Ας γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής η θεμελιώδης διάκριση των αναφορών "κατ' ουσίαν" και "κατά σχέση" των όντων. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εισέρχεται ποτέ σε σώμα ζώου όταν λέμε ότι βιώνει "κατά σχέση" την θηριώδη ζωή. Κάτι τέτοιο θα εννοούνταν αν λέγαμε ότι "κατ' ουσίαν" συμβαίνει αυτό, το οποίο δεν ισχύει.
Στην Πλατωνική «Πολιτεία, 620.a.3 – .d.5» βλέπουμε τον Ηρ, στο 10ο βιβλίο, να μας λέγει ότι στο τρίστρατο είδε «μια ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, γιατί δεν ήθελε να ξανά γεννηθεί από γυναίκα, εξ αιτίας του μίσους που είχε κατά των γυναικών επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του θαμύρου να διαλέγει τη ζωή ενός αηδονιού, είδε και έναν κύκνο να αλλάζει τη ζωή του με ανθρώπινη, καθώς και άλλα μουσικά ζώα. Η εικοστή στην σειρά ψυχή διάλεξε τη ζωή λιονταριού. Αυτή ήταν η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα, που απέφυγε να γίνει άνθρωπος, γιατί θυμόταν την κρίση των όπλων. Ύστερα από αυτή ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα. Και αυτή από το μίσος της κατά του ανθρώπινου γένους για τα όσα έπαθε, άλλαξε την ανθρώπινη ζωή με τη ζωή του αετού. Στην μέση είχε κληρώσει η ψυχή της Αταλάντης, που άμα είδε μεγάλες τιμές ενός ανθρώπου αθλητού, δεν μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορη, και τις πήρε.
Ύστερα από αυτή είδε την ψυχή του Επειού, γιού του Πανοπέως, να παίρνει τη φύση μίας άξιας τεχνίτριας γυναίκας. Πολύ μακριά ανάμεσα στις τελευταίες είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτου να ενδύεται την ζωή ενός πιθήκου. Κατά τύχη πέρασε και η ψυχή του Οδυσσέως, που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος για να εκλέξει, και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε στη γη, είχε περιορίσει υπερβολικά τη φιλοτιμία (φιλοδοξία) της, και για αυτό γύριζε για πολύ ώρα και ζητούσε να βρει ζωή ενός ανθρώπου απράγμονος και ιδιώτη, και μόλις και μετά βίας την βρήκε κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές. Άμα την είδε φώναξε πως θα έκανε την ίδια επιλογή, και αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε με όλη της την ευχαρίστηση. Και από τα άλλα θηρία το ίδιο, άλλαζα τη ζωή τους με ανθρώπινη ή και μεταξύ τους, τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των άγριων, ενώ τα δίκαια έπαιρναν τη ζωή των ήμερων ζώων, και γενικά γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμιξη.
– ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι».
Το παραπάνω απόσπασμα του πλατωνικού κειμένου της «Πολιτείας» είναι ένα από εκείνα τα χωρία που έχουν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα όχι απλά την μη κατανόησή του αλλά και δημιουργία εσφαλμένων συμπερασμάτων.
Δεν θα σταθούμε στην πραγματική εξήγηση και κατανόησή του στο σύνολό του αυτού χωρίου, άλλωστε θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από μέρους μας, παρά μονάχα στο σημαντικότερο σημείο της εσφαλμένη εντυπώσεως ότι οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται και σε ζώα! Κάτι που είναι παντελώς εσφαλμένο!!
Ας δούμε όμως πως έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πραγματική εξήγηση του επίμαχου χωρίου της πλατωνικής «Πολιτείας».
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29», σύμφωνα με την απόφανση του Πλάτωνα, η ψυχή μεταβαίνει σε άλογα ζώα λόγω της ομοιότητας της ζωής, αλλά «οὐκ ἐνοικίζεσθαι τοῖς σώμασιν αὐτῶν» (οι φυσικές συγκροτήσεις τους αντιτίθενται σε μία τέτοια κατάταξη), παρά βρίσκεται εκεί στην βάση ενός συσχετισμού μόνο προς τη ζωή της ψυχής των ζώων εκείνων, εμψυχώνοντας το σώμα που της ταιριάζει, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον την ανθρώπινη ψυχή.
Επίσης κάθε είδους ψυχή συνδέεται με το σώμα κατά τον άμεσο τρόπο που επηρεάζεται καθεμία και ο οποίος συμπαρασύρει το περίβλημα της ψυχής προς τη δική του ζωή και ορμή. Αυτό το βεβαίωσε ικανοποιητικά και ο μέγας Πλωτίνος. Έχουμε λοιπόν στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, και αυτού του είδους είναι ο δεσμός που μας συνδέει με τα άλογα ζώα, και είναι μεν ένας τρόπος του πάσχειν, με φυσική συνάφεια, όμως προς εκείνα με τα οποία συνδεόμαστε (διότι και προκειμένου για τα ζώα επικρατεί άλλος κάθε φορά τρόπος, και το ίδιο προκειμένου για τους ανθρώπους. Αυτό που επικράτησε σε εμάς συνδέει με αυτό που επικρατεί σε εκείνα), και επίσης με τον τρόπο αυτό γίνεται η σύνδεση τους και διαμορφώνεται σύμφωνα με μια μορφή ζωής «εν σχέσει».
Διότι η ψυχή μας υπάρχει μέσα μας προφανώς «εν κατατάξει», και το ίδιο στα άλογα ζώα η ψυχή που υπάρχει σε αυτά. Και η ψυχή που υπάρχει σε εμάς συνδέεται «εν σχέσει» με την ψυχή που υπάρχει στα άλογα ζώα και εμψυχώνει το άλογο πλάσμα ερχόμενη από έξω, κατά τρόπο συσχετικό. Πραγματικά, η ψυχή εισέρχεται επίσης και σε δαίμονες και στους θεούς και μπορεί να γίνει όχι δαίμων καθαυτό ούτε θεός καθαυτό, αλλά δαίμων και θεός κατά σχέση, όπου δεν υπάρχει ύπαρξη (ουσία) πρέπουσα σε δαίμονες και θεούς. Διότι φαίνεται, κατά τις πορείες της και προς τα πάνω και προς τα κάτω, να γίνεται τα πάντα κατά τρόπο συσχετικό, και τα πριν από αυτή και τα μετά από αυτή, και συμφύεται με τα πάντα. Διότι πραγματικά σύμφωνα με τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας, 618.b» «δεν υπάρχει τάξη της ψυχής» μέσα στα είδη της ζωής, αλλά αυτή μετακινείται και προς τις κατευθύνσεις, και μέχρι τ’αγαθό και μέχρι τον Τάρταρο, και γίνεται δαιμόνια και θεϊκή αφενός λόγω του νου και αυτού που βρίσκεται πάνω από τον νου, και αφετέρου εξαιτίας της άλογης επιθυμίας και γνώσης γίνεται ένα διαφορετικό κάθε φορά άλογο ζώο.
Το ότι και ο Πλάτων δεν εγκαθιστά την ψυχή μας μέσα στα σώματα των άλογων ζώων αλλά σε αυτά που ήδη υπάρχουν ως άλλα ζωντανά πλάσματα το δηλώνει και στο σημείο αυτό λέγοντας ότι η ψυχή εισχώρησε μέσα σε κύκνο, η άλλη σε αηδόνι, η άλλη σε αετό, η άλλη σε λιοντάρι, ενώ η άλλη ενδύθηκε τη μορφή πιθήκου εντελώς γελοίου, χωρίς ωστόσο να ενδύεται σώματα των ζώων αυτών (διότι τα «κύκνος», «λιοντάρι» ή «πίθηκος» δεν δηλώνουν σώματα, αλλά ούτε για το σύνθετο από ψυχή και σώμα πρέπει να κάνουμε λόγο). Το δηλώνει επίσης στην περίπτωση του άντρα που μετακινείται σε είδος ζωής γυναίκας, όπου δεν λέει ότι κατευθύνεται σε γυναίκα, υπό την έννοια ότι η ψυχή αυτή δημιούργησε τούτη την εμψύχωση κατά σχέση, όπως οι άλλες ψυχές προηγουμένως, αλλά «στην φύση γυναίκας εργάτριας». Και είναι σαφές ότι η φύση είναι η έσχατη ζωή του σώματος. Σε αυτή λοιπόν τη φύση έρχεται, τη δημιουργημένη από το σύμπαν, και ενδύεται όχι ζωντανό πλάσμα (διότι αυτή είναι που το κάνει ζωντανό πλάσμα αλλά σώμα φυσικό).
Συνοψίζοντας λοιπόν λέμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να εισχωρήσει και σε άλογα ζώα και από τα άλογα ζώα στον άνθρωπο, καθώς δεν πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή κάθε ψυχή μέσα σε άλογο ζώο αλλά μόνο ανθρώπινη ψυχή. Υπό την έννοια αυτή και ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» προσδιόρισε σαφέστατα ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος η ψυχή πέρασε πάλι σε άνθρωπο». Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο μορφές εμψύχωσης του άλογου ζώου, η μία υπό την έννοια της κατάταξης και η άλλη κατά σχέση, μόνο η ψυχή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση μεταβαίνει σε άνθρωπο και γίνεται πάλι άνθρωπος. Και ότι οι παρακάμψεις που πραγματοποιούν οι ψυχές δεν συνδέονται με εκείνες που ήρθαν πρόσφατα από τον ουρανό. «υπάρχει νόμος να μην εμφυτευτεί» η ψυχή «σε φύση θηρίου κατά την πρώτη γένεση», σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδρου, 248.d», και μόνο η ψυχή που κάνει λάθος έρχεται διαδοχικά σε ένα τέτοιο τρόπο εμψύχωσης. Πραγματικά , δεν επιτρέπεται να συνδέσει αμέσως τη νοητική ζωή με τη ζωή που ταιριάζει σε θηρίο, αλλά με την μεσολάβηση μόνο της ζωής που χρησιμοποιεί μια λογική ανώτερη ή κατώτερη, η οποία.
Βέβαια ότι όλα αυτά που λέει ο Πλάτων είναι γεμάτα από παραδοξότητα για εκείνους που τα προσεγγίζουν με απερισκεψία. Το ότι δηλ. εγκαθιστά τις ψυχές των θεϊκών και των ηρωικών αντρών μέσα σε άλογα ζώα δεν παραλείπει καμία υπερβολή σε σχέση με την εσφαλμένη εντύπωση των εν λόγω ζητημάτων. Ωστόσο όμως ο Πλάτων δεν σκέφτεται για τα ζητήματα με τον τρόπο που τα αποδίδει ο μύθος. Άλλωστε και αυτά που λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία, 41.a» φανερώνουν ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ότι στον Άδη θα βρεθεί μαζί με ανθρώπους όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Αίας. Διότι γνώριζε ότι και τα Ελευσίνια μυστήρια υμνούν εκείνον που αποκάλυψε τις αγιότατες τελετές.
Πώς είναι, άλλωστε, λογικό τη στιγμή που τέτοιες σκέψεις έχει για τους ανθρώπους αυτούς, να ρίχνει καταπάνω τους τόσα τραγικά στοιχεία ή να δίνει πίστη στον Ηρ που έχει τέτοιες σκέψεις για την τύχη τους αντίθετα προς το τέλος τους; Πως θα μπορούσε όμως κάποιος να διασχίσει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος μυθοπλασιών;
Οι κύκνοι και τα αηδόνια έρχονται από το μέρος των ψυχών οι οποίες κατέχονται από τις Μούσες, ενώ οι αετοί και οι λέοντες από τις ψυχές των ηρώων. Και όλα αυτά στο έργο όπου κραυγάζει εναντίον των ποιητών οι οποίοι παρουσίασαν τους ήρωες να μην είναι καθόλου υπέρτεροι από τους κοινούς ανθρώπους αλλά να εμπλέκονται στα ίδια πάθη. Και ύστερα αυτός που τα στρεφόμενα περί το σώμα πάθη των ηρωικών ψυχών τα εξοβελίζει πέρα από το σώμα, εγκαθιστά εξαιτίας των παθών τις ψυχές μέσα στα άλογα ζώα;
Για να φανούμε λοιπόν ευγενείς και με τον μύθο και να κατανοήσουμε ορθά αυτά που θέλει να πλάσει, αλλά και για να απαλλάξουμε τον Πλάτωνα από τους βλάσφημους λόγους που από μη κατανόηση νομίζουν πολύ ότι λέει εις βάρους των ηρώων, θα πούμε ότι μέσα από τούτες τις μυθοπλασίες δεν έχει την πρόθεση αυτές ακριβώς τις ψυχές των ηρώων, των οποίων κάνει τώρα μνεία, να τις διασκορπίσει σε άλογα ζώα αλλά ότι μέσω των ονομάτων αυτών υπαινίσσεται άλλες μορφές ζωών, ονομάτων ταιριαστών μεν με αυτούς τους οποίους κατονομάζουν αλλά που με την προσθήκη κάποιων παθών τους αποδίδουν χωρίς ομοιότητα και εκπίπτουν σε έλλειψη λογική που εξομοιώνεται, μέσα από έναν τρόπο άλογο, με τις μορφές εκείνων. Επί παραδείγματι, από τη ζωή του Ορφέα και του Θύμαρη ο Πλάτων δείχνει μια ζωή απόλυτα μουσική η οποία παρά ταύτα, εξαιτίας κάποιου άλογου πάθους, μίσους φερ’ ειπείν ή φθόνου ή κάποιου άλλου παρόμοιου, εκπίπτει σε κάποιο μουσικό ζώο, το οποίο, στον βαθμό που είναι μουσικό, συγγενεύει προς την ανθρώπινη μουσική, αλλά στον βαθμό που είναι άλογο, αποτελεί την υποδοχή της ψυχής που εξαιτίας κάποιου πάθους έγινε άλογη. Πραγματικά, η προσθήκη του πάθους αυτού παρουσίασε την ψυχή οικεία με την αλογία.
Το ότι αυτά είναι όντως έτσι το συμπεραίνει κάποιος από το ό,τι και στον «Γοργία, 523.e» ο Σωκράτης λέει ότι στον Άδη είναι εγκατεστημένοι ως δικαστές των ψυχών άνθρωποι σαν τον Μίνωα, τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ, θέλοντας μέσω αυτών να δηλώσει δικαστικές μορφές του ζην. Αλλιώς πως, ενώ οι ήρωες αυτοί ζούσαν ακόμη την ζωή τους, οι ψυχές πήγαιναν στον Άδη και εμπλέκονταν με τις δίκες; Από αυτά και τα ανάλογα τους νομίζω πως είναι πασίδηλο ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους μύθους τα ονόματα των ηρώων σε ένδειξη των μορφών εν γένει του ζην, με βάση τα οποία οι ήρωες έζησαν πρωταρχικά τη ζωή τους, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί στο «Γοργία» τις δικαστικές ψυχές στην θέση των κάθε λογής δικαστικών τάξεων, θεϊκών και δαιμονίων, από τις οποίες ψυχές οι κοινωνοί των φιλοσοφικών λόγων μαθαίνουν τα ζητήματα που δεν γνωρίζουν, και ότι ο Πλάτων μας διδάσκει μέσω των επιμέρους και κατά σχέση δικαστών αντί μέσω των καθολικών και κατ’ ουσία.
Εδώ για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιεί τις μουσικές ψυχές στην θέση των όμοιων μέσα στο σύμπαν μουσικών ψυχών, αυτές που είναι γνωστές στη θέση εκείνων που είναι άγνωστες στην θέση εκείνων που είναι άγνωστες, αυτές που είναι απαλλαγμένες από πάθη στη θέση εκείνων που είναι γεμάτες πάθη. Αν ο Ηρ μιλούσε καθαρά για όσα δηλώνει υπαινικτικά, θα έλεγε ότι «είδε μια ψυχή σαν του Ορφέα, μία ψυχή σαν του Θάμυρη» σαν να εισέρχονται εξαιτίας κάποιου πάθους σε κύκνους και σε αηδόνια. Και τι πράγμα είναι το πάθος αυτό το δείχνει μέσω της μίας από τις δύο τούτες ψυχές, λέγοντας «από μίσος για το γυναικείο γένος». Για να μην συμβεί να γεννηθεί μέσα σε γυναίκα στην περίπτωση που επέλεγε ανθρώπινο είδος ζωής, εξαιτίας κάποιου μίσους μετακινήθηκε προς τον κύκνο, δεδομένου ότι και από την μουσική δεν μπορούσε να απαλλαχτεί και το ανθρώπινο γένος ήθελε να αποφύγει. Ο Θάμυρης εξάλλου ήταν και αυτός μουσικός, αλλά εξαιτίας του ανταγωνισμού του με τις Μούσες τυφλώθηκε. Με άλλα λόγια λοιπόν, η ψυχή που δηλώνεται μέσω αυτού, που είναι μεν μουσική αλλά υπέρμετρα φιλότιμη (φιλόδοξη), έσπευσε προς τα αηδόνια, «που σκορπίζουν τη γεμάτη από ποικίλους ήχους φωνή τους», που περνούν τις νύχτες τραγουδώντας και υπερηφανεύονται για τις πολύμορφες και αρμονικές φωνές τους.
Ο Πλάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί μέρος από τον μύθο του Ορφέα, επειδή αυτός δηλώνει ότι η μουσική του διαφέρει από την εκθηλυσμένη και πραγματικά χαλαρή – διότι η ένθεος, παρότι οι άνθρωποι μετά τον θάνατο του μετείχαν στην μουσική του κατά τρόπο διαιρεμένο (το οποίο οι μύθοι δηλώνουν με τον διαμελισμό του), ενώ το κύριο μέρος της το δέχτηκε η Λέσβος (αυτό που επονομάστηκε «κεφαλή του Ορφέως»), εξ ου και πήρε το όνομά τη η Λέσβια Μούσα και η έκφραση «μετά τον Λέσβιο αοιδό» έγινε παροιμιακή -, χρησιμοποιώντας λοιπόν μέρος του μύθου αυτού ο Πλάτων, στην θέση της υποτίμησης των εκθηλυσμένων μελωδιών έβαλε την απέχθεια προς το γυναικείο γένος συνολικά, παρουσιάζοντας τη μουσική ψυχή γεμάτη πάθος ενάντια στην ανθρώπινη φύση και ζωή, και έκανε το είδος αυτή της ψυχής συνολικά, ακόμα κι αν ήταν μουσική, να μετακινηθεί προς την αλογία, που δεν ήταν ούτε έξω από τη μουσική αφού η ψυχή αρνιόταν να εισέλθει στο ανθρώπινο γένος. Επομένως, ούτε το μουσικό είδος σώζει την ψυχή αν αυτή δεν είναι απρόσβλητη από τα πάθη, αλλά όπως ακριβώς το ερωτικό είδος ζωής, έτσι και αυτό ανυψώνει την ψυχή συνοδευόμενη από τη φιλοσοφία. Και αν το πάθος αναμειχθεί κάπως με αυτό, συνδέει με τα άλογα μουσικά ζώα.
Αυτά λοιπόν για τις ανθρώπινες ψυχές που είναι μεν μουσικές, όχι όμως χωρίς πάθος, που εκδηλώνουν αποστροφή προς την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ψυχές που δεν εννοούν να πέσουν στην αλογία χρειάζονται, όπως φαίνεται, ζωή ασυσχέτιστη προς τα πάθη. Αν μάλιστα και ο κύκνος και ο κύκνος μετακινούνταν προς το ανθρώπινο είδος ζωής, ή και άλλα μουσικά ζώα, τα οποία άλλωστε είναι πολλά, είναι ολοφάνερο ότι μέσα τους υπήρχαν ψυχές ανθρώπινες που από τα κατώτερα ενδιαιτήματα τους αποκαθίστανται πάλι στην εαυτών τάξη. «Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» χωρίς να προκαλεί τη μετοικεσία κάθε ενυπάρχουσας στα άλογα ζωής στους ανθρώπους, αλλά μόνο αυτής που αρχικά ήταν ανθρώπινη και εξέπεσε στην αλογία. Εδώ λοιπόν πρόκειται για μεταβάσεις μουσικών ψυχών από όντα λογικά προς όντα άλογα, και πάλι από άλογα σε λογικά. Και είναι φανερό ότι, αν η επικράτηση της λογικής είναι αυτή που προκαλεί τη μετάβαση σε άνθρωπο, η πλησμονή του πάθους είναι αυτή που ωθεί προς την αλογία. Ας πούμε λοιπόν ότι κάθε μουσική ψυχή είναι κάποιου Ορφέα ή κάποιου Θάμυρη, και παίρνει την ονομασία της από τους κατεξοχήν μουσικούς. Ωστόσο πάθος άμουσο και αφιλόσοφον είναι το αίτιο για την πορεία προς τα άλογα ζώα.
Επειδή όμως υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η ένθεη και η ανθρώπινη, όπου τη μια μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Ορφέα και την άλλη στην περίπτωση του Θάμυρη (ο πρώτος άλλωστε είναι γιός της Καλλιόπης λόγω της θεϊκής έμπνευσης από τη Μούσα, και ο δεύτερος τυφλώθηκε από τις Μούσες επειδή η ανθρώπινη μουσική θέλησε να παραβγεί με την θεϊκή), αν η μία ή η άλλη αμαυρωθεί από κάποιο πάθος, οδηγεί στην αλογία τις ψυχές που χρησιμοποιούν είτε την ένθεη είτε την ανθρώπινη μουσική. Χωρίς την Φιλοσοφία ακόμα και αυτά που είναι δαιμόνια δεν μπορούν να σώσουν τις ψυχές (διότι μόνον η φιλοσοφία προξενεί την απαθή ζωή), εννοώ και το μουσικό και το ερωτικό αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής αν έχει συμμετοχή στο πάθος είναι από τη φύση τέτοιο ώστε να συνδέει με την αλογία. Πραγματικά, κανένα άλογο ον δεν μπορεί να επιδοθεί στο φιλοσοφείν, τη φυσική μουσική όμως μπορεί να δεις να την ασκούνε και τα άλογα πλάσματα, και υπερηφανεύονται για την μουσική τους πολύ περισσότερο τέτοια πλάσματα παρά άνθρωποι. Διότι και εκείνα μετέχουν στην αίσθηση, ενώ η μουσική και η ερωτική ζωή χρησιμοποιούν τις κορυφαίες των αισθήσεων. Η Φιλοσοφία αντίθετα, από παλιά, καταδικάζει κάθε αίσθηση, κρίνοντας και αποδεικνύοντας ότι τίποτε ακριβές δεν ακούμε και τίποτα το ακριβές δεν βλέπουμε, και μας πείθει να τοποθετούμε ως μοναδικό οδηγό μας τον Λόγο και τον νου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή και μόνο μας ελευθερώνει από τις οδούς που οδηγούν στην αλογία.
Εδώ σε αυτό το σημείο δεν θα προβούμε σε εξήγηση του τι είναι οι υπόλοιπες ζωές, αν και θα μπορούσαμε, θα αφήσουμε, τον μελετητή να προβεί ο ίδιος σε αυτή την διαδικασία. Όμως θα αναφέρουμε το εξής :
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5», σε όλες τις περιπτώσεις ο μύθος ακολουθεί την ίδια μέθοδο που αναφέραμε, λαμβάνοντας τα είδη της ζωής από τις ηρωικές ψυχές, προσθέτοντας τα ηθικά χαρακτηριστικά από την ιστορία. Αν λοιπόν ανάμεσα στις ψυχές αυτές άλλες, μετά την έξοδο τους από τα σώματα, είναι ελεύθερες να έχουν μια ζωή ανεξάρτητη από τον γένεση (γίγνεσθαι), και άλλες, που έχουν βέβαια παρόμοιο με τις προηγούμενες είδος ζωής αλλά εμπλέκονται σε πάθη, εγκαθίστανται σε αντίστοιχα άλογα ζώα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εν λόγω μύθος σχεδόν κραυγάζει : «οι ψυχές, αυτά που φαίνονται ως αγαθά μην στα συνδυάζεται με πάθη. Αυτό θα σας οδηγήσει στην αλογία, στην οποία ανήκουν τούτα σύμφωνα με τη φύση τους και την ανάμειξή τους με τα πάθη. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει τον μουσικό σε άλογη μουσική, τον ανδρείο σε άλογη ανδρεία, τον βασιλικό σε άλογη βασιλεία, και θα δημιουργήσει κύκνους, λέοντες και αετούς. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να συνδυάζουν και άλογο και λογικό χαρακτήρα, και αυτό που δημιουργεί την άλογη κατάσταση είναι η εμπαθής ζωή ενώ αυτό που δημιουργεί την ανθρώπινη κατάσταση είναι η απαθής ζωή».
Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να πούμε ότι :
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6», μας λέγει ότι δεν θα βρούμε τον Πλάτωνα σε κανένα σημείο να διακρίνει με σαφήνεια μεταξύ τους τις ψυχές που πέφτουν και τις ψυχές που δεν πέφτουν στην αλογία, αλλά όλως αντιθέτως να δείχνει ότι είναι της άποψης πως το πάθος αυτό το υφίστανται όλες οι ψυχές. Πραγματικά, στον «Τίμαιο, 42.c», όταν ο δημιουργός ανακοινώνει προς όλες τις ψυχές τους ειμαρμένους νόμους, λέει ότι η σφαλερή ψυχή θα φτάσει και στην φύση του θηρίου, χωρίς να κάνει διάκριση ότι αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε συγκεκριμένες ψυχές και όχι σε όλες. Στον «Φαίδρο, 249.a» επίσης λέει ότι η φιλοσοφίσασα ψυχή θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της αφού επιλέξει το φιλοσοφικό είδος ζωής τρείς συνεχόμενες φορές, ενώ οι άλλες, μετά την πρώτη τους ζωή, κινούνται και πέφτουν σε άλογα ζώα, και αποδίδει την πτώση αυτή όχι στο γένος των ψυχών αλλά στο είδος της ζωής, με την σκέψη ότι και αυτή που επέλεξε το φιλοσοφικό είδος ζωής, αν δεν φιλοσοφήσει αδόλως (γνησίως), δεν απαλλάσσεται από το να υποστεί ότι και ακριβώς και οι άλλες ψυχές. Και στον μύθο (Πολιτεία, 618.b) λέει ότι «δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής» επειδή επιλέγει άλλο είδος ζωής, χωρίς και στο σημείο αυτό να αναφέρεται στη ψυχή κάποιου συγκεκριμένου αλλά στην ψυχή γενικά. Από όλα αυτά επομένως καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτων δεν απαλλάσσει καμία ψυχή από το να υποστεί τη μεταβολή του είδους αυτού.
Αν πάλι θεωρεί πραγματικά ότι οι ηρωικές ψυχές διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν σε σχέση με τις λεγόμενες ανθρώπινες, είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι κατεβάζει τις ψυχές αυτές μόνο μέχρι τους ανθρώπους, όπως ακριβώς τις ανθρώπινες τις κατεβάζει μέχρι τα θηρία. Ότι και αυτό είναι σύμφωνο με τον Πλάτωνα θα μπορούσε να το καταλάβει κάποιος και από αυτά που λέει στην «Πολιτεία, 391.d+» αντικρούοντας τους μυθοπλάστες που τους επικρίνει διότι παρουσιάζουν τους ήρωες σαν να μην είναι καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους και αποδίδουν στους ήρωες πάθη που ταιριάζουν σε ανθρώπους. Επίσης και από αυτά που λέγονται στον «Κρατύλο, 397.d» όπου τοποθετεί το γένος των ηρώων ως ενδιάμεσο μεταξύ δαιμόνων και ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι όπως οι δαίμονες υπερέχουν των ηρώων κατ’ ουσίαν, έτσι θεωρεί και τους ήρωες ως υψηλότερους των ανθρώπων. Και πέρα από αυτά, θα το καταλάβαινες και από όσα ορίζει στους «Νόμους, 717.b» όπου ενθαρρύνει τους τροφίμους του να τιμούν και τα τέκνα των θεών με τα ίδια ιερά (ιεροτελεστίες) και θυσίες που προσφέρουν στους θεούς και τους δαίμονες, κατατάσσοντας κατά σειρά τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους με τις ξεχωριστές όσιες/ιερές τελετές, και θέτει τέσσερα γένη ψυχών, το θεϊκό, το δαιμόνιο, το ηρωικό και το ανθρώπινο, σύμφωνα ακριβώς και με τους προσδιορισμούς του «Κρατύλου» όπου ερμηνεύει τις ονομασίες τους. Αν στρέψει δε κανείς το βλέμμα σε όλα τα παραπάνω και τα παρόμοια, που είναι πολλά, θα μπορούσε να καταλάβει ότι τις ηρωικές ψυχές, που τις ονομάζει «παίδες θεών», δεν τις οδηγεί μέχρι τη φύση των θηρίων, όπως κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων (διότι τότε δεν θα υπήρχε πια διαφορά κατ ουσία, βάσει των κοινών τους παθών με τις ονομαζόμενες ανθρώπινες ψυχές), αλλά σε είδη ζωής ανθρώπων, κατ’ αναλογία με τις δαιμόνιες ψυχές που ούτε καν σε ανθρώπινα είδη ζωής τις οδηγεί, αποκλείοντας την πτώση τους στην γένεση (κόσμος του γένεσης).
Φαίνεται εξάλλου ότι και η πραγματικότητα συμφωνεί με τους λόγους τούτους. Είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο οι μεσότητες να συμπληρώνουν σε κάθε περίπτωση όλες τις σειρές των όντων. Όπως λοιπόν, προκειμένου για τα σώματα, εκείνα που υπόκεινται σε πλήρη φθορά δεν γεννιούνται κατευθείαν από τα αΐδια, αλλά εκείνα που είναι ενδιάμεσα τους, που είναι όντα και μη αΐδια, όπως τα στοιχεία της υποσελήνιας περιοχής, το ίδιο και προκειμένου για τις ψυχές αυτές που υφίστανται κάθε είδους πτώση δεν λαμβάνουν την υπόστασή τους από αυτές που μένουν αιωνίως επάνω, αλλά αυτό συμβαίνει με τις ενδιάμεσες τους, πέφτουν μεν αλλά, προτού πέσουν σε βάθος, επιστρέφουν στις αρχές. Αν η αντίληψη αυτή μπορούσε να επικρατήσει, τότε και όλα όσα λέει ο δημιουργός στον «Τίμαιο» και όσα είναι γραμμένα στον «Φαίδρο» για τις ψυχές που πραγματοποίησαν τις πρώτες καθόδους τους και επίσης το ότι δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής θα τα αναγάγουμε στην αναφορά την κοινή για όλες τις ψυχές που κατέρχονται στην γένεση. Διότι ανάμεσα σε αυτές είναι κι εκείνες που πέφτουν μέχρι το έσχατο σημείο και λόγω αυτών ο Πλάτων καταγράφει τα επακόλουθα των ποικιλόμορφων επιλογών και σε αυτές βλέπουμε αποτυπωμένους τους κανόνες για τις δεύτερες και τις τρίτες ψυχές που καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατεβαίνουν από εκεί προς τα εδώ. Ο Πλάτων άλλωστε εξ υποθέσεως αναφέρεται στα επακόλουθα των ψυχών που υποπίπτουν σε σφάλματα. Και αν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κάποιες ψυχές που χάρη στην άχραντη (αγνή) ζωή τους δεν θα βαρύνονταν με κανένα σφάλμα, αυτές είναι χωρισμένες από τις άλλες ψυχές. Κι αν κάποιες άλλες διατηρήθηκαν καθαρές από ποικιλόμορφες επιλογές, αυτών και τα είδη ζωής είναι ενιαία.
Το ότι τώρα ο Πλάτων οδηγεί τη λογική ανθρώπινη ψυχή σε κάθε ζώο είναι σαφές και από όσα έχει πει στην «Πολιτεία, 620.a – d», ότι μπροστά στις ψυχές ήταν τοποθετημένα τα είδη ζωής όλων των ζώων. Αν δηλ. πρόκειται για όλα, προφανώς η ψυχή συνδέεται με κάθε λογής ζώο, πτηνό, ένυδρο, και χερσαίο. Είναι όμως φανερό και από όσα λέγονται στον «Τίμαιο, 91.d», όπου τις ψυχές που έχουν συμβιώσει μέσα στους ανθρώπους με την αφροσύνη τις οδηγεί σε όλα τα είδη άλογων ζώων, τόσο των ήμερων όσο και των άγριων. Φαίνεται έτσι ότι εξαιρεί τις ψυχές μόνο από την πτώση τους στα φυτά, και κατά τούτο διαφέρει από τον Εμπεδοκλή, απ. Νο.117.2, ο οποίος λέει ότι κάποτε είχε γίνει «θάμνος τ᾽ οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς – θάμνος και πουλί και ψάρι που πορευόταν στη θάλασσα». Ο Πλάτων θεωρεί ότι στην ψυχή του ανθρώπου δεν ταιριάζει να ολισθαίνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ανθρώπινης ζωής αλλά σε αυτά που έχουν πιο καθαρή και εναργή αίσθηση χάρη στη λογική ζωή τους (εικόνα της οποίας είναι η αίσθηση), και κατέχουν την κατά τόπο κίνηση επειδή κινούνται από μόνα τους (εικόνα της οποίας είναι κατεξοχήν η κατά τόπο κίνηση των ζώων). Βλέπουμε λοιπόν πάλι την συμφωνία των θεωριών. Όπως δηλ. τις ηρωικές ψυχές ο Πλάτων τις πηγαίνει μέχρι τους ανθρώπους, όχι όμως και μέχρι τα άλογα ζώα, έτσι και τις ανθρώπινες ψυχές τις πηγαίνει μέχρι τα άλογα ζώα, όχι όμως και μέχρι τα φυτά. Το ότι δεν συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τα φυτά, όπως κάνει ο Εμπεδοκλής, το δείχνει και ο «Τίμαιος, 77.a-b, που διευθετεί όλες τις γενέσεις των ζώων με βάση την ανθρώπινη ψυχή, ενώ για τα φυτά λέει ότι τα δημιούργησαν οι θεοί, αφού ανάμειξαν κάποιες άλλες αισθήσεις, για να είναι τροφή των ζώων, και μετέχουν στο τρίτο είδος ψυχής, εννοώντας το επιθυμητικό. Το δηλώνει επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδωνα», ο οποίος μετακινεί της ψυχή μας στα γένη των ζώων τη μία ψυχή στα μεν γένη και την άλλη στα δε, και με άλλο κάθε φορά είδος ζωής, όχι όμως και στα φυτά όπως ο Εμπεδοκλής.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο «Τίμαιος» λέει πως η εμψύχωση όλων των άλογων ζώων συμβαίνει από ψυχές που μετοίκησαν σε αυτά ερχόμενες από ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.b» γνωρίζει και άλλο τρόπο εμψύχωσης τους και όχι από λογικές ψυχές μόνο, εκεί που λέει ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος» η ψυχή έφτασε «πάλι σε άνθρωπο. Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια», λέει, «δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα». Ο Σωκράτης λοιπόν ορίζει με σαφήνεια, όπως αξιώνει και ο Αριστοτέλης, ότι δεν μπαίνει όποια ψυχή τύχει σε όποια σώματα τύχει ούτε παίρνει την τάξη της μέσα σε αυτά και τα συμβάλλει στην ολοκλήρωση ενός και μόνου ζωντανού πλάσματος. Διότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρεθεί σε άλογο ζώο, στην εξωτερική συνύπαρξή της με αυτό βάσει κάποιας σχέσης και μόνο (αφού προκειμένου για εμάς ο «Τίμαιος» δημιουργεί μεταξύ της λογικής ψυχής και του ζωντανού πλάσματος τη σχέση που έχει με αυτό ο δαίμων. Πολύ περισσότερο λοιπόν προΐσταται του άλογου πλάσματος ως δαίμων, συνδεδεμένος προφανώς με αυτό μέσω της αλογίας), ενώ η άλογη ψυχή είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί σε σώμα ανθρώπου κατά κατάταξη, λόγω της προαναφερθείσας αιτίας, αφού το ανθρώπινο σχήμα είναι ασύμβατο με την άλογη ζωή (διότι αυτό, λέει ο «Τίμαιος», «έχε κρεμασμένο το κεφάλι του» από τον ουρανό, δείχνοντας ότι είναι «φυτό όχι γήινο αλλά ουράνιο» , ενώ η άλογη ψυχή βλέπει προς τα κάτω, και δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που κινείται προς τον ουρανό), ενώ το να στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη ψυχή από έξω και κατά σχέση, όπως η ανθρώπινη ψυχή με το άλογο ζώο, λέμε πως είναι εντελώς αδύνατο. Διότι πως μπορεί το άλογο να έχει φύση κατάλληλη για να προΐσταται του λογικού ;
Όταν λοιπόν ο Σωκράτης λέει ότι «αυτός που κάποτε ήταν άνθρωπος» περνάει σε άνθρωπο, θα νόμιζε κανείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων από την δική τους ακριβώς ψυχή και όχι μόνο από την ανθρώπινη, όπως φαίνεται να λέει ο «Τίμαιος». Ωστόσο είναι δυνατή η αναγωγή της άποψης του Σωκράτη στη θεωρία του «Τίμαιου» – διότι ας υποθέσουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει ανθρώπινη ψυχή, και μετά από αυτήν η ξεχωριστή ψυχή του ίδιου του άλογου ζώου όπως και πριν από αυτήν. Εκείνη λοιπόν που επανέρχεται σε άνθρωπο είναι αυτή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση, και όχι η εν κατατάξει εμψυχούσα ψυχή (αυτό εννοεί ο Σωκράτης όταν λέει ότι «η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», όπου η ψυχή που δεν γνώρισε ποτέ την αλήθεια εννοεί εκείνη που πριν από την ανθρώπινη ψυχή εμψύχωσε το ζώο και που από τον εαυτό της και την ανθρώπινη ψυχή δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο ζωντανό πλάσμα) – και επίσης είναι με τη σειρά της δυνατή η αναγωγή της κρίσης του «Τίμαιου» στην, προσπελάσιμη από όλους, γνώμη του Σωκράτη για τη διπλή εμψύχωση. Διότι ακόμα και αν η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να περάσει σε όλα τα άλογα ζώα και να τα εμψυχώνει όλα μέσω του εαυτού της, ωστόσο ο «Τίμαιος» δεν λέει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εμψύχωσης των ζώων. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο τρόποι εμψύχωσης, τίποτε δεν εμποδίζει τον «Τίμαιο» να επιλέξει το ένα μόνο από αυτούς, και εφόσον δεν προσθέτει ότι τούτος είναι κατ’ αυτόν ο μόνος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων, αφήνει περιθώριο και για τις υποδείξεις του Σωκράτη σχετικά με τις δύο εμψυχώσεις.
Αξίζει όμως και πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία καθαυτή, αν δηλαδή κάθε άλογο ζώο γίνεται έμψυχο μόνο από την ανθρώπινη ψυχή ή αν υπάρχει και κάποια άλλη εμψύχωση των ζώων, δική τους, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη.
Η παρουσία λοιπόν σε κάθε άλογο ζώο της ανθρώπινης ψυχής όπως φαίνεται, ώστε αυτό να διαθέτει ζωή που θα το εμπνέει άμεσα, δεδομένου ότι η «εκ κατατάξει» ψυχή, ακριβώς λόγω της κατάταξής της στο «σκιδνάμενο/διασκορπισμένο» σώμα, δεν έχει τη δύναμη να συντηρήσει τον εαυτό της και χρειάζεται μιαν άλλη εξωτερική, ικανή να τη ζωογονήσει όταν η ίδια φθίνει, όμοια όπως και το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το ότι υπάρχουν πάντως κάποια άλογα ζώα που δεν ζωογονούνται από ανθρώπινη ψυχή επαληθεύεται βάσει των επιχειρημάτων για την μεσότητα. Διότι αν τα μεν φυτά μετέχουν στο τρίτο είδος της ψυχής, όντας ανεπίδεκτα ανθρώπινης ψυχής, ορισμένα όμως από τα άλογα ζώα εμψυχώνονται από την ανθρώπινη ψυχή, είναι αναγκαίο να υπάρχουν και τα ενδιάμεσα των δύο παραπάνω κατηγοριών, που μετέχουν, αφενός, στην άλογη ζωή στο σύνολό της – και κατά τούτο υπερέχουν των φυτών –, αλλά, αφετέρου, ζουν χωρίς την παρουσία σε αυτά ανθρώπινης ψυχής – και κατά τούτο υστερούν σε σχέση με εκείνα που μετέχουν στην ανθρώπινη ψυχή. Και αυτά γίνονται εκάστοτε διαφορετικά, όπως ακριβώς και προκειμένου για τους ανθρώπους ο καθένας γίνεται μέτοχος διαφορετικής τη μια φορά και διαφορετικής την άλλη δαιμόνιας επίπνοιας (έμπνευσης). Αυτό αξίζει να μελετηθεί.
Και με το επιχείρημα για τη μεσότητα πρέπει να παραβληθεί αυτό που προκύπτει από το ότι οι ψυχές των ζώων χρειάζονται την ανθρώπινη ψυχή για να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την συντήρηση και τη συνοχή τους. Διότι τούτο μεν είναι ίσως δυνατό να επιτευχθεί και από τις αρχές που προΐστανται αυτών, χωρίς μία μεσάζουσα κατάσταση όμως είναι αδύνατη η παρουσία είτε ουσιών είτε ζωών είτε γνώσεων. Υπάρχει όμως αναγκαστικά και κάποια φύση άλογων ζώων που έχουν μια δική τους ξεχωριστή εμψύχωση, όπως και φυτών, που η ανθρώπινη ψυχή, όταν πέφτει σε λάθη και παραπτώματα, περιβάλλεται τη ζωή τους, αντίθετα προς τη φύση. Αυτή η μετάβαση στα ζώα δεν θα ήταν αντίθετη προς την φύση αν τα άλογα ζώα δεν ήταν δυνατόν να εμψυχωθούν διαφορετικά αλλά μόνο με ένα τρόπο, μέσω δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Διότι από μόνο το αντίθετο προς τη φύση τίποτα δεν προκύπτει σύμφωνο με την φύση πάντοτε σταθερά.
Το ότι όλα λοιπόν, εκτός από τον άνθρωπο, γεννιούνται αντίθετα προς τη φύση είναι εντελώς άτοπο. Για το ότι βέβαια η μετάβαση στα άλογα ζώα είναι για τις ανθρώπινες ψυχές αντίθετη προς τη φύση δεν μας διδάσκουν μόνο οι χρησμοί (βλ. χαλδαϊκά λόγια, 62), που λένε «υπάρχει ένας θεσμός ακατάλυτος από τη μεριά των μακάριων θεών», καθώς η ψυχή των ανθρώπων «δημιουργεί μία νέα ζωή στους ανθρώπους, όχι στα θηρία», με τη σκέψη ότι η μετακίνηση προς τα θηρία είναι απότοκο μίας άδικης ζωής – αλλά για το ίδιο μας διδάσκει και ο Πλάτων, που θεωρεί την τέτοιου είδους εμψύχωση χαρακτηριστικό των σφαλερών (που αμαρτάνουν = κάνουν λάθη) ψυχών. Είναι παράλογο λοιπόν σύσταση των άλογων ζώων, όλη αυτή και μόνη αυτή, να μην είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ τα φυτά και οι άνθρωποι να γίνονται σύμφωνα με τη φύση. Για ποιόν δηλαδή θα είναι σύμφωνη με την φύση η μετάβαση των ανθρώπινων ψυχών στα σώματα των ζώων; Για τις ανθρώπινες ψυχές; Αλλά όλες οι ανθρώπινες ψυχές ζουν παρά φύση όταν βρίσκονται μέσα σε τέτοια σώματα. Μήπως για τα σώματα; Ούτε όμως για αυτά είναι σύμφωνη με τη φύση, όταν τα όργανα αντίθετα προς τη φύση για τις ψυχές που τα χρησιμοποιούν. Διότι κάθε όργανο είναι σε συμφωνία με τη φύση.
Αν λοιπόν υπάρχει και κάποιο γένος δαιμόνων άλογο, και αν δεν είναι όλα τα δαιμόνια όντα λογικά – διότι πως θα έλεγε η Διοτίμα, στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.e», ότι όχι μόνο η ιερατική τέχνη αλλά και οι πρακτικές των γητεμάτων επιτελούνται μέσω των δαιμόνων, αν πέρα από το λογικό δεν υπάρχει και κάποιο άλογο δαιμόνιο; (αυτό οι χρησμοί το παρομοιάζουν συνήθως «σκύλο» και το ονομάζουν «ανάπηρο» επειδή είναι στερημένο από τον νου και διάνοια) - πως δεν υπάρχει και κάποιο θνητό γένος που μόνο αυτό είναι άλογο, το οποίο δεν μετέχει καθόλου στην ανθρώπινη ψυχή; Διότι βέβαια ούτε και οι άλογοι δαίμονες θα πούμε ότι δημιουργήθηκαν κι αυτοί από μία τέτοια ψυχή εφόσον είναι αΐδιοι, ούτε και εφόσον θα υπάρχει ένα αΐδιο γένος άλογο και στερημένο από την ανθρώπινη ψυχή, θα αρνηθούμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα τέτοιο γένος θνητό. Επιπλέον, το ενδεχόμενο κάθε ιδέα (μορφικό αίτιο) να μην γεννά τα είδη των ζώων σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αλλά όλες τους να χρειάζονται κάποια μοναδική μορφή, προς την οποία αντιδιαστέλλονται, είναι εντελώς άτοπο. Διότι σε τέτοια περίπτωση οι ιδέες των άλογων ζώων θα χρειάζονται όλες μια μοναδική άλλη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν ίππο ή σκύλο ή λέοντα ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αν όλες τους μέσω εκείνης εμψυχώνουν όλα τα ζώα του εδώ Κόσμου, ενώ κατ’ άλλο τρόπο είναι ανήμπορες να παράγουν σκύλους ή ίππους ή λέοντες ή κάθε άλλο ζώο. Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννούν;
Ο ειδοποιός χαρακτήρας έρχεται και προστίθεται στα ζώα από κάποιαν άλλη ιδέα, την ανθρώπινη. Αν αυτές δίνουν υπόσταση στην ύλη και μόνο, φερ’ ειπείν στο σώμα των ζώων, δεν θα είναι πια ιδέες (μορφικά αίτια) των ζώων αλλά της ύλης των ζώων, η οποία είναι αλλότρια ως προς τα είδη (μορφές). Αυτός λοιπόν ο τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων δεν είναι ο μοναδικός, αλλά πριν από αυτόν υπάρχει οπωσδήποτε για κάθε ζώο γένεση της ξεχωριστής δικής τους ψυχής, αφού η κατά φύση εμψύχωση είναι πρότερη της παρά φύση, και η κοινή εμψύχωση όλων των ίδιου είδους (ειδοποιού χαρακτήρα) είναι πρότερη της επιμέρους. Αυτά μας διδάσκει και η ορφική θεολογία. Και ο Ορφέας, στο απ. Νο.224.a, άλλωστε τέτοια πράγματα μας παραδίδει σαφώς, όταν, μετά την κατά τον μύθο τιμωρία των Τιτάνων και την από εκείνους γέννηση των θνητών ζώων του εδώ Κόσμου, λέει πρώτα από όλα ότι οι ψυχές εναλλάσσουν τα είδη της ζωής τους σε ορισμένες περιόδους, και εισέρχονται μέσα σε σώματα ανθρώπων πολλές φορές, η μία στο ένα και η άλλη στο άλλο : «οι ίδιοι πατέρες και υιοί στα μέγαρα και χαριτωμένες σύζυγοι, μητέρες και θυγατέρες γίνονται αλλάζοντας ο ένας ο ένας με τον άλλο τη γέννηση». Με τους παραπάνω στίχους ο Ορφέας μιλάει για τη μετοίκηση των ψυχών από ανθρώπινα σώματα σε ανθρώπινα σώματα. Αυτό δεν θα το αρνιόταν ούτε ο Αριστοτέλης, εφόσον ισχύει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, ότι κατά το πλήθος είναι πεπερασμένος και ότι ο Κόσμος είναι αιώνιος. Το τελευταίο τούτο το παραδέχεται καθαρά όταν λέει για τον δυνάμει νου ότι «και τούτο είναι το μόνο» από τα εν ημίν στοιχεία μας «που είναι αθάνατο». Όσο για το δεύτερο είναι αληθές διότι κάθε αιώνιο πλήθος είναι πεπερασμένο.
Έπειτα ότι υπάρχει μετάβαση των ανθρωπίνων ψυχών και σε άλλα ζώα, και αυτό το υποδεικνύει ρητά ο Ορφέας, όταν στο απ. Νο.224.b ορίζει : «Για αυτό αλλάζοντας η ψυχή των ανθρώπων στους κύκλους του χρόνου κάθε φορά και σε άλλο ζώο μεταβαίνει. Άλλοτε ίππος και άλλοτε…. Γίνεται, κι άλλοτε πρόβατο και άλλοτε όρνεο φριχτό στην όψη, κι άλλοτε πάλι σκυλίσιο σώμα και βαριά φωνή και ράτσα παγωμένων φιδιών σέρνεται στη θεϊκή γη».
Αυτό βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να τα δεχτεί ο Αριστοτέλης. «Διότι», λέει, «είναι αναγκαίο η ψυχή αφενός να χρησιμοποιεί το σώμα και η τέχνη αφετέρου τα όργανα». Και τα όργανα που είναι ξένα και άσχετα προς τις τέχνες είναι άχρηστα σε όλες. Αυτά έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Και από την Πλευρά του Πρόκλου στα Υπομνήματα και την παλινωδία, έχει δηχθεί με περισσότερα λόγια η κριτική στην οποία μπορούν να υποβληθούν.
Το ότι υπάρχει και μία ιδιαίτερη εμψύχωση των άλογων ζώων και όχι μόνον από τις ανθρώπινες ψυχές, το δηλώνει και ο Ορφέας, απ. Νο.223, λέγοντας : «Οι ψυχές των θηρίων και των φτερωτών πουλιών όταν πετάξουν και τις αφήσει η ιερή ζωή, αυτών την ψυχή κανείς δεν την οδηγεί στο παλάτι του Άδη, αλλά εκεί πετά μάταια, έως ότου αυτήν άλλο την αρπάξει μαζί με του ανέμου τις πνοές. Όποτε όμως ο άνθρωπος αφήσει το φώς του ήλιου, τις αθάνατες ψυχές κατεβάζει ο Κυλλήνιος στην απέραντη αγκαλιά της γη».
Με αυτά ο Ορφέας υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες ψυχές πηγαίνουν στον κάτω από την γη τόπο και στα δεσμωτήρια της ποινής για καθαρμό και τιμωρία, ενώ οι ψυχές των άλογων ζώων πετούν στον αέρα έως ότου δεσμευτούν σε άλλα σώματα. Αν όμως οι εμψυχώσεις των άλογων ζώων γίνονται μόνο από τις ανθρώπινες ψυχές, έπρεπε να πει ότι ο Ερμής τις κατεβάζει όλες στον Άδη είτε για να καθαρθούν είτε για να τιμωρηθούν. Όπως ακριβώς και ο Πλάτων κατεβάζει κάτω από την γη τις ψυχές που προέρχονται από τα άλογα ζώα αλλά είναι ανθρώπινες, και πάλι από εκεί τις στέλνει σε επιλογές άλλων ειδών ζωής. Διότι και τα υπόλοιπα ο Πλάτων τα έπλασε παίρνοντας τα από τον Ορφέα, στο απ. Νο.222, όπως για παράδειγμα ότι στον Αχέροντα οι νεκροί κάθονται και λαμβάνουν κάποιο μερίδιο ευδαιμονίας : «Όσοι ζουν ενάρετα κάτω από το φως του ήλιου, αυτοί, κι όταν πεθάνουν, πάλι έχουν μοίρα πιο μαλακή σε όμορφο λειμώνα (λιβάδι) πλάι στον βαθυρέματο Αχέροντα», και ότι τιμωρούνται στον Τάρταρο : «Όσοι έκαναν αδικίες κάτω από το φώς του ήλιου, οι ξιπασμένοι, ρίχνονται κάτω από την πεδιάδα του Κωκυτού, στον παγωμένο Τάρταρο».
Με αυτά σαφώς φαίνεται να προαναγγέλλει τις πλατωνικές ταξινομήσεις σχετικά με τους κλήρους κάτω από την γη, όπως ακριβώς και τις σχετικές με τις μετεμψυχώσεις. Αν όμως ο Πλάτων αυτά τα ορίζει ακολουθώντας τον Ορφέα, δεν είναι παράλογο ο αρχηγέτης τούτων των δογμάτων, ως προς τα οποία η πλατωνική φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις υπόλοιπες, να κατεβάζει σε άλογα ζώα και να δημιουργεί ψυχή κύκνου; Ο ίδιος ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 40.e» λέει ότι η διδασκαλία του Ορφέα για τους Θεούς είναι αξιόπιστη, παρότι λέγεται δίχως αληθοφανείς λόγους και αποδείξεις, σαν να γνωρίζει πολύ καλά δια ένθεης επίνοιας τα σχετικά με τους θεούς που είναι πατέρες, όποιος υπήρξε πατέρας της θεογονίας των Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν την πρόθεση αυτή, ανάγει την αλήθεια στους πρώτους οι οποίοι την παρέδωσαν.
--------
Πηγές:
Πρόκλος
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6
Στην Πλατωνική «Πολιτεία, 620.a.3 – .d.5» βλέπουμε τον Ηρ, στο 10ο βιβλίο, να μας λέγει ότι στο τρίστρατο είδε «μια ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, γιατί δεν ήθελε να ξανά γεννηθεί από γυναίκα, εξ αιτίας του μίσους που είχε κατά των γυναικών επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του θαμύρου να διαλέγει τη ζωή ενός αηδονιού, είδε και έναν κύκνο να αλλάζει τη ζωή του με ανθρώπινη, καθώς και άλλα μουσικά ζώα. Η εικοστή στην σειρά ψυχή διάλεξε τη ζωή λιονταριού. Αυτή ήταν η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα, που απέφυγε να γίνει άνθρωπος, γιατί θυμόταν την κρίση των όπλων. Ύστερα από αυτή ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα. Και αυτή από το μίσος της κατά του ανθρώπινου γένους για τα όσα έπαθε, άλλαξε την ανθρώπινη ζωή με τη ζωή του αετού. Στην μέση είχε κληρώσει η ψυχή της Αταλάντης, που άμα είδε μεγάλες τιμές ενός ανθρώπου αθλητού, δεν μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορη, και τις πήρε.
Ύστερα από αυτή είδε την ψυχή του Επειού, γιού του Πανοπέως, να παίρνει τη φύση μίας άξιας τεχνίτριας γυναίκας. Πολύ μακριά ανάμεσα στις τελευταίες είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτου να ενδύεται την ζωή ενός πιθήκου. Κατά τύχη πέρασε και η ψυχή του Οδυσσέως, που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος για να εκλέξει, και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε στη γη, είχε περιορίσει υπερβολικά τη φιλοτιμία (φιλοδοξία) της, και για αυτό γύριζε για πολύ ώρα και ζητούσε να βρει ζωή ενός ανθρώπου απράγμονος και ιδιώτη, και μόλις και μετά βίας την βρήκε κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές. Άμα την είδε φώναξε πως θα έκανε την ίδια επιλογή, και αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε με όλη της την ευχαρίστηση. Και από τα άλλα θηρία το ίδιο, άλλαζα τη ζωή τους με ανθρώπινη ή και μεταξύ τους, τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των άγριων, ενώ τα δίκαια έπαιρναν τη ζωή των ήμερων ζώων, και γενικά γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμιξη.
– ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι».
Το παραπάνω απόσπασμα του πλατωνικού κειμένου της «Πολιτείας» είναι ένα από εκείνα τα χωρία που έχουν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα όχι απλά την μη κατανόησή του αλλά και δημιουργία εσφαλμένων συμπερασμάτων.
Δεν θα σταθούμε στην πραγματική εξήγηση και κατανόησή του στο σύνολό του αυτού χωρίου, άλλωστε θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από μέρους μας, παρά μονάχα στο σημαντικότερο σημείο της εσφαλμένη εντυπώσεως ότι οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται και σε ζώα! Κάτι που είναι παντελώς εσφαλμένο!!
Ας δούμε όμως πως έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πραγματική εξήγηση του επίμαχου χωρίου της πλατωνικής «Πολιτείας».
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29», σύμφωνα με την απόφανση του Πλάτωνα, η ψυχή μεταβαίνει σε άλογα ζώα λόγω της ομοιότητας της ζωής, αλλά «οὐκ ἐνοικίζεσθαι τοῖς σώμασιν αὐτῶν» (οι φυσικές συγκροτήσεις τους αντιτίθενται σε μία τέτοια κατάταξη), παρά βρίσκεται εκεί στην βάση ενός συσχετισμού μόνο προς τη ζωή της ψυχής των ζώων εκείνων, εμψυχώνοντας το σώμα που της ταιριάζει, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον την ανθρώπινη ψυχή.
Επίσης κάθε είδους ψυχή συνδέεται με το σώμα κατά τον άμεσο τρόπο που επηρεάζεται καθεμία και ο οποίος συμπαρασύρει το περίβλημα της ψυχής προς τη δική του ζωή και ορμή. Αυτό το βεβαίωσε ικανοποιητικά και ο μέγας Πλωτίνος. Έχουμε λοιπόν στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, και αυτού του είδους είναι ο δεσμός που μας συνδέει με τα άλογα ζώα, και είναι μεν ένας τρόπος του πάσχειν, με φυσική συνάφεια, όμως προς εκείνα με τα οποία συνδεόμαστε (διότι και προκειμένου για τα ζώα επικρατεί άλλος κάθε φορά τρόπος, και το ίδιο προκειμένου για τους ανθρώπους. Αυτό που επικράτησε σε εμάς συνδέει με αυτό που επικρατεί σε εκείνα), και επίσης με τον τρόπο αυτό γίνεται η σύνδεση τους και διαμορφώνεται σύμφωνα με μια μορφή ζωής «εν σχέσει».
Διότι η ψυχή μας υπάρχει μέσα μας προφανώς «εν κατατάξει», και το ίδιο στα άλογα ζώα η ψυχή που υπάρχει σε αυτά. Και η ψυχή που υπάρχει σε εμάς συνδέεται «εν σχέσει» με την ψυχή που υπάρχει στα άλογα ζώα και εμψυχώνει το άλογο πλάσμα ερχόμενη από έξω, κατά τρόπο συσχετικό. Πραγματικά, η ψυχή εισέρχεται επίσης και σε δαίμονες και στους θεούς και μπορεί να γίνει όχι δαίμων καθαυτό ούτε θεός καθαυτό, αλλά δαίμων και θεός κατά σχέση, όπου δεν υπάρχει ύπαρξη (ουσία) πρέπουσα σε δαίμονες και θεούς. Διότι φαίνεται, κατά τις πορείες της και προς τα πάνω και προς τα κάτω, να γίνεται τα πάντα κατά τρόπο συσχετικό, και τα πριν από αυτή και τα μετά από αυτή, και συμφύεται με τα πάντα. Διότι πραγματικά σύμφωνα με τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας, 618.b» «δεν υπάρχει τάξη της ψυχής» μέσα στα είδη της ζωής, αλλά αυτή μετακινείται και προς τις κατευθύνσεις, και μέχρι τ’αγαθό και μέχρι τον Τάρταρο, και γίνεται δαιμόνια και θεϊκή αφενός λόγω του νου και αυτού που βρίσκεται πάνω από τον νου, και αφετέρου εξαιτίας της άλογης επιθυμίας και γνώσης γίνεται ένα διαφορετικό κάθε φορά άλογο ζώο.
Το ότι και ο Πλάτων δεν εγκαθιστά την ψυχή μας μέσα στα σώματα των άλογων ζώων αλλά σε αυτά που ήδη υπάρχουν ως άλλα ζωντανά πλάσματα το δηλώνει και στο σημείο αυτό λέγοντας ότι η ψυχή εισχώρησε μέσα σε κύκνο, η άλλη σε αηδόνι, η άλλη σε αετό, η άλλη σε λιοντάρι, ενώ η άλλη ενδύθηκε τη μορφή πιθήκου εντελώς γελοίου, χωρίς ωστόσο να ενδύεται σώματα των ζώων αυτών (διότι τα «κύκνος», «λιοντάρι» ή «πίθηκος» δεν δηλώνουν σώματα, αλλά ούτε για το σύνθετο από ψυχή και σώμα πρέπει να κάνουμε λόγο). Το δηλώνει επίσης στην περίπτωση του άντρα που μετακινείται σε είδος ζωής γυναίκας, όπου δεν λέει ότι κατευθύνεται σε γυναίκα, υπό την έννοια ότι η ψυχή αυτή δημιούργησε τούτη την εμψύχωση κατά σχέση, όπως οι άλλες ψυχές προηγουμένως, αλλά «στην φύση γυναίκας εργάτριας». Και είναι σαφές ότι η φύση είναι η έσχατη ζωή του σώματος. Σε αυτή λοιπόν τη φύση έρχεται, τη δημιουργημένη από το σύμπαν, και ενδύεται όχι ζωντανό πλάσμα (διότι αυτή είναι που το κάνει ζωντανό πλάσμα αλλά σώμα φυσικό).
Συνοψίζοντας λοιπόν λέμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να εισχωρήσει και σε άλογα ζώα και από τα άλογα ζώα στον άνθρωπο, καθώς δεν πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή κάθε ψυχή μέσα σε άλογο ζώο αλλά μόνο ανθρώπινη ψυχή. Υπό την έννοια αυτή και ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» προσδιόρισε σαφέστατα ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος η ψυχή πέρασε πάλι σε άνθρωπο». Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο μορφές εμψύχωσης του άλογου ζώου, η μία υπό την έννοια της κατάταξης και η άλλη κατά σχέση, μόνο η ψυχή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση μεταβαίνει σε άνθρωπο και γίνεται πάλι άνθρωπος. Και ότι οι παρακάμψεις που πραγματοποιούν οι ψυχές δεν συνδέονται με εκείνες που ήρθαν πρόσφατα από τον ουρανό. «υπάρχει νόμος να μην εμφυτευτεί» η ψυχή «σε φύση θηρίου κατά την πρώτη γένεση», σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδρου, 248.d», και μόνο η ψυχή που κάνει λάθος έρχεται διαδοχικά σε ένα τέτοιο τρόπο εμψύχωσης. Πραγματικά , δεν επιτρέπεται να συνδέσει αμέσως τη νοητική ζωή με τη ζωή που ταιριάζει σε θηρίο, αλλά με την μεσολάβηση μόνο της ζωής που χρησιμοποιεί μια λογική ανώτερη ή κατώτερη, η οποία.
Βέβαια ότι όλα αυτά που λέει ο Πλάτων είναι γεμάτα από παραδοξότητα για εκείνους που τα προσεγγίζουν με απερισκεψία. Το ότι δηλ. εγκαθιστά τις ψυχές των θεϊκών και των ηρωικών αντρών μέσα σε άλογα ζώα δεν παραλείπει καμία υπερβολή σε σχέση με την εσφαλμένη εντύπωση των εν λόγω ζητημάτων. Ωστόσο όμως ο Πλάτων δεν σκέφτεται για τα ζητήματα με τον τρόπο που τα αποδίδει ο μύθος. Άλλωστε και αυτά που λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία, 41.a» φανερώνουν ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ότι στον Άδη θα βρεθεί μαζί με ανθρώπους όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Αίας. Διότι γνώριζε ότι και τα Ελευσίνια μυστήρια υμνούν εκείνον που αποκάλυψε τις αγιότατες τελετές.
Πώς είναι, άλλωστε, λογικό τη στιγμή που τέτοιες σκέψεις έχει για τους ανθρώπους αυτούς, να ρίχνει καταπάνω τους τόσα τραγικά στοιχεία ή να δίνει πίστη στον Ηρ που έχει τέτοιες σκέψεις για την τύχη τους αντίθετα προς το τέλος τους; Πως θα μπορούσε όμως κάποιος να διασχίσει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος μυθοπλασιών;
Οι κύκνοι και τα αηδόνια έρχονται από το μέρος των ψυχών οι οποίες κατέχονται από τις Μούσες, ενώ οι αετοί και οι λέοντες από τις ψυχές των ηρώων. Και όλα αυτά στο έργο όπου κραυγάζει εναντίον των ποιητών οι οποίοι παρουσίασαν τους ήρωες να μην είναι καθόλου υπέρτεροι από τους κοινούς ανθρώπους αλλά να εμπλέκονται στα ίδια πάθη. Και ύστερα αυτός που τα στρεφόμενα περί το σώμα πάθη των ηρωικών ψυχών τα εξοβελίζει πέρα από το σώμα, εγκαθιστά εξαιτίας των παθών τις ψυχές μέσα στα άλογα ζώα;
Για να φανούμε λοιπόν ευγενείς και με τον μύθο και να κατανοήσουμε ορθά αυτά που θέλει να πλάσει, αλλά και για να απαλλάξουμε τον Πλάτωνα από τους βλάσφημους λόγους που από μη κατανόηση νομίζουν πολύ ότι λέει εις βάρους των ηρώων, θα πούμε ότι μέσα από τούτες τις μυθοπλασίες δεν έχει την πρόθεση αυτές ακριβώς τις ψυχές των ηρώων, των οποίων κάνει τώρα μνεία, να τις διασκορπίσει σε άλογα ζώα αλλά ότι μέσω των ονομάτων αυτών υπαινίσσεται άλλες μορφές ζωών, ονομάτων ταιριαστών μεν με αυτούς τους οποίους κατονομάζουν αλλά που με την προσθήκη κάποιων παθών τους αποδίδουν χωρίς ομοιότητα και εκπίπτουν σε έλλειψη λογική που εξομοιώνεται, μέσα από έναν τρόπο άλογο, με τις μορφές εκείνων. Επί παραδείγματι, από τη ζωή του Ορφέα και του Θύμαρη ο Πλάτων δείχνει μια ζωή απόλυτα μουσική η οποία παρά ταύτα, εξαιτίας κάποιου άλογου πάθους, μίσους φερ’ ειπείν ή φθόνου ή κάποιου άλλου παρόμοιου, εκπίπτει σε κάποιο μουσικό ζώο, το οποίο, στον βαθμό που είναι μουσικό, συγγενεύει προς την ανθρώπινη μουσική, αλλά στον βαθμό που είναι άλογο, αποτελεί την υποδοχή της ψυχής που εξαιτίας κάποιου πάθους έγινε άλογη. Πραγματικά, η προσθήκη του πάθους αυτού παρουσίασε την ψυχή οικεία με την αλογία.
Το ότι αυτά είναι όντως έτσι το συμπεραίνει κάποιος από το ό,τι και στον «Γοργία, 523.e» ο Σωκράτης λέει ότι στον Άδη είναι εγκατεστημένοι ως δικαστές των ψυχών άνθρωποι σαν τον Μίνωα, τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ, θέλοντας μέσω αυτών να δηλώσει δικαστικές μορφές του ζην. Αλλιώς πως, ενώ οι ήρωες αυτοί ζούσαν ακόμη την ζωή τους, οι ψυχές πήγαιναν στον Άδη και εμπλέκονταν με τις δίκες; Από αυτά και τα ανάλογα τους νομίζω πως είναι πασίδηλο ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους μύθους τα ονόματα των ηρώων σε ένδειξη των μορφών εν γένει του ζην, με βάση τα οποία οι ήρωες έζησαν πρωταρχικά τη ζωή τους, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί στο «Γοργία» τις δικαστικές ψυχές στην θέση των κάθε λογής δικαστικών τάξεων, θεϊκών και δαιμονίων, από τις οποίες ψυχές οι κοινωνοί των φιλοσοφικών λόγων μαθαίνουν τα ζητήματα που δεν γνωρίζουν, και ότι ο Πλάτων μας διδάσκει μέσω των επιμέρους και κατά σχέση δικαστών αντί μέσω των καθολικών και κατ’ ουσία.
Εδώ για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιεί τις μουσικές ψυχές στην θέση των όμοιων μέσα στο σύμπαν μουσικών ψυχών, αυτές που είναι γνωστές στη θέση εκείνων που είναι άγνωστες στην θέση εκείνων που είναι άγνωστες, αυτές που είναι απαλλαγμένες από πάθη στη θέση εκείνων που είναι γεμάτες πάθη. Αν ο Ηρ μιλούσε καθαρά για όσα δηλώνει υπαινικτικά, θα έλεγε ότι «είδε μια ψυχή σαν του Ορφέα, μία ψυχή σαν του Θάμυρη» σαν να εισέρχονται εξαιτίας κάποιου πάθους σε κύκνους και σε αηδόνια. Και τι πράγμα είναι το πάθος αυτό το δείχνει μέσω της μίας από τις δύο τούτες ψυχές, λέγοντας «από μίσος για το γυναικείο γένος». Για να μην συμβεί να γεννηθεί μέσα σε γυναίκα στην περίπτωση που επέλεγε ανθρώπινο είδος ζωής, εξαιτίας κάποιου μίσους μετακινήθηκε προς τον κύκνο, δεδομένου ότι και από την μουσική δεν μπορούσε να απαλλαχτεί και το ανθρώπινο γένος ήθελε να αποφύγει. Ο Θάμυρης εξάλλου ήταν και αυτός μουσικός, αλλά εξαιτίας του ανταγωνισμού του με τις Μούσες τυφλώθηκε. Με άλλα λόγια λοιπόν, η ψυχή που δηλώνεται μέσω αυτού, που είναι μεν μουσική αλλά υπέρμετρα φιλότιμη (φιλόδοξη), έσπευσε προς τα αηδόνια, «που σκορπίζουν τη γεμάτη από ποικίλους ήχους φωνή τους», που περνούν τις νύχτες τραγουδώντας και υπερηφανεύονται για τις πολύμορφες και αρμονικές φωνές τους.
Ο Πλάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί μέρος από τον μύθο του Ορφέα, επειδή αυτός δηλώνει ότι η μουσική του διαφέρει από την εκθηλυσμένη και πραγματικά χαλαρή – διότι η ένθεος, παρότι οι άνθρωποι μετά τον θάνατο του μετείχαν στην μουσική του κατά τρόπο διαιρεμένο (το οποίο οι μύθοι δηλώνουν με τον διαμελισμό του), ενώ το κύριο μέρος της το δέχτηκε η Λέσβος (αυτό που επονομάστηκε «κεφαλή του Ορφέως»), εξ ου και πήρε το όνομά τη η Λέσβια Μούσα και η έκφραση «μετά τον Λέσβιο αοιδό» έγινε παροιμιακή -, χρησιμοποιώντας λοιπόν μέρος του μύθου αυτού ο Πλάτων, στην θέση της υποτίμησης των εκθηλυσμένων μελωδιών έβαλε την απέχθεια προς το γυναικείο γένος συνολικά, παρουσιάζοντας τη μουσική ψυχή γεμάτη πάθος ενάντια στην ανθρώπινη φύση και ζωή, και έκανε το είδος αυτή της ψυχής συνολικά, ακόμα κι αν ήταν μουσική, να μετακινηθεί προς την αλογία, που δεν ήταν ούτε έξω από τη μουσική αφού η ψυχή αρνιόταν να εισέλθει στο ανθρώπινο γένος. Επομένως, ούτε το μουσικό είδος σώζει την ψυχή αν αυτή δεν είναι απρόσβλητη από τα πάθη, αλλά όπως ακριβώς το ερωτικό είδος ζωής, έτσι και αυτό ανυψώνει την ψυχή συνοδευόμενη από τη φιλοσοφία. Και αν το πάθος αναμειχθεί κάπως με αυτό, συνδέει με τα άλογα μουσικά ζώα.
Αυτά λοιπόν για τις ανθρώπινες ψυχές που είναι μεν μουσικές, όχι όμως χωρίς πάθος, που εκδηλώνουν αποστροφή προς την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ψυχές που δεν εννοούν να πέσουν στην αλογία χρειάζονται, όπως φαίνεται, ζωή ασυσχέτιστη προς τα πάθη. Αν μάλιστα και ο κύκνος και ο κύκνος μετακινούνταν προς το ανθρώπινο είδος ζωής, ή και άλλα μουσικά ζώα, τα οποία άλλωστε είναι πολλά, είναι ολοφάνερο ότι μέσα τους υπήρχαν ψυχές ανθρώπινες που από τα κατώτερα ενδιαιτήματα τους αποκαθίστανται πάλι στην εαυτών τάξη. «Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» χωρίς να προκαλεί τη μετοικεσία κάθε ενυπάρχουσας στα άλογα ζωής στους ανθρώπους, αλλά μόνο αυτής που αρχικά ήταν ανθρώπινη και εξέπεσε στην αλογία. Εδώ λοιπόν πρόκειται για μεταβάσεις μουσικών ψυχών από όντα λογικά προς όντα άλογα, και πάλι από άλογα σε λογικά. Και είναι φανερό ότι, αν η επικράτηση της λογικής είναι αυτή που προκαλεί τη μετάβαση σε άνθρωπο, η πλησμονή του πάθους είναι αυτή που ωθεί προς την αλογία. Ας πούμε λοιπόν ότι κάθε μουσική ψυχή είναι κάποιου Ορφέα ή κάποιου Θάμυρη, και παίρνει την ονομασία της από τους κατεξοχήν μουσικούς. Ωστόσο πάθος άμουσο και αφιλόσοφον είναι το αίτιο για την πορεία προς τα άλογα ζώα.
Επειδή όμως υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η ένθεη και η ανθρώπινη, όπου τη μια μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Ορφέα και την άλλη στην περίπτωση του Θάμυρη (ο πρώτος άλλωστε είναι γιός της Καλλιόπης λόγω της θεϊκής έμπνευσης από τη Μούσα, και ο δεύτερος τυφλώθηκε από τις Μούσες επειδή η ανθρώπινη μουσική θέλησε να παραβγεί με την θεϊκή), αν η μία ή η άλλη αμαυρωθεί από κάποιο πάθος, οδηγεί στην αλογία τις ψυχές που χρησιμοποιούν είτε την ένθεη είτε την ανθρώπινη μουσική. Χωρίς την Φιλοσοφία ακόμα και αυτά που είναι δαιμόνια δεν μπορούν να σώσουν τις ψυχές (διότι μόνον η φιλοσοφία προξενεί την απαθή ζωή), εννοώ και το μουσικό και το ερωτικό αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής αν έχει συμμετοχή στο πάθος είναι από τη φύση τέτοιο ώστε να συνδέει με την αλογία. Πραγματικά, κανένα άλογο ον δεν μπορεί να επιδοθεί στο φιλοσοφείν, τη φυσική μουσική όμως μπορεί να δεις να την ασκούνε και τα άλογα πλάσματα, και υπερηφανεύονται για την μουσική τους πολύ περισσότερο τέτοια πλάσματα παρά άνθρωποι. Διότι και εκείνα μετέχουν στην αίσθηση, ενώ η μουσική και η ερωτική ζωή χρησιμοποιούν τις κορυφαίες των αισθήσεων. Η Φιλοσοφία αντίθετα, από παλιά, καταδικάζει κάθε αίσθηση, κρίνοντας και αποδεικνύοντας ότι τίποτε ακριβές δεν ακούμε και τίποτα το ακριβές δεν βλέπουμε, και μας πείθει να τοποθετούμε ως μοναδικό οδηγό μας τον Λόγο και τον νου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή και μόνο μας ελευθερώνει από τις οδούς που οδηγούν στην αλογία.
Εδώ σε αυτό το σημείο δεν θα προβούμε σε εξήγηση του τι είναι οι υπόλοιπες ζωές, αν και θα μπορούσαμε, θα αφήσουμε, τον μελετητή να προβεί ο ίδιος σε αυτή την διαδικασία. Όμως θα αναφέρουμε το εξής :
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5», σε όλες τις περιπτώσεις ο μύθος ακολουθεί την ίδια μέθοδο που αναφέραμε, λαμβάνοντας τα είδη της ζωής από τις ηρωικές ψυχές, προσθέτοντας τα ηθικά χαρακτηριστικά από την ιστορία. Αν λοιπόν ανάμεσα στις ψυχές αυτές άλλες, μετά την έξοδο τους από τα σώματα, είναι ελεύθερες να έχουν μια ζωή ανεξάρτητη από τον γένεση (γίγνεσθαι), και άλλες, που έχουν βέβαια παρόμοιο με τις προηγούμενες είδος ζωής αλλά εμπλέκονται σε πάθη, εγκαθίστανται σε αντίστοιχα άλογα ζώα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εν λόγω μύθος σχεδόν κραυγάζει : «οι ψυχές, αυτά που φαίνονται ως αγαθά μην στα συνδυάζεται με πάθη. Αυτό θα σας οδηγήσει στην αλογία, στην οποία ανήκουν τούτα σύμφωνα με τη φύση τους και την ανάμειξή τους με τα πάθη. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει τον μουσικό σε άλογη μουσική, τον ανδρείο σε άλογη ανδρεία, τον βασιλικό σε άλογη βασιλεία, και θα δημιουργήσει κύκνους, λέοντες και αετούς. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να συνδυάζουν και άλογο και λογικό χαρακτήρα, και αυτό που δημιουργεί την άλογη κατάσταση είναι η εμπαθής ζωή ενώ αυτό που δημιουργεί την ανθρώπινη κατάσταση είναι η απαθής ζωή».
Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να πούμε ότι :
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6», μας λέγει ότι δεν θα βρούμε τον Πλάτωνα σε κανένα σημείο να διακρίνει με σαφήνεια μεταξύ τους τις ψυχές που πέφτουν και τις ψυχές που δεν πέφτουν στην αλογία, αλλά όλως αντιθέτως να δείχνει ότι είναι της άποψης πως το πάθος αυτό το υφίστανται όλες οι ψυχές. Πραγματικά, στον «Τίμαιο, 42.c», όταν ο δημιουργός ανακοινώνει προς όλες τις ψυχές τους ειμαρμένους νόμους, λέει ότι η σφαλερή ψυχή θα φτάσει και στην φύση του θηρίου, χωρίς να κάνει διάκριση ότι αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε συγκεκριμένες ψυχές και όχι σε όλες. Στον «Φαίδρο, 249.a» επίσης λέει ότι η φιλοσοφίσασα ψυχή θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της αφού επιλέξει το φιλοσοφικό είδος ζωής τρείς συνεχόμενες φορές, ενώ οι άλλες, μετά την πρώτη τους ζωή, κινούνται και πέφτουν σε άλογα ζώα, και αποδίδει την πτώση αυτή όχι στο γένος των ψυχών αλλά στο είδος της ζωής, με την σκέψη ότι και αυτή που επέλεξε το φιλοσοφικό είδος ζωής, αν δεν φιλοσοφήσει αδόλως (γνησίως), δεν απαλλάσσεται από το να υποστεί ότι και ακριβώς και οι άλλες ψυχές. Και στον μύθο (Πολιτεία, 618.b) λέει ότι «δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής» επειδή επιλέγει άλλο είδος ζωής, χωρίς και στο σημείο αυτό να αναφέρεται στη ψυχή κάποιου συγκεκριμένου αλλά στην ψυχή γενικά. Από όλα αυτά επομένως καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτων δεν απαλλάσσει καμία ψυχή από το να υποστεί τη μεταβολή του είδους αυτού.
Αν πάλι θεωρεί πραγματικά ότι οι ηρωικές ψυχές διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν σε σχέση με τις λεγόμενες ανθρώπινες, είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι κατεβάζει τις ψυχές αυτές μόνο μέχρι τους ανθρώπους, όπως ακριβώς τις ανθρώπινες τις κατεβάζει μέχρι τα θηρία. Ότι και αυτό είναι σύμφωνο με τον Πλάτωνα θα μπορούσε να το καταλάβει κάποιος και από αυτά που λέει στην «Πολιτεία, 391.d+» αντικρούοντας τους μυθοπλάστες που τους επικρίνει διότι παρουσιάζουν τους ήρωες σαν να μην είναι καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους και αποδίδουν στους ήρωες πάθη που ταιριάζουν σε ανθρώπους. Επίσης και από αυτά που λέγονται στον «Κρατύλο, 397.d» όπου τοποθετεί το γένος των ηρώων ως ενδιάμεσο μεταξύ δαιμόνων και ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι όπως οι δαίμονες υπερέχουν των ηρώων κατ’ ουσίαν, έτσι θεωρεί και τους ήρωες ως υψηλότερους των ανθρώπων. Και πέρα από αυτά, θα το καταλάβαινες και από όσα ορίζει στους «Νόμους, 717.b» όπου ενθαρρύνει τους τροφίμους του να τιμούν και τα τέκνα των θεών με τα ίδια ιερά (ιεροτελεστίες) και θυσίες που προσφέρουν στους θεούς και τους δαίμονες, κατατάσσοντας κατά σειρά τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους με τις ξεχωριστές όσιες/ιερές τελετές, και θέτει τέσσερα γένη ψυχών, το θεϊκό, το δαιμόνιο, το ηρωικό και το ανθρώπινο, σύμφωνα ακριβώς και με τους προσδιορισμούς του «Κρατύλου» όπου ερμηνεύει τις ονομασίες τους. Αν στρέψει δε κανείς το βλέμμα σε όλα τα παραπάνω και τα παρόμοια, που είναι πολλά, θα μπορούσε να καταλάβει ότι τις ηρωικές ψυχές, που τις ονομάζει «παίδες θεών», δεν τις οδηγεί μέχρι τη φύση των θηρίων, όπως κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων (διότι τότε δεν θα υπήρχε πια διαφορά κατ ουσία, βάσει των κοινών τους παθών με τις ονομαζόμενες ανθρώπινες ψυχές), αλλά σε είδη ζωής ανθρώπων, κατ’ αναλογία με τις δαιμόνιες ψυχές που ούτε καν σε ανθρώπινα είδη ζωής τις οδηγεί, αποκλείοντας την πτώση τους στην γένεση (κόσμος του γένεσης).
Φαίνεται εξάλλου ότι και η πραγματικότητα συμφωνεί με τους λόγους τούτους. Είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο οι μεσότητες να συμπληρώνουν σε κάθε περίπτωση όλες τις σειρές των όντων. Όπως λοιπόν, προκειμένου για τα σώματα, εκείνα που υπόκεινται σε πλήρη φθορά δεν γεννιούνται κατευθείαν από τα αΐδια, αλλά εκείνα που είναι ενδιάμεσα τους, που είναι όντα και μη αΐδια, όπως τα στοιχεία της υποσελήνιας περιοχής, το ίδιο και προκειμένου για τις ψυχές αυτές που υφίστανται κάθε είδους πτώση δεν λαμβάνουν την υπόστασή τους από αυτές που μένουν αιωνίως επάνω, αλλά αυτό συμβαίνει με τις ενδιάμεσες τους, πέφτουν μεν αλλά, προτού πέσουν σε βάθος, επιστρέφουν στις αρχές. Αν η αντίληψη αυτή μπορούσε να επικρατήσει, τότε και όλα όσα λέει ο δημιουργός στον «Τίμαιο» και όσα είναι γραμμένα στον «Φαίδρο» για τις ψυχές που πραγματοποίησαν τις πρώτες καθόδους τους και επίσης το ότι δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής θα τα αναγάγουμε στην αναφορά την κοινή για όλες τις ψυχές που κατέρχονται στην γένεση. Διότι ανάμεσα σε αυτές είναι κι εκείνες που πέφτουν μέχρι το έσχατο σημείο και λόγω αυτών ο Πλάτων καταγράφει τα επακόλουθα των ποικιλόμορφων επιλογών και σε αυτές βλέπουμε αποτυπωμένους τους κανόνες για τις δεύτερες και τις τρίτες ψυχές που καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατεβαίνουν από εκεί προς τα εδώ. Ο Πλάτων άλλωστε εξ υποθέσεως αναφέρεται στα επακόλουθα των ψυχών που υποπίπτουν σε σφάλματα. Και αν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κάποιες ψυχές που χάρη στην άχραντη (αγνή) ζωή τους δεν θα βαρύνονταν με κανένα σφάλμα, αυτές είναι χωρισμένες από τις άλλες ψυχές. Κι αν κάποιες άλλες διατηρήθηκαν καθαρές από ποικιλόμορφες επιλογές, αυτών και τα είδη ζωής είναι ενιαία.
Το ότι τώρα ο Πλάτων οδηγεί τη λογική ανθρώπινη ψυχή σε κάθε ζώο είναι σαφές και από όσα έχει πει στην «Πολιτεία, 620.a – d», ότι μπροστά στις ψυχές ήταν τοποθετημένα τα είδη ζωής όλων των ζώων. Αν δηλ. πρόκειται για όλα, προφανώς η ψυχή συνδέεται με κάθε λογής ζώο, πτηνό, ένυδρο, και χερσαίο. Είναι όμως φανερό και από όσα λέγονται στον «Τίμαιο, 91.d», όπου τις ψυχές που έχουν συμβιώσει μέσα στους ανθρώπους με την αφροσύνη τις οδηγεί σε όλα τα είδη άλογων ζώων, τόσο των ήμερων όσο και των άγριων. Φαίνεται έτσι ότι εξαιρεί τις ψυχές μόνο από την πτώση τους στα φυτά, και κατά τούτο διαφέρει από τον Εμπεδοκλή, απ. Νο.117.2, ο οποίος λέει ότι κάποτε είχε γίνει «θάμνος τ᾽ οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς – θάμνος και πουλί και ψάρι που πορευόταν στη θάλασσα». Ο Πλάτων θεωρεί ότι στην ψυχή του ανθρώπου δεν ταιριάζει να ολισθαίνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ανθρώπινης ζωής αλλά σε αυτά που έχουν πιο καθαρή και εναργή αίσθηση χάρη στη λογική ζωή τους (εικόνα της οποίας είναι η αίσθηση), και κατέχουν την κατά τόπο κίνηση επειδή κινούνται από μόνα τους (εικόνα της οποίας είναι κατεξοχήν η κατά τόπο κίνηση των ζώων). Βλέπουμε λοιπόν πάλι την συμφωνία των θεωριών. Όπως δηλ. τις ηρωικές ψυχές ο Πλάτων τις πηγαίνει μέχρι τους ανθρώπους, όχι όμως και μέχρι τα άλογα ζώα, έτσι και τις ανθρώπινες ψυχές τις πηγαίνει μέχρι τα άλογα ζώα, όχι όμως και μέχρι τα φυτά. Το ότι δεν συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τα φυτά, όπως κάνει ο Εμπεδοκλής, το δείχνει και ο «Τίμαιος, 77.a-b, που διευθετεί όλες τις γενέσεις των ζώων με βάση την ανθρώπινη ψυχή, ενώ για τα φυτά λέει ότι τα δημιούργησαν οι θεοί, αφού ανάμειξαν κάποιες άλλες αισθήσεις, για να είναι τροφή των ζώων, και μετέχουν στο τρίτο είδος ψυχής, εννοώντας το επιθυμητικό. Το δηλώνει επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδωνα», ο οποίος μετακινεί της ψυχή μας στα γένη των ζώων τη μία ψυχή στα μεν γένη και την άλλη στα δε, και με άλλο κάθε φορά είδος ζωής, όχι όμως και στα φυτά όπως ο Εμπεδοκλής.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο «Τίμαιος» λέει πως η εμψύχωση όλων των άλογων ζώων συμβαίνει από ψυχές που μετοίκησαν σε αυτά ερχόμενες από ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.b» γνωρίζει και άλλο τρόπο εμψύχωσης τους και όχι από λογικές ψυχές μόνο, εκεί που λέει ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος» η ψυχή έφτασε «πάλι σε άνθρωπο. Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια», λέει, «δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα». Ο Σωκράτης λοιπόν ορίζει με σαφήνεια, όπως αξιώνει και ο Αριστοτέλης, ότι δεν μπαίνει όποια ψυχή τύχει σε όποια σώματα τύχει ούτε παίρνει την τάξη της μέσα σε αυτά και τα συμβάλλει στην ολοκλήρωση ενός και μόνου ζωντανού πλάσματος. Διότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρεθεί σε άλογο ζώο, στην εξωτερική συνύπαρξή της με αυτό βάσει κάποιας σχέσης και μόνο (αφού προκειμένου για εμάς ο «Τίμαιος» δημιουργεί μεταξύ της λογικής ψυχής και του ζωντανού πλάσματος τη σχέση που έχει με αυτό ο δαίμων. Πολύ περισσότερο λοιπόν προΐσταται του άλογου πλάσματος ως δαίμων, συνδεδεμένος προφανώς με αυτό μέσω της αλογίας), ενώ η άλογη ψυχή είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί σε σώμα ανθρώπου κατά κατάταξη, λόγω της προαναφερθείσας αιτίας, αφού το ανθρώπινο σχήμα είναι ασύμβατο με την άλογη ζωή (διότι αυτό, λέει ο «Τίμαιος», «έχε κρεμασμένο το κεφάλι του» από τον ουρανό, δείχνοντας ότι είναι «φυτό όχι γήινο αλλά ουράνιο» , ενώ η άλογη ψυχή βλέπει προς τα κάτω, και δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που κινείται προς τον ουρανό), ενώ το να στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη ψυχή από έξω και κατά σχέση, όπως η ανθρώπινη ψυχή με το άλογο ζώο, λέμε πως είναι εντελώς αδύνατο. Διότι πως μπορεί το άλογο να έχει φύση κατάλληλη για να προΐσταται του λογικού ;
Όταν λοιπόν ο Σωκράτης λέει ότι «αυτός που κάποτε ήταν άνθρωπος» περνάει σε άνθρωπο, θα νόμιζε κανείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων από την δική τους ακριβώς ψυχή και όχι μόνο από την ανθρώπινη, όπως φαίνεται να λέει ο «Τίμαιος». Ωστόσο είναι δυνατή η αναγωγή της άποψης του Σωκράτη στη θεωρία του «Τίμαιου» – διότι ας υποθέσουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει ανθρώπινη ψυχή, και μετά από αυτήν η ξεχωριστή ψυχή του ίδιου του άλογου ζώου όπως και πριν από αυτήν. Εκείνη λοιπόν που επανέρχεται σε άνθρωπο είναι αυτή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση, και όχι η εν κατατάξει εμψυχούσα ψυχή (αυτό εννοεί ο Σωκράτης όταν λέει ότι «η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», όπου η ψυχή που δεν γνώρισε ποτέ την αλήθεια εννοεί εκείνη που πριν από την ανθρώπινη ψυχή εμψύχωσε το ζώο και που από τον εαυτό της και την ανθρώπινη ψυχή δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο ζωντανό πλάσμα) – και επίσης είναι με τη σειρά της δυνατή η αναγωγή της κρίσης του «Τίμαιου» στην, προσπελάσιμη από όλους, γνώμη του Σωκράτη για τη διπλή εμψύχωση. Διότι ακόμα και αν η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να περάσει σε όλα τα άλογα ζώα και να τα εμψυχώνει όλα μέσω του εαυτού της, ωστόσο ο «Τίμαιος» δεν λέει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εμψύχωσης των ζώων. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο τρόποι εμψύχωσης, τίποτε δεν εμποδίζει τον «Τίμαιο» να επιλέξει το ένα μόνο από αυτούς, και εφόσον δεν προσθέτει ότι τούτος είναι κατ’ αυτόν ο μόνος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων, αφήνει περιθώριο και για τις υποδείξεις του Σωκράτη σχετικά με τις δύο εμψυχώσεις.
Αξίζει όμως και πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία καθαυτή, αν δηλαδή κάθε άλογο ζώο γίνεται έμψυχο μόνο από την ανθρώπινη ψυχή ή αν υπάρχει και κάποια άλλη εμψύχωση των ζώων, δική τους, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη.
Η παρουσία λοιπόν σε κάθε άλογο ζώο της ανθρώπινης ψυχής όπως φαίνεται, ώστε αυτό να διαθέτει ζωή που θα το εμπνέει άμεσα, δεδομένου ότι η «εκ κατατάξει» ψυχή, ακριβώς λόγω της κατάταξής της στο «σκιδνάμενο/διασκορπισμένο» σώμα, δεν έχει τη δύναμη να συντηρήσει τον εαυτό της και χρειάζεται μιαν άλλη εξωτερική, ικανή να τη ζωογονήσει όταν η ίδια φθίνει, όμοια όπως και το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το ότι υπάρχουν πάντως κάποια άλογα ζώα που δεν ζωογονούνται από ανθρώπινη ψυχή επαληθεύεται βάσει των επιχειρημάτων για την μεσότητα. Διότι αν τα μεν φυτά μετέχουν στο τρίτο είδος της ψυχής, όντας ανεπίδεκτα ανθρώπινης ψυχής, ορισμένα όμως από τα άλογα ζώα εμψυχώνονται από την ανθρώπινη ψυχή, είναι αναγκαίο να υπάρχουν και τα ενδιάμεσα των δύο παραπάνω κατηγοριών, που μετέχουν, αφενός, στην άλογη ζωή στο σύνολό της – και κατά τούτο υπερέχουν των φυτών –, αλλά, αφετέρου, ζουν χωρίς την παρουσία σε αυτά ανθρώπινης ψυχής – και κατά τούτο υστερούν σε σχέση με εκείνα που μετέχουν στην ανθρώπινη ψυχή. Και αυτά γίνονται εκάστοτε διαφορετικά, όπως ακριβώς και προκειμένου για τους ανθρώπους ο καθένας γίνεται μέτοχος διαφορετικής τη μια φορά και διαφορετικής την άλλη δαιμόνιας επίπνοιας (έμπνευσης). Αυτό αξίζει να μελετηθεί.
Και με το επιχείρημα για τη μεσότητα πρέπει να παραβληθεί αυτό που προκύπτει από το ότι οι ψυχές των ζώων χρειάζονται την ανθρώπινη ψυχή για να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την συντήρηση και τη συνοχή τους. Διότι τούτο μεν είναι ίσως δυνατό να επιτευχθεί και από τις αρχές που προΐστανται αυτών, χωρίς μία μεσάζουσα κατάσταση όμως είναι αδύνατη η παρουσία είτε ουσιών είτε ζωών είτε γνώσεων. Υπάρχει όμως αναγκαστικά και κάποια φύση άλογων ζώων που έχουν μια δική τους ξεχωριστή εμψύχωση, όπως και φυτών, που η ανθρώπινη ψυχή, όταν πέφτει σε λάθη και παραπτώματα, περιβάλλεται τη ζωή τους, αντίθετα προς τη φύση. Αυτή η μετάβαση στα ζώα δεν θα ήταν αντίθετη προς την φύση αν τα άλογα ζώα δεν ήταν δυνατόν να εμψυχωθούν διαφορετικά αλλά μόνο με ένα τρόπο, μέσω δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Διότι από μόνο το αντίθετο προς τη φύση τίποτα δεν προκύπτει σύμφωνο με την φύση πάντοτε σταθερά.
Το ότι όλα λοιπόν, εκτός από τον άνθρωπο, γεννιούνται αντίθετα προς τη φύση είναι εντελώς άτοπο. Για το ότι βέβαια η μετάβαση στα άλογα ζώα είναι για τις ανθρώπινες ψυχές αντίθετη προς τη φύση δεν μας διδάσκουν μόνο οι χρησμοί (βλ. χαλδαϊκά λόγια, 62), που λένε «υπάρχει ένας θεσμός ακατάλυτος από τη μεριά των μακάριων θεών», καθώς η ψυχή των ανθρώπων «δημιουργεί μία νέα ζωή στους ανθρώπους, όχι στα θηρία», με τη σκέψη ότι η μετακίνηση προς τα θηρία είναι απότοκο μίας άδικης ζωής – αλλά για το ίδιο μας διδάσκει και ο Πλάτων, που θεωρεί την τέτοιου είδους εμψύχωση χαρακτηριστικό των σφαλερών (που αμαρτάνουν = κάνουν λάθη) ψυχών. Είναι παράλογο λοιπόν σύσταση των άλογων ζώων, όλη αυτή και μόνη αυτή, να μην είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ τα φυτά και οι άνθρωποι να γίνονται σύμφωνα με τη φύση. Για ποιόν δηλαδή θα είναι σύμφωνη με την φύση η μετάβαση των ανθρώπινων ψυχών στα σώματα των ζώων; Για τις ανθρώπινες ψυχές; Αλλά όλες οι ανθρώπινες ψυχές ζουν παρά φύση όταν βρίσκονται μέσα σε τέτοια σώματα. Μήπως για τα σώματα; Ούτε όμως για αυτά είναι σύμφωνη με τη φύση, όταν τα όργανα αντίθετα προς τη φύση για τις ψυχές που τα χρησιμοποιούν. Διότι κάθε όργανο είναι σε συμφωνία με τη φύση.
Αν λοιπόν υπάρχει και κάποιο γένος δαιμόνων άλογο, και αν δεν είναι όλα τα δαιμόνια όντα λογικά – διότι πως θα έλεγε η Διοτίμα, στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.e», ότι όχι μόνο η ιερατική τέχνη αλλά και οι πρακτικές των γητεμάτων επιτελούνται μέσω των δαιμόνων, αν πέρα από το λογικό δεν υπάρχει και κάποιο άλογο δαιμόνιο; (αυτό οι χρησμοί το παρομοιάζουν συνήθως «σκύλο» και το ονομάζουν «ανάπηρο» επειδή είναι στερημένο από τον νου και διάνοια) - πως δεν υπάρχει και κάποιο θνητό γένος που μόνο αυτό είναι άλογο, το οποίο δεν μετέχει καθόλου στην ανθρώπινη ψυχή; Διότι βέβαια ούτε και οι άλογοι δαίμονες θα πούμε ότι δημιουργήθηκαν κι αυτοί από μία τέτοια ψυχή εφόσον είναι αΐδιοι, ούτε και εφόσον θα υπάρχει ένα αΐδιο γένος άλογο και στερημένο από την ανθρώπινη ψυχή, θα αρνηθούμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα τέτοιο γένος θνητό. Επιπλέον, το ενδεχόμενο κάθε ιδέα (μορφικό αίτιο) να μην γεννά τα είδη των ζώων σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αλλά όλες τους να χρειάζονται κάποια μοναδική μορφή, προς την οποία αντιδιαστέλλονται, είναι εντελώς άτοπο. Διότι σε τέτοια περίπτωση οι ιδέες των άλογων ζώων θα χρειάζονται όλες μια μοναδική άλλη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν ίππο ή σκύλο ή λέοντα ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αν όλες τους μέσω εκείνης εμψυχώνουν όλα τα ζώα του εδώ Κόσμου, ενώ κατ’ άλλο τρόπο είναι ανήμπορες να παράγουν σκύλους ή ίππους ή λέοντες ή κάθε άλλο ζώο. Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννούν;
Ο ειδοποιός χαρακτήρας έρχεται και προστίθεται στα ζώα από κάποιαν άλλη ιδέα, την ανθρώπινη. Αν αυτές δίνουν υπόσταση στην ύλη και μόνο, φερ’ ειπείν στο σώμα των ζώων, δεν θα είναι πια ιδέες (μορφικά αίτια) των ζώων αλλά της ύλης των ζώων, η οποία είναι αλλότρια ως προς τα είδη (μορφές). Αυτός λοιπόν ο τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων δεν είναι ο μοναδικός, αλλά πριν από αυτόν υπάρχει οπωσδήποτε για κάθε ζώο γένεση της ξεχωριστής δικής τους ψυχής, αφού η κατά φύση εμψύχωση είναι πρότερη της παρά φύση, και η κοινή εμψύχωση όλων των ίδιου είδους (ειδοποιού χαρακτήρα) είναι πρότερη της επιμέρους. Αυτά μας διδάσκει και η ορφική θεολογία. Και ο Ορφέας, στο απ. Νο.224.a, άλλωστε τέτοια πράγματα μας παραδίδει σαφώς, όταν, μετά την κατά τον μύθο τιμωρία των Τιτάνων και την από εκείνους γέννηση των θνητών ζώων του εδώ Κόσμου, λέει πρώτα από όλα ότι οι ψυχές εναλλάσσουν τα είδη της ζωής τους σε ορισμένες περιόδους, και εισέρχονται μέσα σε σώματα ανθρώπων πολλές φορές, η μία στο ένα και η άλλη στο άλλο : «οι ίδιοι πατέρες και υιοί στα μέγαρα και χαριτωμένες σύζυγοι, μητέρες και θυγατέρες γίνονται αλλάζοντας ο ένας ο ένας με τον άλλο τη γέννηση». Με τους παραπάνω στίχους ο Ορφέας μιλάει για τη μετοίκηση των ψυχών από ανθρώπινα σώματα σε ανθρώπινα σώματα. Αυτό δεν θα το αρνιόταν ούτε ο Αριστοτέλης, εφόσον ισχύει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, ότι κατά το πλήθος είναι πεπερασμένος και ότι ο Κόσμος είναι αιώνιος. Το τελευταίο τούτο το παραδέχεται καθαρά όταν λέει για τον δυνάμει νου ότι «και τούτο είναι το μόνο» από τα εν ημίν στοιχεία μας «που είναι αθάνατο». Όσο για το δεύτερο είναι αληθές διότι κάθε αιώνιο πλήθος είναι πεπερασμένο.
Έπειτα ότι υπάρχει μετάβαση των ανθρωπίνων ψυχών και σε άλλα ζώα, και αυτό το υποδεικνύει ρητά ο Ορφέας, όταν στο απ. Νο.224.b ορίζει : «Για αυτό αλλάζοντας η ψυχή των ανθρώπων στους κύκλους του χρόνου κάθε φορά και σε άλλο ζώο μεταβαίνει. Άλλοτε ίππος και άλλοτε…. Γίνεται, κι άλλοτε πρόβατο και άλλοτε όρνεο φριχτό στην όψη, κι άλλοτε πάλι σκυλίσιο σώμα και βαριά φωνή και ράτσα παγωμένων φιδιών σέρνεται στη θεϊκή γη».
Αυτό βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να τα δεχτεί ο Αριστοτέλης. «Διότι», λέει, «είναι αναγκαίο η ψυχή αφενός να χρησιμοποιεί το σώμα και η τέχνη αφετέρου τα όργανα». Και τα όργανα που είναι ξένα και άσχετα προς τις τέχνες είναι άχρηστα σε όλες. Αυτά έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Και από την Πλευρά του Πρόκλου στα Υπομνήματα και την παλινωδία, έχει δηχθεί με περισσότερα λόγια η κριτική στην οποία μπορούν να υποβληθούν.
Το ότι υπάρχει και μία ιδιαίτερη εμψύχωση των άλογων ζώων και όχι μόνον από τις ανθρώπινες ψυχές, το δηλώνει και ο Ορφέας, απ. Νο.223, λέγοντας : «Οι ψυχές των θηρίων και των φτερωτών πουλιών όταν πετάξουν και τις αφήσει η ιερή ζωή, αυτών την ψυχή κανείς δεν την οδηγεί στο παλάτι του Άδη, αλλά εκεί πετά μάταια, έως ότου αυτήν άλλο την αρπάξει μαζί με του ανέμου τις πνοές. Όποτε όμως ο άνθρωπος αφήσει το φώς του ήλιου, τις αθάνατες ψυχές κατεβάζει ο Κυλλήνιος στην απέραντη αγκαλιά της γη».
Με αυτά ο Ορφέας υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες ψυχές πηγαίνουν στον κάτω από την γη τόπο και στα δεσμωτήρια της ποινής για καθαρμό και τιμωρία, ενώ οι ψυχές των άλογων ζώων πετούν στον αέρα έως ότου δεσμευτούν σε άλλα σώματα. Αν όμως οι εμψυχώσεις των άλογων ζώων γίνονται μόνο από τις ανθρώπινες ψυχές, έπρεπε να πει ότι ο Ερμής τις κατεβάζει όλες στον Άδη είτε για να καθαρθούν είτε για να τιμωρηθούν. Όπως ακριβώς και ο Πλάτων κατεβάζει κάτω από την γη τις ψυχές που προέρχονται από τα άλογα ζώα αλλά είναι ανθρώπινες, και πάλι από εκεί τις στέλνει σε επιλογές άλλων ειδών ζωής. Διότι και τα υπόλοιπα ο Πλάτων τα έπλασε παίρνοντας τα από τον Ορφέα, στο απ. Νο.222, όπως για παράδειγμα ότι στον Αχέροντα οι νεκροί κάθονται και λαμβάνουν κάποιο μερίδιο ευδαιμονίας : «Όσοι ζουν ενάρετα κάτω από το φως του ήλιου, αυτοί, κι όταν πεθάνουν, πάλι έχουν μοίρα πιο μαλακή σε όμορφο λειμώνα (λιβάδι) πλάι στον βαθυρέματο Αχέροντα», και ότι τιμωρούνται στον Τάρταρο : «Όσοι έκαναν αδικίες κάτω από το φώς του ήλιου, οι ξιπασμένοι, ρίχνονται κάτω από την πεδιάδα του Κωκυτού, στον παγωμένο Τάρταρο».
Με αυτά σαφώς φαίνεται να προαναγγέλλει τις πλατωνικές ταξινομήσεις σχετικά με τους κλήρους κάτω από την γη, όπως ακριβώς και τις σχετικές με τις μετεμψυχώσεις. Αν όμως ο Πλάτων αυτά τα ορίζει ακολουθώντας τον Ορφέα, δεν είναι παράλογο ο αρχηγέτης τούτων των δογμάτων, ως προς τα οποία η πλατωνική φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις υπόλοιπες, να κατεβάζει σε άλογα ζώα και να δημιουργεί ψυχή κύκνου; Ο ίδιος ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 40.e» λέει ότι η διδασκαλία του Ορφέα για τους Θεούς είναι αξιόπιστη, παρότι λέγεται δίχως αληθοφανείς λόγους και αποδείξεις, σαν να γνωρίζει πολύ καλά δια ένθεης επίνοιας τα σχετικά με τους θεούς που είναι πατέρες, όποιος υπήρξε πατέρας της θεογονίας των Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν την πρόθεση αυτή, ανάγει την αλήθεια στους πρώτους οι οποίοι την παρέδωσαν.
--------
Πηγές:
Πρόκλος
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου