Κούροι: Ο Κούρος, ο «ανδρόπαις», είναι τύπος αγάλματος της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, ο οποίος απαντάται κατά την Αρχαϊκή εποχή και πιο συγκεκριμένα από τις αρχές του 7ου μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. (600 – 480 π.Χ.). Πρόκειται για τον τύπο της όρθιας, γυμνής και αγένειας ανδρικής μορφής, η οποία ευρίσκεται σε στάση μετωπική και άκαμπτη, σχεδόν ιερατική, με το βάρος του σώματος ισοδύναμα μοιρασμένο στα δύο πόδια, που πατούν σταθερά στο έδαφος και με τα δύο πέλματα, με ελαφρώς προβεβλημένο – προτεταμένο το αριστερό πόδι, με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του σώματος (οι παλάμες των χεριών είναι σφιγμένες σε γροθιές, οι οποίες ακουμπούν ή σχεδόν ακουμπούν στους μηρούς) και με «δαιδαλικού» τύπου κόμμωση. Σε κάθε περίπτωση, οι κούροι διακρίνονται για τη συμμετρία τους, την ακαμψία τους και το ιδιαιτέρως μεγάλο, αρχικώς, μέγεθός τους (ξεπέρασαν ακόμη και τα 5 μέτρα – π.χ. ο κολοσσός των Ναξίων στη Δήλο, οι κούροι από το ιερό του Ποσειδώνος στο Σούνιο και ο κούρος της Σάμου).
Είναι, ωστόσο, σημαντικό να ειπωθεί, ότι στις αρχές του 5ου αιώνα (ύστερη Αρχαϊκή περίοδος) συντελέσθηκε μία σημαντική μεταβολή, καθότι τα νέα αγάλματα δεν μοίραζαν πλέον το βάρος στα δύο σκέλη, αλλά, λυγίζοντας ελαφρά το ένα, άφηναν το βάρος στο άλλο. Το μέγεθός τους μειώθηκε και υπήρξε σ’αυτούς μία πιο ρεαλιστική απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος (σε φυσικό μέγεθος ή σε μικρότερο), με «σπάσιμο» της απόλυτης ακαμψίας (η πλαστικότητα αντικαθιστά τη γραμμική απόδοση των μυών και της ανατομίας, όπου παρατηρείται πλέον κίνηση και των χεριών, τα οποία λυγίζουν σταδιακά περισσότερο και απελευθερώνονται από τα πλευρά και τους μηρούς). Ένα από τα πρώτα έργα, στα οποία έχει αποτυπωθεί αυτή η πλήρης μεταβολή είναι το «παιδί του Κριτίου» (περί το 480-485 π.Χ.), το οποίο ευρίσκεται στο μουσείο της Ακροπόλεως, ενώ μία αρχική μεταβολή είχε ήδη παρατηρηθεί και στον προηγηθέντα περίφημο κούρο της Αναβύσσου (Κροίσος – περί το 530 π.Χ.), ο οποίος ευρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σε κάθε περίπτωση, την εξέλιξη των κούρων μπορεί κάποιος να την παρακολουθήσει στους αττικούς κούρους, αφενός διότι η Αττική ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής έργων πλαστικής της Αρχαϊκής εποχής και αφετέρου διότι από την Αττική έχουμε μία πλήρη σειρά κούρων, οι οποίοι καλύπτουν όλη την Αρχαϊκή περίοδο, ήτοι από τα τέλη του 7ου αιώνα, με τους κούρους του Διπύλου και του Σουνίου, έως και τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., με τον Αριστόδικο, με τον οποίο, ουσιαστικώς, κλείνει η σειρά των αττικών κούρων.
Το πρόσωπο ενός κούρου, είτε είναι απαθές και ανέκφραστο, είτε έχει το περίφημο «αρχαϊκό μειδίαμα». Αυτό το μειδίαμα των κούρων δεν είναι ψεύτικο και δεν οφείλεται σε μία αδεξιότητα των δημιουργών τους, όπως είχαν ισχυρισθεί κάποιοι στο παρελθόν. Αντιθέτως, αποτελεί μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια, η οποία, μαζί με όλη την άλλη επεξεργασία του σώματος και, κυρίως, του προσώπου, εκφράζει τη χαρά και την απέραντη αγαλλίαση του ανθρώπου μπροστά στο θαύμα του κόσμου. Η στάση αυτή σφραγίζει την ώριμη, όπως χαρακτηρίζεται στην τέχνη, αρχαϊκή εποχή. Ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά, υπάρχει αυτό το μειδίαμα. Στους πρώτους κούρους εντοπίζει ακόμη ο θεατής μία έκφραση υπεράνθρωπη ή δαιμονική, όπως είχε χαρακτηρισθεί παλαιότερα. Στους κούρους, όμως, οι οποίοι θα ακολουθήσουν, η χαρά θα δώσει τη θέση της σε μία σοβαρή έκφραση, άλλως σε μία στάση ευθύνης, η οποία φθάνει τα όρια του τραγικού στα τελευταία χρόνια της αρχαϊκής περιόδου.
Οι κούροι (μαζί με τις κόρες) θεωρούνται οι πλέον χαρακτηριστικές δημιουργίες της αρχαϊκής γλυπτικής. Τα πρωϊμότερα παραδείγματα χρονολογούνται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και προέρχονται από τις Κυκλάδες και τη Σάμο. Εμφανώς επηρεασμένα από την αιγυπτιακή παράδοση, είναι κολοσσιαίων διαστάσεων (έως 5 και πλέον μέτρα ύψος). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα αιγυπτιακά αγάλματα, οι κούροι είναι γυμνοί, στοιχείο, το οποίο αποτελεί ελληνικό γνώρισμα. Οι Έλληνες δημιουργοί, λοιπόν, «γύμνωσαν» το αιγυπτιακό πρότυπο. Στη συνέχεια δε, ελευθέρωσαν τα χέρια από την πέτρα. Τα πρώϊμα παραδείγματα κούρων αντανακλούν τις πρώτες απόπειρες των Ελλήνων να εξοικειωθούν με το υλικό των γλυπτών και την τεχνική κατεργασίας του.
Οι κούροι φαίνεται, ότι αποτελούσαν το πρότυπο του νέου άνδρα, τη διαχρονική αναπαράσταση της ανδρικής ομορφιάς, όπως την αντίκριζαν καθημερινά οι αρχαίοι Έλληνες στους αθλητικούς αγώνες της αρχαϊκής κοινωνίας. «Ο νέος άνθρωπος, στην πιο καλή του ώρα, θα στηθεί στα ιερά, ‘άγαλμα’ για τον θεό, είτε αποτελεί εικόνα του ίδιου του θεού, είτε εικόνα του ανθρώπου, που προσφέρεται στον θεό¨ και η ίδια αυτή μορφή θα υψωθεί επάνω στους τάφους των ανδρών, μνήμα της αλκής και της ομορφιάς τους, όχι εικόνα εφήμερη μιας συμπτωματικής στιγμής της ζωής τους».
Η ερμηνεία των κούρων εξακολουθεί να αποτελεί ένα αίνιγμα. Οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν, ότι αποτελούν εξιδανικευμένες απεικονίσεις ανδρών και όχι συγκεκριμένων προσώπων. Ωστόσο, η επιγραφή στη βάση του κούρου της Αναβύσσου (Κροίσου) έχει προκαλέσει συζητήσεις, ως προς το εάν αναφέρεται απλώς στο νεκρό ή και στη μορφή του αγάλματος. Άλλοι, εξάλλου, ερευνητές πιστεύουν, ότι, τουλάχιστον, ορισμένοι από αυτούς αποτελούσαν απεικονίσεις του θεού Απόλλωνα. Σε κάθε περίπτωση, κατά πολλούς ερευνητές, ευθύς εξαρχής, ο ίδιος ο γιγαντισμός των πρώτων – αρχικών κούρων τονίζει την αμφισημία του τύπου. Για παράδειγμα, οι κολοσσοί της Σάμου και του Σουνίου είναι οπωσδήποτε υπερφυσικοί για να αποτελούν απλώς την αναπαράσταση του θνητού, ο οποίος τους αφιέρωσε, ενώ ακόμα πιο απίθανο είναι να εικονίζουν τη θεότητα, στην οποία είχαν αφιερωθεί – στη μία περίπτωση την Ήρα και στην άλλη τον Ποσειδώνα. Επίσης, καίτοι σε πολλές περιπτώσεις (ιδίως στο Νάξιο κολοσσό της Δήλου) η εξειδίκευση είναι εμφανής, πιθανότατα δεν πρόκειται ούτε για αγάλματα του Απόλλωνα, όπως πολλοί ερευνητές πίστευαν παλαιότερα. Ούτως ή άλλως και πιθανότατα, αυτό το οποίο οι πιστοί επιθυμούσαν να προσφέρουν ήταν απλά ένα άγαλμα, ένα «ωραίο αντικείμενο», μία εικόνα απόλυτης ομορφιάς, που δεν αναπαριστούσε ούτε θεό, ούτε άνθρωπο, αλλά κάθε φορά έπλαθε από την αρχή την ιδέα του ανθρώπου και ταυτόχρονα, όπως ήταν φυσικό, την ιδέα του θεού.Σε κάθε περίπτωση, οι κούροι χρησιμοποιήθηκαν, τόσο ως ταφικά σήματα (επιτύμβια αγάλματα), όσο και ως αναθήματα σε ιερά (λατρευτικά και αναθηματικά αγάλματα).
Κόρες: «Απέναντι στον γυμνό νέο στέκεται η ντυμένη νέα». Η κόρη, το θηλυκό αντίστοιχο του Κούρου, είναι ο τύπος αγάλματος της Αρχαϊκής περιόδου, ο οποίος απεικονίζει ντυμένη γυναικεία μορφή, που είχε αντίστοιχη με τον κούρο αναθηματική ή ταφική χρήση. Σε αντίθεση με τους κούρους, ο τύπος της κόρης δεν είναι καθορισμένος με μεγάλη αυστηρότητα. Πέραν της τυπικής όρθιας και μετωπικής στάσεώς τους και την προβολή του ενός χεριού, με το οποίο κρατούν μία προσφορά, οι κόρες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, κυρίως, ως προς τη μορφή του ενδύματος και τον τρόπο, που το φορούν, καθώς και ως προς τα κοσμήματα και τις κινήσεις των χεριών (άλλοτε μπροστά στο στήθος, άλλοτε προτεταμένα με την προσφορά και άλλοτε ανασύροντας το ένδυμα). Στις κόρες, λοιπόν, η εξέλιξη της τεχνοτροπίας επικεντρώνεται, κυρίως, στην απόδοση των ενδυμάτων. Τα γυναικεία ενδύματα απαρτίζονται από τρία κομμάτια: χονδρό μάλλινο πέπλο, ιμάτιο από λεπτό λινό και ιμάτιο ως πανωφόρι. Ορθογώνια και τα τρία, χρησιμοποιούντο με ποικίλους τρόπους και στερεώνονταν με κουμπιά και πόρπες, διαμορφώνοντας ενδιαφέρουσες πτυχώσεις. Σε κάθε περίπτωση, το νέο στοιχείο του ενδύματος «περιπλέκει περισσότερο το πλαστικό πρόβλημα, δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, αλλά συγχρόνως προσφέρει νέα στοιχεία για γλυπτική επεξεργασία, νέα εκφραστικά μέσα, πλουτίζει την κλίμακα της πλαστικής, που γίνεται έτσι πιο πολύφωνη και πολύτροπη. Η προσπάθεια του τεχνίτη να επιτύχει την αρμονική και ισότιμη συζυγία των δύο μελών, του σώματος και του ενδύματος, ήταν μακρόχρονη και επίπονη».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου