ. 24.9, Δημ. 21.78-80,28.17 (πρβλ. Λυσ. 4.1-2). Βλ. επίσης [Ξεν.] ΑΠ 3.4 και ΑΠ 61.1 για την εκδίκαση των αμφισβητήσεων για τις λειτουργικές υποχρεώσεις.
[78] Λυσ. 21.2 (300 δρχ. για ένα διθυραμβικό χορό στα Μικρά Παναθήναια)· Λυα. 19.42 (5.000 δρχ. για δύο χορηγίες). Η φθηνότερη καταγραμμένη λειτουργία κόστισε 50 ή 100 δρχ. (1G ΙΙ2.417), ενώ ένας διθυραμβικός χορός μαζί με έναν αναθηματικό τρίποδα λέγεται ότι κόστισαν 5.000 δρχ. (Λυσ. 21.2). Για άλλα παραδείγματα, βλ. APfxxi-xxii. Για την τριηραρχία, βλ. κεφ. 3.4 παραπάνω και Δημ. 21.155 (6.000 δρχ. για τριηραρχία που εκμισθώθηκε σε εργολάβο).
[79] Λυσ. 19.9,57-9- APF200· πρβλ. Λυσ. 19.42-3, APF201-2- APF 135-8.
[80] Λυσ. 21.1-6.0 ομιλητής δεν προβάλλει το συνηθισμένο ισχυρισμό της θυσίας των πόρων του για χάρη της πόλης, αλλά ίσως ένας τέτοιος ισχυρισμός θα προκαλούσε το γέλιο στο δικαστήριο επειδή η περιουσία του ήταν πολύ σημαντική ή επειδή η δαπάνη μπορεί να ήταν μια κραυγαλέα προσπάθεια αντιμετώπισης του πολιτικού φακέλου του πατέρα του- βλ. APF592-3.
[81] Δημ. 20.8, Ισαίος 7.38- Λημ. 20.19,21.155, [Δημ.] 50.9- Rhodes (1982) 2-3, πρβλ. Davies 17.
[82] ΑΠ 62.3′ Rhodes 3-4, 242-3. Η αρχαιότερη μαρτυρία για δύο θητείες, που μπορούν να χρονολογηθούν, με κάποια σχετική ακρίβεια, παραπέμπει στον Ανδροτίωνα, του οποίου η δεύτερη θητεία συμπίπτει με ή πριν το 356/5· βλ. επίσης, κεφ. 4 σημ. 61 για πολιτικούς ηγέτες, που υπηρέτησαν στη Βουλή. Ο Larsen (1955) 10-11 έκλινε κάπως προς την άποψη ότι αρχικά μόνο μία θητεία επιτρεπόταν, όπως με τα περισσότερα αθηναϊκά αξιώματα, και ότι η δεύτερη θητεία κρίθηκε αναγκαία εξαιτίας της δυσκολίας στην εξεύρεση 500 νέων βουλευτών κάθε έτος· βλ. πάντως κεφ. 5.1 για μια «εφεδρία» υποψηφίων. Ένας κανόνας ενάντια στις εξακολουθητικές περιόδους ίσως ήταν σε αρμονία με το Δημ. 24.149 και συμπεραίνεται από το δημοκρατικό πολίτευμα που θεμελιώθηκε από την Αθήνα στις Ερυθρές στη δεκαετία του 450: η βουλευτική υπηρεσία είχε περιοριστεί σε ένα έτος ανά τέσσερα (ΙG Ι3.14 (ML 40). 12· Hignett 228 σημ. 3).
[83] ΑΠ7.4· Rhodes 2-3 για άλλους πιθανούς περιορισμούς.
[84] Θουκ. 8.69.4 (πλήρωσε το 412/11)· ο Griffith (1962) 125 χρονολογεί εκ νέου· ΑΠ 62.2 (5 οβολοί για ένα σύμβουλο, με έναν επιπρόσθετο οβολό για τους πρυτάνεις). Η τιμή των 3 οβολών, που προτάθηκε το 411 για τους πρυτάνεις και τους άρχοντες (με κανέναν άλλο από τους αξιωματούχους να αμείβεται για τη διάρκεια του πολέμου – Α/729.5) μπορεί κάλλιστα να αντιπροσωπεύει μείωση της τιμής.
[85] Βλ. 2Α
[86] [Ξεν.] ΑΠ 3.1-5.
[87] Αρ. Αχαρνής 17-22, αλλά πρβλ. Εκκλ. 378-95- βλ. κεφ. 5.2.
[88] ΑΠ 41.3,62.2. Τη δεκαετία του 320 σε κάθε πρυτανεία γινόταν μία κύρια και τρεις άλλες συνεδριάσεις (ΑΠ 43.3-6, απαριθμώντας ορισμένα θέματα που συζητούνταν τακτικά στις τέσσερις συνεδριάσεις)· η άρνηση από τον Hansen 41 -3 της πιθανότητας για πρόσθετες (επείγουσες) συνεδριάσεις είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή. Ούτε είναι φανερό ότι πρέπει να συμπεράνουμε από τον Δημ. 24.21,25 (που αναφέρει τρεις συνεδριάσεις στην πρώτη πρυτανεία) ότι το 353/2 γίνονταν μόνο τρεις συνεδριάσεις σε κάθε πρυτανεία (βλ. Hansen και Mitchel (1984) 13-19). Η συχνότητα και η τακτικότητα των συνεδριάσεων μπορεί να ήταν λιγότερο καθορισμένες κατά την περίοδο πριν από το 403. Βλ. κεφ. 5.2- 5.3.2 για τα επίπεδα παράστασης.
[89] Θουκ. 8.67.2.
[90] Βλ. 4.2 .
[91] [Δημ.] 59.88- Ανδοκ. 2.19-20, Αριστ. Πολ. 1298a3-l 1.
[92] Θουκ. 1.139-45, Tod 123.
[93] Βλ. κεφ. 2.2 για την πρόβλεψη ότι ένα ζήτημα, το οποίο είχε προηγουμένως τεθεί στην Εκκλησία για συζήτηση, μπορούσε ήδη να έχει συζητηθεί από τη Βουλή. Για τους όρους του βουλευτικού όρκου, βλ. Ξεν. Απομν. 1.1.18 («να συμβουλεύεις σύμφωνα με τους νόμους») και Rhodes 194-9.
[94] Ανδοκ. 1.72.22 (περί το 415 π.Χ.)· Θουκ. 8.67.2, Α/7 29.4, 45.4- Hignett 210-13, Griffith (1966) 130-1, Wolff (1970) 12-28, Hansen (1974), ιδίως 55-61, Sealey (1982)297-301· βλ. κεφ. 6.5. Κατηγορίες με την αιτιολογία της «διατύπωσης ενός ακατάλληλου (ή ανάρμοστου) νόμου» είναι γνωστές από τον 4ο αιώνα (Α/759.2, Δημ. 20.144,24.138)· βλ. κεφ. 6 σημ. 87.
[95] Δημ. 23.92-3· Α/759.2 (και CAAP)· Rhodes 194 σημ. 13 για έναν πιθανό όρο στο βουλευτικό όρκο να μη θέτουν σε ψηφοφορία τίποτα αντίθετο με τους νόμους. Βλ. Ξεν. Ελλ. 1.7.12-15- Αισχίν. 2.84· Αριστ. Πολ. 1292a4-37.
[96] ΑΠ43.1 και 62.3 (και CAAP)· Αριστ. Πολ. 1279a8-l 1· Jones 61.
[97] Σχετικά με τον 5ο αιώνα το εδάφιο της ΑΠ 24.3 αναφέρει περίπου 700 αξιωματούχους στην πατρίδα και περίπου 700 έξω από αυτήν. Το τελευταίο στοιχείο απορρίπτεται από τους περισσότερους μελετητές ως απρόσεκτη επανάληψη από ένα γραφέα. Ο Hansen (1980Β) 153-73 πιστεύει ότι ο πρώτος αριθμός είναι περίπου σωστός, ενώ ο Rhodes (CAAP 304-5) σημειώνει ότι οι (ελλιπείς) κατάλογοι των αξιωματούχων του 4ου αιώνα στην ΑΓΓ43,47-56,60-1 αναφέρουν περίπου 300 αξιωματούχους στην πατρίδα χωρίς να περιλαμβάνουν διαιτητές ή αξιωματούχους οι οποίοι ήταν, επίσης, και βουλευτές.
[98] IG Ρ.82.24-30, Δημ. 21.179, Αισχίν. 3.27· Stroud, Hesperia 43 (1974) 158, στίχοι 23-6 (όριο των 10 δρχ.)· ΑΠ 61.2 (στρατηγοί στο πεδίο της μάχης)· MacDowell 235-7.
[99] ΑΠ 26.3,53.1-3 (πρβλ. 42.1), 57.3· Harrison 2.4-68.
[100] Ruschenbusch (1957) 257-74- Ag. Νεφέλαι 206-8.
[101] IGΙ3.281. 60-1, ΓΤλουτ. Περ. 32.2, Λυα. 13.35, Ανδοκ. 1.17 (πρβλ. Hansen (1981-2) 21).
[102] Aρ. Εκκλ. 681-90.
[103] Βλ. ΑΠ 63-9 για τη λειτουργία των Δικαστηρίων στη δεκαετία του 320· MacDowell 35-40- Βλ. Dow (1937) 198-215 και (1939) 1-34, Bishop (1970) l-14,Staveley62-9 και CAAP 706 – 9 για τα κληρωτήρια (μηχανές κλήρωσης) και Kroll για το σύστημα των εισιτηρίων των ενόρκων. Βλ. επίσης Wycherley 144-50 και Thompson και Wycherley 52-72 (για κτίρια και εξοπλισμό όπως μηχανές κλήρωσης και κλεψύδρες)· πρβλ. Hansen (1981-2) 16-27.
[104] ΑΠ 68.1, Δημ. 21.223, Δείν. 1.52, 107, Δημ. 24.9 (και σχολιαστής για αποφυγή της ισοψηφίας στην ψηφοφορία, αλλά πρβλ. Αντιφώντα 5.51, Αρ. βάτραχοι 684-5, Αισχίν. 3.252, ΑΠ 69.2 για απαλλαγή ως αποτέλεσμα ισοψηφίας στην ψηφοφορία)· ΑΠ 53.3, Tod 200.206-8.
[105] Αισχίν. 3.8 αλλά 1.176- [Δημ.] 43.72- Λυσ. 13.10, Ανδοκ. 1.66, Ισαίος 4.17- πρβλ. Hansen 139-60.
[106] Rhodes 162-71 και (1979) 103-14- πρβλ. Hansen (1975) 51-4- βλ.κεφ. 6.6.
[107] Βλ. κεφ. 1.5.
[108] Αρ. Ιππής 51,225, Σφήκες88 (με σχόλια), ΑΠ62.2· βλ. κεφ. 5.4.
[109] ΑΠ 9, Αριστ. Πολ. 1274a2-15. Η άποψη του Hansen (139-60 και (1974) 15-21) ότι την υπέρτατη εξουσία είχαν τα δικαστήρια και όχι η Εκκλησία, έχει ορθώς αμφισβητηθεί – για παράδειγμα, από τους MacDowell (1976) 231-2 και Caven (1976) 227-8. Για ένδικα μέσα κατά δικαστικών αποφάσεων, βλ. Δημ. 24.54, σχόλ. Πλ. Νόμοι 937d, Harrison 2.190-9.
[110] ΑΠ 45.2, 46.2, Rhodes 144-62.
[111] ΑΠ 54.2· πρβλ. Αρ. Αχαρνής 713-16, Σφήκες 482-3- Υπ. 5.38, Δείν. 2.6- Harrison 2.208-10, MacDowell 53-66.
[112] Λυκούργ. Λεωκ. 3-6- πρβλ. Αρ. Πλούτος 898-919.
[113] Αισχίν. 1.1-2· Λυσ. 14.1-2 (πρβλ. 7.27), 24.24-5.
[114] [Δημ.] 59.52.
[115] Λυσ. 7-27, Πλ. Κρίτ. 45a· Lofberg (1917) ix-x, 1-10,26-59.
[116] Αρ. Αχαρνής 818-29, 899-958, Α/743.5, Λυσ. 13.65, Αισχίν. 2.145- Bonner και Smith 2 (1938) 39-74, Lofberg (1917) 19-25,86-95.
[117] Μερικές δημόσιες υποθέσεις εξαιρούνταν εν μέρει ή πλήρως και γενικά οι διατάξεις δεν φαίνεται να ήταν αποτελεσματικές· βλ. MacDowell 64-5.
[118] Tod 131.8-16, 133.6-40, Ξεν. Ελλ. 6.4.20· Δημ. 18.169-70′ Tod 143.6-19′ Δημ. 24.47-8′ Rhodes 42-6.
[119] Ισοκρ. 12.144, AΠ 45.4.
[120] ΑΠ 43-69.
[121] Rhodes 209-21, και ιδίως 218 για κάποιες αλλαγές του 4ου αιώνα που επηρέασαν επουσιωδώς τη Βουλή· πρβλ. 82-5, 184, απορρίπτοντας την άποψη ότι για ένα σύντομο διάστημα στις αρχές του 4ου αιώνα, η Βουλή απολάμβανε αυξημένες εξουσίες.
[122] Αισχίν. 3.25.
[123] IGΙ3.78 (ML 73). 57-9, [Δημ.] 47.43,4/745.1, Rhodes 179-207.
[124] IG Ι3.52Α (ML58A). 18-21I3.35 (ML44). 15-18Ι3. 78 (ML73).21-4, 30-2· I3.40(ML52).
57-67· βλ. [Ξεν.] ΑΠ3Λ-5- Λ/743-9- Rhodes 88-143.
[125] ΑΠ49.1-2,46.1, [Δημ.] 47.33,41-3.
[126] Δημ. 22, ιδίως 12-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου