Μια συγκινητική περιγραφή του έτους 1880 περίπου από έναν Έλληνα , όταν βρέθηκε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς σε ανασκαφή στο Πειραιά. Διαβάστε με τι πάθος ακρίβεια αλλά και ενθουσιασμό περιγράφει την κληρονομιά των προγόνων του
Μια γενική περιγραφή
Η Αθηνά Παρθένος είναι αριστούργημα της γλυπτικής τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Λέγεται επίσης Αθηνά της Βαρβακείου, επειδή βρέθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1880 κοντά στην Βαρβάκειο Σχολή. Το άγαλμα είναι από μάρμαρο της Πεντέλης. Παριστάνει την θεά Αθηνά. Στέκει όρθια πάνω σε βάθρο. Ο πέπλος που πέφτει με πάμπολλες πτυχές φτάνοντας ως το έδαφος, είναι ανοιχτός στην δεξιά πλευρά. Η μέση είναι ζωσμένη. Η αιγίδα που προστατεύει τον θώρακα φέρει την κεφαλή της Μέδουσας και είναι σκεπασμένη με λέπια, ενώ περιβάλλεται από τα σώματα φιδιών. Την κεφαλή σκεπάζει μια περικεφαλαία που φτάνει ως τον σβέρκο και είναι στολισμένη με άλογα. Στους καρπούς, αντί για κοσμήματα φοράει φίδια. Η παλάμη του δεξιού χεριού είναι ανοιχτή και σαν να κρατάει την αιωρούμενη Νίκη. Μια στήλη υψώνεται από το έδαφος μέχρι το χέρι αυτό, δίνοντας διάσταση στον χώρο. Το αριστερό χέρι ξεκουράζεται στην ασπίδα που είναι όρθια, ελαφρά γερμένη και ακουμπισμένη στην γη. Το άγαλμα που παριστάνει την θεά Αθηνά τα χαρακτηριστικά της είναι η μεγαλοπρέπεια, η φιλειρηνικότητα, αλλά και η πολεμική υπεροχή. Βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά όχι σε μάχη, αφού ο πολεμικός της εξοπλισμός είναι κοντά, αλλά όχι σε χρήση. Ο Φειδίας, με το έργο του αυτό, και ιδίως με το πολύ μεγαλύτερο γνήσιο, που είχε γύρω στα 12 μέτρα ύψος και ήταν ντυμένο με περίπου 1.400 κιλά χρυσάφι και άφθονο έβενο εδραίωσε και καλλιτεχνικά την φήμη του χρυσού αιώνα του Περικλή. Σύμφωνα με την περιγραφή της Ακρόπολης από τον Παυσανία συμπεραίνουμε ότι το άγαλμα είναι αντίγραφο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς του Φειδία που κοσμούσε την Ακρόπολη. Είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που μας δίνει μια πλαστική εντύπωση του υπέροχου πρωτότυπου.
Η διήγηση του Ιακ. Χ. Δραγάτση
Από τριών ήδη ημερών αι Αθήναι, αι από τοσούτων ετών θαυμάζουσαι εν ερειπίοις το ενδιαίτημα της θεότητος εκείνης, ην έταξαν άλλοτε έφορον και προστάτιδα εαυτών, έσχον το ευτύχημα να παραστώσι μάρτυρες της γεννήσεως της Αθηνάς, ουχί πλέον εκ της κεφαλής του πατρός, αλλ’ εκ των σπλάγχνων της μητρός, χάρις εις την υποχώρησιν της μητρός Γης, της μεγάλης γενετείρας, εις το κτύπημα ουχί πλέον του πελέκεως του Ηφαίστου, αλλά της εκ των ανακτόρων τούτου εις χείρας απλού εργάτου περιελθούσης αξίνης από τριών ημερών φιλοξενούσι και πάλιν έτερον κάλλιστον δείγμα της παραστάσεως της θεάς της σοφίας, προσθέσασαι και τούτο εις τα ήδη υπάρχοντα. Ευθύς τότε διά βραχυτάτων ήγγειλα τα κατά το ανευρεθέν έργον· έκτοτε δε μόλις νυν έτυχον καιρού καταλλήλου εις ησυχαιτέραν μελέτην και αντιγραφήν των κατ’ αυτό, άτινα επιχειρώ ενταύθα δι’ όλης της ακριβείας να διεξέλθω, αναγράφων πρώτον μεν τα κατά την περιγραφήν αυτού την τεχνικήν, ευθύς δ’ έπειτα, τα κατά την παράστασιν, την προέλευσιν του έργου, την εργασίαν αυτού και αξίαν.
Α΄. Τεχνική περιγραφή.
Γνωστόν εγένετο ήδη ότι το άγαλμα ανευρέθη κατά την ισοπέδωσιν της προς την βορείαν του Βαρβακείου Λυκείου πλευράν διόδου υπό βάθος ελάχιστον. Ύψος έχει από του άκρου του λόφου της κόρυφος μέχρις άκρας της βάσεως 1,05, βαίνει δ’ επί βάσεως τετραγωνικής περίπου ύψους 0,10, πλάτους 0,40, πάχους 0,30. Εικονίζεται δε διά του αγάλματος τούτου η Αθηνά ισταμένη και στηριζομένη μεν επί του δεξιού ποδός τον δ’ αριστερόν υπεγείρουσα καμπτόμενον προς τα οπίσω και στηριζόμενον ελαφρώς επί άκρων των δακτύλων, τη δεξιά Νίκην έχουσα, την δ’ αριστεράν αναπαύουσα επί της κυκλοτερούς ασπίδος, ηδύ και ήρεμον προς τα πρόσω αποβλέπουσα, και μετά τινος χάριτος, ίσως βεβιασμένης πως, τα χείλη διαστέλλουσα. Η κεφαλή καλύπτεται υπό περικεφαλαίας κρυπτούσης όπισθεν τον αυχένα όλον και εν μέρει και κατά τα πλάγια. Η περικεφαλαία αύτη έφερεν άνω τον συνήθη κόσμον, σφίγγα δηλονότι εν μέσω, ης περιεσώθη το πλείστον εκτός της δεξιάς πτέρυγος (η αριστερά και η κεφαλή σώζονται αποκεκομμέναι). Υπέρ την Σφίγγα υψούτο λόφος ιππιοχαίτης σωθείς αποκεκομμένος από της θέσεώς του και εις τρία τεμάχια, και φέρων ερυθρόν χρωματισμόν επί των επ’ αυτού εγκεχαραγμένων γραμμών, των εικονιζουσών βεβαίως τας σειράς των τριχών εξ ων συνέκειτο· και επί των άλλων δε αυτού, των παραλλήλων του σχήματος της περικεφαλαίας κοσμητικών γραμμών όμοιον φέρει χρώμα. Ένθεν και ένθεν της Σφιγγός υπήρχον οι γρύπες, ων διεσώθη αποκεκομμένος ο αριστερός, του δε δεξιού επί της περικεφαλαίας οι άκροι πόδες. Παρά τους γρύπας και προς το έξω εκατέρου μέρους δύο λεπτά προς τα εμπρός κυρτούμενα και κυκλικώς προς τα έσω εν συστροφή απολήγοντα σώματα, ίσως τα φάλαρα. Όπισθεν ομοίως εκατέρου των γρυπών και απ’ αυτών που αρχόμενα έτερά τινα ελαφρώς καμπυλούμενα λεπτά σώματα, ων το έτερον το όπισθεν του αριστερού γρυπός σώζεται, επί της όπισθεν υπό την περικεφαλαίαν εξερχομένης κόμης αναπαυόμενον, το δ’ έτερον αποκεκομμένον· και ταύτα δ’ ίσως δύναταί τις φάλαρα να ονομάση και το όλον κατά ταύτα κόρυθα τετραφάληρον. Καλώς δ’ ειργασμένας τυγχάνει και οφαλός, το γείσον δηλ. της περικεφαλαίας το υπέρ το μέτωπον, όπερ βραχύ λίαν αφίνεται κατά συνήθειαν μάλλον Ρωμαϊκήν. Το πρόσωπον διετηρήθη άριστα. Ένθεν και ένθεν παρά τα ώτα φαίνεται ικανόν της κόμης μέρος κιτρίνου χρώματος επίχρωσιν φέρον, βαθείας δε τας χωριζούσας γραμμάς ή μάλλον τας εκ της συστροφής των τριχών οπάς.
Οι οφθαλμοί ήσαν κεχρωσμένοι, διατηρείται δε το χρώμα εις αμφοτέρους, μάλιστα δ’ επί του δεξιού, όστις και επί των βλεφάρων τας βλεφαρίδας φέρει δι’ ερυθρών μικρών γραμμών εικονισμένας, και έσωθεν το πάχος αυτών των βλεφάρων χρώματι ομοίως έχει περιγεγραμμένον· και επί του βολβού δε διά γραμμής κυκλικής ερυθράς χωρίζεται η ίρις, ήτις είναι κεχρωσμένη χρώματι κιτρίνω, εις δε το κέντρον η κόρη διά βαθέος κυανού χρώματος δηλούται. Επί του ηρέμα ογκουμένου παρθενικού της θεού στήθους επιβέβληται η αιγίς η φολιδωτή κοσμουμένη υπό όφεων εν συμπλέγματι κατά συμμέτρους αποστάσεις περί αυτήν. Δύο όφεις ωσεί φύλακες κοσμούσι το υπεσχισμένον προς το μέσον του στήθους άνοιγμα του φοβερού τούτου όπλου, ολίγον δ’ υπό τούτους και εν μέσω του στήθους το Γοργόνειον προσβάλλει την όψιν, ου αι οφρύες και τα περί την κεφαλήν ερυθρά. Οι δ’ εν σειρά πέριξ διαθέοντος όφεις εισίν ένδεκα τον αριθμόν, πέντε προς την αριστεράν της θεού πλευράν και εξ προς την δεξιάν. Επί της ούτω κατεσκευασμένης αιγίδος κατέρχονται ένθεν και ένθεν από των ώμων ανά δύο εκατέρωθεν πλόκαμοι μεθ’ ικανής ειργασμένοι λεπτότητος, κίτρινον φέροντες χρωματισμόν. Υπό την αιγίδα ταύτην αναβέβληται η Αθηνά χιτώνα, αχειρίδωτον, επιτρέποντα την απόλαυσιν της γυμνής καλλονής των άριστα ειργασμένων βραχιόνων, ποδήρη, εφ’ ου είνε επιβεβλημένον ιμάτιον αχειρίδωτον επίσης, εζωσμένον περί την οσφύν διά ζώνης εις δύο αντωπούς όφεις αποληγούσης, και σχηματιζόμενον παρά τον δεξιόν και αριστερόν βραχίονα εις κόλπους εκεί μάλλον καταπίπτοντας προς την οσφύν και κάτωθεν ταύτης. Το επίβλημα τούτο φθάνει μέχρι που των μηρών, σχιζόμενον προς την δεξιάν πλευράν εις τέσσαρας κανονικώς και συμμετρικώς εις πτυχάς καταπιπτούσας και εις κομβίον μικρόν αποληγούσας άκρας, ων αι δύο μικρότεραι μέχρι των μηρών διήκουσι, αι δ’ έτεραι μέχρις εδάφους καταπίπτουσι.
Η Αθηνά Παρθένος του Φειδία
Του χιτώνος αι πτυχαί βαρείαι και ξηραί καθέτως καταπίπτουσιν επί του δεξιού ποδός (δύο μεν επί τούτου και δύο ένθεν και ένθεν). Κατά το τέλος της καταπτώσεως των πτυχών επί του δεξιού τούτου ποδός παρατηρείταί τι άξιον σημειώσεως, ότι δηλ. αποτόμως τέμνεται το τέρμα αυτού μόλις εγγίσωσι τον πόδα, εν ω το μήκος άλλως του χιτώνος απήτει πτυχώσεις τινάς, (ως φαίνεται και επί του αριστερού ποδός), ίνα ούτως έλθη εις ανάλογον θέσιν προς τας πτυχάς τας ένθεν και ένθεν του ποδός του δεξιού καταπιπτούσας μέχρις εδάφους. Ο δε αριστερός πους μεγάλην παρουσιάζει την επ’ αυτού ποικιλίαν της εργασίας, φέρων και την λεπτότητα της κινήσεως αποτετυπωμένην επί των πτυχών, και την επιτυχή διαγραφήν του σώματος υπό το ένδυμαα επί δε τούτοις και το βάρος και την μεγαλοπρέπειαν την χαρακτηρίζουσαν την άλλην ενδυμασίαν διά βαρείας καταπιπτούσης από του κεκαμμένου γόνατος πτυχής. Η όπισθεν όψις είναι ήκιστα επιμελημένη. Επί της ράχεως καταπίπτει η κόμη, η εις πλοκάμους έμπροσθεν διατεθειμένη, ανεξέργαστος. Επίσης ανεξέργαστος και η όπισθεν της αιγίδος επιφάνεια, φέρουσα μόνον εκατέρωθεν επί των ωμοπλατών ανά μίαν εξοχήν εν είδει κομβίου μικρού. Και το επίβλημα δε και ο χιτών και η συνέχουσα τας προς το μέσον διευθυνομένας πτυχάς ζώνη αμελώς όλως κατά το αυτό ειργασμένα· αιτία δε τούτου ότι η θεός προσέκειτο ίσως τοίχω τινί του εν ω ίδρυτο οικοδομήματος.
ΤΕΛΟΣ
Υπό Ιακ. Χ. Δραγάτση Καθηγητού του εν Πειραιεί γυμνασίου. 1853-1935
ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Άντολφ Φουρτβένγκλερ (1853-1907) και Heinrich Ludwig Urlichs (1904)
Μια γενική περιγραφή
Η Αθηνά Παρθένος είναι αριστούργημα της γλυπτικής τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Λέγεται επίσης Αθηνά της Βαρβακείου, επειδή βρέθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1880 κοντά στην Βαρβάκειο Σχολή. Το άγαλμα είναι από μάρμαρο της Πεντέλης. Παριστάνει την θεά Αθηνά. Στέκει όρθια πάνω σε βάθρο. Ο πέπλος που πέφτει με πάμπολλες πτυχές φτάνοντας ως το έδαφος, είναι ανοιχτός στην δεξιά πλευρά. Η μέση είναι ζωσμένη. Η αιγίδα που προστατεύει τον θώρακα φέρει την κεφαλή της Μέδουσας και είναι σκεπασμένη με λέπια, ενώ περιβάλλεται από τα σώματα φιδιών. Την κεφαλή σκεπάζει μια περικεφαλαία που φτάνει ως τον σβέρκο και είναι στολισμένη με άλογα. Στους καρπούς, αντί για κοσμήματα φοράει φίδια. Η παλάμη του δεξιού χεριού είναι ανοιχτή και σαν να κρατάει την αιωρούμενη Νίκη. Μια στήλη υψώνεται από το έδαφος μέχρι το χέρι αυτό, δίνοντας διάσταση στον χώρο. Το αριστερό χέρι ξεκουράζεται στην ασπίδα που είναι όρθια, ελαφρά γερμένη και ακουμπισμένη στην γη. Το άγαλμα που παριστάνει την θεά Αθηνά τα χαρακτηριστικά της είναι η μεγαλοπρέπεια, η φιλειρηνικότητα, αλλά και η πολεμική υπεροχή. Βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά όχι σε μάχη, αφού ο πολεμικός της εξοπλισμός είναι κοντά, αλλά όχι σε χρήση. Ο Φειδίας, με το έργο του αυτό, και ιδίως με το πολύ μεγαλύτερο γνήσιο, που είχε γύρω στα 12 μέτρα ύψος και ήταν ντυμένο με περίπου 1.400 κιλά χρυσάφι και άφθονο έβενο εδραίωσε και καλλιτεχνικά την φήμη του χρυσού αιώνα του Περικλή. Σύμφωνα με την περιγραφή της Ακρόπολης από τον Παυσανία συμπεραίνουμε ότι το άγαλμα είναι αντίγραφο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς του Φειδία που κοσμούσε την Ακρόπολη. Είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που μας δίνει μια πλαστική εντύπωση του υπέροχου πρωτότυπου.
Η διήγηση του Ιακ. Χ. Δραγάτση
Από τριών ήδη ημερών αι Αθήναι, αι από τοσούτων ετών θαυμάζουσαι εν ερειπίοις το ενδιαίτημα της θεότητος εκείνης, ην έταξαν άλλοτε έφορον και προστάτιδα εαυτών, έσχον το ευτύχημα να παραστώσι μάρτυρες της γεννήσεως της Αθηνάς, ουχί πλέον εκ της κεφαλής του πατρός, αλλ’ εκ των σπλάγχνων της μητρός, χάρις εις την υποχώρησιν της μητρός Γης, της μεγάλης γενετείρας, εις το κτύπημα ουχί πλέον του πελέκεως του Ηφαίστου, αλλά της εκ των ανακτόρων τούτου εις χείρας απλού εργάτου περιελθούσης αξίνης από τριών ημερών φιλοξενούσι και πάλιν έτερον κάλλιστον δείγμα της παραστάσεως της θεάς της σοφίας, προσθέσασαι και τούτο εις τα ήδη υπάρχοντα. Ευθύς τότε διά βραχυτάτων ήγγειλα τα κατά το ανευρεθέν έργον· έκτοτε δε μόλις νυν έτυχον καιρού καταλλήλου εις ησυχαιτέραν μελέτην και αντιγραφήν των κατ’ αυτό, άτινα επιχειρώ ενταύθα δι’ όλης της ακριβείας να διεξέλθω, αναγράφων πρώτον μεν τα κατά την περιγραφήν αυτού την τεχνικήν, ευθύς δ’ έπειτα, τα κατά την παράστασιν, την προέλευσιν του έργου, την εργασίαν αυτού και αξίαν.
Α΄. Τεχνική περιγραφή.
Γνωστόν εγένετο ήδη ότι το άγαλμα ανευρέθη κατά την ισοπέδωσιν της προς την βορείαν του Βαρβακείου Λυκείου πλευράν διόδου υπό βάθος ελάχιστον. Ύψος έχει από του άκρου του λόφου της κόρυφος μέχρις άκρας της βάσεως 1,05, βαίνει δ’ επί βάσεως τετραγωνικής περίπου ύψους 0,10, πλάτους 0,40, πάχους 0,30. Εικονίζεται δε διά του αγάλματος τούτου η Αθηνά ισταμένη και στηριζομένη μεν επί του δεξιού ποδός τον δ’ αριστερόν υπεγείρουσα καμπτόμενον προς τα οπίσω και στηριζόμενον ελαφρώς επί άκρων των δακτύλων, τη δεξιά Νίκην έχουσα, την δ’ αριστεράν αναπαύουσα επί της κυκλοτερούς ασπίδος, ηδύ και ήρεμον προς τα πρόσω αποβλέπουσα, και μετά τινος χάριτος, ίσως βεβιασμένης πως, τα χείλη διαστέλλουσα. Η κεφαλή καλύπτεται υπό περικεφαλαίας κρυπτούσης όπισθεν τον αυχένα όλον και εν μέρει και κατά τα πλάγια. Η περικεφαλαία αύτη έφερεν άνω τον συνήθη κόσμον, σφίγγα δηλονότι εν μέσω, ης περιεσώθη το πλείστον εκτός της δεξιάς πτέρυγος (η αριστερά και η κεφαλή σώζονται αποκεκομμέναι). Υπέρ την Σφίγγα υψούτο λόφος ιππιοχαίτης σωθείς αποκεκομμένος από της θέσεώς του και εις τρία τεμάχια, και φέρων ερυθρόν χρωματισμόν επί των επ’ αυτού εγκεχαραγμένων γραμμών, των εικονιζουσών βεβαίως τας σειράς των τριχών εξ ων συνέκειτο· και επί των άλλων δε αυτού, των παραλλήλων του σχήματος της περικεφαλαίας κοσμητικών γραμμών όμοιον φέρει χρώμα. Ένθεν και ένθεν της Σφιγγός υπήρχον οι γρύπες, ων διεσώθη αποκεκομμένος ο αριστερός, του δε δεξιού επί της περικεφαλαίας οι άκροι πόδες. Παρά τους γρύπας και προς το έξω εκατέρου μέρους δύο λεπτά προς τα εμπρός κυρτούμενα και κυκλικώς προς τα έσω εν συστροφή απολήγοντα σώματα, ίσως τα φάλαρα. Όπισθεν ομοίως εκατέρου των γρυπών και απ’ αυτών που αρχόμενα έτερά τινα ελαφρώς καμπυλούμενα λεπτά σώματα, ων το έτερον το όπισθεν του αριστερού γρυπός σώζεται, επί της όπισθεν υπό την περικεφαλαίαν εξερχομένης κόμης αναπαυόμενον, το δ’ έτερον αποκεκομμένον· και ταύτα δ’ ίσως δύναταί τις φάλαρα να ονομάση και το όλον κατά ταύτα κόρυθα τετραφάληρον. Καλώς δ’ ειργασμένας τυγχάνει και οφαλός, το γείσον δηλ. της περικεφαλαίας το υπέρ το μέτωπον, όπερ βραχύ λίαν αφίνεται κατά συνήθειαν μάλλον Ρωμαϊκήν. Το πρόσωπον διετηρήθη άριστα. Ένθεν και ένθεν παρά τα ώτα φαίνεται ικανόν της κόμης μέρος κιτρίνου χρώματος επίχρωσιν φέρον, βαθείας δε τας χωριζούσας γραμμάς ή μάλλον τας εκ της συστροφής των τριχών οπάς.
Οι οφθαλμοί ήσαν κεχρωσμένοι, διατηρείται δε το χρώμα εις αμφοτέρους, μάλιστα δ’ επί του δεξιού, όστις και επί των βλεφάρων τας βλεφαρίδας φέρει δι’ ερυθρών μικρών γραμμών εικονισμένας, και έσωθεν το πάχος αυτών των βλεφάρων χρώματι ομοίως έχει περιγεγραμμένον· και επί του βολβού δε διά γραμμής κυκλικής ερυθράς χωρίζεται η ίρις, ήτις είναι κεχρωσμένη χρώματι κιτρίνω, εις δε το κέντρον η κόρη διά βαθέος κυανού χρώματος δηλούται. Επί του ηρέμα ογκουμένου παρθενικού της θεού στήθους επιβέβληται η αιγίς η φολιδωτή κοσμουμένη υπό όφεων εν συμπλέγματι κατά συμμέτρους αποστάσεις περί αυτήν. Δύο όφεις ωσεί φύλακες κοσμούσι το υπεσχισμένον προς το μέσον του στήθους άνοιγμα του φοβερού τούτου όπλου, ολίγον δ’ υπό τούτους και εν μέσω του στήθους το Γοργόνειον προσβάλλει την όψιν, ου αι οφρύες και τα περί την κεφαλήν ερυθρά. Οι δ’ εν σειρά πέριξ διαθέοντος όφεις εισίν ένδεκα τον αριθμόν, πέντε προς την αριστεράν της θεού πλευράν και εξ προς την δεξιάν. Επί της ούτω κατεσκευασμένης αιγίδος κατέρχονται ένθεν και ένθεν από των ώμων ανά δύο εκατέρωθεν πλόκαμοι μεθ’ ικανής ειργασμένοι λεπτότητος, κίτρινον φέροντες χρωματισμόν. Υπό την αιγίδα ταύτην αναβέβληται η Αθηνά χιτώνα, αχειρίδωτον, επιτρέποντα την απόλαυσιν της γυμνής καλλονής των άριστα ειργασμένων βραχιόνων, ποδήρη, εφ’ ου είνε επιβεβλημένον ιμάτιον αχειρίδωτον επίσης, εζωσμένον περί την οσφύν διά ζώνης εις δύο αντωπούς όφεις αποληγούσης, και σχηματιζόμενον παρά τον δεξιόν και αριστερόν βραχίονα εις κόλπους εκεί μάλλον καταπίπτοντας προς την οσφύν και κάτωθεν ταύτης. Το επίβλημα τούτο φθάνει μέχρι που των μηρών, σχιζόμενον προς την δεξιάν πλευράν εις τέσσαρας κανονικώς και συμμετρικώς εις πτυχάς καταπιπτούσας και εις κομβίον μικρόν αποληγούσας άκρας, ων αι δύο μικρότεραι μέχρι των μηρών διήκουσι, αι δ’ έτεραι μέχρις εδάφους καταπίπτουσι.
Η Αθηνά Παρθένος του Φειδία
Του χιτώνος αι πτυχαί βαρείαι και ξηραί καθέτως καταπίπτουσιν επί του δεξιού ποδός (δύο μεν επί τούτου και δύο ένθεν και ένθεν). Κατά το τέλος της καταπτώσεως των πτυχών επί του δεξιού τούτου ποδός παρατηρείταί τι άξιον σημειώσεως, ότι δηλ. αποτόμως τέμνεται το τέρμα αυτού μόλις εγγίσωσι τον πόδα, εν ω το μήκος άλλως του χιτώνος απήτει πτυχώσεις τινάς, (ως φαίνεται και επί του αριστερού ποδός), ίνα ούτως έλθη εις ανάλογον θέσιν προς τας πτυχάς τας ένθεν και ένθεν του ποδός του δεξιού καταπιπτούσας μέχρις εδάφους. Ο δε αριστερός πους μεγάλην παρουσιάζει την επ’ αυτού ποικιλίαν της εργασίας, φέρων και την λεπτότητα της κινήσεως αποτετυπωμένην επί των πτυχών, και την επιτυχή διαγραφήν του σώματος υπό το ένδυμαα επί δε τούτοις και το βάρος και την μεγαλοπρέπειαν την χαρακτηρίζουσαν την άλλην ενδυμασίαν διά βαρείας καταπιπτούσης από του κεκαμμένου γόνατος πτυχής. Η όπισθεν όψις είναι ήκιστα επιμελημένη. Επί της ράχεως καταπίπτει η κόμη, η εις πλοκάμους έμπροσθεν διατεθειμένη, ανεξέργαστος. Επίσης ανεξέργαστος και η όπισθεν της αιγίδος επιφάνεια, φέρουσα μόνον εκατέρωθεν επί των ωμοπλατών ανά μίαν εξοχήν εν είδει κομβίου μικρού. Και το επίβλημα δε και ο χιτών και η συνέχουσα τας προς το μέσον διευθυνομένας πτυχάς ζώνη αμελώς όλως κατά το αυτό ειργασμένα· αιτία δε τούτου ότι η θεός προσέκειτο ίσως τοίχω τινί του εν ω ίδρυτο οικοδομήματος.
ΤΕΛΟΣ
Υπό Ιακ. Χ. Δραγάτση Καθηγητού του εν Πειραιεί γυμνασίου. 1853-1935
ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Άντολφ Φουρτβένγκλερ (1853-1907) και Heinrich Ludwig Urlichs (1904)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου