Και ποιόν να επικαλεστείς, μια τέτοια ώρα... Ποιός να σ' ακούσει. Όταν έχει τόσο βάθος η χαράδρα... Κι εσύ κατρακυλάς... Κατρακυλάς... Κι αν, έστω, σε κάποιον φτάσει η ηχώ της κραυγής σου, από ποιό μονοπάτι να κατέβει, για να σου δώσει το χέρι. Να σου πετάξει ένα σκοινί. Πολλοί θα μαζευτούν στην άκρη του γκρεμού και θα σχολιάζουν ή θα συσκέπτονται για τη σωτηρία σου. Ίσως, οι πιο πονετικοί, μπορεί και να κλάψουν για την τύχη σου. Πάντως, η συμπαράσταση και η συμπόνοια, κατά κανόνα, έχουν όρια. Να ματώσει λίγο τα γόνατά του ο άλλος, προκειμένου να προσπαθήσει να σε πλησιάσει, ναι! Να γρατσουνίσει τα χέρια του, εντάξει! Αλλά, ως εκεί, ρε φίλε. Στο κάτω - κάτω, ας πρόσεχες. Τώρα... Υπάρχουν και κάποιοι, βέβαια, που δεν τα 'χουν καλά ούτε με τους κανόνες ούτε με τα όρια. Αν τύχει ένας τέτοιος, θα την κάνει τη βουτιά στον γκρεμό, για να 'ρθει κοντά σου.Μπορεί να μην έχει τα μέσα να σε τραβήξει. Αλλά θα καθίσει εκεί, δίπλα σου, να σου κάνει συντροφιά. Να σου λέει παραμύθια. Να σου μαζεύει αγριολούλουδα.
Πώς γίνεται, σ’αυτόν τον ‘‘ψεύτη κόσμο”, άνθρωποι που αγάπησες, που τους κράτησες και σου κράτησαν το χέρι έστω και λίγο, που ορκιζόσουνα τότε – και το πίστευες – πως θα υπάρχουν πάντα στο κάδρο της ζωής σου…Πώς γίνεται να χάνονται… Να μένουν μόνο σαν κιτρινισμένες φωτογραφίες στο αλμπουμ της ψυχης σου. Το ποδοβολητό της μοίρας; Η σκόνη του χρόνου; Οι φουρτούνες; Οι καταιγίδες; Η βιάση να προλάβεις εκείνο που δεν έρχεται ποτέ; Πώς γίνεται… Και φεύγουν οι μέρες, κυλά η ζωή και μένει μόνο η μυρωδιά απο το άγγιγμά τους να σ΄ακολουθεί. Και μια νοσταλγία, που σε πληγώνει γλυκά, κάτι δειλινά, που ο ήλιος βάφει τη θάλασσα τριανταφυλλί. Ή κάτι νύχτες του καλοκαιριού, που δεν σ΄αφήνει ν΄αποκοιμηθείς το αρωμα της βιολέτας.
Έχεις σκεφτεί, έχεις αναλύσει τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Γιατί νιώθουμε τόσο έντονα την ανάγκη ο ένας του άλλου; Έχεις προσέξει ποτέ ένα ζευγάρι γλάρων, όταν πετούν ανέμελα στον ουρανό; Πετούν αργά-αργά, πλησιάζει ο ένας στη φτερούγα του άλλου, αγγίζονται, κάνουν λίγο να απομακρυνθούν και πάλι ο ένας ξανάρχεται πλάι στον άλλον και ακουμπάνε τις φτερούγες τους. Πετούν ανέμελα... Νωχελικά... Σίγουρα... Σα να 'ναι δικός τους ο ουρανός. Και είναι δικός τους ο ουρανός. Αμφιβάλλεις; Κι εμάς είναι δικός μας ο ουρανός...Δύο ψυχές, η μία με βαριές αποσκευές από το παρελθόν και η άλλη με δανεικές στολές και ψεύτικα παράσημα, συναντώνται για να βαδίσουν μαζί σ' ένα άγνωρο μονοπάτι, σ' ένα γύρισμα της ζωής.
Ήθελα να ’ξερα γιατί οι άνθρωποι θέλουν να σε ξενερώσουν όταν βλέπουν πως είσαι ευτυχισμένος. Και γίνονται ξαφνικά προφήτες, συμβουλάτορες, προφεσόροι... Για το καλό σου, θα μου πεις. Για να σε προστατέψουν. Μπορεί. Αλλά εγώ δεν θέλω. Επιθυμώ να ζήσω αυτό που ζω χωρίς να βάζω συρματοπλέγματα στην καρδιά μου. Έχω δώσει παραγγελιά και χορεύω. Έχω πληρώσει τα όργανα με το παραπάνω. Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος. Μακάρι να ήταν έτσι. Μακάρι να έπαιζαν τα όργανα την παραγγελιά και να περίμεναν ώσπου να τελειώσει ο χορός. Αλλά πού... Μακάρι οι συμβουλάτορες και οι προφήτες να μην έπαιρναν χαμπάρι πότε χάλασε η γιορτή. Να μην έσπευδαν όσοι σπεύδουν μ’ εκείνο το υφάκι το καλού Σαμαρείτη - Αχ μωρέ! Και σου τα ’λεγα εγώ - να σε βοηθήσουν να μαζέψεις τα σπασμένα σου. Να σου σκουπίσουν τα αίματα από τα πόδια σου. Τι το ’θελες κι εσύ... Τι το ’θελες να χορεύεις ξυπόλυτος πάνω στα γυαλιά;
Ποιος να σε φυλάξοι απ΄αυτές τις συμπεριφορές που προσφέρονται σε συσκευασία αποστειρωμένης γάζας. Κολλάνε πάνω στην πληγή και πονάνε.. Πονάνε πολύ... Αμ αυτός ο πληθυντικός πια. Στα πολύ αγαπημένα και οικεία πρόσωπα; Δείγμα, τάχα μου, καλής ανατροφής... Ένας είναι αυτός που αγαπάς και απευθύνεσαι άμεσα σ' αυτόν. Ένας και μοναδικός. Δεν είναι ομάδα. Δεν φοράει γάντια η αγάπη.
Πώς γίνεται, σ’αυτόν τον ‘‘ψεύτη κόσμο”, άνθρωποι που αγάπησες, που τους κράτησες και σου κράτησαν το χέρι έστω και λίγο, που ορκιζόσουνα τότε – και το πίστευες – πως θα υπάρχουν πάντα στο κάδρο της ζωής σου…Πώς γίνεται να χάνονται… Να μένουν μόνο σαν κιτρινισμένες φωτογραφίες στο αλμπουμ της ψυχης σου. Το ποδοβολητό της μοίρας; Η σκόνη του χρόνου; Οι φουρτούνες; Οι καταιγίδες; Η βιάση να προλάβεις εκείνο που δεν έρχεται ποτέ; Πώς γίνεται… Και φεύγουν οι μέρες, κυλά η ζωή και μένει μόνο η μυρωδιά απο το άγγιγμά τους να σ΄ακολουθεί. Και μια νοσταλγία, που σε πληγώνει γλυκά, κάτι δειλινά, που ο ήλιος βάφει τη θάλασσα τριανταφυλλί. Ή κάτι νύχτες του καλοκαιριού, που δεν σ΄αφήνει ν΄αποκοιμηθείς το αρωμα της βιολέτας.
Έχεις σκεφτεί, έχεις αναλύσει τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Γιατί νιώθουμε τόσο έντονα την ανάγκη ο ένας του άλλου; Έχεις προσέξει ποτέ ένα ζευγάρι γλάρων, όταν πετούν ανέμελα στον ουρανό; Πετούν αργά-αργά, πλησιάζει ο ένας στη φτερούγα του άλλου, αγγίζονται, κάνουν λίγο να απομακρυνθούν και πάλι ο ένας ξανάρχεται πλάι στον άλλον και ακουμπάνε τις φτερούγες τους. Πετούν ανέμελα... Νωχελικά... Σίγουρα... Σα να 'ναι δικός τους ο ουρανός. Και είναι δικός τους ο ουρανός. Αμφιβάλλεις; Κι εμάς είναι δικός μας ο ουρανός...Δύο ψυχές, η μία με βαριές αποσκευές από το παρελθόν και η άλλη με δανεικές στολές και ψεύτικα παράσημα, συναντώνται για να βαδίσουν μαζί σ' ένα άγνωρο μονοπάτι, σ' ένα γύρισμα της ζωής.
Ήθελα να ’ξερα γιατί οι άνθρωποι θέλουν να σε ξενερώσουν όταν βλέπουν πως είσαι ευτυχισμένος. Και γίνονται ξαφνικά προφήτες, συμβουλάτορες, προφεσόροι... Για το καλό σου, θα μου πεις. Για να σε προστατέψουν. Μπορεί. Αλλά εγώ δεν θέλω. Επιθυμώ να ζήσω αυτό που ζω χωρίς να βάζω συρματοπλέγματα στην καρδιά μου. Έχω δώσει παραγγελιά και χορεύω. Έχω πληρώσει τα όργανα με το παραπάνω. Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος. Μακάρι να ήταν έτσι. Μακάρι να έπαιζαν τα όργανα την παραγγελιά και να περίμεναν ώσπου να τελειώσει ο χορός. Αλλά πού... Μακάρι οι συμβουλάτορες και οι προφήτες να μην έπαιρναν χαμπάρι πότε χάλασε η γιορτή. Να μην έσπευδαν όσοι σπεύδουν μ’ εκείνο το υφάκι το καλού Σαμαρείτη - Αχ μωρέ! Και σου τα ’λεγα εγώ - να σε βοηθήσουν να μαζέψεις τα σπασμένα σου. Να σου σκουπίσουν τα αίματα από τα πόδια σου. Τι το ’θελες κι εσύ... Τι το ’θελες να χορεύεις ξυπόλυτος πάνω στα γυαλιά;
Ποιος να σε φυλάξοι απ΄αυτές τις συμπεριφορές που προσφέρονται σε συσκευασία αποστειρωμένης γάζας. Κολλάνε πάνω στην πληγή και πονάνε.. Πονάνε πολύ... Αμ αυτός ο πληθυντικός πια. Στα πολύ αγαπημένα και οικεία πρόσωπα; Δείγμα, τάχα μου, καλής ανατροφής... Ένας είναι αυτός που αγαπάς και απευθύνεσαι άμεσα σ' αυτόν. Ένας και μοναδικός. Δεν είναι ομάδα. Δεν φοράει γάντια η αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου