-Θα ήθελα να ήμουν πουλί, είπες, να άνοιγα τα φτερά μου και να πετούσα μακριά.
Μακριά από όσα με πονούν, μακριά από ότι ματώνει τα ματιά μου.
Εκεί ψηλά, που ο αέρας εξευγενίζει τις μυρωδιές των ανθρώπων κι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται, είναι αυτός που αφήνουν τα σύννεφα την ώρα που διαλύονται.
-Γιατί; σε ρώτησα.
-Γιατί τα πουλιά είναι ελευθέρα. Δες τα πόσο αμέριμνα πετούν. Κοίταξε Τις φτερούγες τους. Μόνο μια ματιά αρκεί, για να συλλάβεις την αρμονία που κρύβεται κάτω από το ζύγιασμα των φτερών τους. Και κάθε φορά που ανοίγουν αυτά τα μεγαλειώδη φτερά, ένα νέο ταξίδι ξεκινά. Κάθε φορά και διαφορετικό. Ανάλαφρο και ανεπιτήδευτο, σαν τον άνεμο που τα καθοδηγεί.
Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πάλι ότι πετούσα. Πως είχαν φυτρώσει δυο φτερά στην πλάτη μου, μεγάλα σαν αγγέλου και άνοιγα τα χέρια μου για να τα δοκιμάσω.
Φοβήθηκα πως θα με βάραιναν, μα ήταν φτιαγμένα από πούπουλα κι όταν τα άνοιξα, η σκιά τους σκέπασε το θλιβερό δωμάτιο και βρέθηκα σε μια κορυφή, τόσο ψηλή, που από κει αντίκριζα όλο τον κόσμο. Έμοιαζε γκρίζος και μουντός, όπως ο ουρανός όταν βρέχει κι όλες μου οι αντιστάσεις κάμφθηκαν. Έλεγα πως έτσι που έγινε τώρα πια, ίσως και να του αξίζει να φύγω μακριά του.
Και μόνο με αυτή τη σκέψη, οι φτερούγες μου άνοιξαν, δίχως τη θέληση μου κι εγώ βρέθηκα να πετώ πάνω από πολιτείες έρημες από παιδιά, όπου κανένα γέλιο δεν αντηχούσε, πάνω από πόλεις που μύριζαν μπαρούτι και φόβο, όπου καμιά γυναίκα δεν είχε άντρα, πάνω από άδειες από ψάρια θάλασσες, που έμοιαζαν γυάλινες και πάνω από σπίτια που έσταζαν φρέσκο αίμα και εκδίκηση.
-Και δεν φοβήθηκες;
-Όχι, για μια στιγμή μόνο δείλιασα ,σαν αναλογίστηκα πως πετούσα μόνος μου προς την δική μου ελευθερία, δίχως να σκεφτώ να βάλω κάποιον κάτω από τις φτερούγες μου.
Ίσως εκείνο το παΐδι που υπέφερε από τα βάναυσα χτυπήματα του πατέρα του, ή το μικρό κορίτσι στην έρημο, που έκλαιγε πάνω από το κουφάρι της μάνας του, ή τον άντρα που σκεπτόταν να βάλει τέρμα στη ζωή του γιατί είχε χάσει τα πάντα, ή εκείνη τη γυναίκα που ούρλιαζε από συντριβή, δίπλα στα σφαγιασμένα της παιδιά.
-Είναι σκληρός ο κόσμος μας, μα δεν θα μπορούσες να τους σώσεις όλους. Κανείς μας δεν έχει αυτή τη δύναμη.
-Ήμουν πουλί, μα σκεπτόμουν σαν άνθρωπος. Ή μήπως σκεπτόμουν έτσι, γιατί είχα γίνει πια πουλί;
Ήμουν ο άνθρωπος πουλί και τα μάτια μου έβλεπαν κάτω από τις στέγες των ανθρώπων. Βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Κάθε φτερούγισμα μου, με έφερνε ακόμα πιο κοντά στη θλίψη τους. Άγγιζα τη μοναξιά τους.
Κι η μοναξιά τους είχε το άρωμα της εγκατάλειψης και όλα τα σπίτια μύριζαν από σάπια φρούτα, σκουληκιασμένα από τη φθορά του χρόνου. Ακόμα και τα μικρά παιδιά είχαν αυτή τη μυρωδιά, σα να είχαν γεννηθεί με δαύτην, αδίστακτη τα ακολουθούσε, κολλημένη σφιχτά πάνω τους, σαν δεύτερο δέρμα.
Και τότε λύγισα.
Έκλεισα τις φτερούγες μου και κάθισα στη ρίζα ενός δέντρου. Γύρω μου όπου κοιτούσα, καμένη γη. Δέντρα που είχαν πεθάνει όρθια, χώμα στεγνό, άνυδρη γη, χωρίς ζωή. Ερείπιο η καρδιά μου στη μέση του τοπίου.
Και ένιωσα τα φτερά μου να βαραίνουν με κάθε σκέψη μου. Λίγο –λίγο το σώμα μου έγερνε από το βάρος τους και η μέση μου τσακίστηκε από τον κόπο. Ένας φρικτός πόνος με έκοψε στα δυο και έπεσα πάνω στη στεγνή γη.
Κοίταξα τα φτερά μου που είχαν μείνει ανέπαφα και τα είδα να σαλεύουν μόνα τους, λες και είχαν τη δική τους βούληση, που δεν την όριζε η δική μου. Αυτό είναι το σημάδι, είπα.
Ήμουν ο άνθρωπος πουλί και έπρεπε να πετάξω.
-Και τι έκανες;
-Σηκώθηκα αργά και άνοιξα διάπλατα τις φτερούγες μου στον ήλιο. Η σκιά τους κάλυψε τα δέντρα και τις ενοχές μου.
Θα έκανα πάλι την ίδια διαδρομή και θα μάζευα έναν- έναν τους ανθρώπους, κάτω από τα φτερά μου.
Όλους αυτούς που επιθυμούν να πετάξουν μακριά από την αδικία και δεν έχουν τρόπο.
Αυτούς που πασχίζουν καθημερινά να αλλάξουν τον κόσμο και μένουν μόνοι τους τις νύχτες, να παιδεύονται από τα οράματα που δεν μπορούν να πραγματώσουν.
Εκείνους που μοχθούν για μια καλύτερη ζωή, όταν η ίδια η ζωή τους έχει φυλακίσει σε ένα σώμα που δεν υπακούει.
Τα παιδιά που παλεύουν για την επιβίωση τους, αντιμέτωπα με το γκρίζο φάντασμα της πείνας και του ρατσισμού.
Τις μανάδες που αντιστέκονται στην εξαθλίωση και μηχανεύονται κάθε μέρα νέους τρόπους, για να κρατήσουν το χαμόγελο των παιδιών τους ζωντανό.
-Και το έκανες;
-Ναι, το έκανα. Κι οι άνθρωποι με καλοδέχτηκαν. Ύψωναν τα χέρια τους να φτάσουν τα φτερά μου.
Κι όταν φώλιαζαν κάτω από τις φτερούγες μου, η μυρωδιά της μοναξιάς τους διαλυόταν. Ένιωθα τους χτύπους από τις καρδιές τους να πάλλονται για πρώτη φορά από ευτυχία, κι ήταν ο χτύπος αυτός ,η πιο γλυκιά μελωδία που έπαιζε το σύμπαν.
Η πιο σπουδαία ανταμοιβή.
Και τότε το κατάλαβα. Θα γίνω ο άνθρωπος πουλί, όχι μονάχα στα όνειρα μου.
Μακριά από όσα με πονούν, μακριά από ότι ματώνει τα ματιά μου.
Εκεί ψηλά, που ο αέρας εξευγενίζει τις μυρωδιές των ανθρώπων κι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται, είναι αυτός που αφήνουν τα σύννεφα την ώρα που διαλύονται.
-Γιατί; σε ρώτησα.
-Γιατί τα πουλιά είναι ελευθέρα. Δες τα πόσο αμέριμνα πετούν. Κοίταξε Τις φτερούγες τους. Μόνο μια ματιά αρκεί, για να συλλάβεις την αρμονία που κρύβεται κάτω από το ζύγιασμα των φτερών τους. Και κάθε φορά που ανοίγουν αυτά τα μεγαλειώδη φτερά, ένα νέο ταξίδι ξεκινά. Κάθε φορά και διαφορετικό. Ανάλαφρο και ανεπιτήδευτο, σαν τον άνεμο που τα καθοδηγεί.
Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πάλι ότι πετούσα. Πως είχαν φυτρώσει δυο φτερά στην πλάτη μου, μεγάλα σαν αγγέλου και άνοιγα τα χέρια μου για να τα δοκιμάσω.
Φοβήθηκα πως θα με βάραιναν, μα ήταν φτιαγμένα από πούπουλα κι όταν τα άνοιξα, η σκιά τους σκέπασε το θλιβερό δωμάτιο και βρέθηκα σε μια κορυφή, τόσο ψηλή, που από κει αντίκριζα όλο τον κόσμο. Έμοιαζε γκρίζος και μουντός, όπως ο ουρανός όταν βρέχει κι όλες μου οι αντιστάσεις κάμφθηκαν. Έλεγα πως έτσι που έγινε τώρα πια, ίσως και να του αξίζει να φύγω μακριά του.
Και μόνο με αυτή τη σκέψη, οι φτερούγες μου άνοιξαν, δίχως τη θέληση μου κι εγώ βρέθηκα να πετώ πάνω από πολιτείες έρημες από παιδιά, όπου κανένα γέλιο δεν αντηχούσε, πάνω από πόλεις που μύριζαν μπαρούτι και φόβο, όπου καμιά γυναίκα δεν είχε άντρα, πάνω από άδειες από ψάρια θάλασσες, που έμοιαζαν γυάλινες και πάνω από σπίτια που έσταζαν φρέσκο αίμα και εκδίκηση.
-Και δεν φοβήθηκες;
-Όχι, για μια στιγμή μόνο δείλιασα ,σαν αναλογίστηκα πως πετούσα μόνος μου προς την δική μου ελευθερία, δίχως να σκεφτώ να βάλω κάποιον κάτω από τις φτερούγες μου.
Ίσως εκείνο το παΐδι που υπέφερε από τα βάναυσα χτυπήματα του πατέρα του, ή το μικρό κορίτσι στην έρημο, που έκλαιγε πάνω από το κουφάρι της μάνας του, ή τον άντρα που σκεπτόταν να βάλει τέρμα στη ζωή του γιατί είχε χάσει τα πάντα, ή εκείνη τη γυναίκα που ούρλιαζε από συντριβή, δίπλα στα σφαγιασμένα της παιδιά.
-Είναι σκληρός ο κόσμος μας, μα δεν θα μπορούσες να τους σώσεις όλους. Κανείς μας δεν έχει αυτή τη δύναμη.
-Ήμουν πουλί, μα σκεπτόμουν σαν άνθρωπος. Ή μήπως σκεπτόμουν έτσι, γιατί είχα γίνει πια πουλί;
Ήμουν ο άνθρωπος πουλί και τα μάτια μου έβλεπαν κάτω από τις στέγες των ανθρώπων. Βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Κάθε φτερούγισμα μου, με έφερνε ακόμα πιο κοντά στη θλίψη τους. Άγγιζα τη μοναξιά τους.
Κι η μοναξιά τους είχε το άρωμα της εγκατάλειψης και όλα τα σπίτια μύριζαν από σάπια φρούτα, σκουληκιασμένα από τη φθορά του χρόνου. Ακόμα και τα μικρά παιδιά είχαν αυτή τη μυρωδιά, σα να είχαν γεννηθεί με δαύτην, αδίστακτη τα ακολουθούσε, κολλημένη σφιχτά πάνω τους, σαν δεύτερο δέρμα.
Και τότε λύγισα.
Έκλεισα τις φτερούγες μου και κάθισα στη ρίζα ενός δέντρου. Γύρω μου όπου κοιτούσα, καμένη γη. Δέντρα που είχαν πεθάνει όρθια, χώμα στεγνό, άνυδρη γη, χωρίς ζωή. Ερείπιο η καρδιά μου στη μέση του τοπίου.
Και ένιωσα τα φτερά μου να βαραίνουν με κάθε σκέψη μου. Λίγο –λίγο το σώμα μου έγερνε από το βάρος τους και η μέση μου τσακίστηκε από τον κόπο. Ένας φρικτός πόνος με έκοψε στα δυο και έπεσα πάνω στη στεγνή γη.
Κοίταξα τα φτερά μου που είχαν μείνει ανέπαφα και τα είδα να σαλεύουν μόνα τους, λες και είχαν τη δική τους βούληση, που δεν την όριζε η δική μου. Αυτό είναι το σημάδι, είπα.
Ήμουν ο άνθρωπος πουλί και έπρεπε να πετάξω.
-Και τι έκανες;
-Σηκώθηκα αργά και άνοιξα διάπλατα τις φτερούγες μου στον ήλιο. Η σκιά τους κάλυψε τα δέντρα και τις ενοχές μου.
Θα έκανα πάλι την ίδια διαδρομή και θα μάζευα έναν- έναν τους ανθρώπους, κάτω από τα φτερά μου.
Όλους αυτούς που επιθυμούν να πετάξουν μακριά από την αδικία και δεν έχουν τρόπο.
Αυτούς που πασχίζουν καθημερινά να αλλάξουν τον κόσμο και μένουν μόνοι τους τις νύχτες, να παιδεύονται από τα οράματα που δεν μπορούν να πραγματώσουν.
Εκείνους που μοχθούν για μια καλύτερη ζωή, όταν η ίδια η ζωή τους έχει φυλακίσει σε ένα σώμα που δεν υπακούει.
Τα παιδιά που παλεύουν για την επιβίωση τους, αντιμέτωπα με το γκρίζο φάντασμα της πείνας και του ρατσισμού.
Τις μανάδες που αντιστέκονται στην εξαθλίωση και μηχανεύονται κάθε μέρα νέους τρόπους, για να κρατήσουν το χαμόγελο των παιδιών τους ζωντανό.
-Και το έκανες;
-Ναι, το έκανα. Κι οι άνθρωποι με καλοδέχτηκαν. Ύψωναν τα χέρια τους να φτάσουν τα φτερά μου.
Κι όταν φώλιαζαν κάτω από τις φτερούγες μου, η μυρωδιά της μοναξιάς τους διαλυόταν. Ένιωθα τους χτύπους από τις καρδιές τους να πάλλονται για πρώτη φορά από ευτυχία, κι ήταν ο χτύπος αυτός ,η πιο γλυκιά μελωδία που έπαιζε το σύμπαν.
Η πιο σπουδαία ανταμοιβή.
Και τότε το κατάλαβα. Θα γίνω ο άνθρωπος πουλί, όχι μονάχα στα όνειρα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου