Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Τι Είναι Ζωντανός Άνθρωπος;

Demian__Hermann HesseΤι Είναι Ένας Ζωντανός Άνθρωπος;

Τι είναι πραγματικά ένας ζωντανός άνθρωπος; Για να διηγηθώ τη ζωή μου, πρέπει να ξεκινήσω από τα πολύ παλιά χρόνια. Αν μου ήταν μπορετό, έπρεπε να πάω πολύ πίσω, ώς τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας κι ακόμα πιο μακριά, στις ίδιες τις ρίζες της καταγωγής μου.

Οι λογοτέχνες, όταν γράφουν μυθιστορήματα, φροντίζουν να φαίνονται σαν θεοί και πιστεύουν πως μπορούν την κάθε ανθρώπινη ιστορία να την εξετάζουν και να την περιγράφουν με όλες τις λεπτομέρειες και συνάμα να την παρουσιάζουν με τέτοιο τρόπο, που μόνο ο Θεός θα μπορούσε να τη διηγηθεί, χωρίς σκοτεινά σημεία και με όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα. Κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το κάνω, όπως άλλωστε και οι λογοτέχνες πολύ λίγο το καταφέρνουν.

Αλλά η ιστορία μου είναι πολύ πιο σημαντική από την ιστορία ενός οποιουδήποτε άλλου λογοτέχνη. Γιατί είναι μια ιστορία πέρα για πέρα δική μου. Πρόκειται για την ιστορία ενός πραγματικού, ζωντανού και μοναδικού ανθρώπου, κι όχι για έναν πλαστό, υποτιθέμενο ή ιδανικό ήρωα. Σήμερα λιγότερο από κάθε άλλη φορά ξέρουμε τι είναι πραγματικά ένας ζωντανός άνθρωπος. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να εξοντώνουμε κατά μάζες τους ανθρώπους, που ο καθένας τους αποτελεί μια πολύτιμη και μοναδική προσπάθεια της φύσης.

Αν δεν ήμασταν άνθρωποι, με ανεπανάληπτη προσωπικότητα, τότε θα αρκούσε μια σφαίρα να μας εξαφανίσει από τη γη, χωρίς να υπάρχει κανένα νόημα να διηγείται κανείς ιστορίες. Κάθε άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα άτομο, αλλά κάτι το ανεπανάληπτο, το ιδιαίτερο πέρα για πέρα, το πάντοτε σπουδαίο και αξιοσημείωτο κέντρο, όπου διασταυρώνονται τα φαινόμενα του κόσμου, με ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο χαρακτήρα.

Γι’ αυτό ακριβώς η ιστορία του κάθε ανθρώπου είναι σπουδαία, αιώνια, θεία. Γι’ αυτό ο κάθε άνθρωπος, όσο ζει και εκπληρώνει τη θέληση της φύσης, είναι άξιος θαυμασμού και κάθε προσοχής. Στον καθένα μορφοποιείται το πνεύμα, στον καθένα πάσχει η δημιουργία, στον καθένα σταυρώνεται κι ένας λυτρωτής.

»Λίγοι ξέρουν σήμερα τι είναι ο άνθρωπος

Πολλοί όμως το νιώθουν και πεθαίνουν πιο εύκολα, όπως κι εγώ πιο εύκολα θα πεθάνω στην ώρα μου, αφού τελειώσω την ιστορία αυτή.

Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο. Ήμουν ένας ερευνητής και εξακολουθώ ακόμα να είμαι, αλλά δεν ψάχνω την αλήθεια στα αστέρια και τα βιβλία. Αρχίζω να αφουγκράζομαι το αίμα που κυλά μουρμουριστά μέσα στο σώμα μου. Η δική μου ιστορία δεν είναι ευχάριστη ούτε γλυκειά και αρμονική, όπως είναι οι κατασκευασμένες ιστορίες. Φαίνεται να γεύεται το άλογο στοιχείο και τη σύγχυση, την τρέλα και το όνειρο, όπως είναι η ζωή όλων των ανθρώπων που δεν θέλουν να πουν ψέματα.

Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένας δικός του δρόμος, η προσπάθεια για την εύρεση ενός δρόμου, η διαίσθηση πως κάπου υπάρχει ένα μονοπάτι. Κανένας άνθρωπος δεν μπόρεσε να γίνει αυτό που ήθελε ο ίδιος. Όλοι προσπαθούν να γίνουν κάτι, άλλος στα τυφλά, άλλος στα φανερά, ο καθένας όπως μπορεί. Ο καθένας φέρνει μαζί του ως το τέλος τα υπολείμματα από τη γέννησή του, τις μεμβράνες και το κέλυφος του αυγού ενός αρχέτυπου κόσμου.

Πολλοί δεν γίνονται ποτέ άνθρωποι, παραμένοντας βατράχια, σαύρες, μυρμήγκια.

Άλλοι πάλι στο πάνω μέρος είναι άνθρωποι και στο κάτω είναι ψάρια. Αλλά ο καθένας είναι η πορεία της φύσης για τη μορφοποίηση του ανθρώπου. Σε όλους μας είναι κοινές οι ρίζες και οι μάνες. Προερχόμαστε από την ίδια άβυσσο. Αλλά ο καθένας επιδιώκει τον δικό του σκοπό, βγαίνοντας μέσα από τα βάθη της με προσπάθεια και ορμή. Μπορούμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, αλλά ο καθένας ξέρει μόνο ο ίδιος να εξηγήσει τον εαυτό του.»

»Δεν με βαστούσαν τα πόδια να ανεβώ τις σκάλες. Η ζωή μου ήταν κατεστραμμένη. Μου πέρασε από το νου να το βάλω στα πόδια, να μη ξαναγυρίσω πια ή να πάω να πνιγώ. Ζάρωσα στο τελευταίο σκαλί μέσα στο σκοτάδι και αφέθηκα στη δυστυχία μου. Όταν η Λίνα, η υπηρέτριά μας, κατέβηκε με ένα κοφίνι να μαζέψει κούτσουρα για τη φωτιά, με βρήκε σε κακό χάλι.

Την παρακάλεσα να μη φανερώσει τίποτα και ανέβηκα στο σπίτι. Στα δεξιά της τζαμωτής πόρτας κρεμόταν το καπέλο του πατέρα και η ομπρέλα της μητέρας μου. Μία σπιτίσια θαλπωρή, μία τρυφερότητα αναδυόταν από όλα αυτά τα πράγματα. Η καρδιά μου πλημμύρησε ευγνωμοσύνη. Κάπως έτσι θα ένιωθε ο άσωτος γιος σαν αντίκρισε τις γνώριμες κάμαρες του σπιτιού του και αισθάνθηκε τη μυρωδιά τους. Όμως τίποτα από όλα εκείνα δεν μου ανήκε πια.

Ανήκαν στον κόσμο των γονιών μου, εγώ ήμουν βαθειά χωμένος στο βούρκο του άλλου, του ξένου κόσμου. Είχα μπλεχτεί σε κακιές πράξεις, με πολιορκούσαν κίνδυνοι, τρόμος, το σκάνδαλο. Το καπέλο και η ομπρέλα, ο όμορφος από ψαμμόλιθο στρωμένος διάδρομος, το μεγάλο κάδρο πάνω από το ντουλάπι, οι χαρούμενες φωνές των αδελφών μου που έρχονταν από το σαλόνι ήταν πιότερο παρά ποτέ συγκινητικές και λατρευτές μα δεν μου πρόσφεραν πια παρηγοριά, μήτε αποκούμπι, είχαν γίνει κατηγόρια.

Δεν ανήκα πια σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορούσα να συμμετέχω στην χαρμοσύνη και στην γαλήνη. Τα πόδια μου ήταν ρυπαρά. Και ο ρύπος δεν θα έφευγε σκουπίζοντάς τα στο χαλάκι. Με συντρόφευαν σκιές κρυφές από τούτο τον κόσμο του σπιτιού και άλλες πολλές φορές είχα μυστικά και φόβους μα όλα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε τούτα που έσερνα μαζί μου εκείνη την μέρα. Η μοίρα με είχε αρπάξει στα νύχια της, και από τα χέρια που με είχαν αδράξει η μητέρα μου δεν μπορούσε να με προστατεύσει. Της ήταν άγνωστο.

Όποιο κι αν ήταν το κρίμα μου, ψέμα ή κλεψιά, δεν είχε σημασία. Το αμάρτημά μου δεν ήταν τούτο ή το άλλο. Το αμάρτημά μου ήταν πως είχα κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Τι γύρευα με αυτόν; Γιατί υπάκουα στον Κρόμμερ περισσότερο από ότι στον πατέρα μου; Γιατί είχα πει ψέματα για εκείνη την κλεψιά και φόρτωσα πάνω μου ένα έγκλημα σαν να ήτανε μια πράξη ηρωική; Τώρα ο Διάβολος με κρατούσε στην εξουσία του αλλά ο εχθρός παραμόνευε πλάι μου»

»Χάρηκα που με μάλωσε ο πατέρας για τα λασπωμένα παπούτσια μου. Έτσι αποσπάστηκε η προσοχή του, το σοβαρό αμάρτημα πέρασε απαρατήρητο και γλίτωσα με μια επίπληξη που κρυφά μέσα μου την απέδωσα στο άλλο μου παράπτωμα. Στη σκέψη αυτή ένα καινούριο παράξενο αίσθημα γεννήθηκε μέσα μου, ένα δυσάρεστο, σκληρό αίσθημα όλο οδύνη. Ένοιωσα ανώτερος από τον πατέρα μου. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα περιφρόνηση για την άγνοιά του»
»Ένα βράδυ, κι ενώ είχα πέσει στο κρεβάτι, μου έφερε (η μητέρα) ένα κομμάτι σοκολάτα. Ήταν μια ανάμνηση από τότε που – μικρούλης τότε – σαν ήμουν φρόνιμος μου έφερνε παρόμοιες μικρολιχουδιές τη νύχτα. Τώρα στεκόταν εκεί δίνοντάς μου πάλι σοκολάτα. Αισθανόμουν τόσο άσχημα, το μόνο που μπορούσα ήταν να κουνήσω το κεφάλι μου. Με ρώτησε τι συμβαίνει και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Όχι, δεν θέλω τίποτα» κατόρθωσα να ξεστομίσω μόνο. Ακούμπησε τη σοκολάτα στο κομοδίνο και έφυγε. Όταν την επόμενη προσπάθησε να μάθει την αιτία για εκείνο το φέρσιμό μου έκανα πως δεν καταλάβαινα»

 «Ζούσα μέσα στην τάξη και στην ηρεμία του σπιτιού μας, νευρικός, βασανισμένος σαν φάντασμα, δίχως να συμμετέχω στη ζωή των άλλων»
 
«Βρίσκομαι τόσο μακριά από τον ουρανό όπου γεννήθηκα.
Απέραντη νοσταλγία δυναστεύει τις σκέψεις μου.
Τώρα που είμαι τόσο μόνος και θλιμμένος σαν φύλλο στον άνεμο,
μερικές φορές μου έρχεται να κλαίω και μερικές θέλω να γελάω με λαχτάρα»
 
Hermann Hesse

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου