Τὸ Τροφώνιο ὑπῆρξε ἕνα ἰδιόμορφο ἡρωομαντεῖο, ἀφοῦ ὁ χρηστηριαζόμενος δὲν ὑποβαλλόταν σὲ ἐγκοίμησι, ἀλλά, περιερχόμενος σὲ ἔκστασι, ἄκουγε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ πνεύματος νὰ τοῦ ὁμιλεῖ. Γι’αὐτὸ τὸ Τροφώνιο ἐθεωρεῖτο «αὐτὸφωνο Μαντεῖο». Τὸ μαντεῖο αὐτὸ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ἕναν ἀπόκρημνο, πυκνὰ δασωμένο λόφο κοντὰ στὴ Λειβαδιά, δίπλα στὶς πηγὲς τῆς Ἕρκυνας (τοῦ ποταμοῦ ποὺ διασχίζει τὴν πόλη), καὶ ἦταν ὑπόγειο. Τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ μαντείου εἶχαν ὑποδείξει κάποτε οἱ Δελφοὶ σ’ἕναν χρηστηριαζόμενο, ὁ ὁποῖος, ἐρευνῶντας τὸν λόφο αὐτὸν τῆς Βοιωτίας, ἐντόπισε σμῆνος μελισσῶν νὰ εἰσέρχεται σὲ μιὰ γήινη ὀπή. Ἦταν ἡ ὀπή, ὅπου κατὰ τὸν δελφικὸ χρησμό, εἶχε εἰσέλθει καὶ εἶχε ἀποβιώσει ὁ Τροφώνιος, ὁ κτήτωρ τοῦ πρώτου ναοῦ τῶν Δελφῶν. Ἀπὸ τότε τὸ Τροφώνιο Μαντεῖο ἔγινε διάσημο καὶ ἐθεωρεῖτο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἱερώτατο.Ὁ ἐπιθυμῶν νὰ χρηστηριασθῆ στὸ Τροφώνιο, ἀφοῦ ὑποβαλλόταν σὲ μακρὰ προπαρασκευὴ καὶ ἔπινε νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Λήθης (γιὰ νὰ ξεχάσει ὅσα τὸν ἐβάραιναν) καὶ τὴν πηγὴ τῆς Μνημοσύνης (γιὰ νὰ θυμᾶται ὅσα θὰ ἀκούσει στὸ Μαντεῖο), ὁδηγεῖτο σ’ ἕναν κυκλικὸ λάκκο, σὰν ἁλώνι, βάθους 4 μέτρων. Αὐτὸς ὁ λάκκος ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Ἀγαμήδη ἀδελφοῦ τοῦ Τροφωνίου –μαζὶ εἶχαν κτίσει τὸν δελφικὸ ναό. Στὴ βάση τοῦ λάκκου ξεκινοῦσε ἡ μικρὴ ὀπὴ τῆς γῆς: Ἐκεῖ διολίσθαινε ἕρποντας κανεὶς γιὰ νὰ μπεῖ, καὶ προχωροῦσε κατόπιν βαθειά, σὲ ἀπόσταση 30 περίπου μέτρων, πρὸς ἕνα μεγάλο ὑπόγειο χῶρο. Ἡ παραμονὴ στὰ σκοτεινὰ αὐτὰ βάθη, διαρκοῦσε ἐπὶ πολλὲς ὧρες, ἐνίοτε καὶ ἡμέρες. Ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ἴσως καὶ κάποιας γήινης ὀμφῆς ἐρχόταν ὁ χρηστηριαζόμενος σὲ ψυχικὴ ὑπερδιέγερση καὶ αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ πνεύματος νὰ τοῦ ὁμιλεῖ. Μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Μαντεῖο καθόταν σὲ εἰδικὸ χῶρο μαζὶ μὲ ἱερεῖς, γιὰ νὰ συνέλθει καὶ νὰ τοὺς διηγηθεῖ τὰ βιώματά του. Αὐτὰ δὲ τὰ βιώματα πρέπει νὰ ἦσαν τόσο συγκλονιστικά, ὥστε οἱ χρηστηριασθέντες συχνὰ ἔμεναν ἐπὶ πολὺν καιρὸ σοβαροὶ κι ἀγέλαστοι. Τὰ διατρέξαντα μέσα στὸ Τροφώνιο δὲν ἐπιτρεπόταν ὅμως νὰ τὰ διηγηθοῦν σὲ τρίτους.
Μεταξὺ τῶν χρηστηριασθέντων σὲ αὐτὸ τὸ Μαντεῖο ἦταν καὶ ὁ Παυσανίας, ὁ ὁποῖος τὸ περιέγραψε στὸ βιβλίο του μὲ τέτοιο θαυμασμό, ὥστε ὑποστήριξε πὼς ὁ Τροφώνιος πρέπει νὰ ἦταν γιὸς τοῦ Ἀπόλλωνος -ἀλλὰ βέβαια ἀπέφυγε νὰ ἀναφέρει κι αὐτὸς κάτι γιὰ τὸ χρησμὸ ποὺ ἔλαβε. Μολονότι πράγματι, ἔμεναν ἀπόρρητοι οἱ χρησμοὶ τοῦ Τροφωνίου Μαντείου ἔχαιρε μεγάλου σεβασμοῦ καὶ γι αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ μακροβιώτατο. Δὲν σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ, παρὰ μόνον στὴν βυζαντινὴ ἐποχή, ὅταν τὸ κατέστρεψαν. Ἡ καταστροφὴ τοῦ Τροφωνίου Μαντείου ὑπῆρξε πράγματι ἐπιμελημένη. Ὁ ὑπαίθριος λάκκος -ἁλώνι, ποὺ κατέβαινε ὁ χρηστηριαζόμενος, πρὶν εἰσχωρήσει στὴν ὀπή τῆς γῆς, μετετράπη σὲ ὑπόγειο χριστιανικὸ ναό (τῆς Ἁγ. Βαρβάρας) καὶ ἐπάνω του ἀνηγέρθη καὶ δεύτερος ὑπέργειος ναός (τῆς Ἁγ. Σοφίας). Ἔτσι μὲ τὴν τοιχοποιία τοῦ ὑπόγειου ναοῦ ἀπεκρύβη ἡ ὀπὴ τῆς γῆς, ἐνῶ τὸ συνεχόμενο ὑπόγειο ἄντρο ἀνεσκάφη: Δίπλα στὸν διώροφο ναό, ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἦταν τὸ μαντικὸ σπήλαιο, βλέπει κανεὶς σήμερα μιὰ ἀπότομη κατωφέρεια τῆς γήινης ἐπιφάνειας.
Στὸν ἄγραφο νόμο νὰ μὴν ἀποκαλύπτονται τὰ φοβερὰ βιώματα ποὺ εἶχαν οἱ χρηστηριαζόμενοι μέσα στὸ Τροφώνιο, ὑπῆρξε ἐν τούτοις μία μοναδικὴ ἐξαίρεση. Κάποιος Ἀθηναῖος ὀνόματι Τίμαρχος, εἶχε τόσο πολὺ ἐντυπωσιασθεῖ, μὲ ὅσα στὸ μαντεῖο τοῦ ἀπεκαλύφθησαν, ποὺ τὶς διηγήθηκε καταλεπτῶς στοὺς φίλους του -ἀλλὰ μετὰ τρίμηνο ἀπεβίωσε. Κι ὅταν αὐτοὶ οἱ φίλοι μετέφεραν τὴν διήγηση στὸν Σωκράτη, ἐκεῖνος τοὺς ἐπέπληξε, διότι δὲν τοῦ εἶχαν φέρει ἀμέσως τὸν Τίμαρχο μπροστά του, νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα του ἀκριβῶς τὰ διαμειφθέντα –τόσης σπουδαιότητος ἐθεώρησε αὐτὰ ὁ Σωκράτης. Ἡ περιγραφὴ λοιπὸν τοῦ Τιμάρχου διεσώθη μέχρις ἡμῶν χάρις στὸν Πλούταρχο («Περὶ τοῦ Σωκράτους Δαιμονίου» 590Β) καὶ ἕνα της σημεῖο εἶναι ἐδῶ ἀξιομνημόνευτο.
«Ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ (τοῦ ἀνθρώπου) προῆλθε ἀπὸ τὸν θεῖο Νοῦν» εἶπε ὁ χρησμός. «Μέρος της, ἀναμειγνυόμενο μὲ τὰ πάθη τῆς ὕλης, ἀλλοιοῦται, ἀλλ’ ἄλλο μέρος της μᾶς κρατάει ψηλὰ τὸ κεφάλι, νὰ ἀναπνέομεν τὸν ἐλεύθερον ἀέρα, σὰν ἀεραγωγὸς ἐπικοινωνῶν μὲ τὸ σκάφανδρο ἀνθρώπου ποὺ ἔχει καταδυθεῖ στὸν βυθό. Τὸ μέρος λοιπὸν ποὺ βρίσκεται στὸ ὑποβρύχιο σῶμα ὀνομάζεται «ψυχή». Ἐνῶ γι’αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπόκειται σὲ ἀλλοίωση, οἱ πολλοί, βλέποντάς το σὰν ἀνταύγεια ἐπὶ ἐσόπτρου, πιστεύουν ὅτι βρίσκεται μέσα τους. Ὅσοι ὅμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ὅτι τοῦτο εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὸ ἀποκαλοῦν Δαίμονα».
Ἐδῶ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ αὐτὴ ἡ διάκριση τῆς Ψυχῆς σὲ δύο τμήματα, αὐτὰ ποὺ ἀργότερα ἡ Φιλοσοφία διὰ τοῦ Πλάτωνος θὰ ὀνόμαζε «Ἐπιθυμητικόν» καὶ «Θυμοειδές» καὶ ἐπὶ τὸ φιλοσοφικότερον, Μεριστὴ καὶ Ἀμέριστη Οὐσία. Ἡ «ψυχὴ -νέκυς» διακρίνεται ἀπὸ τὴν «ψυχήν –θυμόν»: Αὐτὴ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ θεία αἰτία τῆς ζωῆς, εἶναι αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ διασυνδέει τὸν ἄνθρωπο, σὰν ἀεραγωγὸς μὲ σκάφανδρο δύτου, πρὸς τὸν θεῖον Δαίμονα, πρὸς τὴν Ἀμέριστη Οὐσία τοῦ Κόσμου. Τὶ εἶναι ὅμως ἄραγε αὐτὸς ὁ «Δαίμων», ποὺ εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς εἶναι σὲ ψυχικὴ συνάρτηση;
Οἱ «δαίμονες», γράφει ὁ Πλούταρχος «εἶναι ψυχὲς ἀποχωρισθεῖσες τοῦ σώματος ἤ οὐδέποτε ἐνσωματωθεῖσες, οἱ ὁποῖες, κατὰ τὸν θεῖον Ἡσίοδο, εἶναι ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων». Ὁ Κέλσος ὀνομάζει «ἥρωες» καὶ «ἀγγέλους» αὐτὰ τὰ δύο εἴδη δαιμόνων.
Οἱ δαίμονες εἶναι γενικῶς ἀνώτερες ὑπάρξεις, πνευματικές, οἱ ὁποῖες συμπαρίστανται ἀθέατες στοὺς ἐνάρετους ἀνθρὠπους. Γιὰ τὸν πολὺν κόσμο, ποὺ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ ἔνθεο Μαντεῖο (σ’αὐτὰ προηγοῦντο οἱ ἐκπρόσωποι τῶν πόλεων), λειτουργοῦσαν τὰ Νεκρομαντεῖα καὶ τὰ Ἡρωομαντεῖα. Ἐκεῖ ἐρχόταν κανεὶς σὲ ἐπαφὴ μὲ ψυχὲς νεκρῶν ἤ μὲ σχετικῶς κατώτερα πνεύματα, μὲ ψυχὲς δηλαδή «ἀποχωρισθεῖσες τοῦ σώματος». Αὐτὰ τὰ Μαντεῖα μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν τὶς δυνατότητες τῶν μεγάλων ἔνθεων Μαντείων, ἀλλὰ προσέφεραν σοβαρὲς ὑπηρεσίες στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρὠπους (π.χ. τὸ Μαντεῖο τοῦ Ταινάρου εἶχε συμβἀλει σὲ ἀθρόες ἀπελευθερώσεις εἰλώτων) καὶ γι αὐτὸ μέχρι καὶ τὴν βίαιη καταστροφή τους, δὲν ἔπαψαν λειτουργοῦντα. Ἡ ὕπαρξη βεβαίως ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων δαιμόνων δὲν σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν καὶ «πονηροὶ δαίμονες» εἴτε (πολλῶ μᾶλλον) καὶ δαίμονες τοῦ «Κακοῦ». Ἀπαξιοῦμε δὲ τελείως νὰ σχολιάσουμε τὴν βλάσφημη διαφθορὰ ποὺ ἔχει γίνει στὴν λέξη «δαίμων».
Λέγοντας ὅμως «δαίμονα» ὁ χρησμὸς τοῦ Τροφωνίου ἐννοοῦσε τὶς «ψυχὲς τὶς οὐδέποτε ἐνσωματωθεῖσες»: τὸ Θεῖον! Μὲ Αὐτὸ εὑρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ σὲ πλήρη ἐξάρτηση, εἴτε τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει εἴτε ὄχι. Ὅταν ὅμως αὐτὸ ἐκείνη τὸ συνειδητοποιεῖ, τότε τῆς ἀνοίγονται τεράστιοι ὁρίζοντες γνώσεως καὶ χάριτος. Οἱ Ἕλληνες ἔνοιωθαν πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁμοούσια πρὸς τὸ Θεῖον. «Ἕν ἀνδρῶν, ἕν θεῶν γένος, ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν μητρὸς ἀμφότεροι» (Πίνδαρος). Γι’αὐτό, ὁ συντονισμὸς τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖον εἶναι δυνατὸν νὰ φέρει ἀποκαλύψεις καὶ ἀποτελέσματα πολὺ ὑπέρτερα ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν διάνοια. Ἡ διάνοια ἄλλωστε ἀποτελεῖ σὲ τελευταία ἀνάλυση ἕνα ὄργανο ἐπιβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου -ὅπως ἡ ὄσφρηση ἤ ἡ ταχύτης κινήσεως σὲ ἄλλα ἔμβια ὄντα. Ὁ ἄνθρωπος ἀξιοποίησε τὴν διανοητική του δύναμη γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ κυριαρχήσει στὴν γῆ, ἡ ἀξιοποίησή της δὲ, ὑπῆρξε ὅντως ἀξιοθαύμαστη καὶ τελεσφόρος. Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου μ’ αὐτὴν τὴν δύναμη, συνιστᾶ ὄχι μόνο ἀφέλεια, ἀλλὰ καὶ αὐθάδεια. «Ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε στὴν κοιλότητα τοῦ κύματος καὶ δὲν γνώριζει τίποτε γιὰ τὸν ἀπέραντο ὠκεανό, ποὺ ἁπλώνεται πίσω του καὶ μπροστά του». Πῶς νὰ ἀποκαλύψει λοιπὸν μὲ τὴν διάνοια ἀλήθειες μέγιστες καὶ ἄφατες; Τὰ ὑπὲρ λόγον δὲν «κατανοοῦνται». Μόνον μὲ ψυχικὲς δυνάμεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια ἐπαφὴ μ’αὐτά –κι αὐτό, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ὁμοούσιά τους.
«Τί ἡ γνώση πάντοτ’ἀργὰ μετράει τὰ βήματά της, μὰ ἡ προφητεία, σὰ λέαινα, μ’ἕνα μόνο πήδημα φτάνει στὸν τρανό σκοπό της».
Ὁ κόσμος σύγκειται ἀπὸ μιὰ μόνη «οὐσία», δὲν εἶναι μεῖγμα δύο. Αὐτὸ ἔχει ἤδη λεχθεῖ. Καὶ ἡ σημερινὴ Φυσικὴ Ἐπιστήμη τείνει πρὸς αὐτὴν τὴν ἄποψη, δεχόμενη πὼς ἡ ὕλη καὶ ἡ ἐνέργεια ἀποτελοῦν μορφὲς παραλλάσσουσες τῆς μιᾶς καὶ μόνης οὐσίας («ὑλοενεργείας» καλουμένης). Ὑπάρχουν ὅμως ποιότητες διαφορετικῆς, θὰ λέγαμε, βαρύτητος αὐτῆς τῆς οὐσίας. Ἔτσι διαφοροποιοῦνται οἱ ποικίλες ἐνεργειακὲς μορφὲς τόσο μεταξύ τους, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὕλη. Αὐτὴ ἡ ποικίλλουσα «βαρύτης» ἔχει βεβαίως σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δεκτικότητα: Ἄλλες μορφὲς «βλέπουμε» (π.χ. τὶς ὑλικὲς), ἄλλες «νιώθουμε» (π.χ. τὶς ἠλεκτρικές), ἄλλες ὑποψιαζόμαστε (π.χ. τὶς ζωϊκές) καὶ ἄλλες ἀγνοοῦμε τελείως (τὶς θεῖες). Προσπαθῶντας ὁ ἄνθρωπος νὰ εἰσχωρήσει σ’ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς καὶ νὰ τὶς ἐννοήσει, δημιούργησε τὶς Φυσικὲς ἐπιστῆμες γιὰ τὴν «νεκρὰ ὕλη»καὶ τὶς Βιολογικὲς γιὰ τὸν ἔμβιο κόσμο. Ἡ διάκριση ὅμως γίνεται μόνον γιὰ λόγους συστηματικοὺς, καλλίτερης δηλαδὴ ἐρεύνης, ὁπότε «ἡ Βιολογία δὲν ἐξετάζει, παρὰ τὴν ἀδρανῆ πλευρὰ τῶν ἐμβίων ὄντων»(Μπερξόν). Σύμφωνα μὲ τὸν Πλωτίνο, ἡ Ζωὴ δὲν εἶναι ἕνα παραπροϊὸν τῆς Φύσεως, ἀλλὰ ἡ οὐσία της. Ἀκόμη κι ὅ, τι φαίνεται σὰν ἄβιο, συμμετέχει στὴν ἐκδήλωση τῆς Ζωῆς, ποὺ διέπει τὰ πάντα. Κατὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν νεοπλατωνικὸ φιλόσοφο, ἐξαιρῶντας ἡ Φυσικὴ ἐπιστήμη τὴν Ζωὴ ἀπὸ τὴν ἔρευνά της, μένει μονομερής, ἀφοῦ ἡ Ζωὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς Φύσεως, καὶ δι’αὐτῆς ἔπρεπε νὰ ὁρᾶται καὶ τὸ ἄβιο –καθαρὴ ὕλη δὲν ὑπάρχει, παρὰ ὡς ἔννοια ἀφαιρετική!
Ἡ διείσδυση στὶς ἔννοιες τῆς Ζωῆς –πολὺ δὲ περισσότερο στὴν ἔννοια τοῦ Θείου –παραμένει tabula rasa γιὰ τὶς Ἐπιστῆμες. Ἐκεῖ δὲ ποὺ σταματᾶ ἡ Ἐπιστήμη, ἀρχίζει ἡ Φιλοσοφία: Ὅπως στὴν Γεωμετρία χρησιμοποιοῦμε βοηθητικὲς εὐθεῖες, γιὰ νὰ συλλάβουμε μιὰν γενικώτερη γεωμετρικὴ ἔννοια, ἔτσι ἡ Φιλοσοφία προεκτείνει τὰ ἐπιστημονικὰ πορίσματα δίκην βοηθητικῶν εὐθειῶν πρὸς μίαν καθολικὴ σύλληψη τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ οὖσα δέσμια ἡ Φιλοσοφία τοῦ βασικοῦ της ἐργαλείου, τῆς διανοίας, δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ὑπερλογικὲς ἔννοιες -ἀντίστοιχα, καὶ γιὰ νὰ μείνουμε στὸ παράδειγμα τῆς Γεωμετρίας, δὲν μποροῦν οἱ ἔννοιες τῆς Ἐπιπεδομετρίας νὰ συλλάβουν ἔννοιες στερεομετρικές. Καὶ τότε εἶναι ἡ σειρὰ τῆς Θρησκείας, ὅπου τὸ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο δὲν εἶναι πιὰ ἡ διάνοια, ἀλλὰ ἡ ψυχή: Αὐτὴ εἶναι, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ «σὰν μὲ ἀεραγωγὸ δύτου», μὲ τὸν ὔπερθέν της θεῖο Δαίμονα. Οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λοιπὸν πολυεπίπεδες. Ὅποιος δέχεται τὴν μία καὶ ἀποκλείει τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁλοκληρωμένη προσωπικότης. «Δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὴν λογική, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μονάχα λογική», τονίζει ὁ Κάρλ Γιούνγκ. «Τὸ παράλογο δὲν μπορεῖ, δὲν πρέπει νὰ ξεριζωθεῖ». Ὁ δὲ Συρὲ ἔγραφε: «Τὸ μεγαλύτερο κακὸ τῶν καιρῶν μας εἶναι ὅτι ἡ Ἐπιστήμη καὶ ἡ Θρησκεία ἐμφανίζονται σὰν δύο δυνάμεις ἐχθρικὲς καὶ ἀσύνδετες. Ἡ Θρησκεία ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῆς καρδιᾶς κι ἀπὸ κεῖ παίρνει τὴν αἰώνια μαγεία της, κι ἡ Ἐπιστήμη πάλι ἀπαντᾶ στὶς ἀνάγκες τοῦ πνεύματος κι ἔτσι ἀντλεῖ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή της. Ἀλλὰ ἐδῶ καὶ ἀρκετὸν καιρὸ αὐτὲς οἱ δυνάμεις δὲν ξέρουν νὰ συνεννοοῦνται. Στὸν κόσμο τῆς ψυχῆς βασιλεύουν ἄλλοι νόμοι. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δὲν κατάφερε παρὰ νὰ ψηλαφίζει σ’αὐτὸν τὸν τομέα, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἔμαθε νὰ προσανατολίζεται, διότι κατεῖχε τὰ ἀναγκαῖα ἐργαλεῖα, ἀρχὲς καὶ κλειδιά». Καὶ προσθέτει: «Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς δὲν γνώρισε τὸν πόλεμο μεταξὺ θρησκείας καὶ Φιλοσοφίας, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν δικὸ μας πολιτισμό. Ὁ Ὀρφισμὸς χρησίμευε σὰν δεσμὸς μεταξὺ Φιλοσοφίας καὶ Θρησκείας. Να, ποιὸ ἦταν τὸ πρωταρχικὸ καὶ καθοριστικὸ γεγονός, ποὺ ἐξηγεῖ ἀπὸλυτα τὴν μυστικὴ συμφωνία ποὺ ὑπάρχει στὸ βάθος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».
Ὅλα αὐτὰ ἡ Δύση ἐλάχιστα τὰ ἐννόησε. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι γι αὐτὴν θαυμαστὸς ἕνεκα τοῦ ὀρθολογισμοῦ του καὶ τῆς θεμελιώσεως τῶν ἐπιστημῶν καὶ ἕνεκα τῆς λαμπρῆς τέχνης του. Ὁ Νεοπλατωνισμὸς παραγνωρίσθηκε, θεωρηθείσης καὶ τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς του ὡς παρακμιακῆς. Καὶ ἡ ἀρχαία Τέχνη θαυμάστηκε σὰν καλλιέπεια μόνον ἤ σὰν «νατουραλισμός»-χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ ἐμβαθύνουν στὴν ζωοποιὸ πηγὴ τῆς ψυχῆς της. Ἔτσι ὁ ἀρχαῖος πολιτισμὸς δὲν μπόρεσε νὰ συλληφθεῖ ξανὰ ὁλοκληρωμένος στὴν συνείδησή μας. Οἱ ψυχικὲς δυνάμεις (ἐνόραση, διαίσθηση, ἔκσταση) ὑποτιμήθηκαν, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ γίνουν κατανοητές, καὶ ἐν τέλει θεωρήθηκαν μή ἑλληνικὲς, ἡ δὲ ἀρχαία θρησκεία θαυμάστηκε μόνον σὰν ὡραιότατο παραμύθι. Πῶς νὰ γίνει λοιπὸν καὶ ἡ Μαντική, τὸ ἀκρόκλωνο ἄνθος τῆς ὑπερλογικῆς δυνάμεως, ἀποδεκτό; Μὲ μίαν προχειρότητα -ἴδιον ἀξέστων πολιτισμῶν –αὐτὴ διεγράφη μὲ μιὰ μονοκοντυλιὰ καὶ ἔμεινε στὴν ἀφάνεια. Ὑπῆρξαν βεβαίως καὶ ἐξαιρέσεις μέσα στὴ δυτικὴ σκέψη, ὅπως μερικοὶ στοχασταὶ τοῦ Ρωμαντισμοῦ, τοῦ Ὑπαρξισμοῦ καὶ τῆς Φαινομενολογίας, ἀλλὰ κι αὐτοὶ, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Μαντική, δείχνουν σὰν παιδιὰ ποὺ παίζουν μὲ τὰ βότσαλα, ὅταν μπροστά τους ἁπλώνεται ἡ ἀπέραντη θάλασσα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Γνώσεως.
Ὅπως οἱ βιολογικὲς ἐπιστῆμες δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἐξετάζουν τὸ «φαινόμενον» μέρος τοῦ ἐμβίου ὄντος, τὸ ὑλικό, ἔτσι καὶ ἡ Φιλοσοφία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐξετάζει τὸ «νοητόν» μέρος τοῦ κόσμου, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Ὅλα τὰ ὑπὲρ λόγον δὲν εἶναι ποτὲ «νοητά» -αὐτὸ θὰ ἦταν ἀντίφαση –μόνον ψυχικὴ ἁφὴ εἶναι δυνατὴ μὲ αὐτά. Ὁ Μπερξόν, θεωρῶντας τὸ ἔνστικτο τῶν ἐμβίων ὄντων ὡς ἀντίστοιχη ζωϊκὴ λειτουργία πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ἐνόραση, γράφει:
«Ἡ διάνοια δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ συλλάβει τὴν Οὐσίαν τοῦ Ὄντος, ἀλλὰ μόνον ὅ, τι ἐκ τοῦ Ὄντος καταλείπεται σὲ ὕλη. Ἡ διάνοια καὶ τὸ ἔνστικτο ἔχουν στραφεῖ πρὸς δύο διαφορετικὲς κατευθύνσεις, ἐκείνη πρὸς τὴν ἀδρανῆ ὕλη, τοῦτο πρὸς τὴν ζωή. Ἡ διάνοια καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἐπιχειρεῖ ἐπὶ τῆς ἀδρανοῦς ὕλης, ἀκολουθεῖ τὶς ἕξεις ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ αὐτήν. Εἶναι καμωμένη γιὰ τὴν ἐργασία αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Τὸ ἔνστικτο εἶναι γνώση ἐξ ἀποστάσεως. Εἶναι ὡς πρὸς τὴ διάνοια ὅ,τι ἡ ὄραση πρὸς τὴν ἀφή. Τὸ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὴν περιοχὴ τῆς διανοίας τὸ ἔνστικτο, δὲν σημαίνει καὶ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ πνεύματος. Γι αὐτό, στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ἡ Ἐνόραση, δηλ. τὸ ἔνστικτο, ποὺ εἶναι ἱκανό, νὰ διαλογίζεται ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου του καὶ νὰ τὸ εὐρύνει ἀπεριόριστα».
Ἡ μεγάλη σημασία τῆς ἐνοράσεως δὲν σημαίνει ὅμως ἐξουδετέρωση τῆς διάνοιας –αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ ἀντίθετη ἀκρότης. Κάθε κατάκτηση τῆς ἐνορατικῆς γνώσεως (τονίζει πάλι ὁ Μπερξόν) τίθεται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς διανοίας, ὄχι μόνο γιὰ τὴ συστηματοποίησή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς συμβατότητός της πρὸς τὴν ὑπόλοιπη γνωστικὴ πραγματικότητα. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη σημαντικὴ παράμετρος: Ἡ γνωστικὴ περιουσία, ποὺ ἔχει μέχρι σήμερα ἐπιστημονικὰ κατακτηθεῖ, πρέπει νὰ εἶναι βάση καὶ ἔξαρμα γιὰ κάθε περαιτέρω ἐνορατικὸ ἅλμα. Ἡ Σοφία ἐτιμᾶτο πάντοτε στὴν Ἑλλάδα, ἄν καί, ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς Προναίας Ἀθηνᾶς, ἐτοποθετεῖτο σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο ἀπὸ τὸν κύριο Δελφικὸ Ναό. Ἡ καλλιέργεια τοῦ πνεύματος, εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ κάθε δημιουργικὴ ὑπέρβαση (ἐκστασιασμοί, ποὺ ἔχουν ἀκαλλιέργητο ἤ βαρβαρικὸ ὑπόβαθρο, δὲν ἔχουν ποτὲ αἴσια κατάληξη). Ἄν ὁ ἐκστασιασμὸς τῶν ἀκαλλιέργητων «δὲν ὑπερβαίνει τὰ στάδια ἑνὸς πνευματικοῦ ἡμιληθάργου» (Ρόντε), αὐτὸς ὅμως «εἰς τὰς ὑψηλὰς τάξεις τῶν προηγμένων κοινωνιῶν τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητος ἔφθασεν εἰς ὑψηλὰς βαθμίδας τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ καὶ διὰ τοὺς Ὀρφικοὺς ὁ Διόνυσος ἦτο ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν γηίνων δεσμῶν, ὁ δωρητὴς τῆς πνευματικῆς βακχείας καὶ τοῦ δημιουργικοῦ ἐνθουσιασμοῦ».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΑΡΘΡΟ , Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή