Όταν διαβάζει κανείς γεγονότα τα οποία δυσκολεύεται να πιστέψει ότι διαπράττονταν από πιστούς του θεού του ιουδαιοχριστιανισμού, ο οποίος είπε «Εγώ ειμί το φως και η αλήθεια».
Οι Βρυκόλακες στην Ελλάδα του 17ου αιώνα
Απoσπάσματα από: Κυριάκος Σιμόπουλος,
Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333μ.Χ. – 1700, τόμος Α
Η εκστρατεία των καθολικών στην Ελλάδα για τον προσηλυτισμό των πιστών της ανατολικής Εκκλησίας συστηματοποιείται στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο πάπας Παύλος Ε’ οργανώνει την εγκατάσταση ιεραποστόλων στις Κυκλάδες το 1613.
Το 1642 οι καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην Σαντορίνη. Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της εκστρατείας προσηλυτισμού στο αιγαίο.
Έζησε πολλά χρόνια στην Σαντορίνη.
Ολόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρυκολάκων. Έχει τίτλο «Οι ψευδοαναστημένοι που οι έλληνες ονομάζουν βρυκολάκους».
Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι που ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τη νύχτα τους νησιώτες, φρικαλέες σκηνές εκταφής «βρυκολακιασμένων», τελετές εξορκισμών από τους ιερείς πάνω στα πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί ανασκολοπισμοί των άλιωτων πτωμάτων με τσεκούρι και σκαπάνες.
Αυτόπτης μάρτυρας των σκήνων αυτών ο Ιησουίτης ιεραπόστολος δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση των βρυκολάκων και την κακοποιό δράση τους:
-Κάθε τόσο οι έλληνες παπάδες, αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό
που υποπτεύονται πως έχει βρυκολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο, είναι βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά.
Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο, όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος.
-Αυτό έγινε πριν από λίγα χρόνια. Το πτώμα ενός κοριτσιού (Καλλίστη το όνομά του) βρέθηκε άλιωτο.
Το έφεραν στην εκκλησία κι ο έλληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σε λίγο άρχισε η αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο,
έτσι που κάνεις δεν μπορούσε να μείνει στο ναό από τη δυσοσμία. Το έθαψαν λοιπόν, και δεν ξαναφάνηκε ο βρυκόλακας πια.
-Ωστόσο, μερικές φορές, οι εξορκισμοί των ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται
και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο το νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται
στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες, ύστερα από απόφαση της δικαιοσύνης.
-Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παππά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νιό.
- Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πως είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα από την κηδεία του. Μ’ όλο που τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει
σε άλλο σημείο και είχαν γίνει όλοι οι καθιερωμένοι εξορκισμοί, εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο, σκότωσε μάλιστα και τέσσερις ή πέντε ανθρώπους.
Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σε επίσημη δημόσια τελετή.
-Πριν δυο χρόνια, για την ίδια αιτία, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μην γίνει λόγος γι’ αυτούς τους ψευδοαναστημενους.
-Αλλά εκείνο που αναστάτωσε περισσότερο την Σαντορίνη ήταν η προσήλωση ενός βρυκόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο.
Ύστερα από το θάνατό του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στη ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τα παπούτσια των παιδιών,
έβγαζε νερό από τη στέρνα. Και πολλές φόρες τον έβλεπαν να κόβει ξύλα για τη φαμίλια του.
Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί με τον καπνό εξαφανίστηκε και η εξουσία του σατανά.
-Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό, αυτοί οι βρυκόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες, αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι,
πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για να ακούσουν αλλά να δουν με τα μάτια τους
στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν ποσό άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του*.
*(Υπάρχει άραγε μια πανάρχαια παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά το μεσαίωνα και στους νεώτερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους , διπλωμένοι στα δύο, έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μην μπορέσουν ίσως να ξαναβγούν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς, για να μην βρυκολακιάσουν ίσως).
Ιδού όμως και μια άλλη απόδειξη:
-Ο ηγούμενος του περίφημου μοναστηριού της Αμοργού, μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από την Πάτμο πηγαίνοντας στην ανατολή για εμπόριο,
αντί να κερδίσει χρήματα έχασε τη ζωή του. Μαθαίνοντας η γυναίκα του το θάνατό του, έστειλε ένα καΐκι για να φέρουν τον νεκρό στην πατρίδα του και να τον θάψουν κατά πως ταιριάζει σε χριστιανό.
Έβαλαν λοιπόν το πτώμα σε μια κασέλα, τη φόρτωσαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το νησί. Ένας από τους ναυτικούς κάθισε επάνω στη κασέλα. Ξαφνικά νιώθει κάτι να κουνιέται μέσα.
Το λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε να την ξεκαρφώσουν για να δουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο νεκρός. Ανοίγουν και τι να δουν. Ο πεθαμένος έδειχνε σαν να ήταν ολοζώντανος.
Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Αλλά τι να κάνουν, είχαν την υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν την νεκρόκασα, έφτασαν στο νησί και την παρέδωσαν στη χήρα χωρίς να πουν λέξη για ότι είδαν στο καΐκι.
Αλλά λίγες μέρες μετά την κηδεία ο πεθαμένος σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο στο νησί. Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι άλλοι από τα χτυπήματα, άλλοι από την τρομάρα τους πήγαν στον άλλο κόσμο.
-Οι ιερείς και οι καλόγεροι του τόπου έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν αυτή την τραγωδία. Ωστόσο οι εξορκισμοί και οι δεήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν λοιπόν, να διώξουν το νεκρό από το νησί και να τον μεταφέρουν στον τόπο του θανάτου του, στη μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν στο καΐκι αλλά οι ναυτικοί δεν τον πέρασαν αντίπερα, στο πρώτο ερημονήσι που βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι από τότε ο βρυκάλακας δεν ξαναφάνηκε.
- Ο ηγούμενος προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτές οι εμφανίσεις των βρυκολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι η πίστη της ελληνικής εκκλησιάς. Μου λέει:
Είδατε κανένα τούρκο ή κανένα Λατίνο να μεταμορφώνεται έτσι μετά το θάνατό του;
Τα αντίθετο συμβαίνει του απαντώ.
Το ότι μπαίνει ο σατανάς στους πεθαμένους σας και τους κάνει να βρυκολακιάζουν δείχνει ότι η ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη από τον θεό. Όσο για τους τούρκους και τους Λατίνους που τάχα δεν γίνονταν βρυκόλακες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως προκύπτει από την ιστορία των αράβων, αυτά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στην έρημο.
Έπειτα του θύμισα κάτι που είχε συμβεί στη Σαντορίνη με τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό που τούρκεψε. Με απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στην αντένα του ανεμόμυλου. Ε λοιπόν, μ’ όλο που ήταν τούρκος, βρυκολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά το θάνατό του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε το νησί.
-Πρέπει να προσθέσω ότι υπάρχουν κι άλλοι πεθαμένοι στα ελληνικά νεκροταφεία που τα πτώματά τους μένουν άλιωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τους βρίσκουν φουσκωμένους σαν μπαλόνια. Κι αν τους χτυπήσεις ηχούν όπως τα τύμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε «ντούπι». Το πώς γίνεται αυτό δεν είναι της στιγμής. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι οι Έλληνες πιστεύουν πως οι άλιωτοι είναι αφορισμένοι.
Είναι γνωστό ότι οι έλληνες ιερείς και μητροπολίτες όταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος την κατάρα: «Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος».
Γι’ αυτό ακριβώς, ο λαός που βλέπει συχνά άλιωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει ένα απλό παπά να εκτοξεύει τον αφορισμό του σαν να είναι πατριάρχης.
Ο Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των βρυκολάκων και τις αιτίες που προκαλούσε το βρυκολάκιασμα.
Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.
Όποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τα έμπροσθεν του σώματός του.
Εκείνος όπου έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.
Εκείνος όπου φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των Θείων Νόμων.
Εκείνος όπου φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως.
Περί βρυκολάκων γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο το 1655. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων: «Οι κάτοικοι αυτού του τόπου πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρυκόλακας». Ο Συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλη του 1637 βρήκε ένα παππά να διαβάζει ευχή πάνω σε ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε διόλου αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκώληκας έβγαινε από το μάτι του πεθαμένου. Είναι η πανουργία του σατανά, είπε ο παππάς που θέλει να μας ξεγελάσει για να πιστέψουμε ότι το σώμα έχει σαπίσει. Όπως εξήγησε ο παππάς, το σώμα ή μάλλον το πνεύμα του γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους, κι όσοι απαντούσαν πέθαιναν σε δύο ή τρεις ήμερες).
Πληροφορίες για την Σαντορίνη του ΙΖ’ αιώνα ανευρίσκονται και στην ιστορία των φράγκικων δουκάτων του Αιγαίου του Sauger που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699:
-Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα και ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να βυθομετρηθεί. Σε αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα, μα που φαίνεται εκεί συνηθισμένο. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε «βρυκόλακες».
-Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο. Κανείς δεν ήξερε πως και γιατί. Δύο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, να αγκαλιάζει ξαφνικά τους ανθρώπους και γενικά να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι η υπόθεση πήρε διαστάσεις.
Οι παππάδες έκανα εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του. Τη δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία.
Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί να ανοίξει το στέρνο, άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό που ζητούσε. Κάποιος του είπε να ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλα την καρδιά.
Για να καλυφθεί η μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θύμιαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα.
Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις, έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πως από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός.
Που να τολμήσουμε να τους πούμε πως ήταν από το λιβάνι.
Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα η κραυγή «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!» «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!», Από το θόρυβο θαρρούσες πως θα γκρεμισθεί ο θόλος του ναού.
Ο χασάπης έβανε όρκο πως το πτώμα ήταν ολόζεστο. Μερικοί έλεγαν πως το αίμα ήταν κατακόκκινο.
Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σε όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες που βεβαίωναν πως όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρυκολακιάσει.
Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από την δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πως είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τους είπα ότι είναι 100 τοις εκατό πεθαμένος. Τους εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να με ακούσει;
Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Με όλα αυτά ο βρυκόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός . Άνοιγε πόρτες και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει.
Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα.
Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρυκόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια.
Κάποιος είπε πως το κακό οφείλεται σε μια παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας.
Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Οι παππάδες υποχρεωθήκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τους έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι.
Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρούν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες που είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση.
Δεν ήταν βεβαία οι πρώτοι δράστες και τους άφησαν ελεύθερους. Για να αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν να αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων που είχαν εγκαταλείψει το βιος τους.
Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.
Μια μέρα, αφού κάρφωσαν κι εγώ δεν ξέρω ποσά γυμνά σπαθιά επάνω στο μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός) Ένας Αρβανίτης που βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρυκόλακα με σπαθιά χριστιανικά.
–Δεν βλέπετε χαζοί, ότι η λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι εμποδίζει τον σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τουρκικά σπαθιά. Αλλά και η συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε.
Ο βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιον άγιο να προσευχηθούν.
Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε από όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο τον βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Άη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα
(όχι ξύλο, από φόβο μήπως ο βρυκόλακας σβήσει την φωτιά) και το αποτέφρωσαν. Ο διάβολος είχε παγιδευτεί και εξοντώθηκε.
Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή τη Σύρο.
Οι λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρυκολακιάσματα ταλάνισαν τον τόπο μας και κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας.
Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του εικοσιένα, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Οι δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό.
Το 1823 η Νάξος είχε αποδεκατιστεί από την ευλογιά. Τότες ακριβώς άρχισαν στο νησί τα ομαδικά βρυκολακιάσματα των πεθαμένων.
Κάτι ανήκουστο έγινε το 1893 στο χωριό Βουρκωτή της Άνδρου.
Η γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε από επιλόχειο πυρετό. Ο σύζυγος, επειδή πριν λίγες πέθανε η μητέρα του, πίστεψε πως βρυκολάκιασε και βασάνιζε τη νύφη της.
«Το επίμονον της συζύγου του πάθος απέδωκεν ο σύζυγος εις την πρότινων ημερών θανούσαν μητέρα του ητις κατά την κρίσιν του, επειδή ζώσα δεν ηυτύχησε να ιδή εγγονόν, ηδη νύκτωρ επεφοίτα επί της κλίνης της ασθενούς και τεκούσης νύμφης της και παρενώχλει αυτήν. Και ο αλιτήριος, χωρίς να διστάσει, εξέθαψε το πτώμα της ιδίας μητρός και, φρικτόν ειπείν, διαμέλισεν αυτό εις τεμάχια, ατινα εδώ κι εκεί κατέρριψε».
Απήχηση των λαϊκών δεισιδαιμονιών για τους βρυκόλακες αποτελεί και το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Η Κουκίτσα»
-Και μια βραδιά, την ώρα όπου ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον; Βρυκολάκιασε η Κουκκίτσα……
Ο “Βρυκόλακας” του Αρ. Βαλαωρίτη
-”Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον ‘Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη…
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
‘Ασε με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.
Το κρίμα που ‘καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα…
Πες μου… δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες… πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πουθ’ έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ’ έρχεσαι; Τι ‘λθες να δεις”;
Ε’
-”Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού ‘στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,
έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-.
Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.
-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-.
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.
Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν’ αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-.
Έτσι εφτάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.
Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου ‘δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το ‘χω βαμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε… στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-.
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.
Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε… Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω ‘δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ”.
ΣΤ’
-”Θανάση σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα”.
-”Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά”.
-”Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα”.
-”Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρ’ η κόλαση κειό το φιλί”.
-”Φέυγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια”.
-”Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι ‘γω
κείνος π’ αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης”.
-”Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις”.
Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Τήνε ξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει…
Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ’ το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Οι Βρυκόλακες στην Ελλάδα του 17ου αιώνα
Απoσπάσματα από: Κυριάκος Σιμόπουλος,
Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333μ.Χ. – 1700, τόμος Α
Η εκστρατεία των καθολικών στην Ελλάδα για τον προσηλυτισμό των πιστών της ανατολικής Εκκλησίας συστηματοποιείται στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο πάπας Παύλος Ε’ οργανώνει την εγκατάσταση ιεραποστόλων στις Κυκλάδες το 1613.
Το 1642 οι καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην Σαντορίνη. Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της εκστρατείας προσηλυτισμού στο αιγαίο.
Έζησε πολλά χρόνια στην Σαντορίνη.
Ολόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρυκολάκων. Έχει τίτλο «Οι ψευδοαναστημένοι που οι έλληνες ονομάζουν βρυκολάκους».
Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι που ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τη νύχτα τους νησιώτες, φρικαλέες σκηνές εκταφής «βρυκολακιασμένων», τελετές εξορκισμών από τους ιερείς πάνω στα πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί ανασκολοπισμοί των άλιωτων πτωμάτων με τσεκούρι και σκαπάνες.
Αυτόπτης μάρτυρας των σκήνων αυτών ο Ιησουίτης ιεραπόστολος δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση των βρυκολάκων και την κακοποιό δράση τους:
-Κάθε τόσο οι έλληνες παπάδες, αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό
που υποπτεύονται πως έχει βρυκολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο, είναι βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά.
Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο, όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος.
-Αυτό έγινε πριν από λίγα χρόνια. Το πτώμα ενός κοριτσιού (Καλλίστη το όνομά του) βρέθηκε άλιωτο.
Το έφεραν στην εκκλησία κι ο έλληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σε λίγο άρχισε η αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο,
έτσι που κάνεις δεν μπορούσε να μείνει στο ναό από τη δυσοσμία. Το έθαψαν λοιπόν, και δεν ξαναφάνηκε ο βρυκόλακας πια.
-Ωστόσο, μερικές φορές, οι εξορκισμοί των ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται
και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο το νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται
στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες, ύστερα από απόφαση της δικαιοσύνης.
-Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παππά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νιό.
- Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πως είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα από την κηδεία του. Μ’ όλο που τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει
σε άλλο σημείο και είχαν γίνει όλοι οι καθιερωμένοι εξορκισμοί, εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο, σκότωσε μάλιστα και τέσσερις ή πέντε ανθρώπους.
Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σε επίσημη δημόσια τελετή.
-Πριν δυο χρόνια, για την ίδια αιτία, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μην γίνει λόγος γι’ αυτούς τους ψευδοαναστημενους.
-Αλλά εκείνο που αναστάτωσε περισσότερο την Σαντορίνη ήταν η προσήλωση ενός βρυκόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο.
Ύστερα από το θάνατό του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στη ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τα παπούτσια των παιδιών,
έβγαζε νερό από τη στέρνα. Και πολλές φόρες τον έβλεπαν να κόβει ξύλα για τη φαμίλια του.
Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί με τον καπνό εξαφανίστηκε και η εξουσία του σατανά.
-Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό, αυτοί οι βρυκόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες, αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι,
πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για να ακούσουν αλλά να δουν με τα μάτια τους
στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν ποσό άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του*.
*(Υπάρχει άραγε μια πανάρχαια παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά το μεσαίωνα και στους νεώτερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους , διπλωμένοι στα δύο, έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μην μπορέσουν ίσως να ξαναβγούν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς, για να μην βρυκολακιάσουν ίσως).
Ιδού όμως και μια άλλη απόδειξη:
-Ο ηγούμενος του περίφημου μοναστηριού της Αμοργού, μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από την Πάτμο πηγαίνοντας στην ανατολή για εμπόριο,
αντί να κερδίσει χρήματα έχασε τη ζωή του. Μαθαίνοντας η γυναίκα του το θάνατό του, έστειλε ένα καΐκι για να φέρουν τον νεκρό στην πατρίδα του και να τον θάψουν κατά πως ταιριάζει σε χριστιανό.
Έβαλαν λοιπόν το πτώμα σε μια κασέλα, τη φόρτωσαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το νησί. Ένας από τους ναυτικούς κάθισε επάνω στη κασέλα. Ξαφνικά νιώθει κάτι να κουνιέται μέσα.
Το λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε να την ξεκαρφώσουν για να δουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο νεκρός. Ανοίγουν και τι να δουν. Ο πεθαμένος έδειχνε σαν να ήταν ολοζώντανος.
Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Αλλά τι να κάνουν, είχαν την υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν την νεκρόκασα, έφτασαν στο νησί και την παρέδωσαν στη χήρα χωρίς να πουν λέξη για ότι είδαν στο καΐκι.
Αλλά λίγες μέρες μετά την κηδεία ο πεθαμένος σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο στο νησί. Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι άλλοι από τα χτυπήματα, άλλοι από την τρομάρα τους πήγαν στον άλλο κόσμο.
-Οι ιερείς και οι καλόγεροι του τόπου έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν αυτή την τραγωδία. Ωστόσο οι εξορκισμοί και οι δεήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν λοιπόν, να διώξουν το νεκρό από το νησί και να τον μεταφέρουν στον τόπο του θανάτου του, στη μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν στο καΐκι αλλά οι ναυτικοί δεν τον πέρασαν αντίπερα, στο πρώτο ερημονήσι που βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι από τότε ο βρυκάλακας δεν ξαναφάνηκε.
- Ο ηγούμενος προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτές οι εμφανίσεις των βρυκολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι η πίστη της ελληνικής εκκλησιάς. Μου λέει:
Είδατε κανένα τούρκο ή κανένα Λατίνο να μεταμορφώνεται έτσι μετά το θάνατό του;
Τα αντίθετο συμβαίνει του απαντώ.
Το ότι μπαίνει ο σατανάς στους πεθαμένους σας και τους κάνει να βρυκολακιάζουν δείχνει ότι η ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη από τον θεό. Όσο για τους τούρκους και τους Λατίνους που τάχα δεν γίνονταν βρυκόλακες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως προκύπτει από την ιστορία των αράβων, αυτά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στην έρημο.
Έπειτα του θύμισα κάτι που είχε συμβεί στη Σαντορίνη με τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό που τούρκεψε. Με απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στην αντένα του ανεμόμυλου. Ε λοιπόν, μ’ όλο που ήταν τούρκος, βρυκολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά το θάνατό του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε το νησί.
-Πρέπει να προσθέσω ότι υπάρχουν κι άλλοι πεθαμένοι στα ελληνικά νεκροταφεία που τα πτώματά τους μένουν άλιωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τους βρίσκουν φουσκωμένους σαν μπαλόνια. Κι αν τους χτυπήσεις ηχούν όπως τα τύμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε «ντούπι». Το πώς γίνεται αυτό δεν είναι της στιγμής. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι οι Έλληνες πιστεύουν πως οι άλιωτοι είναι αφορισμένοι.
Είναι γνωστό ότι οι έλληνες ιερείς και μητροπολίτες όταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος την κατάρα: «Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος».
Γι’ αυτό ακριβώς, ο λαός που βλέπει συχνά άλιωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει ένα απλό παπά να εκτοξεύει τον αφορισμό του σαν να είναι πατριάρχης.
Ο Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των βρυκολάκων και τις αιτίες που προκαλούσε το βρυκολάκιασμα.
Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.
Όποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τα έμπροσθεν του σώματός του.
Εκείνος όπου έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.
Εκείνος όπου φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των Θείων Νόμων.
Εκείνος όπου φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως.
Περί βρυκολάκων γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο το 1655. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων: «Οι κάτοικοι αυτού του τόπου πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρυκόλακας». Ο Συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλη του 1637 βρήκε ένα παππά να διαβάζει ευχή πάνω σε ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε διόλου αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκώληκας έβγαινε από το μάτι του πεθαμένου. Είναι η πανουργία του σατανά, είπε ο παππάς που θέλει να μας ξεγελάσει για να πιστέψουμε ότι το σώμα έχει σαπίσει. Όπως εξήγησε ο παππάς, το σώμα ή μάλλον το πνεύμα του γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους, κι όσοι απαντούσαν πέθαιναν σε δύο ή τρεις ήμερες).
Πληροφορίες για την Σαντορίνη του ΙΖ’ αιώνα ανευρίσκονται και στην ιστορία των φράγκικων δουκάτων του Αιγαίου του Sauger που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699:
-Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα και ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να βυθομετρηθεί. Σε αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα, μα που φαίνεται εκεί συνηθισμένο. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε «βρυκόλακες».
-Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο. Κανείς δεν ήξερε πως και γιατί. Δύο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, να αγκαλιάζει ξαφνικά τους ανθρώπους και γενικά να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι η υπόθεση πήρε διαστάσεις.
Οι παππάδες έκανα εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του. Τη δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία.
Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί να ανοίξει το στέρνο, άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό που ζητούσε. Κάποιος του είπε να ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλα την καρδιά.
Για να καλυφθεί η μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θύμιαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα.
Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις, έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πως από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός.
Που να τολμήσουμε να τους πούμε πως ήταν από το λιβάνι.
Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα η κραυγή «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!» «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!», Από το θόρυβο θαρρούσες πως θα γκρεμισθεί ο θόλος του ναού.
Ο χασάπης έβανε όρκο πως το πτώμα ήταν ολόζεστο. Μερικοί έλεγαν πως το αίμα ήταν κατακόκκινο.
Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σε όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες που βεβαίωναν πως όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρυκολακιάσει.
Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από την δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πως είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τους είπα ότι είναι 100 τοις εκατό πεθαμένος. Τους εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να με ακούσει;
Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Με όλα αυτά ο βρυκόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός . Άνοιγε πόρτες και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει.
Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα.
Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρυκόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια.
Κάποιος είπε πως το κακό οφείλεται σε μια παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας.
Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Οι παππάδες υποχρεωθήκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τους έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι.
Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρούν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες που είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση.
Δεν ήταν βεβαία οι πρώτοι δράστες και τους άφησαν ελεύθερους. Για να αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν να αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων που είχαν εγκαταλείψει το βιος τους.
Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.
Μια μέρα, αφού κάρφωσαν κι εγώ δεν ξέρω ποσά γυμνά σπαθιά επάνω στο μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός) Ένας Αρβανίτης που βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρυκόλακα με σπαθιά χριστιανικά.
–Δεν βλέπετε χαζοί, ότι η λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι εμποδίζει τον σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τουρκικά σπαθιά. Αλλά και η συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε.
Ο βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιον άγιο να προσευχηθούν.
Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε από όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο τον βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Άη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα
(όχι ξύλο, από φόβο μήπως ο βρυκόλακας σβήσει την φωτιά) και το αποτέφρωσαν. Ο διάβολος είχε παγιδευτεί και εξοντώθηκε.
Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή τη Σύρο.
Οι λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρυκολακιάσματα ταλάνισαν τον τόπο μας και κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας.
Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του εικοσιένα, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Οι δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό.
Το 1823 η Νάξος είχε αποδεκατιστεί από την ευλογιά. Τότες ακριβώς άρχισαν στο νησί τα ομαδικά βρυκολακιάσματα των πεθαμένων.
Κάτι ανήκουστο έγινε το 1893 στο χωριό Βουρκωτή της Άνδρου.
Η γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε από επιλόχειο πυρετό. Ο σύζυγος, επειδή πριν λίγες πέθανε η μητέρα του, πίστεψε πως βρυκολάκιασε και βασάνιζε τη νύφη της.
«Το επίμονον της συζύγου του πάθος απέδωκεν ο σύζυγος εις την πρότινων ημερών θανούσαν μητέρα του ητις κατά την κρίσιν του, επειδή ζώσα δεν ηυτύχησε να ιδή εγγονόν, ηδη νύκτωρ επεφοίτα επί της κλίνης της ασθενούς και τεκούσης νύμφης της και παρενώχλει αυτήν. Και ο αλιτήριος, χωρίς να διστάσει, εξέθαψε το πτώμα της ιδίας μητρός και, φρικτόν ειπείν, διαμέλισεν αυτό εις τεμάχια, ατινα εδώ κι εκεί κατέρριψε».
Απήχηση των λαϊκών δεισιδαιμονιών για τους βρυκόλακες αποτελεί και το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Η Κουκίτσα»
-Και μια βραδιά, την ώρα όπου ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον; Βρυκολάκιασε η Κουκκίτσα……
Ο “Βρυκόλακας” του Αρ. Βαλαωρίτη
-”Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον ‘Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη…
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
‘Ασε με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.
Το κρίμα που ‘καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα…
Πες μου… δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες… πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πουθ’ έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ’ έρχεσαι; Τι ‘λθες να δεις”;
Ε’
-”Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού ‘στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,
έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-.
Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.
-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-.
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.
Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν’ αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-.
Έτσι εφτάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.
Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου ‘δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το ‘χω βαμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε… στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-.
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.
Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε… Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω ‘δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ”.
ΣΤ’
-”Θανάση σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα”.
-”Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά”.
-”Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα”.
-”Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρ’ η κόλαση κειό το φιλί”.
-”Φέυγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια”.
-”Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι ‘γω
κείνος π’ αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης”.
-”Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις”.
Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Τήνε ξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει…
Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ’ το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου