Η αδυναμία μας να κλάψουμε είναι αυτή που συντηρεί μέσα μας την αγάπη για τα πράγματα, και τα κάνει να υπάρχουν ακόμα, μας εμποδίζει να εξαντλήσουμε τη γεύση τους και να τα αποστραφούμε. Όταν, σε τόσους δρόμους και ακτές, τα μάτια μας αρνιόντουσαν να πνιγούν στα δάκρυα, διέσωζαν με τη στεγνότητά τους το αντικείμενο που τα θάμπωνε.
Τα δάκρυά μας σπαταλούν τη φύση, όπως οι φόβοι μας το θεό... Εν τέλει όμως σπαταλούν εμάς τους ίδιους. Γιατί αν υπάρχουμε το οφείλουμε στην άρνηση να αφήσουμε ελεύθερες τις υπέρτατες επιθυμίες μας: τα πράγματα που μπαίνουν στη σφαίρα του θαυμασμού μας ή της θλίψης μας παραμένουν εκεί επειδή δεν τα θυσιάσαμε ούτε τα ευλογήσαμε με τους δακρύβρεκτους αποχαιρετισμούς μας.
Γι’ αυτό μετά από κάθε νύχτα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ημέρα, η απραγματοποίητη αναγκαιότητα να την πληρώσουμε μας γεμίζει τρόμο· και, θορυβημένοι μέσα στο φως, λες και ο κόσμος σειόταν, λες και εύρισκε το Άστρο του, ξεφεύγουμε από τα δάκρυα - ένα από τα οποία θα αρκούσε να μας αποτρέψει από το χρόνο.
Η μια στιγμή ακολουθεί την άλλη: τίποτα δεν τους προσδίδει την ψευδαίσθηση ενός περιεχομένου ή το επιφαινόμενο μιας σημασίας· κυλούν η ροή τους δεν είναι η δική μας· βλέπουμε την ροή τους, δέσμιοι μιας ηλίθιας αντίληψης. Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου: δύο καθρέφτες που αλληλοκατοπτρίζουν την απουσία τους, την ίδια εικόνα της μηδαμινότητας... Όπως κάτω από την επίδραση μιας ρεμβώδους ιδιωτείας, όλα ισοπεδώνονται: δεν υπάρχουν πλέον κορυφές, ούτε βάραθρα... Πού να βρεθεί η ποίηση των ψευδών, το κέντρισμα ενός αινίγματος;
Όποιος αγνοεί την ανία βρίσκεται ακόμα στην παιδικότητα του κόσμου, τη στιγμή που οι ηλικίες προσδοκούσαν να γεννηθούν παραμένει κλεισμένος σε αυτόν τον καταπονημένο χρόνο που επιβιώνει, που γελά με τις διαστάσεις του, και υποκύπτει στο κατώφλι του... μέλλοντος του, συμπαρασύροντας μαζί του την ύλη, ανυψωμένη αίφνης σε λυρισμό της άρνησης. Η ανία είναι η ηχώ που βρίσκει μέσα μας το ξέσχισμα του χρόνου..., η αποκάλυψη του κενού, η στείρευση αυτού του παραληρήματος που υποστηρίζει - ή επινοεί - τη ζωή...
Δημιουργός αξιών, ο άνθρωπος είναι το ον που κατεξοχήν παραληρεί, που κατατρύχεται από την πίστη ότι κάτι τις υπάρχει, ενώ του αρκεί να κρατήσει την αναπνοή του: όλα σταματούν να αναστείλει τις συγκινήσεις του: τίποτα δεν φρικιά πια· να καταργήσει τις ιδιοτροπίες του: όλα γίνονται θαμπά. Η πραγματικότητα είναι μια δημιουργία των υπερβολών μας, της αμετρίας και των παραλογισμών μας. Ένας χαλινός στους σπασμούς μας: η πορεία του κόσμου επιβραδύνεται- χωρίς τις θέρμες μας, ο χώρος είναι παγωμένος. Ο ίδιος ο χρόνος ρέει μόνο και μόνο επειδή οι επιθυμίες μας γεννούν αυτό το διακοσμητικό σύμπαν που λίγη διαύγεια θα το απογύμνωνε.
Ένας κόκκος οξυδέρκειας μας ανάγει στην πρωταρχική μας συνθήκη: τη γύμνια- μια υποψία ειρωνείας μας απεκδύει από αυτό το μασκάρεμα ελπίδων που μας επιτρέπουν να αυταπατώμεθα και να φανταζόμαστε την ψευδαίσθηση: κάθε αντίθετος δρόμος οδηγεί έξω από τη ζωή. Η ανία δεν είναι παρά η αρχή του δρομολογίου... Πρέπει να θεωρήσουμε πολύ μακρύ τον χρόνο, - ανίκανο να μας αποκαλύψει ένα τέρμα. Αποσπασμένοι από κάθε αντικείμενο, μη έχοντας να αφομοιώσουμε τίποτα απ’ έξω, καταστρεφόμαστε αργά, μια και το μέλλον έπαψε να μας προσφέρει έναν λόγο ύπαρξης.
Η ανία μας αποκαλύπτει μιαν αιωνιότητα που δεν είναι το ξεπέρασμα του χρόνου, αλλά η καταστροφή του- είναι το άπειρο των ψυχών που σαπίζουν ελλείψει δεισιδαιμονιών: ένα επίπεδο απόλυτο όπου τίποτα πια δεν εμποδίζει τα πράγματα να περιστρέφονται αναζητώντας τη δική τους πτώση.
Η ζωή δημιουργείται μέσα στο παραλήρημα και καταπίπτει μέσα στην ανία.
Όποιος υποφέρει από ένα συγκεκριμένο κακό,δεν έχει δικαίωμα να παραπονείται: έχει κάτι να ασχολείται. Οι μεγάλοι πάσχοντες δεν ανιούν ποτέ: η αρρώστια τους γεμίζει, όπως η τύψη τρέφει τους μεγάλους ενόχους. Γιατί κάθε έντονο άλγος γεννά ένα είδωλο πληρότητας και προτείνει στη συνείδηση μια τρομερή πραγματικότητα, την οποία δεν θα μπορούσε να αποφύγει- ενώ το άλγος που δεν έχει υλικό μέσα σε αυτό το πρόσκαιρο πένθος που είναι η ανία δεν αντιτάσσει στη συνείδηση τίποτα που να την υποχρεώνει να κάνει ένα λυσιτελές διάβημα. Πώς να γιατρευτούμε από ένα κακό που δεν εντοπίζεται πουθενά, που είναι εξόχως απροσδιόριστο, που πλήττει το κορμί χωρίς να αφήνει ίχνη, που τρυπώνει στην ψυχή χωρίς να αφήνει σημάδι; Μοιάζει με μιαν αρρώστια από την οποία γλυτώσαμε, που θα είχε όμως απορροφήσει τις δυνατότητες μας, τα αποθέματα προσοχής που διαθέτουμε, και θα μας είχε αφήσει ανήμπορους να πληρώσουμε το κενό που ακολουθεί την εξάλειψη των φρικιάσεων και την εξαφάνιση των βασάνων μας. Η κόλαση είναι ένα λιμάνι μπροστά σε αυτή τη μετατόπιση μέσα στο χρόνο, σε αυτή την κενή και καταβεβλημένη ατονία όπου τίποτα δεν επισύρει την προσοχή μας εκτός από το θέαμα του σύμπαντος που σήπεται μπροστά μας.
Ποια θεραπευτική να χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε μια ασθένεια την οποία δεν θυμόμαστε πια και της οποίας τα επακόλουθα καταπατούν τις μέρες μας; Πώς να εφεύρουμε ένα φάρμακο για την ύπαρξη, πώς να ολοκληρώσουμε μια ατελείωτη θεραπεία, πώς να συνέλθουμε από τη γέννηση;
Η ανία, αυτή η ανίατη ανάρρωση...
Τα δάκρυά μας σπαταλούν τη φύση, όπως οι φόβοι μας το θεό... Εν τέλει όμως σπαταλούν εμάς τους ίδιους. Γιατί αν υπάρχουμε το οφείλουμε στην άρνηση να αφήσουμε ελεύθερες τις υπέρτατες επιθυμίες μας: τα πράγματα που μπαίνουν στη σφαίρα του θαυμασμού μας ή της θλίψης μας παραμένουν εκεί επειδή δεν τα θυσιάσαμε ούτε τα ευλογήσαμε με τους δακρύβρεκτους αποχαιρετισμούς μας.
Γι’ αυτό μετά από κάθε νύχτα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ημέρα, η απραγματοποίητη αναγκαιότητα να την πληρώσουμε μας γεμίζει τρόμο· και, θορυβημένοι μέσα στο φως, λες και ο κόσμος σειόταν, λες και εύρισκε το Άστρο του, ξεφεύγουμε από τα δάκρυα - ένα από τα οποία θα αρκούσε να μας αποτρέψει από το χρόνο.
Η μια στιγμή ακολουθεί την άλλη: τίποτα δεν τους προσδίδει την ψευδαίσθηση ενός περιεχομένου ή το επιφαινόμενο μιας σημασίας· κυλούν η ροή τους δεν είναι η δική μας· βλέπουμε την ροή τους, δέσμιοι μιας ηλίθιας αντίληψης. Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου: δύο καθρέφτες που αλληλοκατοπτρίζουν την απουσία τους, την ίδια εικόνα της μηδαμινότητας... Όπως κάτω από την επίδραση μιας ρεμβώδους ιδιωτείας, όλα ισοπεδώνονται: δεν υπάρχουν πλέον κορυφές, ούτε βάραθρα... Πού να βρεθεί η ποίηση των ψευδών, το κέντρισμα ενός αινίγματος;
Όποιος αγνοεί την ανία βρίσκεται ακόμα στην παιδικότητα του κόσμου, τη στιγμή που οι ηλικίες προσδοκούσαν να γεννηθούν παραμένει κλεισμένος σε αυτόν τον καταπονημένο χρόνο που επιβιώνει, που γελά με τις διαστάσεις του, και υποκύπτει στο κατώφλι του... μέλλοντος του, συμπαρασύροντας μαζί του την ύλη, ανυψωμένη αίφνης σε λυρισμό της άρνησης. Η ανία είναι η ηχώ που βρίσκει μέσα μας το ξέσχισμα του χρόνου..., η αποκάλυψη του κενού, η στείρευση αυτού του παραληρήματος που υποστηρίζει - ή επινοεί - τη ζωή...
Δημιουργός αξιών, ο άνθρωπος είναι το ον που κατεξοχήν παραληρεί, που κατατρύχεται από την πίστη ότι κάτι τις υπάρχει, ενώ του αρκεί να κρατήσει την αναπνοή του: όλα σταματούν να αναστείλει τις συγκινήσεις του: τίποτα δεν φρικιά πια· να καταργήσει τις ιδιοτροπίες του: όλα γίνονται θαμπά. Η πραγματικότητα είναι μια δημιουργία των υπερβολών μας, της αμετρίας και των παραλογισμών μας. Ένας χαλινός στους σπασμούς μας: η πορεία του κόσμου επιβραδύνεται- χωρίς τις θέρμες μας, ο χώρος είναι παγωμένος. Ο ίδιος ο χρόνος ρέει μόνο και μόνο επειδή οι επιθυμίες μας γεννούν αυτό το διακοσμητικό σύμπαν που λίγη διαύγεια θα το απογύμνωνε.
Ένας κόκκος οξυδέρκειας μας ανάγει στην πρωταρχική μας συνθήκη: τη γύμνια- μια υποψία ειρωνείας μας απεκδύει από αυτό το μασκάρεμα ελπίδων που μας επιτρέπουν να αυταπατώμεθα και να φανταζόμαστε την ψευδαίσθηση: κάθε αντίθετος δρόμος οδηγεί έξω από τη ζωή. Η ανία δεν είναι παρά η αρχή του δρομολογίου... Πρέπει να θεωρήσουμε πολύ μακρύ τον χρόνο, - ανίκανο να μας αποκαλύψει ένα τέρμα. Αποσπασμένοι από κάθε αντικείμενο, μη έχοντας να αφομοιώσουμε τίποτα απ’ έξω, καταστρεφόμαστε αργά, μια και το μέλλον έπαψε να μας προσφέρει έναν λόγο ύπαρξης.
Η ανία μας αποκαλύπτει μιαν αιωνιότητα που δεν είναι το ξεπέρασμα του χρόνου, αλλά η καταστροφή του- είναι το άπειρο των ψυχών που σαπίζουν ελλείψει δεισιδαιμονιών: ένα επίπεδο απόλυτο όπου τίποτα πια δεν εμποδίζει τα πράγματα να περιστρέφονται αναζητώντας τη δική τους πτώση.
Η ζωή δημιουργείται μέσα στο παραλήρημα και καταπίπτει μέσα στην ανία.
Όποιος υποφέρει από ένα συγκεκριμένο κακό,δεν έχει δικαίωμα να παραπονείται: έχει κάτι να ασχολείται. Οι μεγάλοι πάσχοντες δεν ανιούν ποτέ: η αρρώστια τους γεμίζει, όπως η τύψη τρέφει τους μεγάλους ενόχους. Γιατί κάθε έντονο άλγος γεννά ένα είδωλο πληρότητας και προτείνει στη συνείδηση μια τρομερή πραγματικότητα, την οποία δεν θα μπορούσε να αποφύγει- ενώ το άλγος που δεν έχει υλικό μέσα σε αυτό το πρόσκαιρο πένθος που είναι η ανία δεν αντιτάσσει στη συνείδηση τίποτα που να την υποχρεώνει να κάνει ένα λυσιτελές διάβημα. Πώς να γιατρευτούμε από ένα κακό που δεν εντοπίζεται πουθενά, που είναι εξόχως απροσδιόριστο, που πλήττει το κορμί χωρίς να αφήνει ίχνη, που τρυπώνει στην ψυχή χωρίς να αφήνει σημάδι; Μοιάζει με μιαν αρρώστια από την οποία γλυτώσαμε, που θα είχε όμως απορροφήσει τις δυνατότητες μας, τα αποθέματα προσοχής που διαθέτουμε, και θα μας είχε αφήσει ανήμπορους να πληρώσουμε το κενό που ακολουθεί την εξάλειψη των φρικιάσεων και την εξαφάνιση των βασάνων μας. Η κόλαση είναι ένα λιμάνι μπροστά σε αυτή τη μετατόπιση μέσα στο χρόνο, σε αυτή την κενή και καταβεβλημένη ατονία όπου τίποτα δεν επισύρει την προσοχή μας εκτός από το θέαμα του σύμπαντος που σήπεται μπροστά μας.
Ποια θεραπευτική να χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε μια ασθένεια την οποία δεν θυμόμαστε πια και της οποίας τα επακόλουθα καταπατούν τις μέρες μας; Πώς να εφεύρουμε ένα φάρμακο για την ύπαρξη, πώς να ολοκληρώσουμε μια ατελείωτη θεραπεία, πώς να συνέλθουμε από τη γέννηση;
Η ανία, αυτή η ανίατη ανάρρωση...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου