«Ναρκισσισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Freud, εμπνεόμενος από τον μύθο του Νάρκισσου, για να περιγράψει έναν τύπο και μία διαταραχή της προσωπικότητας που, ως κύριο γνώρισμά της, έχει την υπερβολική και αποκλειστική ενασχόληση με τον εαυτό. Σε αντίθεση με τον εγωκεντρικό άνθρωπο- που απλώς επιθυμεί να συγκεντρώνει τα «φώτα» πάνω του- ο ναρκισσιστής χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία αποτελεί και το εφαλτήριο για μια σειρά αντισταθμιστικών συμπεριφορών, που στόχο έχουν να καλύψουν έξωθεν αυτό το εσωτερικό έλλειμμα. Οι συμπεριφορές αυτές προκύπτουν ασυνείδητα, ως μηχανισμοί που κινητοποιεί το άτομο προκειμένου να επιβεβαιώσει την αξία του.
Συνήθως, ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι ευχάριστος στην παρέα, εξαιρετικά γοητευτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, διασκεδαστικός, συχνά δε και επιτυχημένος ή και διάσημος στον χώρο του. Είναι επίσης επιδειξιομανής, συναισθηματικά απρόσιτος και με έντονα επικριτική στάση απέναντι στους άλλους. Προσπαθεί διαρκώς να ωραιοποιεί τον εαυτό του -ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του- προκειμένου να αντλεί διαρκώς τον θαυμασμό. Εξαιτίας αυτού, οι άνθρωποι με ναρκισσιστικού τύπου προσωπικότητα είναι συχνά χειριστικοί και δείχνουν να πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι οφείλουν να ακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες.
Ταυτόχρονα φροντίζουν να αποφεύγουν μία επίθεση προς το πρόσωπό τους, επιτιθέμενοι πρώτα οι ίδιοι στους άλλους. Θα λέγαμε πως κοινοί συναισθηματικοί παρονομαστές σε όλες τις μορφές ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας είναι το αίσθημα της ντροπής και του φθόνου. Το ναρκισσιστικό άτομο ντρέπεται για τις ανεπάρκειες που νιώθει πως έχει και φοβάται μήπως αυτές αποκαλυφθούν στον περίγυρό τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφεύγουν να ρωτούν το οτιδήποτε: θεωρούν πως, κάποιος που ρωτάει να μάθει κάτι δείχνει πως δεν το γνωρίζει και επομένως έχει κάποια προσωπική έλλειψη. Ταυτόχρονα όμως, αρχίζουν να φθονούν οποιονδήποτε θεωρούν πως διαθέτει τα στοιχεία που λείπουν από τους ίδιους και τα οποία, αν τα είχαν, θα τους έκαναν «τέλειους». Έτσι θα τους δούμε πολύ συχνά να περιφρονούν, να κατακρίνουν, να γελοιοποιούν και να μειώνουν τους άλλους, ώστε να πάψουν να νιώθουν αυτό το έντονο αίσθημα κατωτερότητας και ατέλειας. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουν την αίσθηση μεγαλείου που έχουν για τον εαυτό τους και υποτιμούν τον εαυτό όλων των υπολοίπων. Ορισμένες φορές, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί και το εντελώς αντίστροφο: ένα ναρκισσιστικό άτομο μπορεί να εξιδανικεύσει κάποιον άλλον, αντλώντας μέσα από αυτόν την αίσθηση της υπεροχής που λείπει από τον ίδιο («είμαι φίλος του Τάδε, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής/επιτυχημένος/πλούσιος/ταλαντούχος κλπ»).
Η ποιότητα των προσωπικών σχέσεων που συνάπτουν οι νάρκισσοι, περιγράφεται από την υπανάπτυκτη ικανότητά τους να αγαπούν, που είναι και το μεγάλο τίμημα που πληρώνουν για αυτόν τον προσανατολισμό της προσωπικότητάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται συχνά ως «συναισθηματικά βαμπίρ»: έχουν μία αστείρευτη ανάγκη («ναρκισσιστική πείνα») για επιβεβαίωση της αξίας τους και αυτή ακριβώς την επιβεβαίωση φροντίζουν να αντλούν διαρκώς από τους άλλους.
Όμως, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους, αδυνατούν να αγαπήσουν και τους άλλους ή τουλάχιστον, να διατηρήσουν μία στενή και βαθιά συναισθηματική σχέση μαζί τους. Αντ’ αυτού, τους χρησιμοποιούν, προκειμένου να απορροφούν συναισθήματα, προσοχή, ενδιαφέρον και ψυχική ενέργεια για να γεμίσουν οι ίδιοι (εξαντλώντας όμως όλους τους υπόλοιπους). Έτσι, καταλήγουν να συνάπτουν επιφανειακές σχέσεις, σε μια διαρκή αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά η συμπεριφορά αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρό τους, ο οποίος απομακρύνεται, κατηγορώντας τους για αναισθησία, αδιαφορία, εγωισμό, ματαιοδοξία, κλπ. Το ναρκισσιστικό άτομο, βαθύτατα πληγωμένο, ταπεινωμένο και με αίσθημα κενότητας από την απόρριψη που έλαβε, φθάνει σε σημείο να αντιδρά με οργή και θυμό απέναντι στα άτομα που το ντρόπιασαν (όπως πιστεύει) με αυτόν τον τρόπο.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολυάριθμες έρευνες επισημαίνουν μία σταθερή και σημαντική αύξηση των ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους, φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να κάνουν λόγο για «επιδημία ναρκισσισμού». Πολλοί μελετητές αποδίδουν αυτή την αύξηση σε χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής, που προάγει τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο εν γένει τρόπος ζωής προάγει τον καταναλωτισμό, τον υλισμό, την ατομική επιτυχία, την φήμη, τον πλούτο, την ανεξαρτησία από τους άλλους, την αυτοεκτίμηση και την δύναμη. Από την άλλη πλευρά, εκτιμώνται λιγότερο χαρακτηριστικά όπως η τιμιότητα, η συνεργασία, η ειλικρίνεια, ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για τον άλλον και η συλλογικότητα. Μέσα σε ένα ατομικιστικό πλαίσιο, οι άνθρωποι προσπαθούν να διακριθούν στη βάση εξωτερικών γνωρισμάτων όπως η ομορφιά, η επιτυχία, ο πλούτος και η εξωστρέφεια, παραμελώντας τις σημαντικότερες, για την ψυχική υγεία, πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητας του χαρακτήρα. Πιο πρόσφατα, μία σειρά ερευνών μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στην χρήση ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Twitter) και τους χρήστες με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας, σε μία προσπάθεια να διαπιστωθεί αν τα πρώτα ενισχύουν την εμφάνιση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα από τις έρευνες ποικίλουν. Το βέβαιον φαίνεται να είναι πως τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν στους ναρκισσιστές χρήστες να χρησιμοποιούν τους «φίλους» τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιούν τους φίλους και τους γνωστούς τους στην πραγματική ζωή: για να τονώσουν το Εγώ τους.
Επειδή ζούμε σε μία εποχή που πριμοδοτεί την εύκολη παθολογικοποίηση παράξενων, ενοχλητικών, ή «δύσκολων» συμπεριφορών, θα πρέπει να τονιστεί πως όλοι οι άνθρωποι φέρουμε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά. Από την παιδική μας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής μας επιδιώκουμε (και χρειαζόμαστε) την αναγνώριση και την αποδοχή των οικείων μας, καθώς και την επιβεβαίωση της αξίας και των ικανοτήτων μας. Αναζητούμε δηλαδή το «μπράβο» του γονιού ή του αγαπημένου προσώπου, έχουμε ανάγκη την αγάπη και την προσοχή των άλλων και απολαμβάνουμε ένα θετικό σχόλιο για το πρόσωπό μας. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά και τη διαταραχή ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι μεγάλη και διαφορετικοί άνθρωποι τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία αυτού του φάσματος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει η Nancy McWilliams «άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η Janis Joplin και ο προβληματικός μαθητής του Σωκράτη, Αλκιβιάδης, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας».
Συνήθως, ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι ευχάριστος στην παρέα, εξαιρετικά γοητευτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, διασκεδαστικός, συχνά δε και επιτυχημένος ή και διάσημος στον χώρο του. Είναι επίσης επιδειξιομανής, συναισθηματικά απρόσιτος και με έντονα επικριτική στάση απέναντι στους άλλους. Προσπαθεί διαρκώς να ωραιοποιεί τον εαυτό του -ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του- προκειμένου να αντλεί διαρκώς τον θαυμασμό. Εξαιτίας αυτού, οι άνθρωποι με ναρκισσιστικού τύπου προσωπικότητα είναι συχνά χειριστικοί και δείχνουν να πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι οφείλουν να ακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες.
Ταυτόχρονα φροντίζουν να αποφεύγουν μία επίθεση προς το πρόσωπό τους, επιτιθέμενοι πρώτα οι ίδιοι στους άλλους. Θα λέγαμε πως κοινοί συναισθηματικοί παρονομαστές σε όλες τις μορφές ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας είναι το αίσθημα της ντροπής και του φθόνου. Το ναρκισσιστικό άτομο ντρέπεται για τις ανεπάρκειες που νιώθει πως έχει και φοβάται μήπως αυτές αποκαλυφθούν στον περίγυρό τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφεύγουν να ρωτούν το οτιδήποτε: θεωρούν πως, κάποιος που ρωτάει να μάθει κάτι δείχνει πως δεν το γνωρίζει και επομένως έχει κάποια προσωπική έλλειψη. Ταυτόχρονα όμως, αρχίζουν να φθονούν οποιονδήποτε θεωρούν πως διαθέτει τα στοιχεία που λείπουν από τους ίδιους και τα οποία, αν τα είχαν, θα τους έκαναν «τέλειους». Έτσι θα τους δούμε πολύ συχνά να περιφρονούν, να κατακρίνουν, να γελοιοποιούν και να μειώνουν τους άλλους, ώστε να πάψουν να νιώθουν αυτό το έντονο αίσθημα κατωτερότητας και ατέλειας. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουν την αίσθηση μεγαλείου που έχουν για τον εαυτό τους και υποτιμούν τον εαυτό όλων των υπολοίπων. Ορισμένες φορές, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί και το εντελώς αντίστροφο: ένα ναρκισσιστικό άτομο μπορεί να εξιδανικεύσει κάποιον άλλον, αντλώντας μέσα από αυτόν την αίσθηση της υπεροχής που λείπει από τον ίδιο («είμαι φίλος του Τάδε, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής/επιτυχημένος/πλούσιος/ταλαντούχος κλπ»).
Η ποιότητα των προσωπικών σχέσεων που συνάπτουν οι νάρκισσοι, περιγράφεται από την υπανάπτυκτη ικανότητά τους να αγαπούν, που είναι και το μεγάλο τίμημα που πληρώνουν για αυτόν τον προσανατολισμό της προσωπικότητάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται συχνά ως «συναισθηματικά βαμπίρ»: έχουν μία αστείρευτη ανάγκη («ναρκισσιστική πείνα») για επιβεβαίωση της αξίας τους και αυτή ακριβώς την επιβεβαίωση φροντίζουν να αντλούν διαρκώς από τους άλλους.
Όμως, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους, αδυνατούν να αγαπήσουν και τους άλλους ή τουλάχιστον, να διατηρήσουν μία στενή και βαθιά συναισθηματική σχέση μαζί τους. Αντ’ αυτού, τους χρησιμοποιούν, προκειμένου να απορροφούν συναισθήματα, προσοχή, ενδιαφέρον και ψυχική ενέργεια για να γεμίσουν οι ίδιοι (εξαντλώντας όμως όλους τους υπόλοιπους). Έτσι, καταλήγουν να συνάπτουν επιφανειακές σχέσεις, σε μια διαρκή αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά η συμπεριφορά αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρό τους, ο οποίος απομακρύνεται, κατηγορώντας τους για αναισθησία, αδιαφορία, εγωισμό, ματαιοδοξία, κλπ. Το ναρκισσιστικό άτομο, βαθύτατα πληγωμένο, ταπεινωμένο και με αίσθημα κενότητας από την απόρριψη που έλαβε, φθάνει σε σημείο να αντιδρά με οργή και θυμό απέναντι στα άτομα που το ντρόπιασαν (όπως πιστεύει) με αυτόν τον τρόπο.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολυάριθμες έρευνες επισημαίνουν μία σταθερή και σημαντική αύξηση των ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους, φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να κάνουν λόγο για «επιδημία ναρκισσισμού». Πολλοί μελετητές αποδίδουν αυτή την αύξηση σε χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής, που προάγει τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο εν γένει τρόπος ζωής προάγει τον καταναλωτισμό, τον υλισμό, την ατομική επιτυχία, την φήμη, τον πλούτο, την ανεξαρτησία από τους άλλους, την αυτοεκτίμηση και την δύναμη. Από την άλλη πλευρά, εκτιμώνται λιγότερο χαρακτηριστικά όπως η τιμιότητα, η συνεργασία, η ειλικρίνεια, ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για τον άλλον και η συλλογικότητα. Μέσα σε ένα ατομικιστικό πλαίσιο, οι άνθρωποι προσπαθούν να διακριθούν στη βάση εξωτερικών γνωρισμάτων όπως η ομορφιά, η επιτυχία, ο πλούτος και η εξωστρέφεια, παραμελώντας τις σημαντικότερες, για την ψυχική υγεία, πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητας του χαρακτήρα. Πιο πρόσφατα, μία σειρά ερευνών μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στην χρήση ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Twitter) και τους χρήστες με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας, σε μία προσπάθεια να διαπιστωθεί αν τα πρώτα ενισχύουν την εμφάνιση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα από τις έρευνες ποικίλουν. Το βέβαιον φαίνεται να είναι πως τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν στους ναρκισσιστές χρήστες να χρησιμοποιούν τους «φίλους» τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιούν τους φίλους και τους γνωστούς τους στην πραγματική ζωή: για να τονώσουν το Εγώ τους.
Επειδή ζούμε σε μία εποχή που πριμοδοτεί την εύκολη παθολογικοποίηση παράξενων, ενοχλητικών, ή «δύσκολων» συμπεριφορών, θα πρέπει να τονιστεί πως όλοι οι άνθρωποι φέρουμε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά. Από την παιδική μας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής μας επιδιώκουμε (και χρειαζόμαστε) την αναγνώριση και την αποδοχή των οικείων μας, καθώς και την επιβεβαίωση της αξίας και των ικανοτήτων μας. Αναζητούμε δηλαδή το «μπράβο» του γονιού ή του αγαπημένου προσώπου, έχουμε ανάγκη την αγάπη και την προσοχή των άλλων και απολαμβάνουμε ένα θετικό σχόλιο για το πρόσωπό μας. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά και τη διαταραχή ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι μεγάλη και διαφορετικοί άνθρωποι τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία αυτού του φάσματος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει η Nancy McWilliams «άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η Janis Joplin και ο προβληματικός μαθητής του Σωκράτη, Αλκιβιάδης, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου