Το ολικό νόημα μιας δυαδικής επικοινωνίας μεταφέρεται μόνο κατά το 1/3 μέσω της λεκτικής οδού και κατά τα 2/3 μέσω της μη λεκτικής οδού – R.L. Birdwhistell (1970)
Από το σύνολο των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, το 7% γίνεται μέσω της λεκτικής οδού, το 38% μέσω της φωνητικής οδού και το 55% μέσω της λοιπής μη λεκτικής οδού – A. Mehrabian (1971)
Το 90% της διαπροσωπικής επικοινωνίας διεξάγεται μέσω της μη λεκτικής οδού – G. R. Wainwright (1992)
Τι είναι η μη λεκτική επικοινωνία και πώς επιτυγχάνεται; Η μη λεκτική επικοινωνία είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένα άτομο επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη νοητική κατάσταση ή τα συναισθήματα κάποιου άλλου, χρησιμοποιώντας ένα ή περισσότερα μη λεκτικά κανάλια. Όλες οι πηγές μετάδοσης πληροφοριών και συναισθημάτων, εκτός του λόγου, αποτελούν τα κανάλια της μη λεκτικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τους Richmond, McCroskey και Payne (1991), η ολική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μεταδίδοντας το γνωστικό μέρος μέσω της λεκτικής οδού και το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος της επικοινωνίας μέσω της μη λεκτικής οδού. Επομένως, η σωστή χρήση της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την κοινωνική επιτυχία και ιδιαίτερα την επιτυχία των διαπροσωπικών σχέσεων.
Τα μη λεκτικά μηνύματα στους ανθρώπους εκπέμπονται από τρεις βασικές πτυχές. Η πρώτη πηγή είναι η γενική εντύπωση που δημιουργεί το ίδιο το άτομο στους άλλους ανθρώπους. Η γενική εντύπωση του ατόμου σχηματίζεται από την εμφάνιση του σώματός του, τις εκφράσεις του προσώπου του, το βλέμμα του, τις χειρονομίες που κάνει, τις κινήσεις, τον προσανατολισμό και τη στάση του σώματός του, τις αντιδράσεις του στη σωματική επαφή, το μέγεθος του ζωτικού του χώρου, την ενδυμασία του, τη μυρωδιά του σώματός του και άλλα. Η γενική εμφάνιση δίνει, με την πρώτη ματιά, πολλές πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, καθώς και την προσωπικότητα, τον συναισθηματικό κόσμο και τις διαθέσεις του ατόμου. Η δεύτερη πηγή μη λεκτικών σημάτων εντοπίζεται στα μη λεκτικά στοιχεία του λόγου, όπως τον τόνο, τη σταθερότητα, την ένταση και την αλλοίωση της φωνής, την ταχύτητα ροής του λόγου, τις παύσεις, την προφορά και τους διάφορους ήχους εκτός των λέξεων. Η κατηγορία αυτή της μη λεκτικής επικοινωνίας καλείται και “φωνητική επικοινωνία”. Τέλος, η τρίτη πηγή αφορά τα μη λεκτικά μηνύματα που μεταδίδονται από το χώρο στον οποίο ο άνθρωπος εργάζεται, διασκεδάζει ή απλώς συχνάζει, και πολύ περισσότερο από το χώρο στον οποίο κατοικεί και, κατά συνέπεια, διαμορφώνει σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Η αρχιτεκτονική και η διακοσμητική του χώρου, τα έπιπλα, ο φωτισμός, τα χρώματα, ακόμα και οι μυρωδιές του περιβάλλοντος του ατόμου, αποτελούν μέρος της μη λεκτικής επικοινωνίας του. Τα στοιχεία αυτά του χώρου επηρεάζουν έντονα τις διαθέσεις των ανθρώπων και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πρώτων αλλά ισχυρών εντυπώσεων.
Τα μη λεκτικά μηνύματα τα οποία μεταδίδονται από τον ίδιο τον άνθρωπο κατατάσσονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με το βαθμό συνείδησης και ελέγχου που ασκούν επάνω τους τόσο εκείνοι που τα μεταδίδουν όσο και αυτοί που τα λαμβάνουν. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται τα μη λεκτικά σήματα, για την εκδήλωση και την επιρροή των οποίων ούτε ο δότης ούτε ο λήπτης έχουν οποιαδήποτε επίγνωση ή έλεγχο. Κλασικό παράδειγμα ασυνείδητου μη λεκτικού σήματος αποτελεί η διεύρυνση της κόρης των ματιών στα άτομα τα οποία είναι σεξουαλικά ερεθισμένα (δότες). Ασυνείδητη είναι επίσης η σεξουαλική έλξη την οποία προκαλούν τα άτομα με τις διευρυμένες κόρες στους λήπτες του μη λεκτικού αυτού σήματος. Όταν μεταδίδονται τα ασυνείδητα μη λεκτικά σήματα, επηρεάζεται η νοητική και η συναισθηματική κατάσταση του δότη αλλά και του λήπτη, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να το ελέγξουν και χωρίς να γνωρίζουν το γιατί. Σε αντίθεση με τα ζώα, στους ανθρώπους ένα πολύ μικρό κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας εκδηλώνεται αποκλειστικά στο ασυνείδητο επίπεδο. Στην πλειονότητά τους τα ανθρώπινα μη λεκτικά μηνύματα υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει τα σήματα που μεταβιβάζονται και ερμηνεύονται κατά ένα μέρος συνειδητά και κατά ένα μέρος ασυνείδητα. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι το ντύσιμο ενός ατόμου επηρεάζει τη στάση των άλλων απέναντί του, χωρίς όμως να είναι ακριβώς γνωστό το πώς και το γιατί. Τέλος, υπάρχουν μη λεκτικά σήματα τα οποία είναι πλήρως συνειδητά και ελεγχόμενα, όπως, για παράδειγμα, οι υποδείξεις που γίνονται με το δείκτη του χεριού κατά τη διάρκεια της ομιλίας.
Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από συναισθηματικές πιέσεις και προσπαθούν να ελέγξουν τις αυθόρμητες εκδηλώσεις τους, εμφανίζονται παρά τη θέλησή τους οι λεγόμενες “διαρροές της αλήθειας”, οι οποίες αποκωδικοποιούνται σχετικά εύκολα από τους έμπειρους λήπτες. Οι διαρροές της αλήθειας περιλαμβάνουν αντιδράσεις όπως η ένταση των μυών, ο τρόμος [τρέμουλο] των χεριών, η αστάθεια της φωνής, το κοκκίνισμα του προσώπου, ο υπερβολικός ιδρώτας και άλλα, και φανερώνουν, παρά τη θέληση του ατόμου, την πραγματική συναισθηματική κατάσταση.
Οι Feldman, Philippot και Custrini (1991) επισήμαναν ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαρρεύσει η αλήθεια και επομένως να διαπιστωθεί η προσπάθεια απάτης. Πρώτον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν απάτη, οι κινήσεις τους δεν είναι αυθόρμητες και χαλαρές αλλά προγραμματισμένες, τεταμένες και ύποπτες. Δεύτερον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν να εξαπατήσουν λέγοντας ψέματα, βιώνουν άγχος και ενοχές – και μάλιστα ενοχές μεγέθους ανάλογου με τις συνέπειες του ψέματος το οποίο εκφράζουν. Το άγχος όμως και οι ενοχές παράγουν ειδικές αντιδράσεις, όπως οι νευρικές κινήσεις στα δάχτυλα, το παιχνίδι με τα μικρά αντικείμενα, το δάγκωμα των νυχιών, των μολυβιών και άλλων αντικειμένων. Από τις εκδηλώσεις αυτές οι παρατηρητές μπορούν να συμπεράνουν τη νευρικότητα και επομένως την απόπειρα εξαπάτησης. Τέλος, οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αλήθεια, δεν καταφέρνουν να ελέγχουν όλα τα μη λεκτικά κανάλια επικοινωνίας ταυτόχρονα και εξίσου καλά, οπότε, όταν επιχειρείται προβολή των υποκριτικών αισθημάτων, τα πραγματικά αισθήματα “διαρρέουν” μέσω διαφορετικών καναλιών. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αισθάνεται άσχημα ή αμήχανα και δεν θέλει να το φανερώσει, μπορεί να χαμογελά και ταυτόχρονα να κουνά νευρικά το κάτω μέρος του ποδιού του. Η ασυνέπεια αυτή της συμπεριφοράς διαγιγνώσκεται επίσης πολύ εύκολα από τους έμπειρους λήπτες.
Η λεγόμενη “διαίσθηση” δεν είναι άλλη από την ικανότητα λεπτομερούς αποκωδικοποίησης της μη λεκτικής συμπεριφοράς (Pease, 1981). Όταν λέμε ότι διαισθανόμαστε πως κάποιος λέει ψέματα, απλώς ερμηνεύουμε τις νευρικές και αγχώδεις κινήσεις του, ή αποκωδικοποιούμε την ασυνέπεια που υπάρχει μεταξύ των μη λεκτικών του καναλιών είτε μεταξύ της λεκτικής και της μη λεκτικής του επικοινωνίας. Συχνά ο “διαισθητικός δάσκαλος” σταματά την παράδοση του μαθήματός του διότι “διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά”. Αυτό σημαίνει ότι τα μη λεκτικά μηνύματα που παίρνει από το ακροατήριο τον ειδοποιούν ή ότι δεν γίνεται κατανοητός ή ότι το ακροατήριο δεν συμφωνεί με τα λεγόμενά του ή ότι απλώς το ακροατήριο έχει βαρεθεί ή έχει κουραστεί. Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες είναι περισσότερο ευαίσθητες από τους άνδρες στη σύλληψη και την αποκρυπτογράφηση των λεπτομερειών της μη λεκτικής επικοινωνίας. Αυτό στην καθημερινή διάλεκτο αναφέρεται ως “γυναικεία διαίσθηση”. Η ικανότητα αυτή των γυναικών είναι εντονότερη σε όσες έχουν αναθρέψει παιδιά, διότι κατά την περίοδο κατά την οποία το βρέφος στερείται παντελώς της λεκτικής οδού, η μητέρα αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στα μη λεκτικά σήματα προκειμένου να κατανοήσει και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο οι μητέρες ασκούν εντατικά τις ικανότητές τους στην αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών σημάτων.
Είναι ανόητο να υποτιμάμε τα συμπεράσματα τα οποία βγαίνουν από την εμφάνιση των ανθρώπων. Το πραγματικό μυστήριο αυτού του κόσμου βρίσκεται στο ορατό και όχι στο αόρατο. – Oscar Wilde
Από το σύνολο των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, το 7% γίνεται μέσω της λεκτικής οδού, το 38% μέσω της φωνητικής οδού και το 55% μέσω της λοιπής μη λεκτικής οδού – A. Mehrabian (1971)
Το 90% της διαπροσωπικής επικοινωνίας διεξάγεται μέσω της μη λεκτικής οδού – G. R. Wainwright (1992)
Τι είναι η μη λεκτική επικοινωνία και πώς επιτυγχάνεται; Η μη λεκτική επικοινωνία είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένα άτομο επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη νοητική κατάσταση ή τα συναισθήματα κάποιου άλλου, χρησιμοποιώντας ένα ή περισσότερα μη λεκτικά κανάλια. Όλες οι πηγές μετάδοσης πληροφοριών και συναισθημάτων, εκτός του λόγου, αποτελούν τα κανάλια της μη λεκτικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τους Richmond, McCroskey και Payne (1991), η ολική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μεταδίδοντας το γνωστικό μέρος μέσω της λεκτικής οδού και το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος της επικοινωνίας μέσω της μη λεκτικής οδού. Επομένως, η σωστή χρήση της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την κοινωνική επιτυχία και ιδιαίτερα την επιτυχία των διαπροσωπικών σχέσεων.
Τα μη λεκτικά μηνύματα στους ανθρώπους εκπέμπονται από τρεις βασικές πτυχές. Η πρώτη πηγή είναι η γενική εντύπωση που δημιουργεί το ίδιο το άτομο στους άλλους ανθρώπους. Η γενική εντύπωση του ατόμου σχηματίζεται από την εμφάνιση του σώματός του, τις εκφράσεις του προσώπου του, το βλέμμα του, τις χειρονομίες που κάνει, τις κινήσεις, τον προσανατολισμό και τη στάση του σώματός του, τις αντιδράσεις του στη σωματική επαφή, το μέγεθος του ζωτικού του χώρου, την ενδυμασία του, τη μυρωδιά του σώματός του και άλλα. Η γενική εμφάνιση δίνει, με την πρώτη ματιά, πολλές πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, καθώς και την προσωπικότητα, τον συναισθηματικό κόσμο και τις διαθέσεις του ατόμου. Η δεύτερη πηγή μη λεκτικών σημάτων εντοπίζεται στα μη λεκτικά στοιχεία του λόγου, όπως τον τόνο, τη σταθερότητα, την ένταση και την αλλοίωση της φωνής, την ταχύτητα ροής του λόγου, τις παύσεις, την προφορά και τους διάφορους ήχους εκτός των λέξεων. Η κατηγορία αυτή της μη λεκτικής επικοινωνίας καλείται και “φωνητική επικοινωνία”. Τέλος, η τρίτη πηγή αφορά τα μη λεκτικά μηνύματα που μεταδίδονται από το χώρο στον οποίο ο άνθρωπος εργάζεται, διασκεδάζει ή απλώς συχνάζει, και πολύ περισσότερο από το χώρο στον οποίο κατοικεί και, κατά συνέπεια, διαμορφώνει σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Η αρχιτεκτονική και η διακοσμητική του χώρου, τα έπιπλα, ο φωτισμός, τα χρώματα, ακόμα και οι μυρωδιές του περιβάλλοντος του ατόμου, αποτελούν μέρος της μη λεκτικής επικοινωνίας του. Τα στοιχεία αυτά του χώρου επηρεάζουν έντονα τις διαθέσεις των ανθρώπων και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πρώτων αλλά ισχυρών εντυπώσεων.
Τα μη λεκτικά μηνύματα τα οποία μεταδίδονται από τον ίδιο τον άνθρωπο κατατάσσονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με το βαθμό συνείδησης και ελέγχου που ασκούν επάνω τους τόσο εκείνοι που τα μεταδίδουν όσο και αυτοί που τα λαμβάνουν. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται τα μη λεκτικά σήματα, για την εκδήλωση και την επιρροή των οποίων ούτε ο δότης ούτε ο λήπτης έχουν οποιαδήποτε επίγνωση ή έλεγχο. Κλασικό παράδειγμα ασυνείδητου μη λεκτικού σήματος αποτελεί η διεύρυνση της κόρης των ματιών στα άτομα τα οποία είναι σεξουαλικά ερεθισμένα (δότες). Ασυνείδητη είναι επίσης η σεξουαλική έλξη την οποία προκαλούν τα άτομα με τις διευρυμένες κόρες στους λήπτες του μη λεκτικού αυτού σήματος. Όταν μεταδίδονται τα ασυνείδητα μη λεκτικά σήματα, επηρεάζεται η νοητική και η συναισθηματική κατάσταση του δότη αλλά και του λήπτη, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να το ελέγξουν και χωρίς να γνωρίζουν το γιατί. Σε αντίθεση με τα ζώα, στους ανθρώπους ένα πολύ μικρό κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας εκδηλώνεται αποκλειστικά στο ασυνείδητο επίπεδο. Στην πλειονότητά τους τα ανθρώπινα μη λεκτικά μηνύματα υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει τα σήματα που μεταβιβάζονται και ερμηνεύονται κατά ένα μέρος συνειδητά και κατά ένα μέρος ασυνείδητα. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι το ντύσιμο ενός ατόμου επηρεάζει τη στάση των άλλων απέναντί του, χωρίς όμως να είναι ακριβώς γνωστό το πώς και το γιατί. Τέλος, υπάρχουν μη λεκτικά σήματα τα οποία είναι πλήρως συνειδητά και ελεγχόμενα, όπως, για παράδειγμα, οι υποδείξεις που γίνονται με το δείκτη του χεριού κατά τη διάρκεια της ομιλίας.
Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από συναισθηματικές πιέσεις και προσπαθούν να ελέγξουν τις αυθόρμητες εκδηλώσεις τους, εμφανίζονται παρά τη θέλησή τους οι λεγόμενες “διαρροές της αλήθειας”, οι οποίες αποκωδικοποιούνται σχετικά εύκολα από τους έμπειρους λήπτες. Οι διαρροές της αλήθειας περιλαμβάνουν αντιδράσεις όπως η ένταση των μυών, ο τρόμος [τρέμουλο] των χεριών, η αστάθεια της φωνής, το κοκκίνισμα του προσώπου, ο υπερβολικός ιδρώτας και άλλα, και φανερώνουν, παρά τη θέληση του ατόμου, την πραγματική συναισθηματική κατάσταση.
Οι Feldman, Philippot και Custrini (1991) επισήμαναν ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαρρεύσει η αλήθεια και επομένως να διαπιστωθεί η προσπάθεια απάτης. Πρώτον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν απάτη, οι κινήσεις τους δεν είναι αυθόρμητες και χαλαρές αλλά προγραμματισμένες, τεταμένες και ύποπτες. Δεύτερον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν να εξαπατήσουν λέγοντας ψέματα, βιώνουν άγχος και ενοχές – και μάλιστα ενοχές μεγέθους ανάλογου με τις συνέπειες του ψέματος το οποίο εκφράζουν. Το άγχος όμως και οι ενοχές παράγουν ειδικές αντιδράσεις, όπως οι νευρικές κινήσεις στα δάχτυλα, το παιχνίδι με τα μικρά αντικείμενα, το δάγκωμα των νυχιών, των μολυβιών και άλλων αντικειμένων. Από τις εκδηλώσεις αυτές οι παρατηρητές μπορούν να συμπεράνουν τη νευρικότητα και επομένως την απόπειρα εξαπάτησης. Τέλος, οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αλήθεια, δεν καταφέρνουν να ελέγχουν όλα τα μη λεκτικά κανάλια επικοινωνίας ταυτόχρονα και εξίσου καλά, οπότε, όταν επιχειρείται προβολή των υποκριτικών αισθημάτων, τα πραγματικά αισθήματα “διαρρέουν” μέσω διαφορετικών καναλιών. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αισθάνεται άσχημα ή αμήχανα και δεν θέλει να το φανερώσει, μπορεί να χαμογελά και ταυτόχρονα να κουνά νευρικά το κάτω μέρος του ποδιού του. Η ασυνέπεια αυτή της συμπεριφοράς διαγιγνώσκεται επίσης πολύ εύκολα από τους έμπειρους λήπτες.
Η λεγόμενη “διαίσθηση” δεν είναι άλλη από την ικανότητα λεπτομερούς αποκωδικοποίησης της μη λεκτικής συμπεριφοράς (Pease, 1981). Όταν λέμε ότι διαισθανόμαστε πως κάποιος λέει ψέματα, απλώς ερμηνεύουμε τις νευρικές και αγχώδεις κινήσεις του, ή αποκωδικοποιούμε την ασυνέπεια που υπάρχει μεταξύ των μη λεκτικών του καναλιών είτε μεταξύ της λεκτικής και της μη λεκτικής του επικοινωνίας. Συχνά ο “διαισθητικός δάσκαλος” σταματά την παράδοση του μαθήματός του διότι “διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά”. Αυτό σημαίνει ότι τα μη λεκτικά μηνύματα που παίρνει από το ακροατήριο τον ειδοποιούν ή ότι δεν γίνεται κατανοητός ή ότι το ακροατήριο δεν συμφωνεί με τα λεγόμενά του ή ότι απλώς το ακροατήριο έχει βαρεθεί ή έχει κουραστεί. Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες είναι περισσότερο ευαίσθητες από τους άνδρες στη σύλληψη και την αποκρυπτογράφηση των λεπτομερειών της μη λεκτικής επικοινωνίας. Αυτό στην καθημερινή διάλεκτο αναφέρεται ως “γυναικεία διαίσθηση”. Η ικανότητα αυτή των γυναικών είναι εντονότερη σε όσες έχουν αναθρέψει παιδιά, διότι κατά την περίοδο κατά την οποία το βρέφος στερείται παντελώς της λεκτικής οδού, η μητέρα αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στα μη λεκτικά σήματα προκειμένου να κατανοήσει και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο οι μητέρες ασκούν εντατικά τις ικανότητές τους στην αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών σημάτων.
Είναι ανόητο να υποτιμάμε τα συμπεράσματα τα οποία βγαίνουν από την εμφάνιση των ανθρώπων. Το πραγματικό μυστήριο αυτού του κόσμου βρίσκεται στο ορατό και όχι στο αόρατο. – Oscar Wilde
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου