Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ

Ο Γιαννάκος, ένα παιδί κάπου στα δεκαεπτά με δεκαοχτώ χρονώνε, ψηλός μαυρομάτης με μαύρα σπαστά μαλλιά και με δυνατά μπράτσα σαν σκιζάρια πετάγανε τις νεύρες από την δύναμη και την παλικαριά του.
Ήτανε ένα παιδί αρφανό χωρίς μάνα και πατέρα, τον βρήκε μια γυναίκα, η Κυπαρίσσω, στην κάτου βρύση του χωριού ακουμπισμένο στην ρίζα μια ιτιάς διπλωμένο με μια παλιά μεσάλα μέσα σ’ ένα ματαράτσι. Έσκουζε από την πείνα, ήτανε δεν ήτανε σαραντισμένο. Ευτυχώς που δεν έκανε κρύο και δεν ξεπάγιασε κοντά στο νότισμα της βρύσης. Η Κυπαρίσσω, το μάζωξε και το πήρε και μαζί με τα τρία δικά της στο φτωχικό κονάκι τους.
- Άνδρα μου, ο Θεός μας το έστειλε μαζί με τα δικά μας και τούτο. Τι τρία, τι τέσσερα, ψυχούλα είναι κι αυτό, δεν πρέπει να το αφήκουμε στην μαύρη του την μοίρα.
Ο Αντρίκος, δεν έφερε καμιά μα καμιά αντίρρηση, ίσα- ίσα που το καλοδέχθηκε στο φτώχικό του και το μάζωξε με αγάπη.

Ούλο το χωριό, τότενες, προσφέρθηκε να κουμπαριάσουνε με τον Αντρίκο γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και αυτό που έκαμε, με το να συμμαζώξει το βρετό παιδάκι, ο κόσμος τον είχε στα όπα- όπα. Μετά από κάνα δυο μήνους, το βάφτισε και το ’βαλε Γιάννη, επειδής τον βρήκε παραμονές του Αγιανιού του Ριγανά. Ο Γιαννάκος, μεγάλωσε μαζί με τα άλλα παιδιά και τώρα έγινε κοτζάμ άντρουλας. Ποιος το περίμενε, ένα παιδί βρετό να γίνει το καλλίτερο και το ομορφότερο στο χωριό.
Όλα πηγαίνανε μέχρι τότε, μέλι γάλα με τα παιδιά των θετών γονιών και με τα παιδιά του χωριού.
Μια ημέρα, όμως, ήρθε και άλλαξε την μοίρα του Γιαννάκου και όλου του χωριού. Στο χωριό, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, πλακώσανε ένα τσούρμο διακονιαραίοι, από του Ρεκούνι, (σημ. Λευκοχώρι Αρκαδίας) και το βράδυ αφού μαζώξανε ότι τους πρόσφεραν στο χωριό, στρώσανε τα τσόλια τους να κοιμηθούνε στ’ αλώνια του χωριού πιο παρακάτου από την εκκλησούλα του Αγιάννη. Μαζί μ’ αυτούς τους διακονιαραίους, δεν ξέρω πως βρέθηκε σιμά τους, ήτανε και μια καλόγρια. Ήτανε δεν ήτανε καμιά σαρανταριά χρονών, όμως όταν την τήραγες δεν την έκανες πάνου από εικοσιπέντε. Πανέμορφη ψηλή λιγνή σαν πετροπέρδικα, με δυο μάτια που ανάβανε φωτιές, σκέτο σκάνταλο η ευλογημένη, να την πιείς στο ποτήρι! «Θιός Συγχωρέσε με!».
Ευτούνη η ευλογημένη, την πρώτη μέρα από νωρίς το απόγιομα, γυρόφερε την ρούγα και έπιασε την κουβέντα με τις γυναίκες του χωριού. Την άλλη μέρα πάλενες το ίδιο, άρχισε να γνωρίζεται με τις γυναίκες και να κουβεντιάζουνε πολλά και διάφορα. Την άλλη μέρα ήτανε παραμονές της Σωτήρος, το απόγιομα πήγε στην εκκλησία για τον εσπερινό και ανήμερα της Σωτήρος πήγε πάλενες στην εκκλησία εκεί που είχε μαζωχτεί ούλο το χωριό. Μόλις απολειτούργησε ο παπάς, ο κόσμος βγήκε στην πλατεία του χωριού και παρέες- παρέες κουβεντιάζανε αστειευόσαντε πίνανε τα ποτά τους στο καφενείο, όπως γίνεται στο χωριό μας κάθε τρανή γιορτή.
Η καλόγρια, τρούπωσε και αυτή μέσα στον κόσμο, μιας και είχε αποκτήσει γνωριμίες και κουβέντιαζε με τις γυναίκες. Ευτούνη, κάτι τις έψαχνε και ρωτούσε απ’ όξω απ’ όξω, άμα γνωρίζει κανένας για ένα παιδί μούλικο, αλλά, κανένας δεν της ανέφερε για τον Γιάννη. Το μυαλό τους πάγαινε σε κανένα μικρό παιδάκι, αλλά που στο χωριό δεν ήτανε τέτοιο πράμα.
Εκεί που κουβέντιαζε με τις γυναίκες κάπου κατά τύχη θες πέστο από το Θεό ήτανε, δεν νογάω και δεν μπορώ να πάρω όρκονε, σταυρωθήκανε οι ματιές της καλόγριας και του Γιάννη σαν αστροπή. Φωτιά και οι δύο, λες και σμίξανε μπαρούτι με φωτιά. Τι το θελε η ευλογημένη η καλόγρια; Άναψε για τα καλά τον Γιάννη. Και εκείνος του λόγου του, δεν πάγαινε πίσω, το ίδιο λες και γνωριζόσαντε από χρόνια. Πως τα κάνανε πως τα καταφέρανε αγαπηθήκανε και από ότι είπανε το βράδυ ακουμπέτι σμίξανε. Την άλλη μέρα, το ίδιο ο Γιάννης και η καλόγρια, γίνανε το σούσουρο στο χωριό. Ούλο το χωριό ευτούνη την κουβέντα είχανε, τα λόγια και τα κουτσομπολιά πηγαίνανε και ερχόσαντε από στόμα σε στόμα.
Οι διακονιαραίοι αφού δεν βρίσκανε τίποτα άλλο, τα μαζώξανε και φύγανε για άλλο τόπο, όμως η καλόγρια άφαντη δεν φανίστηκε πουθενά. Κάπου την είχε τρουπώσει ο Γιάννης όπως μολογάγανε και «βγάνανε τα φωτερά τους».
Το κοντόβραδο, λίγο πριν γείρει ο ήλιος, την είδανε στο ξωκκλήσι του Αγιάννη να κάθεται όξω από την πόρτα στεναχωρημένη και να κλαίει του καλού καιρού. Τότενες, η γριά- Θανάσω που γύρναγε από τα μνήματα, που είχε πάει ν’ ανάψει ένα κεράκι του μακαρίτη του άντρα της, μόλις την είδε την ζύγωσε και της έπιασε την κουβέντα. Η γριά- Θανάσω ήτανε παμπόνηρη γυναίκα, διαβόλου κάλτσα αλλά και σοβαρή. Της είπε γιατί κάθεται και κλαίει και γιατί είναι στεναχωρεμένη και εκείνη της εξομολογήθηκε, ότι παρά την θέλησή της, έπεσε σε τρανή αμαρτία που έμπλεξε με τον νεαρό τον Γιάννη.
Η γριά- Θανάσω της είπε ότι ευτούνες είναι αδυναμίες του σώματος και άμα θα προσευχηθεί ο Θεός θα την συγχωρέσει. Τότε,, η καλόγρια, άρχισε να αποκτάει εμπιστοσύνη στην γριά- Θανάσω και άρχισε να της εξομολογιέται. Η γριά την καθησύχασε και της είπε να πάνε στο σπίτι της να την φιλοξενήσει για το βράδυ και ταχιά άμα ξημερώσει ο Θεός βλέπουνε τι θα κάνουνε.
Το βράδυ η γριά- Θανάσω έφτιασε λίγο φαγάκι φάγανε και πιάσανε την κουβέντα. Πες η μια, πες η άλλη φτάσανε, γιατί ρώταγε η καλόγρια για μούλικο παιδί. Η γριά της είπε ότι μούλικο στο χωριό δεν υπάρχει, όμως της μολόησε ότι έχουνε ένα παιδί βρετό[1], που το βρήκανε στην βρύση του χωριού και της είπε και την ημέρα και πότε. Η καλόγρια, ταράχθηκε την έπιασε μις κρυάδα και ένα τρέμουλο λες και έκανε λουτρό με μπαγιατωμένο νερό. Η γριά- Θανάσω, μόλις την είδε τα έχασε, αλλά δεν είπε τίποτις, κατάλαβε ότι κάτι το σοβαρό συμβαίνει και ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Όμως η γριά, που της έκοβε το μυαλό της, κράτησε τα λόγια της και δεν ξαπολύθηκε, μιας και ήξερε για τα πάρε δώσε της με τον Γιάννη.
Η καλόγρια, συνήλθε και φαινότανε ότι καθότανε σε αναμμένα κάρβουνα και περίμενε πως και πως να μάθει, όσα περισσότερα μπορούσε, από το στόμα της γριάς για το παιδί. Η γριά έκανε μια γκέλα και της είπε ψέματα δηλαδής ότι το παιδί πέθανε μετά από λίγο καιρό και το θάψανε στα κιβούρια του χωριού, αλλά πάνε πολλά χρόνια και κανείς δεν θυμάται το κιβούρι του γιατί ήτανε πρόχερο και δεν τον περιποιούτανε κανείς.
Η καλόγρια τότε ’ξαμόλησε η γλώσσα της και της μολόγησε ότι ήτανε δικό της παιδί. Της είπε ότι ήτανε ορφανή από πατέρα και η μάνα της τραβιώτανε πως θα ζήσει την μονάκριβη τσούπα της. Τότε που ήμουνα κάπου δεκάξι χρονώνε, η μάνα μου είχε κατεβεί στο λαγκάδι για να πλύνει μαλλιά για να φτιάχνει κανένα στρωσίδι για την προίκα μου. Εγώ κίνησα να πάω στο λαγκάδι εκεί με ξεγέλασε κάποιος μασκαράς και με τρούπωσε σε μια παλιοκαλύβα με γονάτισε κάτου και με γκάστρωσε παρά την θέλησή μου. Εκείνος ήτανε παντρεμένος με τρία παιδιά από το ……… (τάδε) χωριό. Μόλις έκιωσε την μασκαροσύνη του, μου είπε να μην μαρτυρήσω τίποτις, γιατί αν ακούσει κουβέντα θα με ξεκάμει. Εγώ από τον φόβο μου δεν μαρτύρησα τίποτις στην μάνα μου. Το τι μεγάλο βάσανο πέρασα ένα Θεός το ξέρει, όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι γκαστρωμένη και μετά από κάμποσους μήνους που φούσκωσε η κοιλιά μου δεν μπόρηγα να κάνω αλλιώς το μαρτύρησα στην μάνα μου. Το τι έγινε δεν μπορώ να σου ειπώ. Εκείνη με μάλωσε γιατί δεν της το μαρτύρησα από νωρίτερα να πάμε σε μια μαντζώραινα να το ρίξουμε. Η μάνα μου τότενες πήγε και βρήκε εκείνο που την γκάστρωσε για να κουβεντιάσουνε. Εκείνος, δεν έκαμε τίποτα καλά και της είπε ότι αν βγάλουνε καμιά βρώμα στο χωριό θα τις σκοτώσει και τις δύο.
Μετά από αυτό, μια μέρα, με αντάμωσε, κατά τύχη, όξω μακριά από το χωριό και με ξυλοφόρτωσε, για να πέσει το παιδί αλλά εκείνο το πρωινό, όσο ξύλο κι αν μου έριξε, δεν το κατάφερε να πέσει. Μετά μου παρήγγειλε ότι αν βγάλω τσιμουδιά θα σκοτώσει και μένα και το παιδί. Όμως μια θεια μου, που γνώριζε τι μασκαράς είναι εκείνος, με πήρε και με έκρυψε στο σπίτι της για κάνα δυο τρεις μήνους μέχρι να γεννήσω. Και τότενες μόλις το γέννησα, ύστερα από λίγες μέρες παραμονή του Αγιαννιού του Ριγανά, χωρίς να μαρτυρήσω τίποτα σε κανένα, το έφερα στο χωριό και το άφηκα στην βρύση, γιατί εκεί θα πηγαίνανε για το αμίλητο νερό εκείνη την ημέρα και θα το βρίσκανε.
Κρύφθηκα, πίσω από μια βατουκλιά και περίμενα να ιδώ τι θα γίνει. Σε κάποια στιγμή είδα μια γυναίκα να το παίρνει, έκανα την προσευχή μου, ευχαρίστησα τον Αγιάννη και αφού έφυγε η γυναίκα με το μωρό, εγώ έκλαψα πολύ και μετά από λίγη ώρα γύρισα και χάθηκα μέσα στον λόγγο. Μετά από αυτό να μείνω στο χωριό, δεν με σήκωνε ο τόπος και τότενες πήρα τα μάτια μου, έφυγα και πήγα και τρούπωσα σε ένα μοναστήρι.
Όμως το μυαλό μου δεν κούρνιασε ποτέ, βούιζε μέσα μου από την σκέψη για το παιδί μου. Όταν κατάλαβα ότι το παιδί μου θα έχει γίνει άντρας πια, παράτησα το μοναστήρι και το πήρα ψάχνοντας να το βρω. Επειδή το μοναστήρι ήτανε πολύ μακριά απάντησα στον δρόμο κάτι διακονιαραίους που θα ερχόσαντε κατά εδώ κοντά στον τόπο μας και τους ζήτηξα να με πάρουν κοντά μέχρι να φτάσω εδώ.
Η γριά- Θανάσω, αφού νόησε για ποιο μιλάει, την άφηκε λίγο να μαλακώσει η ψυχή της και της είπε ότι το παιδί της τότενες το βρήκε η Κυπαρίσσω του Αντρίκου και να πάει να την ρωτήσει.
Η καλόγρια, δεν στάθηκε καθόλου, ευχαρίστησε την γριά- Θανάσω και αφού την ρώτησε που είναι το σπίτι της Κυπαρίσσως, από την τρανή αγωνία της, κίνησε μέσα στο σκοτάδι να πάει να μάθει για το παιδί της και να την ευχαριστήσει για ότι έγινε.
Μόλις ζύγωσε στο πορτόξυλο, βάρεσε την πόρτα και της άνοιξε ο Γιάννης. Μόλις την είδε μπροστά στην πόρτα του πάγωσε και της έκανε νόημα, για να μην τον πάρουν χαμπάρι τα γερόντια, να φύγει και να πάει εκεί που της είχε δείξει. Ευτούνος, νόμιζε πως η καλόγρια ήρθε στο σπίτι του για άλλη δουλειά, που να πάει το μυαλό του τι συνέβαινε γύρω του;
Εκείνη όμως πουθενά ακούνητη, έκανε τρανό σαματά και δεν έκανε ούτε βήμα πίσω και τότε βγήκανε και οι δυο τους όξω για να ιδούν τι διάβολο γίνεται. Ο γέρο- Αντρίκος μόλις την αντίκρισε, της είπε να περάσει μέσα στο κονάκι τους και ότι είναι καλοδεχούμενη. Η καλόγρια, κοντοστάθηκε για λίγο, όμως ήθελε να βρει την άκρη και χωρίς άλλη κουβέντα μπήκε στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι που μόλις είχανε αποκιώσει το φαγητό. Ο γέρος τότενες την ρώτησε κάνα δυο φορές αν πεινάει και εκείνη έκανε νεύμα ότι δεν θέλει και ευχαρίστησε τον γέρο.
Ο γέρο- Αντρίκος τα τρία δικά του παιδιά τα είχε παντρεμένα και έμενε τώρα με τον Γιάννη που τον έλεγε στερνοπούλι και την γριά του. Μόλις κάτσανε και ησυχάσανε, η καλόγρια τους ανέφερε για το παιδί που βρήκανε στην βρύση και που το πήρανε και ήθελε να τους ευχαριστήσει που το περιποιηθήκανε και τους ανέφερε ότι γνώριζε ότι πέθανε και ζήτησε από την Κυπαρίσσω να της δείξει το κιβούρι. Ο γέρο- Αντρίκος, σαν καλός άνθρωπος και σοβαρός που ήτανε, την ρώτησε να της ειπεί με μπέσα ποιος τις τα είπε και εκείνη τους είπε ότι τα έμαθε από την γριά- Θανάσω. Τότενες, ο γέρο- Αντρίκος, κατάλαβε τη σκέψη της γριά- Θανάσως και της είπε ότι δεν θυμούνται που έχει ταφεί το παιδί, γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος, και μάλιστα της είπε ότι τότε πολλά παιδιά πεθάνανε από την πείνα και από αρρώστιες και δεν ξέρει το κιβούρι του παιδιού της. Η καλόγρια τους ευχαρίστησε έφυγε αι χάθηκε στο σκοτάδι.
Στο σπίτι του γέρο- Αντρίκου έγινε τρανή ανακατωσούρα, τόση που το κονάκι τους δεν ξανά είχε ζήσει. Ο δε Γιάννης μόλις συνειδητοποίησε τι έχει συμβεί, που ήξερε για τα καλά το ιστορικό του, μουρλάθηκε σκέτη αδιόρθωτη και τρανή συμφορά!
Τι πάθανε οι άνθρωποι στα καλά καθούμενα;
-Γιάννη μου! του λέει η μάνα του η Κυπαρίσσω. Νογάς, τι συμφορά σίμωσε απόψε στην πόρτα μας;
Ο Γιάννης, τι να ειπεί, όχι μόνο κατάλαβε, αλλά είχε γίνει κίτρινος σαν το κερί, λες και είχε χαθεί το αίμα από τις φλέβες του.
Ούλη την νύχτα τα γερόντια δεν κλείσανε μάτι.
Ο Γιάννης, έφυγε και πήγε στο παλιομουτούπι, που είχανε πιο πέρα από τα αλώνια και βρήκε την καλόγρια να έχει πετάξει τον κεφαλόδεσμο από το κεφάλι της και να κλαίει ασταμάτητα. Μόλις την ζύγωσε, εκείνη του έλεγε για το παιδί της που το άφησε και χάθηκε έτσι χωρίς να το βοηθήσει και χωρίς να μπορεί να βρει το κιβούρι του, να του ανάψει ένα κεράκι.
Ευτούνος, αφού έτσι κι αλλιώς δεν γινότανε, πήρε την τρανή απόφαση και της ξομολογήθηκε ότι αυτός είναι το παιδί της και όσο για τον πεθαμό του, είναι ούλα ψέματα.
-Μα τι μου λες Γιάννη μου, τι μου λες τώρανες και με σφάζεις;
Δεύτερη και τρανότερη φαρμακίλα για την καλόγρια. Τώρα είναι που πάγωσε για τα καλά και σπαρτάραγε σαν το ζωντανό ψάρι στην στεριά. Ο Γιάννης, με ένα κύπελλο της έριξε νερό στα μούτρα και την ένιψε. Μετά από λίγο συνήλθε και έβαλε το κεφάλι της μέσα στο πόδια της και έκλαιγε απαρηγόρητα, φωνάζοντας: «Γιατί- γιατίίί, σε εμένα Θεέ μου;»
Ο Γιάννης, μετά από λίγη ώρα την κάλεσε να πάνε να μείνουνε στο σπίτι του, μέχρι να ξημερώσει, να ιδούνε και να κουβεντιάσουνε τι θα κάνουνε η καλόγρια αρνήθηκε πεισματικά. Και για να μην ξημερωθεί στο μουτούπι με την καλόγρια και φουσκώσουνε πλιότερο τα κουτσομπολιά στο χωριό, έφυγε και πήγε στο σπίτι του.
Την άλλη μέρα το πρωί, κάνα δυο κυνηγοί από το χωριό, σηκώθηκαν αχάραγο να πάνε να βαρέσουνε ένα λαγό που σύχναζε στα βαρκά στην ποταμιά. Μόλις ροβολήκανε το καλντερίμι, φθάσανε σιμά στην βρύση του χωριού. Εκεί, βρήκανε την καλόγρια φουρκισμένη με μια κόζινη τριχιά να κρέμεται από τον πλάτανο, που ήτανε παρέκει, εκεί που είχε αφήκει πριν πολλά χρόνια το μονάκριβο μωράκι της.
Την ξεκρεμάσανε και δώκανε και μαντάτο στο χωριό για το κακό που τους βρήκε. Ο Γιάννης μόλις το έμαθε μουρλάθηκε, πήγε στην βρύση την φέρανε στο χωριό την κλάψανε και την άλλη μέρα την θάψανε στα μνήματα. Ευτούνος ο κουρούνης το ίδιο βράδυ έγινε καπνός από το χωριό, τον ψάξανε οι δικοί του, αλλά ποτέ δεν τον βρήκανε. Άλλοι λέγανε ότι πήρε τα μοναστήρια, άλλοι ότι πήρε τα μάτια του και έφυγε για αλαργινό τόπο και άλλοι ότι σκοτώθηκε, κανένας δεν έμαθε την αλήθεια τι απόγινε ο μαύρος Γιάννης.
Όπως μολογάγανε οι παλιότεροι, ότι κάποτε μετά από πολλά χρόνια, ένας γέρος με μεγάλα μαλλιά και γένια, είχε έρθει και κρυβότανε στους λόγγους του χωριού και κάπου- κάπου την νύκτα και πήγαινε έβγαινε στην βρύση και μοιρολόγαγε. Και όπως ήρθε έτσι μια μέρα χάθηκε.

ΚΑΛΟΓΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ
Καλόγρια εχ’ ώμορφο γυιό, κι’ ώμορφο παλληκάρι,
-άϊ ματάκια μου και γυιέ μου
Τον εζηλεύει η γειτονιά, τον εζηλεύ’ ο κόσμος,
τον εζηλεύει εζηλεύ’ ο σιούπασης πρώτον για να τον βάλη,
τον εζηλεύ’ η μάνα του, θέλει να τον επάρη.
Δεν έχει πώς να του το ειπή, να του το μαρτυρήση.
-Σιούκου, γυιέ μου, να πέσωμε τα δυό να κοιμηθούμε.
- Για σιώπα, μάνα, μη το λές, και μη το κουβεντιάζης,
γιατί μας ’κούει ο θεός, τρεις χρόνους δεν σταλάζει,
γιατί μας ’κούει κι’ η μαύρη γής, τρείς χρόνους δεν ανθίζει,
γιατί μας ’κούνε και τα πουλιά, τρείς χρόνους δεν λαλούνε
γιατί μας ’κούν και τα κλαργιά, τρείς χρόνους δεν ανοίγουν.
-------------------------
[1] Τα παλαιότερα χρόνια, Βρετό, λέγανε το παιδί που το παράτησε κάποιος άγνωστος και το βρήκε και το υιοθέτησε κάποια οικογένεια. Πολλές φορές του δίνανε και το επώνυμο Βρεττός (υπάρχει σήμερα μεγάλη οικογένεια με αυτό το επώνυμα στο χωριό Κουτσοχέρα Ωλένης).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου