Η φονική μάχη B'
Λειχοπίναξ δ᾽ ἔκτεινεν ἀμύμονα Βορβοροκοίτην,
ἔγχει ἐπαΐξας· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
Πρασσαῖος δὲ ἰδὼν ποδὸς εἵλκυσε νεκρὸν ἐόντα,
ἐν λίμνῃ δ᾽ ἀπέπνιξε κρατήσας χειρὶ τένοντα.
Ψιχάρπαξ δ᾽ ἤμυν᾽ ἑτάρου περὶ τεθνειῶτος
235καὶ βάλε Πρασσαῖον κατὰ νηδύος ἐς μέσον ἧπαρ,
πῖπτε δέ οἱ πρόσθεν, ψυχὴ δ᾽ Ἀϊδόσδε βεβήκει.
Κραμβοβάτης δὲ ἰδὼν πηλοῦ δράκα ῥίψεν ἐπ᾽ αὐτόν,
καὶ τὸ μέτωπον ἔχρισε καὶ ἐξετύφλου παρὰ μικρόν.
ὠργίσθη δ᾽ ἄρ᾽ ἐκεῖνος, ἑλὼν δ᾽ ἄρα χειρὶ παχείῃ
240κείμενον ἐν δαπέδῳ λίθον ὄβριμον, ἄχθος ἀρούρης,
τῷ βάλε Κραμβοβάτην ὑπὸ γούνατα· πᾶσα δ᾽ ἐκλάσθη
κνήμη δεξιτερή, πέσε δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
Κραυγασίδης δ᾽ ἤμυνε καὶ αὖθις βαῖνεν ἐπ᾽ αὐτόν,
τύψε δέ οἱ μέσσην κατὰ γαστέρα· πᾶς δέ οἱ εἴσω
245ὀξύσχοινος ἔδυνε, χαμαὶ δ᾽ ἔκχυντο ἅπαντα
ἔγκατ᾽ ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ·
Τρωγλοδύτης δ᾽ ὡς εἶδεν ἐπ᾽ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς·
ἥλατο δ᾽ ἐς τάφρους, ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον.
250Τρωξάρτης δ᾽ ἔβαλεν Φυσίγναθον ἐς ποδὸς ἄκρον,
ἔσχατος δ᾽ ἐκ λίμνης ἀνεδύσετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς.
Πρασσαῖος δ᾽ ὡς εἶδεν ἔθ᾽ ἡμίπνουν προπεσόντα,
ἦλθε διὰ προμάχων καὶ ἀκόντισεν ὀξύσχοινον·
οὐδ᾽ ἔρρηξε σάκος, σχέτο δ᾽ αὐτοῦ δουρὸς ἀκωκή·
255οὐδ᾽ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον
δῖος Ὀριγανίων, μιμούμενος αὐτὸν Ἄρηα,
ὃς μόνος ἐν βατράχοισιν ἀρίστευεν καθ᾽ ὅμιλον·
ὥρμησεν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ὡς ἴδεν οὐχ ὑπέμεινεν
ἥρωας κρατερούς, ἀλλ᾽ ἔδυνε βένθεσι λίμνης
260Ἦν δέ τις ἐν μυσὶ παῖς Μεριδάρπαξ ἔξοχος ἄλλων,
Κναίσωνος φίλος υἱὸς ἀμύμονος ἀρτεπιβούλου·
οἴκαδ᾽ ἴεν, πολέμου δὲ μετασχεῖν παῖδ᾽ ἐκέλευεν·
οὗτος ἀναρπάξαι βατράχων γενεὴν ἐπαπείλει·
ἀγχοῦ δ᾽ ἕστηκεν μενεαίνων ἶφι μάχεσθαι
265καὶ ῥήξας καρύοιο μέσην ῥάχιν εἰς δύο μοίρας
φράγδην ἀμφοτέροισι κενώμασι χεῖρας ἔθηκεν·
οἱ δὲ τάχος δείσαντες ἔβαν πάντες κατὰ λίμνην·
καί νύ κεν ἐξετέλεσσεν ἐπεὶ μέγα οἱ σθένος ἦεν,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
270καὶ τότ᾽ ἀπολλυμένους βατράχους ᾤκτειρε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη τοίην ἐφθέγξατο φωνήν·
***
Όμως κι ο Πιατογλύφτης σκότωσε τον άξιο Λασποσπίτι
με το κοντάρι ορμώντας· σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.Τον είδε ο Πρασομούρης, του άδραξε το πόδι, μες στη λίμνητον σέρνει, το λαιμό πατώντας του μες στα νερά τον πνίγει.Νεκρό το φίλο του ο Ψιχουλάρπαγας διαφέντευε, και ρίχνει235του Πρασομούρη στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι·μπροστά του εκείνος εσωριάστηκε, στον Άδη πάει η ψυχή του.Τους είδε ο Λαχανάς κι αδράχνοντας μια φούχτα λάσπη ρίχνειστον Ψιχουλάρπαγα, στα μούτρα του, πώς δεν στραβώθη, αλήθεια!Φρένιασε τότε εκείνος κι άδραξε με το χοντρό του χέρι240κοτρόνα ασήκωτη, που κείτονταν βαριά στο χώμα απάνω,τη σφεντονάει, χτυπά στα γόνατα το Λαχανά, του σπάζειτο πόδι το δεξί κι ανάσκελα στη σκόνη αυτός σωριάστη.Όμως ευθύς απάνω του όρμησε για γδικιωμό ο Σκουξιάρης,χτυπάει, στον αφαλό τον πέτυχε· κι όλο του το κοντάρι245χώθηκε στην κοιλιά και χύθηκαν στη γη τα σπλάχνα του όλαγύρω από το κοντάρι, ως το ᾽σερνε με το χοντρό του χέρι.Τον είδε ο Τρυποφράκτης που έστεκε στου ποταμού τις όχθες,και κούτσα κούτσα από τον πόλεμο το σκάζει· στα χαντάκιαπηδάει και τρομαγμένος πάσκιζε του χάρου να ξεφύγει.250Στερνά απ᾽ τη λίμνη ο Φουσκομάγουλος προβάλλει τρομαγμένος.Τον είδε ο Ψωμοφάγος, του ᾽ριξε, στο πόδι τον πληγώνει.Τον βλέπει ο Πρασομούρης που έπεφτε λιπόθυμος, και τρέχειμπροστά, το σουβλερό κοντάρι του στον Ψωμοφάγο ρίχνει·μα δεν τρυπάει η ασπίδα, κράτησε του κονταριού τη μύτη·255μήτε το φουντωτό τετράχυτρο χωρίς ψεγάδι κράνοςο έξοχος Ριγανάτος πέτυχε, που φάνταζε ο ίδιος ο Άρης,το πρώτο μες στο βατραχόστρατο παράξιο παλικάρι.Κι ο Ψωμοφάγος πάλι χύμηξε· κι ο ρήγας των βατράχωνστους γαύρους μαχητές δεν άντεξε, βαθιά στη λίμνη εχώθη.260Μέσα στους ποντικούς ξεχώριζεν ο Κομματάς, λεβέντης,γιος του Ροκάνα του αψεγάδιαστου, του Ψωμοκυνηγάρη·στο σπίτι ο κύρης παρακάλεσε το γιο να μπει στη μάχη·κι αυτός μ᾽ αφανισμό φοβέριζε το γένος των βατράχων.Μ᾽ αντρειά περίσσια ομπρός τους στάθηκε διψώντας άγρια μάχη.265Στη μέση ένα καρύδι χώρισε, το κάνει δυο κομμάτιακαι τ᾽ άδεια τσόφλια του τα φόρεσε γι᾽ αρματωσιά στα χέρια.Τρόμαξαν τα βατράχια κι όλα τους γοργά στη λίμνη τρέχουν.Και σίγουρα θα τα ξεκλήριζε, περίσσια η δύναμή του,αν των θεών ευθύς δεν το ᾽νιωθε κι ανθρώπων ο πατέρας.270Σαν είδε τους βατράχους που έσβηναν, σπλαχνίστη ο γιος του Κρόνου,κι αργοκουνώντας το κεφάλι του τα λόγια τούτα κρένει:
Λειχοπίναξ δ᾽ ἔκτεινεν ἀμύμονα Βορβοροκοίτην,
ἔγχει ἐπαΐξας· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
Πρασσαῖος δὲ ἰδὼν ποδὸς εἵλκυσε νεκρὸν ἐόντα,
ἐν λίμνῃ δ᾽ ἀπέπνιξε κρατήσας χειρὶ τένοντα.
Ψιχάρπαξ δ᾽ ἤμυν᾽ ἑτάρου περὶ τεθνειῶτος
235καὶ βάλε Πρασσαῖον κατὰ νηδύος ἐς μέσον ἧπαρ,
πῖπτε δέ οἱ πρόσθεν, ψυχὴ δ᾽ Ἀϊδόσδε βεβήκει.
Κραμβοβάτης δὲ ἰδὼν πηλοῦ δράκα ῥίψεν ἐπ᾽ αὐτόν,
καὶ τὸ μέτωπον ἔχρισε καὶ ἐξετύφλου παρὰ μικρόν.
ὠργίσθη δ᾽ ἄρ᾽ ἐκεῖνος, ἑλὼν δ᾽ ἄρα χειρὶ παχείῃ
240κείμενον ἐν δαπέδῳ λίθον ὄβριμον, ἄχθος ἀρούρης,
τῷ βάλε Κραμβοβάτην ὑπὸ γούνατα· πᾶσα δ᾽ ἐκλάσθη
κνήμη δεξιτερή, πέσε δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
Κραυγασίδης δ᾽ ἤμυνε καὶ αὖθις βαῖνεν ἐπ᾽ αὐτόν,
τύψε δέ οἱ μέσσην κατὰ γαστέρα· πᾶς δέ οἱ εἴσω
245ὀξύσχοινος ἔδυνε, χαμαὶ δ᾽ ἔκχυντο ἅπαντα
ἔγκατ᾽ ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ·
Τρωγλοδύτης δ᾽ ὡς εἶδεν ἐπ᾽ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς·
ἥλατο δ᾽ ἐς τάφρους, ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον.
250Τρωξάρτης δ᾽ ἔβαλεν Φυσίγναθον ἐς ποδὸς ἄκρον,
ἔσχατος δ᾽ ἐκ λίμνης ἀνεδύσετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς.
Πρασσαῖος δ᾽ ὡς εἶδεν ἔθ᾽ ἡμίπνουν προπεσόντα,
ἦλθε διὰ προμάχων καὶ ἀκόντισεν ὀξύσχοινον·
οὐδ᾽ ἔρρηξε σάκος, σχέτο δ᾽ αὐτοῦ δουρὸς ἀκωκή·
255οὐδ᾽ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον
δῖος Ὀριγανίων, μιμούμενος αὐτὸν Ἄρηα,
ὃς μόνος ἐν βατράχοισιν ἀρίστευεν καθ᾽ ὅμιλον·
ὥρμησεν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ὡς ἴδεν οὐχ ὑπέμεινεν
ἥρωας κρατερούς, ἀλλ᾽ ἔδυνε βένθεσι λίμνης
260Ἦν δέ τις ἐν μυσὶ παῖς Μεριδάρπαξ ἔξοχος ἄλλων,
Κναίσωνος φίλος υἱὸς ἀμύμονος ἀρτεπιβούλου·
οἴκαδ᾽ ἴεν, πολέμου δὲ μετασχεῖν παῖδ᾽ ἐκέλευεν·
οὗτος ἀναρπάξαι βατράχων γενεὴν ἐπαπείλει·
ἀγχοῦ δ᾽ ἕστηκεν μενεαίνων ἶφι μάχεσθαι
265καὶ ῥήξας καρύοιο μέσην ῥάχιν εἰς δύο μοίρας
φράγδην ἀμφοτέροισι κενώμασι χεῖρας ἔθηκεν·
οἱ δὲ τάχος δείσαντες ἔβαν πάντες κατὰ λίμνην·
καί νύ κεν ἐξετέλεσσεν ἐπεὶ μέγα οἱ σθένος ἦεν,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
270καὶ τότ᾽ ἀπολλυμένους βατράχους ᾤκτειρε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη τοίην ἐφθέγξατο φωνήν·
***
Όμως κι ο Πιατογλύφτης σκότωσε τον άξιο Λασποσπίτι
με το κοντάρι ορμώντας· σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.Τον είδε ο Πρασομούρης, του άδραξε το πόδι, μες στη λίμνητον σέρνει, το λαιμό πατώντας του μες στα νερά τον πνίγει.Νεκρό το φίλο του ο Ψιχουλάρπαγας διαφέντευε, και ρίχνει235του Πρασομούρη στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι·μπροστά του εκείνος εσωριάστηκε, στον Άδη πάει η ψυχή του.Τους είδε ο Λαχανάς κι αδράχνοντας μια φούχτα λάσπη ρίχνειστον Ψιχουλάρπαγα, στα μούτρα του, πώς δεν στραβώθη, αλήθεια!Φρένιασε τότε εκείνος κι άδραξε με το χοντρό του χέρι240κοτρόνα ασήκωτη, που κείτονταν βαριά στο χώμα απάνω,τη σφεντονάει, χτυπά στα γόνατα το Λαχανά, του σπάζειτο πόδι το δεξί κι ανάσκελα στη σκόνη αυτός σωριάστη.Όμως ευθύς απάνω του όρμησε για γδικιωμό ο Σκουξιάρης,χτυπάει, στον αφαλό τον πέτυχε· κι όλο του το κοντάρι245χώθηκε στην κοιλιά και χύθηκαν στη γη τα σπλάχνα του όλαγύρω από το κοντάρι, ως το ᾽σερνε με το χοντρό του χέρι.Τον είδε ο Τρυποφράκτης που έστεκε στου ποταμού τις όχθες,και κούτσα κούτσα από τον πόλεμο το σκάζει· στα χαντάκιαπηδάει και τρομαγμένος πάσκιζε του χάρου να ξεφύγει.250Στερνά απ᾽ τη λίμνη ο Φουσκομάγουλος προβάλλει τρομαγμένος.Τον είδε ο Ψωμοφάγος, του ᾽ριξε, στο πόδι τον πληγώνει.Τον βλέπει ο Πρασομούρης που έπεφτε λιπόθυμος, και τρέχειμπροστά, το σουβλερό κοντάρι του στον Ψωμοφάγο ρίχνει·μα δεν τρυπάει η ασπίδα, κράτησε του κονταριού τη μύτη·255μήτε το φουντωτό τετράχυτρο χωρίς ψεγάδι κράνοςο έξοχος Ριγανάτος πέτυχε, που φάνταζε ο ίδιος ο Άρης,το πρώτο μες στο βατραχόστρατο παράξιο παλικάρι.Κι ο Ψωμοφάγος πάλι χύμηξε· κι ο ρήγας των βατράχωνστους γαύρους μαχητές δεν άντεξε, βαθιά στη λίμνη εχώθη.260Μέσα στους ποντικούς ξεχώριζεν ο Κομματάς, λεβέντης,γιος του Ροκάνα του αψεγάδιαστου, του Ψωμοκυνηγάρη·στο σπίτι ο κύρης παρακάλεσε το γιο να μπει στη μάχη·κι αυτός μ᾽ αφανισμό φοβέριζε το γένος των βατράχων.Μ᾽ αντρειά περίσσια ομπρός τους στάθηκε διψώντας άγρια μάχη.265Στη μέση ένα καρύδι χώρισε, το κάνει δυο κομμάτιακαι τ᾽ άδεια τσόφλια του τα φόρεσε γι᾽ αρματωσιά στα χέρια.Τρόμαξαν τα βατράχια κι όλα τους γοργά στη λίμνη τρέχουν.Και σίγουρα θα τα ξεκλήριζε, περίσσια η δύναμή του,αν των θεών ευθύς δεν το ᾽νιωθε κι ανθρώπων ο πατέρας.270Σαν είδε τους βατράχους που έσβηναν, σπλαχνίστη ο γιος του Κρόνου,κι αργοκουνώντας το κεφάλι του τα λόγια τούτα κρένει: