Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο Άνθρωπος. Ξεκίνησε από το μηδέν. Προόδευσε όμως. Έφτιαξε μηχανές, σπίτια, βελτίωσε τον τόπο ζωής του, πέταξε ψηλά, ταξίδεψε παντού.
Όμως σε όλη αυτή την διαδρομή κάτι άλλο έψαχνε και δεν μπορούσε να το βρει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό. Αλλά πάντα ότι και να έκανε, πάντα του φαινόταν λειψό.
Και έτσι αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι μήπως και τελικά μπορέσει να βρει αυτό που του έλειπε.
Στο δρόμο καθώς διάβαινε συνάντησε την Ματαιοδοξία μαζί με την Απληστία. Τους εξήγησε για το τι έψαχνε.
-Εμάς ψάχνεις του αποκρίθηκαν.
-Σίγουρα; τους λέει.
-Ναι, έλα να σου δείξουμε το βασίλειό μας.
Και ο άνθρωπος τις ακολούθησε. Τον οδήγησαν μέσα από ακριβά σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, όμορφους κήπους, βουνά από χρυσάφι και ασήμι.
Ο Άνθρωπος θαμπώθηκε. Αυτό έψαχνα μάλλον,
είπε από μέσα του. Μετά από ώρα έφτασαν σε μια φυλακή. Η φυλακή ήταν γεμάτη από άλλους ανθρώπους. Καλοντυμένους και περιποιημένους.
-Για να αποκτήσεις όλα αυτά, του είπαν, πρέπει να κλειστείς μέσα σε αυτή την φυλακή. Θα βγαίνεις για λίγο, θα τα απολαμβάνεις και μετά θα σε ξαναρίχνουμε εδώ.
-Α δεν νομίζω να ψάχνω για κάτι τέτοιο, είπε ο Άνθρωπος και έφυγε.
Συνέχισε το ταξίδι του μέχρι που αντάμωσε στον δρόμο την Εξουσία. Του είπε το ίδιο. Τον οδήγησε μέσα από βασίλεια και παλάτια, αλλά κατέληξαν στην ίδια φυλακή.
Και έτσι ο Άνθρωπος έφυγε και από εκεί.
Μετά από καιρό και πολύ κόπο, και ενώ είχε χάσει σχεδόν την ελπίδα του, βρήκε την Προπαγάνδα και τον Φασισμό.
Του εξήγησαν πόσο ξεχωριστός και διαφορετικός είναι από όλους τους άλλους. Του είπαν ότι αν τους ακολουθούσε, θα ζούσε μια ζωή, έτσι όπως του άξιζε. Με ανθρώπους που άρμοζαν στο επίπεδό του.
Ο Άνθρωπος σκέφτηκε και ρώτησε:
-Ποια είναι η δική σας φυλακή.
-Δεν υπάρχει φυλακή του είπε η Προπαγάνδα. Μόνο μια προϋπόθεση.
-Να την ακούσω, είπε ο Άνθρωπος.
-Θα πρέπει να ζήσεις με το Μίσος.
-Να το γνωρίσω πρώτα είπε και έφυγαν για το σπίτι του Μίσους.
Το σπίτι του ήταν ερειπωμένο και βρώμικο, αλλά με πολύ κόσμο μέσα. Α εδώ δεν θα νιώθω μοναξιά είπε στον εαυτό του. Μόλις όμως αντίκρισε το Μίσος τρόμαξε. Δεν περίμενε να είναι τόσο άσχημο. Μάλλον δεν μπορώ να κάνω αλλιώς σκέφτηκε. Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε να φύγει. Και αποφάσισε να μείνει για ένα βράδυ.
Το βράδυ δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Το στρώμα ήταν σκληρό και έκανε κρύο.Τα σκεπάσματα ήταν λίγα και το κρεβάτι μικρό. Το πρωί ξύπνησε περισσότερο κουρασμένος από ποτέ. Το Μίσος του έβαλε να φάει.
Το φαγητό όμως και αυτό ήταν άνοστο και καμένο. Δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα σε εκείνο το σπίτι. Οι ώρες του φαίνονταν χρόνια. Εδώ είναι χειρότερα και από φυλακή σκέφτηκε... Και έτσι αποφάσισε να φύγει.
Πήρε ξανά τον δρόμο την αναζήτησης. Ταξίδευε χρόνια. Κατά διαστήματα συναντούσε διάφορα. Το Χρήμα, την Οργή, την Ζήλια, τον Εγωισμό και άλλους. Κανένα όμως δεν ήταν αυτό που αποζητούσε. Όλα τον οδηγούσαν σε μια φυλακή. Τα πόδια του είχαν πρηστεί από το περπάτημα. Διψούσε και πεινούσε πολύ. Και ξαφνικά, ενώ δεν είχε δει κανέναν για καιρό, βλέπει μια όμορφη γυναίκα.
-Γεια σου, της λέει, είμαι ο Άνθρωπος.
-Γεια σου και σένα του απαντά. Είμαι η Ελευθερία.
-Θα με πάρεις μαζί σου; της λέει. Ότι ακολούθησα το μετάνιωσα. Κουράστηκα να περιπλανιέμαι. Κουράστηκα να αναζητώ κάτι τόσο άπιαστο, κάτι που ίσως και μην υπάρχει.
-Και γω κουράστηκα του λέει. Κουράστηκα να με κουβαλάν τόσο χρόνια οι άνθρωποι αλλά να μη με χρησιμοποιούν. Να με έχουν δίπλα τους, αλλά να μην με θέλουν. Να με νιώθουν, αλλά να με φοβούνται.
Ο Άνθρωπος παραξενεύτηκε. Πως είναι δυνατόν να είναι τόσα χρόνια πλάι του αυτή την όμορφη κοπέλα και να μην την βλέπει.
-Εγώ, την λέει, δεν σε έχω δει ποτέ.
-Κι όμως, με κουβαλάς και συ μαζί σου πάντα. Άσχετα αν δεν θες να το παραδεχθείς. Γιατί με φοβάσαι.
-Και γιατί να σε φοβάμαι, ρωτά απορημένος.
-Γιατί μαζί μου ζει και η Ευθύνη. Και οι άνθρωποι ναι μεν θέλουν την ελευθερία τους, αλλά θέλουν να την αποκτήσουν χωρίς την ευθύνη.
-Αυτή είναι η δική σου φυλακή λοιπόν ε; Η Ευθύνη;
Και η Ελευθερία του απάντησε.
-Ο κάθε άνθρωπος θέλει να κλείνεται πάντα σε μια φυλακή. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να επιλέξει την ελευθερία. Την φοβάται γιατί νομίζει ότι η ευθύνη που θα την συνοδεύσει, είναι και αυτή μια φυλακή. Και την απορρίπτει, ενώ κλείνεται σε μεγαλύτερες φύλακές και πιο σκληρές. Προτιμά να εξουσιάζεται παρά να εξουσιάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Προτιμά να ρίχνει το βάρος και το λάθος σε άλλους, παρά να αναλάβει τις ευθύνες του. Και έτσι, η Ελευθερία φαντάζει κάτι δύσκολο και άπιαστο. Και επιλέγει την σκλαβιά. Και όχι μόνο την επιλέγει, αλλά φοβάται να μην την χάσει κιόλας.
-Μα εγώ λέει ο Άνθρωπος, δεν θέλω να ζω στην σκλαβιά, θέλω εσένα.
-Με έχεις, του λέει, εσύ επέλεξες να μην σκλαβωθείς και να βρεθώ τελικά στον δρόμο σου.
Εσύ απέρριψες όλες τις φύλακές, όσο ελκυστικές και να
φαινόντουσαν αρχικά.
Εσύ περπάτησες τόσο δρόμο για να με βρεις.
Μόνο μαζί μου θα βρεις τη Ελπίδα, την Αγάπη, την Ειρήνη, την Ηρεμία.
Και έτσι ο Άνθρωπος πήρε από το χέρι την Ελευθερία, αγκάλιασε την Ευθύνη και ζήσανε αυτοί καλά και ΄μεις... θα δούμε...
Οι άνθρωποι έχουμε το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης, αλλά δεν
το εκμεταλλευόμαστε.
Νομίζουμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι.
Δεν τολμούμε να είμαστε ελεύθεροι.
Και εκεί πατούν όλοι οι δυνάστες και κυβερνούν και ορίζουν τις ζωές μας.
Και όσο τους αφήνουμε να μας πατούν στο κεφάλι και δεν αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, πάντα θα ζούμε μέσα σε μια φυλακή.
Όμως σε όλη αυτή την διαδρομή κάτι άλλο έψαχνε και δεν μπορούσε να το βρει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό. Αλλά πάντα ότι και να έκανε, πάντα του φαινόταν λειψό.
Και έτσι αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι μήπως και τελικά μπορέσει να βρει αυτό που του έλειπε.
Στο δρόμο καθώς διάβαινε συνάντησε την Ματαιοδοξία μαζί με την Απληστία. Τους εξήγησε για το τι έψαχνε.
-Εμάς ψάχνεις του αποκρίθηκαν.
-Σίγουρα; τους λέει.
-Ναι, έλα να σου δείξουμε το βασίλειό μας.
Και ο άνθρωπος τις ακολούθησε. Τον οδήγησαν μέσα από ακριβά σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, όμορφους κήπους, βουνά από χρυσάφι και ασήμι.
Ο Άνθρωπος θαμπώθηκε. Αυτό έψαχνα μάλλον,
είπε από μέσα του. Μετά από ώρα έφτασαν σε μια φυλακή. Η φυλακή ήταν γεμάτη από άλλους ανθρώπους. Καλοντυμένους και περιποιημένους.
-Για να αποκτήσεις όλα αυτά, του είπαν, πρέπει να κλειστείς μέσα σε αυτή την φυλακή. Θα βγαίνεις για λίγο, θα τα απολαμβάνεις και μετά θα σε ξαναρίχνουμε εδώ.
-Α δεν νομίζω να ψάχνω για κάτι τέτοιο, είπε ο Άνθρωπος και έφυγε.
Συνέχισε το ταξίδι του μέχρι που αντάμωσε στον δρόμο την Εξουσία. Του είπε το ίδιο. Τον οδήγησε μέσα από βασίλεια και παλάτια, αλλά κατέληξαν στην ίδια φυλακή.
Και έτσι ο Άνθρωπος έφυγε και από εκεί.
Μετά από καιρό και πολύ κόπο, και ενώ είχε χάσει σχεδόν την ελπίδα του, βρήκε την Προπαγάνδα και τον Φασισμό.
Του εξήγησαν πόσο ξεχωριστός και διαφορετικός είναι από όλους τους άλλους. Του είπαν ότι αν τους ακολουθούσε, θα ζούσε μια ζωή, έτσι όπως του άξιζε. Με ανθρώπους που άρμοζαν στο επίπεδό του.
Ο Άνθρωπος σκέφτηκε και ρώτησε:
-Ποια είναι η δική σας φυλακή.
-Δεν υπάρχει φυλακή του είπε η Προπαγάνδα. Μόνο μια προϋπόθεση.
-Να την ακούσω, είπε ο Άνθρωπος.
-Θα πρέπει να ζήσεις με το Μίσος.
-Να το γνωρίσω πρώτα είπε και έφυγαν για το σπίτι του Μίσους.
Το σπίτι του ήταν ερειπωμένο και βρώμικο, αλλά με πολύ κόσμο μέσα. Α εδώ δεν θα νιώθω μοναξιά είπε στον εαυτό του. Μόλις όμως αντίκρισε το Μίσος τρόμαξε. Δεν περίμενε να είναι τόσο άσχημο. Μάλλον δεν μπορώ να κάνω αλλιώς σκέφτηκε. Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε να φύγει. Και αποφάσισε να μείνει για ένα βράδυ.
Το βράδυ δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Το στρώμα ήταν σκληρό και έκανε κρύο.Τα σκεπάσματα ήταν λίγα και το κρεβάτι μικρό. Το πρωί ξύπνησε περισσότερο κουρασμένος από ποτέ. Το Μίσος του έβαλε να φάει.
Το φαγητό όμως και αυτό ήταν άνοστο και καμένο. Δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα σε εκείνο το σπίτι. Οι ώρες του φαίνονταν χρόνια. Εδώ είναι χειρότερα και από φυλακή σκέφτηκε... Και έτσι αποφάσισε να φύγει.
Πήρε ξανά τον δρόμο την αναζήτησης. Ταξίδευε χρόνια. Κατά διαστήματα συναντούσε διάφορα. Το Χρήμα, την Οργή, την Ζήλια, τον Εγωισμό και άλλους. Κανένα όμως δεν ήταν αυτό που αποζητούσε. Όλα τον οδηγούσαν σε μια φυλακή. Τα πόδια του είχαν πρηστεί από το περπάτημα. Διψούσε και πεινούσε πολύ. Και ξαφνικά, ενώ δεν είχε δει κανέναν για καιρό, βλέπει μια όμορφη γυναίκα.
-Γεια σου, της λέει, είμαι ο Άνθρωπος.
-Γεια σου και σένα του απαντά. Είμαι η Ελευθερία.
-Θα με πάρεις μαζί σου; της λέει. Ότι ακολούθησα το μετάνιωσα. Κουράστηκα να περιπλανιέμαι. Κουράστηκα να αναζητώ κάτι τόσο άπιαστο, κάτι που ίσως και μην υπάρχει.
-Και γω κουράστηκα του λέει. Κουράστηκα να με κουβαλάν τόσο χρόνια οι άνθρωποι αλλά να μη με χρησιμοποιούν. Να με έχουν δίπλα τους, αλλά να μην με θέλουν. Να με νιώθουν, αλλά να με φοβούνται.
Ο Άνθρωπος παραξενεύτηκε. Πως είναι δυνατόν να είναι τόσα χρόνια πλάι του αυτή την όμορφη κοπέλα και να μην την βλέπει.
-Εγώ, την λέει, δεν σε έχω δει ποτέ.
-Κι όμως, με κουβαλάς και συ μαζί σου πάντα. Άσχετα αν δεν θες να το παραδεχθείς. Γιατί με φοβάσαι.
-Και γιατί να σε φοβάμαι, ρωτά απορημένος.
-Γιατί μαζί μου ζει και η Ευθύνη. Και οι άνθρωποι ναι μεν θέλουν την ελευθερία τους, αλλά θέλουν να την αποκτήσουν χωρίς την ευθύνη.
-Αυτή είναι η δική σου φυλακή λοιπόν ε; Η Ευθύνη;
Και η Ελευθερία του απάντησε.
-Ο κάθε άνθρωπος θέλει να κλείνεται πάντα σε μια φυλακή. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να επιλέξει την ελευθερία. Την φοβάται γιατί νομίζει ότι η ευθύνη που θα την συνοδεύσει, είναι και αυτή μια φυλακή. Και την απορρίπτει, ενώ κλείνεται σε μεγαλύτερες φύλακές και πιο σκληρές. Προτιμά να εξουσιάζεται παρά να εξουσιάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Προτιμά να ρίχνει το βάρος και το λάθος σε άλλους, παρά να αναλάβει τις ευθύνες του. Και έτσι, η Ελευθερία φαντάζει κάτι δύσκολο και άπιαστο. Και επιλέγει την σκλαβιά. Και όχι μόνο την επιλέγει, αλλά φοβάται να μην την χάσει κιόλας.
-Μα εγώ λέει ο Άνθρωπος, δεν θέλω να ζω στην σκλαβιά, θέλω εσένα.
-Με έχεις, του λέει, εσύ επέλεξες να μην σκλαβωθείς και να βρεθώ τελικά στον δρόμο σου.
Εσύ απέρριψες όλες τις φύλακές, όσο ελκυστικές και να
φαινόντουσαν αρχικά.
Εσύ περπάτησες τόσο δρόμο για να με βρεις.
Μόνο μαζί μου θα βρεις τη Ελπίδα, την Αγάπη, την Ειρήνη, την Ηρεμία.
Και έτσι ο Άνθρωπος πήρε από το χέρι την Ελευθερία, αγκάλιασε την Ευθύνη και ζήσανε αυτοί καλά και ΄μεις... θα δούμε...
Οι άνθρωποι έχουμε το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης, αλλά δεν
το εκμεταλλευόμαστε.
Νομίζουμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι.
Δεν τολμούμε να είμαστε ελεύθεροι.
Και εκεί πατούν όλοι οι δυνάστες και κυβερνούν και ορίζουν τις ζωές μας.
Και όσο τους αφήνουμε να μας πατούν στο κεφάλι και δεν αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, πάντα θα ζούμε μέσα σε μια φυλακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου