<Εικόνα Η πειθώ και ο Έρως αριστερά και η Αφροδίτη και ο Αντέρως αντίκρυ. Τοιχογραφία Πομπηίας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Εκφραζόμαστε, ενημερωνόμαστε, πληροφορούμε, γνωριζόμαστε, ερωτευόμαστε και καυγαδίζουμε μέσω του λόγου, είτε γραπτού, είτε προφορικού. Μολονότι οι ανάγκες της καθημερινής διπλωματίας ενίοτε μας εφιστούν την προσοχή στην επιλογή των λέξεων και του τόνου μας, αν δεν είμαστε πολιτικοί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι ή λογοτέχνες, τότε σπανίως κοντοστεκόμαστε να αναλογιστούμε τη χρήση του λόγου, ειδικά του προφορικού.
Εν αρχή ην ο λόγος, ξεκινά η ιστορία της Γένεσης, και ο λόγος, με όλες του τις φιλοσοφικές, θεολογικές, κι εντελώς καθημερινές του προεκτάσεις, έχει την αναμφισβήτητη δύναμη να μορφοποιεί τον κόσμο και την πραγματικότητά μας κάθε λεπτό και στιγμή. Κατακλυζόμαστε καθημερινά από δείγματα γραπτού και προφορικού λόγου που στόχο έχουν να μας πείσουν και πείθοντάς μας, να διαπλάσουν την πραγματικότητά μας και να διαμορφώσουν τις απόψεις μας, από τα προϊόντα που θα αγοράσουμε μέχρι τις πολιτικές και κοινωνικές μας πεποιθήσεις. Πιστεύουμε ότι μόνοι μας διαμορφώνουμε τις απόψεις μας, όμως αλήθεια, πόσο σίγουροι είμαστε γι’αυτό;
Για να τις διαμορφώσουμε μόνοι μας πρέπει να έχουμε την απόλυτη διάκριση και συνείδηση του τι ακούμε κάθε λεπτό και στιγμή, τον βαθμό στον οποίο μας επηρεάζει ο εξωτερικός λόγος συναισθηματικά και νοητικά, και να διαπλάθουμε την συνείδηση και τις θέσεις μας μετά από βαθύ συλλογισμό. Ακόμη και το παρόν κείμενο που διαβάζετε έχει γραφτεί με σκοπό να σας πείσει, να διαμορφώσει την άποψή σας επάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Αν η γραμματική,στην οποία αναφέρθηκα στην προηγούμενη στήλη, είναι η τέχνη της ποιητικής, τότε η ρητορική είναι η τέχνη της προφορικής έκφρασης και της πειθούς, κάτι που οι περισσότεροι θεωρούμε κάτι το εντελώς δεδομένο.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, απ’όλους τους θεούς, μόνο η Πειθώ, κόρη της Αφροδίτης, είναι ικανή να μεταπείσει τον ίδιο τον Θάνατο. Πέρα από τις μαγευτικές μυθολογικές αναφορές, διερωτάται κανείς ποιά μπορεί να είναι η χρησιμότητα της ρητορικής τέχνης της πειθούς για τον καθημερινό άνθρωπο; Για ποιό λόγο οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας τη θεώρησαν τόσο σπουδαία που αφιέρωσαν ολόκληρες αράδες σε αυτήν, και γιατί αποτελούσε ένα από τα τρία πρώτα μαθήματα της κλασσικής παιδείας;
Αν αναλογιστούμε τον βαθμό στον οποίο τα ΜΜΕ και τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας έχουν εισχωρήσει στη ζωή μας, και αντιληφθούμε την σύγχρονη ενσάρκωση της ρητορικής, μάλλον θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ρητορική όχι μόνο δεν είναι μια ξεπερασμένη τέχνη, αλλά ότι την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Όχι για να γίνουμε κι εμείς περίτρανοι ρήτορες, αλλά για να γνωρίζουμε τα μυστικά της ώστε να ανταπεξέλθουμε στη λεπτοφυέστατη σαγήνη της.
Ο Πλάτωνας τόνισε τους κινδύνους της κατάχρησης της ρητορικής, καταλήγοντας ότι στα χέρια ενός φιλόσοφου, η ρητορική είναι η μαιά της ψυχής, και τονίζοντας ότι η ισχύς της απαιτεί πολύ λεπτή και στοχαστική αντιμετώπιση.
Η δε “αδελφή” της ρητορικής είναι φυσικά ο γραπτός λόγος, τον οποίο ο Πλάτων θεωρεί μεν “έμψυχο και ζωντανό,” αλλά επίσης τονίζει ότι χρήζει μεγάλης προσοχής. (Πλάτων, Φαίδρος 276-7).
Πέρα από τα ΜΜΕ, κυρίως, αλλά όχι μόνο η νέα γενιά, επικοινωνεί περισσότερο από ποτέ άλλοτε, με μια κουτσουρεμένη εκδοχή της γλώσσας. Με ένα δωρεάν ιστολόγιο (blog) γινόμαστε όλοι δημοσιογράφοι, ειδήμονες, δημαγωγοί, ηθοπλάστες. Κατά μία έννοια είναι εξαιρετικά δημοκρατική διαδικασία αφού, υποτίθεται ότι απελευθερώνεται ο χώρος της ενημέρωσης και επιβραβεύεται η ποιότητα με αναγνωσιμότητα, ακόμη και χωρίς κάποιος να έχει ακολουθήσει τις συνήθεις οδούς ανέλιξης στους χώρους των ΜΜΕ ή της δημοσιότητας.
Δημιουργείται πολυφωνία και ταχύτατη ανταλλαγή απόψεων με πλήρη – υποτίθεται – ελευθερία. Ωστόσο, ποιοτικά αξίζει μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από το συνονθύλευμα πληροφοριών που κραυγάζει καθημερινά για την προσοχή μας, και είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε μεταξύ έγκυρου και λανθασμένου, ή ηθελημένα ψευδών ειδήσεων. Πως, αλήθεια, ξεχωρίζουμε ένα ποιοτικό άρθρο από κάποιο άλλο που ίσως να έχει μόνο στόχο την αυτοπροβολή ή την ηθελημένη επιρροή της κοινής γνώμης; Πως διακρίνουμε την ποιότητα ακόμη κι όταν διαφωνούμε με κάποια άποψη;
Με ποιό γνώμωνα κρίνουμε; Δυστυχώς οι αντιδράσεις συνήθως φτάνουν στα άκρα: συνήθως ή εμπιστευόμαστε συγκεκριμένες πηγές που θεωρούμε έγκυρες – πολλές φορές με αμφίβολα κριτήρια – είτε απορρίπτουμε και αμφισβητούμε τα πάντα, ακόμη και τις πραγματικά έγκυρες πηγές.
Υπό τις παρούσες συγκυρίες, σε έναν τόπο με παραπαίουσα παιδεία και κακοφωνία απόψεων, το αποτέλεσμα είναι μια Βαβέλ στην οποία όλοι υποστηρίζουν τη θέση τους, αλλά ελάχιστοι διαθέτουν την ικανότητα κρίσης, διάκρισης, και ορθής επιχειρηματολογίας. Μοιραία η κοινή γνώμη, και κατά συνέπεια η πραγματικότητα, διαμορφώνεται από τις πιο ισχυρές φωνές – οι οποίες δεν είναι υποχρεωτικά οι πιο ορθές.
Κατά τον Αριστοτέλη ο σωστός λόγος έπρεπε πάντοτε να χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία, τα οποία έπρεπε να είναι επαρκώς ανεπτυγμένα και ισορροπημένα. Το πρώτο στοιχείο είναι ο λόγος, ή αλλιώς η επιχειρηματολογία. Για να το κρίνουμε, απαιτείται η λογική, το τρίτο “μάθημα” της βασικής τριάδας της κλασσικής παιδείας, για την οποία θα πούμε περισσότερα την επόμενη φορά.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το πάθος, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο ο λόγος επιδρά συναισθηματικά στον ακροατή/αναγνώστη. Συχνά στις μέρες μας έχουμε περίσσευμα πάθους εις βάρος του τρίτου στοιχείου, του ήθους, που αναφέρεται τόσο στην κατάρτιση και το γνωσιακό υπόβαθρο του ομιλητή/συντάκτη, όσο και στον απώτερο σκοπό του.
Όταν, σε μια δημοκρατική διαδικασία όπως την απελευθέρωση της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, λείπουν ή βρίσκονται σε ανισορροπία τα στοιχεία αυτά, τότε μπορεί να πετυχαίνει τον σκοπό του το κείμενο, αλλά αποτυγχάνει πλήρως η δημοκρατική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι μεν η διαμόρφωση απόψεων, αλλά μπορεί κάλλιστα να παίρνει τη μορφή προπαγάνδας, δημαγωγίας, παραπληροφόρησης, ή μαζικής αποχαύνωσης.
Μόνο όταν ένα αναγνωστικό κοινό ή ακροατήριο κρίνει συνειδητά βάσει του λόγου, του πάθους, και του ήθους, θα μπορέσει να διακρίνει την ορθότητα ενός λόγου/κειμένου, εφόσον βεβαίως τα παραπάνω στέκονται στις βάσεις τους: με διευρημένο πλαίσιο αναφοράς και ανεπτυγμένη λογική κρίση. Με την ίδια βάση σας προσκαλώ να εξετάσετε και το παρόν κείμενο και να αναλογιστείτε κατά πόσο πετυχαίνει, ή αποτυγχάνει, στον σκοπό του.
***
Στην ελληνική μυθολογία η Πειθώ ήταν η θεά που προσωποποιούσε την πειθώ, τη μεγάλη και πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου. Η Πειθώ ωστόσο εμφανίζεται αρχικώς ως θεότητα όχι του λόγου, αλλά της ερωτικής δράσεως, δηλαδή του έρωτα και του γάμου. Αναφέρεται, κάπως συγκεχυμένα, ως κόρη της Αφροδίτης και του Ερμή. Η Πειθώ λατρευόταν άλλοτε ως αυτόνομη θεότητα και άλλοτε ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ιμέρου, των Ωρών και των Χαρίτων.
Σπανιότερα το κύριο όνομα «Πειθώ» απαντάται ως επίθετο και θρησκευτική επίκληση της θεάς Αφροδίτης και της θεάς Αρτέμιδος. Στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού γάμου, η σχέση της Πειθούς ήταν βαθύτερη, επειδή ο γαμβρός έπρεπε να διαπραγματευθεί με τον πατέρα της υποψήφιας νύφης (και να τον πείσει) ως προς τα οικονομικά του προκειμένου να την παντρευτεί. Οι πιο επιθυμητές γυναίκες προσέλκυαν πολλούς υποψήφιους μνηστήρες και ο πειστικός λόγος καθόριζε συχνά τον βαθμό επιτυχίας τους (πρβλ. και την ομοιότητα των λέξεων «πειθώ» και «πόθος»)
Η αντίστοιχη της Πειθούς στη ρωμαϊκή μυθολογία ήταν η Σουαδέλα. Εξάλλου, με το όνομα Πειθώ απαντάται και μία από τις Ωκεανίδες (η Θεογονία αναφέρει ακόμα και τη θεά ως κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος)
Ο αστεροειδής 118 Πειθώ (118 Peitho), που ανακαλύφθηκε το 1872, πήρε το όνομά του από τις μυθικές αυτές μορφές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου