Τώρα που ο κόσμος αυτός κοντεύει να γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο ψυχών, κόσμος γεμάτος άθλια ή αναιδή, φοβισμένα και ζαρωμένα κορμιά που έχουν χάσει την ψυχή τους μέσα στη στάχτη των εγκόσμιων μεριμνών, εκείνοι που έχουν ακόμα ψυχή, που τη νιώθουν να τους σπαράζει την ύπαρξη και να τρυπά την καρδιά τους με το άσπρο δόντι του Αιώνιου καημού, τώρα, αυτοί οι ζωντανοί έχουν βρεθεί σε κρισιμώτατη θέση. Τι θα κάνουν, τι πρέπει να κάνουν μέσα σ’ ετούτο τον κόσμο όσοι είναι ακόμη ζωντανοί, όσοι δεν ρημάχτηκαν απ’ τον θανάσιμο διχασμό του σώματος απ’ την ψυχή, αυτοί που ζουν ως θαυμαστή και αγωνιώδης ενότητα...;
Αλλά, ετούτοι με τις νεκρές ψυχές είναι λαλίστατοι, θορυβώδεις, χαμογελούν... ανυποψίαστοι για τον αληθινο τους προορισμό και συμφιλιωμένοι με τη δουλεία του θανάτου. Οι έγνοιες τους σταματούν στα υλικά. Διαφεντεύουν άγρια και αδίσταχτα – αφού ο δισταγμός είναι φαινόμενο της ψυχής που αγωνιά - τον θανάσιμο ύπνο τους και πουλιούνται πρόθυμα δεξιά και αριστερά γιατί φοβούνται τη μοναξιά και διψάνε για χρήμα.
Μη τους μιλήσεις για ελευθερία, μη τους μιλήσεις γι’ αγάπη. Αυτά είναι για τους ζωντανούς.
Στους νεκρούς να μιλάς για ταβερνεία, για κλαμπς, για πάρτυ και δεξιώσεις, για σπίτια κι αυτοκίνητα, να μιλάς και να προσανάβεις τους σαρκικούς έρωτες, να τους βεβαιώνεις πως τίποτα δεν υπάρχει μετά απ’ τον κόσμο που βλέπουμε και αγγίζουμε και να τους ξανασπρώχνεις μέσα στους τάφους όπου ζουν.
Θύματα του σύγχρονου, πολύμορφου μηδενισμού, όστρακα αδειανά αφού χάσαν το μαργαριτάρι της ψυχής, απελπισμένα και καχύποτα πλάσματα συμφιλιωμένα με το σκότος και την ηθική αδράνεια.
Μέσα σ’ ετούτο το νεκροταφείο, σ’ αυτή τη χώρα της στάχτης και της πνευματικής σιγής, όσοι ζωντανοί, έχουν χρέος βαρύτατο κι εξουθενωτικό: να προσπαθήσουν να σώσουν τον κόσμο, να μην καταληφθούν από μοιρολατρία, να μην υποταγούν στην απελπισία.
Φέρουν κι αυτοί το βάρος του θανάτου μέσα τους, είναι ντυμένοι μ’ ένα κορμί που έχει ανάγκες και παραφορές, μπαίνουν κι αυτοί σε πειρασμούς γιατί άγιοι δεν είναι. Αλλά, μάχονται. Για την τιμή του πνεύματος, για την τιμή του ανθρώπου, για «την τιμή του Θεού» που τους έπλασε...
Στο σημείο που έχουμε φτάσει, ο κόσμος δεν σώζεται με λόγια και με διαδηλώσεις, αλλά με θυσίες προσωπικές που κατατίθενται σεμνά, μυστικά, χωρίς φανφαρονισμούς...
Είναι φανερό: δεν μιλούμε για απλούς ανθρώπους. Μιλούμε για ήρωες και μάλιστα, σε μιαν εποχή σαφέστατα αντιηρωική. Όταν ο κόσμος βυθίζεται στον παραλογισμό, τότε και ο ηρωισμός φαίνεται ανούσιος και παράλογος , καταγέλαστος ανάμεσα στους πρακτικούς, πονηρούς και σφραγισμένους με την εγωπάθεια ανθρώπους.
Ηρωισμός θα πει να βγεις από τον εαυτό σου κι απ’ τα συμφέροντά του, να κάνεις την υπόθεση της ολότητας υπόθεσή σου και να υψώσεις ψηλά την τίμια περηφάνεια του ανθρώπου που λαχταρά το τέλειο και την ελευθερία. Αλλά και η ζωή και η τέχνη της εποχής είναι γεμάτες από ανθρώπινους τύπους που συσφίγγονται στον εαυτό τους κι αδιαφορούν ουσιαστικά για την πορεία του κόσμου. Νεκροί από ηθική ασφυξία, νεκροί από ατομισμό, νεκροί από απιστία. Και τότε, όλο το βάρος του κόσμου – δεν μπορεί να γίνει αλλιώς - πέφτει στους ώμους των λίγων που απομένουν ζωντανοί.
Αυτοί είναι οι φυσικοί ήρωες. Με την ευγένεια και την ανησυχία τους τροφοδοτούν τον κόσμο με φως, αποκαλύπτουν με τα έργα τους πως η ζωή έχει ακόμη το βαθύ και ιερό της νόημα και πως το να ζεις είναι τρομερή τιμή και ευθύνη. Τους βλέπεις απομακρυσμένους από τις γοητείες και τις ασφάλειες που έχουν οι πολλοί, μονάχους και σιωπηλούς, οργισμένους ή αποτραβηγμένους, με το βλέμμα ν’ αστράφτει απ’ την ανησυχία καθώς νιώθουν τον κόσμο να γλυστράει στο χάος. Ο κόσμος τους έχει σε στενή πολιορκία, μισεί τη μόνωσή τους, μισεί την ακεραιότητά τους, φθονεί την ελευθερία τους. Δεν μπορεί να καταλάβει πως τα οράματα της έντονης πνευματικής τους ζωής τους κρατάνε τόσο όρθιους και τόσο αποφασισμένους και, φιλύποπτος, ψάχνει άλλα να βρει, όμοια μ’ εκείνα τα ρυπαρά που εκείνος έχει, εκείνος ξέρει, εκείνος χρησιμοποιεί...
Αλλά, ετούτοι με τις νεκρές ψυχές είναι λαλίστατοι, θορυβώδεις, χαμογελούν... ανυποψίαστοι για τον αληθινο τους προορισμό και συμφιλιωμένοι με τη δουλεία του θανάτου. Οι έγνοιες τους σταματούν στα υλικά. Διαφεντεύουν άγρια και αδίσταχτα – αφού ο δισταγμός είναι φαινόμενο της ψυχής που αγωνιά - τον θανάσιμο ύπνο τους και πουλιούνται πρόθυμα δεξιά και αριστερά γιατί φοβούνται τη μοναξιά και διψάνε για χρήμα.
Μη τους μιλήσεις για ελευθερία, μη τους μιλήσεις γι’ αγάπη. Αυτά είναι για τους ζωντανούς.
Στους νεκρούς να μιλάς για ταβερνεία, για κλαμπς, για πάρτυ και δεξιώσεις, για σπίτια κι αυτοκίνητα, να μιλάς και να προσανάβεις τους σαρκικούς έρωτες, να τους βεβαιώνεις πως τίποτα δεν υπάρχει μετά απ’ τον κόσμο που βλέπουμε και αγγίζουμε και να τους ξανασπρώχνεις μέσα στους τάφους όπου ζουν.
Θύματα του σύγχρονου, πολύμορφου μηδενισμού, όστρακα αδειανά αφού χάσαν το μαργαριτάρι της ψυχής, απελπισμένα και καχύποτα πλάσματα συμφιλιωμένα με το σκότος και την ηθική αδράνεια.
Μέσα σ’ ετούτο το νεκροταφείο, σ’ αυτή τη χώρα της στάχτης και της πνευματικής σιγής, όσοι ζωντανοί, έχουν χρέος βαρύτατο κι εξουθενωτικό: να προσπαθήσουν να σώσουν τον κόσμο, να μην καταληφθούν από μοιρολατρία, να μην υποταγούν στην απελπισία.
Φέρουν κι αυτοί το βάρος του θανάτου μέσα τους, είναι ντυμένοι μ’ ένα κορμί που έχει ανάγκες και παραφορές, μπαίνουν κι αυτοί σε πειρασμούς γιατί άγιοι δεν είναι. Αλλά, μάχονται. Για την τιμή του πνεύματος, για την τιμή του ανθρώπου, για «την τιμή του Θεού» που τους έπλασε...
Στο σημείο που έχουμε φτάσει, ο κόσμος δεν σώζεται με λόγια και με διαδηλώσεις, αλλά με θυσίες προσωπικές που κατατίθενται σεμνά, μυστικά, χωρίς φανφαρονισμούς...
Είναι φανερό: δεν μιλούμε για απλούς ανθρώπους. Μιλούμε για ήρωες και μάλιστα, σε μιαν εποχή σαφέστατα αντιηρωική. Όταν ο κόσμος βυθίζεται στον παραλογισμό, τότε και ο ηρωισμός φαίνεται ανούσιος και παράλογος , καταγέλαστος ανάμεσα στους πρακτικούς, πονηρούς και σφραγισμένους με την εγωπάθεια ανθρώπους.
Ηρωισμός θα πει να βγεις από τον εαυτό σου κι απ’ τα συμφέροντά του, να κάνεις την υπόθεση της ολότητας υπόθεσή σου και να υψώσεις ψηλά την τίμια περηφάνεια του ανθρώπου που λαχταρά το τέλειο και την ελευθερία. Αλλά και η ζωή και η τέχνη της εποχής είναι γεμάτες από ανθρώπινους τύπους που συσφίγγονται στον εαυτό τους κι αδιαφορούν ουσιαστικά για την πορεία του κόσμου. Νεκροί από ηθική ασφυξία, νεκροί από ατομισμό, νεκροί από απιστία. Και τότε, όλο το βάρος του κόσμου – δεν μπορεί να γίνει αλλιώς - πέφτει στους ώμους των λίγων που απομένουν ζωντανοί.
Αυτοί είναι οι φυσικοί ήρωες. Με την ευγένεια και την ανησυχία τους τροφοδοτούν τον κόσμο με φως, αποκαλύπτουν με τα έργα τους πως η ζωή έχει ακόμη το βαθύ και ιερό της νόημα και πως το να ζεις είναι τρομερή τιμή και ευθύνη. Τους βλέπεις απομακρυσμένους από τις γοητείες και τις ασφάλειες που έχουν οι πολλοί, μονάχους και σιωπηλούς, οργισμένους ή αποτραβηγμένους, με το βλέμμα ν’ αστράφτει απ’ την ανησυχία καθώς νιώθουν τον κόσμο να γλυστράει στο χάος. Ο κόσμος τους έχει σε στενή πολιορκία, μισεί τη μόνωσή τους, μισεί την ακεραιότητά τους, φθονεί την ελευθερία τους. Δεν μπορεί να καταλάβει πως τα οράματα της έντονης πνευματικής τους ζωής τους κρατάνε τόσο όρθιους και τόσο αποφασισμένους και, φιλύποπτος, ψάχνει άλλα να βρει, όμοια μ’ εκείνα τα ρυπαρά που εκείνος έχει, εκείνος ξέρει, εκείνος χρησιμοποιεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου