Ερευνητές της Οξφόρδης πραγματοποίησαν μία σοβαρή μελέτη σχετικά με το τι μας προκαλεί γέλιο και μέχρι σε ποιο επίπεδο ένα αστείο κρατά τον ακροατή του. Διεπίστωσαν ότι τα πιο περίπλοκα ανέκδοτα τείνουν να είναι πιο αστεία, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου και ότι τα ανέκδοτα που είναι πολύ περίπλοκα, έχουν την τάση να «χάνουν» το κοινό.
Η επίδραση του γέλιου
Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι γνωστό ότι το γέλιο και το χιούμορ έχουν σημαντική επίδραση στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Βοηθούν να εδραιωθεί το ερωτικό στοιχείο, να βελτιωθεί η ροή της ομιλίας, να συγχρονιστούν οι συναισθηματικές καταστάσεις και να ενισχυθεί η κοινωνική σύνδεση. Τα αστεία, μια δομημένη μορφή του χιούμορ, μας δίνει τον έλεγχο πάνω στο γέλιο και είναι, επομένως ένας τρόπος για να αποσπάσουμε σκόπιμα τις θετικές του επιπτώσεις. Για να κατανοήσουμε γιατί κάποια ανέκδοτα γίνονται αντιληπτά ως αστεία ενώ άλλα όχι, ο Ρόμπερτ Ντάνμπαρ και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διερεύνησαν το γνωστικό μηχανισμό που διέπει το γέλιο και το χιούμορ.
Η ικανότητα νοητικοποίησης της πρόθεσης
Η ικανότητα να κατανοεί κάποιος πλήρως τις σιωπηλές προθέσεις των άλλων ανθρώπων ονομάζεται νοητικοποίηση και περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα της λεγόμενης σκοπιμότητας. Για παράδειγμα, ένας ενήλικος μπορεί να καταλάβει έως και πέντε τέτοια επίπεδα σκοπιμότητας μίας πολύπλοκης ιστορίας πριν χάσει την πλοκή της. Συζητήσεις στις οποίες αναφέρονται διάφορα δεδομένα, συνήθως περιλαμβάνουν μόνο τρία τέτοια επίπεδα. Όταν οι άνθρωποι συζητούν για την κοινωνική συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων, χρειάζεται να επιδείξουν μεγαλύτερη νοητική προσπάθεια γιατί απαιτεί από τους ίδιους να σκέφτονται και να επανεξετάζουν τους εαυτούς τους σαν να βρίσκονταν στη θέση των άλλων.
Τα καλύτερα αστεία υποτίθεται ότι στηρίζονται σε ένα σύνολο προσδοκιών και έχουν μια τελευταία ατάκα που έρχεται με έναν απροσδόκητο τρόπο στον ακροατή. Οι προσδοκίες που αφορούν τις σκέψεις ή τις προθέσεις των ανθρώπων, εκτός του αφηγητή του ανεκδότου ή του κοινό, όπως για παράδειγμα, οι χαρακτήρες στο ανέκδοτο, είναι πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτές. Τότε είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η βιολογική μας ικανότητα να χειριζόμαστε μόνο έναν περιορισμένο αριθμό νοητικών επιπέδων.
Η έρευνα
Για να δουν πώς η νοητική μας δυνατότητα μπορεί να περιορίζει ό,τι θεωρούμε αστείο, οι ερευνητές ανέλυσαν την αντίδραση 55 φοιτητών από το London School of Economics με 65 ανέκδοτα από μια ηλεκτρονική συλλογή που ισχυρίζεται ότι περιείχε τα 101 πιο αστεία ανέκδοτα όλων των εποχών. Η συλλογή αποτελείται κυρίως από αστεία από επιτυχημένους stand-up κωμικούς. Μερικά ανέκδοτα ήταν απλώς μίας ατάκας, ενώ άλλα ήταν μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα. Το ένα τρίτο από τα ανέκδοτα ήταν πραγματικές ιστορίες και περιείχαν λογικές, μη απαιτητικές παρατηρήσεις των ιδιοσυγκρασιών των ανθρώπων. Τα υπόλοιπα αφορούσαν στα νοητικά επίπεδα τρίτων ατόμων. Τα αστεία βαθμολογήθηκαν σε μια κλίμακα από το ένα (καθόλου αστείο) έως το τέσσερα (πολύ αστείο).
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι τα πιο αστεία ανέκδοτα ήταν εκείνα που περιλάμβαναν δύο χαρακτήρες και μέχρι πέντε επίπεδα εναλλαγής της πρόθεσης μεταξύ του κωμικού και του κοινού. Οι άνθρωποι χάνουν εύκολα τη πλοκή, όταν τα αστεία είναι πιο περίπλοκα από αυτή.
Τα ευρήματα δεν υποδηλώνουν ότι το χιούμορ ορίζεται από το πόσο έξυπνο είναι ένα αστείο, αλλά μάλλον ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο περίπλοκο πρέπει να είναι το περιεχόμενό του ώστε να συνεχίσει να θεωρείται ως αστείο. Σύμφωνα με τον Dunbar, όταν αυξάνεται η πολυπλοκότητα της ικανότητας νοητικοποίησης του αστείου, βελτιώνεται η αντιλαμβανόμενη ποιότητα, αλλά μόνο μέχρι ενός ορισμένου σημείου: οι stand-up κωμικοί δεν έχουν την άνεση να πουν περίπλοκα αστεία που αφήνουν στο κοινό το συναίσθημα ότι έχουν χάσει την ατάκα του ανεκδότου.
«Το έργο των επαγγελματιών κωμικών είναι να αποσπάσουν το γέλιο άμεσα και όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Σε γενικές γραμμές το κάνουν αυτό πιο αποτελεσματικά όταν εξασφαλίζουν ότι θα κρατηθούν εντός της διανοητικής ικανότητας του τυπικού μέλους του ακροατηρίου», λέει ο Ντάνμπαρ. «Αν υπερβούν τα όρια αυτά, το ανέκδοτο δεν θα γίνει αντιληπτό ως αστείο».
Είναι πιθανό ότι τα καθημερινά ανέκδοτα των συζητήσεων δεν περιλαμβάνουν τόσα εκ προθέσεως επίπεδα, όσα εκείνα που έχουν κατασκευαστεί προσεκτικά από επαγγελματίες κωμικούς. Σίγουρα περαιτέρω έρευνα πρέπει να διεξαχθεί σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, τα ευρήματα του Ντάνμπαρ ρίχνουν φως στους μηχανισμούς της γλώσσας, με βάση το χιούμορ και ως εκ τούτου στη λειτουργία του μυαλού μας.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό της Springer Human Nature.
Η επίδραση του γέλιου
Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι γνωστό ότι το γέλιο και το χιούμορ έχουν σημαντική επίδραση στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Βοηθούν να εδραιωθεί το ερωτικό στοιχείο, να βελτιωθεί η ροή της ομιλίας, να συγχρονιστούν οι συναισθηματικές καταστάσεις και να ενισχυθεί η κοινωνική σύνδεση. Τα αστεία, μια δομημένη μορφή του χιούμορ, μας δίνει τον έλεγχο πάνω στο γέλιο και είναι, επομένως ένας τρόπος για να αποσπάσουμε σκόπιμα τις θετικές του επιπτώσεις. Για να κατανοήσουμε γιατί κάποια ανέκδοτα γίνονται αντιληπτά ως αστεία ενώ άλλα όχι, ο Ρόμπερτ Ντάνμπαρ και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διερεύνησαν το γνωστικό μηχανισμό που διέπει το γέλιο και το χιούμορ.
Η ικανότητα νοητικοποίησης της πρόθεσης
Η ικανότητα να κατανοεί κάποιος πλήρως τις σιωπηλές προθέσεις των άλλων ανθρώπων ονομάζεται νοητικοποίηση και περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα της λεγόμενης σκοπιμότητας. Για παράδειγμα, ένας ενήλικος μπορεί να καταλάβει έως και πέντε τέτοια επίπεδα σκοπιμότητας μίας πολύπλοκης ιστορίας πριν χάσει την πλοκή της. Συζητήσεις στις οποίες αναφέρονται διάφορα δεδομένα, συνήθως περιλαμβάνουν μόνο τρία τέτοια επίπεδα. Όταν οι άνθρωποι συζητούν για την κοινωνική συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων, χρειάζεται να επιδείξουν μεγαλύτερη νοητική προσπάθεια γιατί απαιτεί από τους ίδιους να σκέφτονται και να επανεξετάζουν τους εαυτούς τους σαν να βρίσκονταν στη θέση των άλλων.
Τα καλύτερα αστεία υποτίθεται ότι στηρίζονται σε ένα σύνολο προσδοκιών και έχουν μια τελευταία ατάκα που έρχεται με έναν απροσδόκητο τρόπο στον ακροατή. Οι προσδοκίες που αφορούν τις σκέψεις ή τις προθέσεις των ανθρώπων, εκτός του αφηγητή του ανεκδότου ή του κοινό, όπως για παράδειγμα, οι χαρακτήρες στο ανέκδοτο, είναι πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτές. Τότε είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η βιολογική μας ικανότητα να χειριζόμαστε μόνο έναν περιορισμένο αριθμό νοητικών επιπέδων.
Η έρευνα
Για να δουν πώς η νοητική μας δυνατότητα μπορεί να περιορίζει ό,τι θεωρούμε αστείο, οι ερευνητές ανέλυσαν την αντίδραση 55 φοιτητών από το London School of Economics με 65 ανέκδοτα από μια ηλεκτρονική συλλογή που ισχυρίζεται ότι περιείχε τα 101 πιο αστεία ανέκδοτα όλων των εποχών. Η συλλογή αποτελείται κυρίως από αστεία από επιτυχημένους stand-up κωμικούς. Μερικά ανέκδοτα ήταν απλώς μίας ατάκας, ενώ άλλα ήταν μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα. Το ένα τρίτο από τα ανέκδοτα ήταν πραγματικές ιστορίες και περιείχαν λογικές, μη απαιτητικές παρατηρήσεις των ιδιοσυγκρασιών των ανθρώπων. Τα υπόλοιπα αφορούσαν στα νοητικά επίπεδα τρίτων ατόμων. Τα αστεία βαθμολογήθηκαν σε μια κλίμακα από το ένα (καθόλου αστείο) έως το τέσσερα (πολύ αστείο).
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι τα πιο αστεία ανέκδοτα ήταν εκείνα που περιλάμβαναν δύο χαρακτήρες και μέχρι πέντε επίπεδα εναλλαγής της πρόθεσης μεταξύ του κωμικού και του κοινού. Οι άνθρωποι χάνουν εύκολα τη πλοκή, όταν τα αστεία είναι πιο περίπλοκα από αυτή.
Τα ευρήματα δεν υποδηλώνουν ότι το χιούμορ ορίζεται από το πόσο έξυπνο είναι ένα αστείο, αλλά μάλλον ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο περίπλοκο πρέπει να είναι το περιεχόμενό του ώστε να συνεχίσει να θεωρείται ως αστείο. Σύμφωνα με τον Dunbar, όταν αυξάνεται η πολυπλοκότητα της ικανότητας νοητικοποίησης του αστείου, βελτιώνεται η αντιλαμβανόμενη ποιότητα, αλλά μόνο μέχρι ενός ορισμένου σημείου: οι stand-up κωμικοί δεν έχουν την άνεση να πουν περίπλοκα αστεία που αφήνουν στο κοινό το συναίσθημα ότι έχουν χάσει την ατάκα του ανεκδότου.
«Το έργο των επαγγελματιών κωμικών είναι να αποσπάσουν το γέλιο άμεσα και όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Σε γενικές γραμμές το κάνουν αυτό πιο αποτελεσματικά όταν εξασφαλίζουν ότι θα κρατηθούν εντός της διανοητικής ικανότητας του τυπικού μέλους του ακροατηρίου», λέει ο Ντάνμπαρ. «Αν υπερβούν τα όρια αυτά, το ανέκδοτο δεν θα γίνει αντιληπτό ως αστείο».
Είναι πιθανό ότι τα καθημερινά ανέκδοτα των συζητήσεων δεν περιλαμβάνουν τόσα εκ προθέσεως επίπεδα, όσα εκείνα που έχουν κατασκευαστεί προσεκτικά από επαγγελματίες κωμικούς. Σίγουρα περαιτέρω έρευνα πρέπει να διεξαχθεί σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, τα ευρήματα του Ντάνμπαρ ρίχνουν φως στους μηχανισμούς της γλώσσας, με βάση το χιούμορ και ως εκ τούτου στη λειτουργία του μυαλού μας.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό της Springer Human Nature.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου