Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Ο ενετικός Στρατός, ο οποίος πολέμησε στην Ελλάδα το διάστημα 1684-1699

Το πρώτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν το μικρό του μέγεθος. Σε καμία περίπτωση ο Φραγκίσκος Μοροζίνι και ο Σουηδός στρατηγός Κένιγκσμαρκ δεν διοίκησαν περισσότερους από 14.000 άνδρες. Δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η πολύ μικρή αναλογία των ιππέων έναντι των πεζών –της τάξης του 1:10 περίπου– μικρότερη από την αντίστοιχη όλων των ευρωπαϊκών στρατών της εποχής. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό ήταν η ένταξη και χρησιμοποίηση ατάκτων τμημάτων Ελλήνων επαναστατών και Βαλκάνιων υπηκόων της δημοκρατίας, σε συνεργασία με τα τακτικά τμήματα. Ένα τέταρτο αφορούσε στο μεγάλο αριθμό πυροβόλων που χρησιμοποίησε.

Εξετάζοντας μία προς μία αυτές τις παραμέτρους, μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτα απ’ όλα, το μικρό μέγεθος του στρατού ήταν άμεσα συναρτώμενο από την κακή οικονομική κατάσταση της Βενετίας, αλλά και από τη μεταφορική ικανότητα των πλοίων του στόλου της.

Οι Ενετοί ουσιαστικά είχαν απλά συγκροτήσει ένα εκστρατευτικό σώμα «πεζοναυτών», στο οποίο ανέθεσαν αρχικά περιορισμένους στόχους. Ήταν οι πρώτες επιτυχίες που μετέβαλαν τη στοχοθεσία και τις φιλοδοξίες του στρατού αυτού. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι αυτή τη φορά οι Ενετοί δεν πολεμούσαν μόνοι τους Τούρκους. Ο Ενετοτουρκικός Πόλεμος του 1684-1699 ήταν ενταγμένος στην ευρύτερη πολεμική σύγκρουση, γνωστή ως πόλεμος του ‘‘Ιερού Συνασπισμού του Λιντς’’.

Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, ο ενετικός Στρατός θα διαδραμάτιζε δευτερεύοντα, αντιπερισπαστικό ρόλο, προσπαθώντας να αγκιστρώσει όσο το δυνατό περισσότερες τουρκικές δυνάμεις στη δυτική και νότια Ελλάδα, ώστε να μην τους επιτρέψει να κινηθούν βόρεια και να ενισχύσουν τα μαχόμενα κατά των Αυστριακών φίλια τμήματα.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του στρατού του Μοροζίνι, η μικρή αναλογία ιππέων. Τόσο ο χώρος διεξαγωγής των επιχειρήσεων –δυτική Ελλάδα, νησιά Αιγαίου, Πελοπόννησος– όσο και ο ρόλος του στρατού, δεν προαπαιτούσαν την παρουσία ισχυρών τμημάτων ιππικού, τα οποία στοίχιζαν άλλωστε και ακριβότερα.

Η έλλειψη αυτή καλυπτόταν εν μέρει από την παρουσία Βαλκάνιων ατάκτων ιππέων. Με τον ίδιο τρόπο η παρουσία Ελλήνων και λοιπών Βαλκάνιων πολεμιστών υποκαθιστούσε την ανυπαρξία τακτικών τμημάτων ελαφρού πεζικού στον ενετικό Στρατό. Το ισχυρό, τέλος, πυροβολικό προερχόταν από τα πλοία του στόλου. Στην πραγματικότητα ο ενετικός Στρατός διέθετε λίγα μόνο, ελαφρά και μέσα πυροβόλα. Σε περιπτώσεις ανάγκης αφαιρούνταν βαριά ναυτικά πυροβόλα και χρησιμοποιούνταν ως πεδινά.

Βασική μονάδα μάχης των ευρωπαϊκών στρατών της εποχής ήταν το σύνταγμα. Τα συντάγματα ιππικού διακρίνονταν σε συντάγματα θωρακοφόρων και καραμπινιέρων. Τα πρώτα αποτελούσαν το κατεξοχήν ιππικό κρούσης. Οι θωρακοφόροι έφεραν ισχυρό θώρακα –αδιάτρητο ακόμη και από μουσκέτο σε μεγάλη απόσταση– ο οποίος κάλυπτε το στήθος και την πλάτη του πολεμιστή. Φορούσαν επίσης σιδηρό κράνος με σιδηρό επιρύνιο που προστάτευε το πρόσωπο.

Ήταν οπλισμένοι με ίσια μακριά σπάθη, μήκους 1,1 μέτρου, δύο πιστόλες και κοντόκαννο μουσκέτο ή -μερικοί από αυτούς- τρομπόνι. Το τελευταίο ήταν ένα κοντόκαννο μουσκέτο με κοίλη στο άκρο κάννη, το οποίο γεμιζόταν όχι με ένα, αλλά με πολλά μικρά σε μέγεθος βλήματα. Ήταν ικανό να θερίσει αθωράκιστους αντιπάλους σε μικρή απόσταση. Το κάθε σύνταγμα θωρακοφόρων διέθετε 4-6 ίλες μειωμένης δυνάμεως. Σπάνια η δύναμη κάθε συντάγματος ξεπερνούσε τους 300 άνδρες. Οι θωρακοφόροι πολεμούσαν σε εξαιρετικά πυκνή τάξη, με την μπότα του ενός να ακουμπά σε αυτή του διπλανού του.

Οι καραμπινιέροι ήταν «ενδιάμεσος» τύπος ιππικού που δρούσε σε στενό σύνδεσμο με τους θωρακοφόρους είτε προετοιμάζοντας με πυρά την έφοδό τους είτε πλαγιοφυλάσσοντάς τους. Ο επιθετικός τους οπλισμός σύγκειτο από κοντόκαννο μουσκέτο, ίσια μακριά σπάθη και πιστόλι. Ως αμυντικό οπλισμό έφεραν μόνο σιδηρό κράνος και δερμάτινο γιλέκο, το οποίο τους παρείχε σχετική προστασία από νυκτικά πλήγματα. Οι άνδρες κάποιων επίλεκτων ιλών έφεραν και εμπρόσθιο ημιθωράκιο.

Οι καραμπινιέροι ήταν ικανοί να πολεμούν σε σχετικά πυκνή τάξη, αλλά και σε διάταξη ακροβολισμού. Τα συντάγματά τους ήταν επίσης μικρά και μερικές φορές διαλύονταν εντελώς και οι ίλες υπήγοντο υπηρεσιακά στα συντάγματα των θωρακοφόρων.

Οι Βαλκάνιοι ιππείς δεν είχαν σταθερή οργάνωση. Αυτή την εποχή, τα συγκεκριμένα σώματα επανδρώνονταν κυρίως από Δαλματούς (Μαυροβούνιους και Κροάτες). Οι Βαλκάνιοι ιππείς πολεμούσαν πάντα σε διάταξη ακροβολισμού. Ήταν οπλισμένοι με κοντόκαννα μουσκέτα, κυρτές σπάθες και πελέκεις. Πολλοί έφεραν και πιστόλες, ή ακόμα και κεφαλοθραύστες και μικρές λόγχες.

Ήταν ιδανικοί για τη διενέργεια αναγνωρίσεων και επιδρομών ή για την πλαγιοκόπηση της εχθρικής γραμμής μάχης. Δεν ήταν όμως σε θέση να αντέξουν στην έφοδο βαρύτερων τμημάτων ιππικού. Απέναντι στους Τούρκους σπαχήδες, πάντως, αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί.

Ο ενετικός Στρατός διέθετε μερικές εκατοντάδες Βαλκάνιων ιππέων.

Το πεζικό ήταν επίσης οργανωμένο σε συντάγματα. Το κάθε ένα από αυτά διέθετε 1-3 τάγματα. Το κάθε τάγμα συγκροτείτο από 4-6 λόχους. Ένας από τους λόχους του συντάγματος ήταν λόχος επίλεκτων γρεναδιέρων. Οι άνδρες αυτοί, οι γρεναδιέροι, έφεραν εκτός του συνήθους οπλισμού τους και χειροβομβίδες (3-5 ανά άνδρα).

Οι λοιποί λόχοι πεζικού περιλάμβαναν στις τάξεις τους δύο τύπους πεζών, τους μουσκετοφόρους και τους σαρισσοφόρους. Η μέση δύναμη ενός τάγματος κυμαινόταν μεταξύ 800 και 600 ανδρών. Από αυτούς οι 100-150 ήταν σαρισσοφόροι και οι λοιποί μουσκετοφόροι. Οι πρώτοι ήταν εξοπλισμένοι με μακριά σάρισσα μήκους 5-5,5 μέτρων, με σπαθί και κράνος. Ως το 1688 περίπου οι σαρισσοφόροι έφεραν και θώρακα –εμπρόσθιο και οπίσθιο ημιθωράκιο– ο οποίος όμως τελικά καταργήθηκε. Αποστολή των σαρισσοφόρων ήταν η παροχή προστασίας στους μουσκετοφόρους κατά τη διάρκεια επέλασης εχθρικού ιππικού κατά του τάγματος.

Οι μουσκετοφόροι ήταν όμως αυτοί που αποτελούσαν τη ψυχή του τάγματος. Ήταν αρχικά οπλισμένοι με μουσκέτο που διέθετε σύστημα πυροδότησης με φυτίλι και με σπαθί. Το συγκεκριμένο μουσκέτο ήταν προβληματικό όπλο, παρουσιάζοντας ποσοστά δυσλειτουργίας της τάξης του 50%.

Ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση έως 100 μέτρα, αν και θεωρητικά το βεληνεκές μάχης του ξεπερνούσε τα 250 μέτρα. Συνήθως πυρά εκτελούνταν από αποστάσεις μικρότερες των 80 μέτρων. Ο ρυθμός βολής ήταν της τάξης της μίας ανά λεπτό.

Στην υπό εξέταση περίοδο τόσο οι μουσκετοφόροι, όσο και οι σαρισσοφόροι πολεμούσαν σε πυκνή τάξη βάλλοντας ομοβροντίες –οι πρώτοι– κατά του εχθρού. Περί το 1690 αρκετοί μουσκετοφόροι επανεξοπλίστηκαν με ένα εξελιγμένο μουσκέτο με σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο.

Το όπλο αυτό είχε ποσοστό δυσλειτουργίας της τάξης του 33% και μπορούσε να γεμιστεί με 26 μόνο κινήσεις έναντι 44 του προκατόχου του, διπλασιάζοντας έτσι τον ρυθμό βολής. Επίσης την ίδια περίοδο οι μουσκετοφόροι εξοπλίστηκαν με το πρώτο υπόδειγμα λειτουργικής ξιφολόγχης, της επιλεγόμενης «φυτευτής». Η ξιφολόγχη αυτή προσαρμοζόταν εντός της κάννης του μουσκέτου, απαγορεύοντάς του να βάλει. Ήταν ωστόσο χρήσιμη στην αντιμετώπιση αντιπάλων ιππέων. Οι γρεναδιέροι ήταν οπλισμένοι με μουσκέτο, σπαθί, άσκια (πελέκι) και χειροβομβίδες.

Εκτός των ενετικών συνταγμάτων πεζικού, ο ενετικός Στρατός διέθετε ολόκληρα, επινοικιασμένα, γερμανικά συντάγματα πεζικού, από τα γερμανικά κρατίδια της Έσσης, του Αννόβερου, της Βυρτεμβέργης, του Μπράουνσβαϊγκ και της Σαξονίας.

Το γερμανικό πεζικό είχε ήδη εγκαταλείψει τη σάρισσα από το 1685 και είχε υιοθετήσει πλήρως την ξιφολόγχη και το μουσκέτο με πυριτόλιθο. Μόνο το σαξονικό πεζικό διέθετε κυρίως παλαιά μουσκέτα και αντί της ξιφολόγχης ο κάθε Σάξονας πεζός, διέθετε έναν μικρό αιχμηρό πάσσαλο τον οποίο τοποθετούσε μπροστά του κατά τη μάχη, δημιουργώντας έτσι ένα φράγμα κατά του εχθρικού ιππικού. Τα γερμανικά συντάγματα πεζικού ήταν οργανωμένα όπως και τα ενετικά. Το κάθε σύνταγμα όμως διέθετε –συνήθως– ένα μόνο ενισχυμένο τάγμα.

Ένας άλλος τύπος πεζικού ήταν αυτός των δραγώνων. Οι δραγώνοι ήταν οργανωμένοι σε συντάγματα, το καθένα από τα οποία διέθετε έναν αριθμό λόχων. Δεν υπήρχαν μονάδες επιπέδου τάγματος. Εκείνη την περίοδο οι δραγώνοι δεν είχαν ακόμα μετεξελιχθεί σε ιππικό.

Χρησιμοποιούσαν άλογα μόνο και μόνο για να μετακινούνται με ταχύτητα στο πεδίο της μάχης. Πολεμούσαν όμως πάντα πεζοί, όπως και το σύγχρονο μηχανοκίνητο πεζικό. Ήταν οπλισμένοι με μουσκέτο, παλαιό αρχικά, με σύστημα με πυριτόλιθο μετά το 1688-90, με σπαθί και με άσκια (πελέκι). Χρησιμοποιούνταν συνήθως ως ταχείς ακροβολιστές για να καταλαμβάνουν πρώτοι σημαντικά εδαφικά ερείσματα από τον εχθρό και ως προπομποί του στρατού. Πολλές φορές συνεργάζονταν και με το ιππικό στο οποίο παρείχαν υποστήριξη πυρών.

Υπήρχαν επίσης τμήματα πεζοναυτών –στρατιωτών που επέβαιναν στα πλοία, σωστότερα– τα οποία ήταν οργανωμένα, όπως και τα ενετικά συντάγματα πεζικού.

Τέλος, πεζοναύτες ήταν και οι περίφημοι «Σιαβόνι». Οι άνδρες αυτοί προήρχοντο από τις ελεγχόμενες από τη Βενετία δαλματικές ακτές. Ήταν οπλισμένοι με μουσκέτα και με τις «σιαβόνες», μεγάλες, βαριές σπάθες από τις οποίες πήραν και το όνομά τους.

Όσον αφορά στο βαλκανικό πεζικό, ήταν φυσικά άτακτο. Διακρινόταν σε βαλκανικό και ελληνικό, με το δεύτερο να υπερτερεί συντριπτικά, σε αριθμητική δύναμη, του πρώτου. Τα ελληνικά τμήματα προήρχοντο κατά κύριο λόγο από τα Επτάνησα, τις περιοχές της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και από την Πελοπόννησο. Ιδιαίτερα όμως διακρίθηκαν οι Επτανήσιοι και οι Μανιάτες. Οι πρώτοι μάλιστα ενίσχυσαν και τον ενετικό στόλο με έξι πολεμικά πλοία, τα οποία εξόπλισαν και επάνδρωσαν μόνοι τους. Οι Βαλκάνιοι ομόλογοί τους ήταν κυρίως Μαυροβούνιοι.

Όλοι οι ελαφροί πεζοί ήταν οπλισμένοι κατά βούληση. Έφεραν όλοι μουσκέτο και σπάθη. Πολλοί έφεραν και πιστόλες, πελέκια, λόγχες και ό,τι άλλο ο καθένας διέθετε. Πολεμούσαν πάντα σε διάταξη ακροβολισμού και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε αποστολές κατοχής ή διατήρησης δύσκολου εδάφους, στη διεξαγωγή αναγνωρίσεων και επιδρομών κ.λπ. Ήταν όλοι τους άριστοι χειριστές της σπάθης και προσφιλής τους συνήθεια ήταν η συγκομιδή των αποκεκομμένων κεφαλών των εχθρών!

Το πυροβολικό ήταν οργανωμένο σε πυροβολαρχίες. Ο αριθμός όμως των πυροβόλων ανά πυροβολαρχία δεν ήταν σταθερός και μπορούσε να κυμαίνεται από 4 ως 12 όπλα. Πέντε ήταν οι κύριοι τύποι πυροβόλων σε χρήση: τα «πλήρη» κανόνια των 48 λιβρών, τα «ημικανόνια» των 24 λιβρών, τα «κανόνια τετάρτου» των 12 λιβρών, τα ελαφρά των 3 λιβρών και τα ολμοβόλα πολιορκίας. Σε κάθε περίπτωση οι αριθμοί υποδήλωναν το βάρος του βλήματος που το συγκεκριμένο πυροβόλο έβαλλε, σε λίβρες (μία λίβρα= περίπου μισό κιλό). Τα ελαφρά πυροβόλα διετίθεντο κατά περίπτωση στα τάγματα πεζικού για να ενισχύουν τη δύναμη πυρός.

Τακτικές μάχης του ενετικού Στρατού

Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο ενετικός Στρατός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας σύγχρονης αντίληψης στρατός, για την εποχή του φυσικά. Ο στρατός ακολούθησε πιστά όλα τα διδάγματα, τα προερχόμενα από την εμπειρία των πολέμων της εποχής. Γι’ αυτό άλλωστε και κατανίκησε τον αναχρονιστικό οθωμανικό στρατό, ακόμα και σε κατά παράταξη μάχες, παρά το μικρό του μέγεθος.

Το ενετικό βαρύ ιππικό, ακολουθώντας τα γερμανικά πρότυπα, λειτουργούσε ως ταχυκίνητη εξέδρα εκτόξευσης πυρών. Οι άνδρες παρατάσσονταν σε πυκνή τάξη και σε μεγάλο βάθος – συνήθως 5 ή 6 ζυγών. Πλησίαζαν το αντίπαλο τμήμα σε απόσταση βολής, κινούμενοι σε ελαφρύ τροχασμό, ώστε να μη διαταραχτεί η συνοχή του τμήματός τους και έβαλλαν εναντίον του με κάθε όπλο που διέθεταν, διαδοχικά ανά ζυγό.

Κάθε ζυγός ιππέων που έβαλλε κινείτο προς τα πίσω. Ελάμβανε θέση στα νώτα του σχηματισμού και οι άνδρες του άρχιζαν την επαναγέμιση των όπλων τους, διαδικασία την οποία όφειλαν να έχουν ολοκληρώσει έως τη στιγμή που θα ερχόταν ξανά η σειρά τους να βάλουν. Εκτόξευαν δε επίθεση κατά του αντιπάλου μόνο όταν αυτός είχε χάσει τη συνοχή του από τις απώλειες. Αυτή ήταν η περίφημη τακτική του «καρακόλ».

Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που το πεζικό ήταν κατά βάση οπλισμένο με εκηβόλα όπλα (δηλαδή όπλα που έβαλλαν από μεγάλη απόσταση), η τακτική του «καρακόλ» χρησιμοποιείτο κυρίως εναντίον ενός εχθρικού ορμητικού ιππικού, όπως το τουρκικό. Η πυκνή τάξη των Ενετών ιππέων τούς προσέδιδε την απαραίτητη συνοχή ώστε να αντέχουν στις εχθρικές εφόδους, ενώ παράλληλα δεν επέτρεπε στο πολύ πιο ευέλικτο τουρκικό ιππικό να διασχίσει τις φίλιες γραμμές. Δεν άφηναν κενά μέσα από τα οποία θα μπορούσαν να διεισδύσουν οι Τούρκοι. Οι τελευταίοι εφορμούσαν συνήθως εξαιρετικά ορμητικά, αλλά και ασύντακτα, κατά των αντιπάλων τους.

Οι βαρύτερα θωρακισμένοι Ενετοί ιππείς απλά τους περίμεναν με τα όπλα τους στραμμένα καταπάνω τους. Μόλις οι Τούρκοι πλησίαζαν σε απόσταση 15 περίπου βημάτων (10 περίπου μέτρα) εδέχοντο ένα καταχθόνιο πυρ από τους δύο πρώτους ζυγούς των Ενετών ιππέων. Κάθε ιππέας έβαλλε και με τις δύο πιστόλες του και αμέσως μετά έσυρε τη σπάθη του και επετίθετο με τάξη στους συνήθως σαστισμένους, από την ομοβροντία, Τούρκους.

Απέναντι στο οπλισμένο με εκηβόλα όπλα τουρκικό πεζικό τα πράγματα ήταν λίγο πιο δύσκολα. Για να εφαρμόσουν την τακτική του καρακόλ, οι ιππείς θα έπρεπε να εκτεθούν και οι ίδιοι στα πυρά ή στα βλήματα των αντιπάλων. Για να αποφύγουν το ενδεχόμενο αυτό, οι ιππείς του Μοροζίνι εφάρμοζαν μία πιο ευέλικτη τακτική, στηριζόμενοι στην ελλιπή εκπαίδευση και κατά συνέπεια στην ελλιπή πειθαρχία πυρός των αντιπάλων τους.

Το μυστικό της επιτυχίας ήταν να «πεισθούν» οι Τούρκοι πεζοί να βάλλουν όσο το δυνατό πιο πρόωρα κατά των επερχομένων εναντίον τους ιππέων, έτσι ώστε τα αποτελέσματα της ομοβροντίας τους να είναι ήσσονος σημασίας. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύοντο οι απεσπασμένες ίλες καραμπινιέρων ή οι λόχοι των δραγώνων και αναλάμβαναν την άχαρη αποστολή να «τραβήξουν» τα πυρά του εχθρού.

Οι απείθαρχοι και άσχημα εκπαιδευμένοι Τούρκοι σπάνια είχαν την ψυχραιμία να συγκρατήσουν τα πυρά τους και να τα διαθέσουν εναντίον της πραγματικής απειλής. Συνήθως άρχιζαν να πυροβολούν ασύντακτα εναντίον οποιουδήποτε κινείτο εμπρός τους, μένοντας έτσι με άδεια όπλα την κρίσιμη στιγμή. Έτσι, όταν δέχονταν την έφοδο του ιππικού δεν έμεναν να την αντιμετωπίσουν, αλλά τρέπονταν σε φυγή και κατεκόπτοντο κατά εκατοντάδες.

Φυσικά οι Ενετοί καραμπινιέροι και δραγώνοι σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούσαν ως πρώιμοι «καμικάζι», οι οποίοι θυσίαζαν την ταπεινή τους ύπαρξη για την επίτευξη του σκοπού. Και οι μεν και οι δε έπαιρναν τις μεγαλύτερες δυνατές προφυλάξεις όταν αναλάμβαναν τέτοιου τύπου αποστολές.

Οι δραγώνοι συνήθως αφίππευαν και έβαλλαν ακροβολισμένοι κατά των εχθρών, αλλά και οι καραμπινιέροι αραίωναν τις γραμμές τους και εκτελούσαν επίδειξη περισσότερο, ενώπιον των αντιπάλων τυφεκιοφόρων, από σχετικά ασφαλή απόσταση.

Το άτακτο ιππικό δρούσε εντελώς διαφορετικά σε σχέση με τις τακτικές δυνάμεις. Οι άνδρες του πολεμούσαν πάντα σε διάταξη ακροβολισμού, προσπαθώντας να υπερκεράσουν, αν ήταν εφικτό, την εχθρική παράταξη. Δεν εκτελούσαν κατά μέτωπο έφοδο κατά εχθρικού τμήματος το οποίο διατηρούσε τη συνοχή του. Μόλις όμως αντιλαμβάνονταν και το παραμικρό σημάδι σύγχυσης επέλαυναν ορμητικά εναντίον του.

Εναντίον βαρύτερου εχθρικού ιππικού, οι άτακτοι ιππείς στηρίζονταν στην ταχύτητα και στην ευελιξία τους για να επικρατήσουν. Έφθειραν τον αντίπαλο με πυρά και δεν ενεπλέκοντο μαζί του σε συμπλοκή. Αν οι αντίπαλοι ιππείς ήταν υπερβολικά απρόσεκτοι ή ορμητικοί, τους παρέσυραν με προσποιητές φυγές και τους παγίδευαν. Ήταν η κλασική τακτική που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες στρατιώτες, ήδη από τον 14ο αιώνα μ.Χ.

Το ενετικό πεζικό στηριζόταν στην ισχύ πυρός του για να επικρατήσει των Τούρκων. Τα τάγματα πεζικού τάσσονταν σε διπλή γραμμή μάχης. Κάθε τάγμα τασσόταν σε βάθος έως 6 ζυγών. Οι σαρισσοφόροι των λόχων συνήθως συγκεντρώνονταν στο κέντρο και σχημάτιζαν μια συμπαγή φάλαγγα. Άλλοτε όμως σχημάτιζαν τον τρίτο ζυγό του τάγματος.

Σταδιακά ο σχηματισμός του πεζικού λέπτυνε κι άλλο και υιοθετήθηκε ο σχηματισμός της γραμμής βάθους 5 ζυγών. Το πεζικό ήταν εκπαιδευμένο να βάλλει ομοβροντίες, είτε κατά ζυγό είτε οι τρεις πρώτοι ζυγοί μαζί είτε, σπανίως, κατά στίχο. Τα πυρά κατά ζυγό εκτελούνταν με τον τελευταίο ζυγό να βάλλει πρώτος και τον πρώτο να βάλλει τελευταίος.

Οι άνδρες του τάγματος γονάτιζαν όλοι, εκτός από αυτούς του τελευταίου ζυγού, οι οποίοι πυροβολούσαν. Μόλις οι τελευταίοι έβαλλαν, οι προ-τελευταίοι σηκώνονταν και έβαλλαν με τη σειρά τους, κατόπιν έβαλλαν οι άνδρες του επόμενου ζυγού κ.ο.κ. Το παλαιό σύστημα βολής, ανάλογο με το καρακόλ του ιππικού, δεν εφαρμοζόταν πλέον.

Με βάση το σύστημα βολής ανά ζυγούς, το τάγμα πεζικού είχε τη δυνατότητα να βάλλει με το 1/6 τουλάχιστον των μουσκετοφόρων του, την ώρα που το άλλο 1/6 τουλάχιστον επαναγέμιζε και τα 4/6 ήταν έτοιμα προς πυροβόληση. Για παράδειγμα, ένα τάγμα των 600 μουσκετοφόρων ήταν σε θέση να εκτοξεύει 100 βολές ανά 10 δευτερόλεπτα.

Αντίθετα, η βολή ομοβροντίας ήταν πιο «σπάταλη», αφού έβαλλαν ταυτόχρονα οι τρεις πρώτοι ζυγοί μουσκετοφόρων ενός τάγματος. Πάντως, σε δεδομένη χρονική στιγμή το τάγμα των 600 μουσκετοφόρων ήταν σε θέση να εξαπολύσει ομοβροντία 300 βολών, τριπλασιάζοντας με τον τρόπο αυτό το υλικό αλλά και το ηθικό, επί της συνοχής του αντιπάλου, αποτέλεσμα των πυρών του.

Ακόμη χειρότερα για τον αντίπαλο ήταν όταν το τάγμα εξαπέλυε πλήρη ομοβροντία από το σύνολο των μουσκετοφόρων του, σε δύο ή τρεις χρόνους. Με τον τρόπο αυτό ήταν δυνατό να βληθούν 600 βολές σε χρόνο μικρότερο των 10 δευτερολέπτων. Ένας τόσο μεγάλος όγκος πυρός, εξαπολυόμενος από κοντινές συνήθως αποστάσεις (20 έως 80 μέτρα) και από όπλα μεγάλου διαμετρήματος (18,1 χλστ.).

Τουλάχιστον είχε, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, καταστροφικά αποτελέσματα για τον στόχο. Ακόμα και με ποσοστό δυσλειτουργίας της τάξης του 50%, η πρόκληση σημαντικών απωλειών στον αντίπαλο, εντός του μικρότερου δυνατού χρόνου, είχε σοβαρότατες συνέπειες για τη συνοχή της αντίπαλης μονάδας. Όταν μάλιστα αυτή δεν διέθετε την κατάλληλη εκπαίδευση, ψυχραιμία και πνεύμα μονάδας, ήταν βέβαιο πως τα αποτελέσματα μιας και μόνο ομοβροντίας ήταν ικανά να την τρέψουν σε φυγή.

Οι σχηματισμοί του τουρκικού πεζικού, ακόμα και τα επίλεκτα τμήματα των γενίτσαρων, δεν διέθεταν την απαραίτητη ψυχραιμία για να σταθούν και να αντιμετωπίσουν με πυρά το ευρωπαϊκό πεζικό. Συνήθως έβαλλαν μία ομοβροντία και κατόπιν εξορμούσαν με τα γιαταγάνια στα χέρια κατά των αντιπάλων. Αν το ευρωπαϊκό πεζικό ήταν στοιχειωδώς εκπαιδευμένο, δεν σπαταλούσε τις βολές του αλλά τους περίμενε και άνοιγε εναντίον τους πυρ σε απόσταση 15-20 μέτρων, κομματιάζοντάς τους κυριολεκτικά.

Μόλις τα πυρά των χριστιανών απορροφούσαν την επιθετική ισχύ των Τούρκων, οι πρώτοι εκτελούσαν άμεση αντεπίθεση με τους σαρισσοφόρους και έτρεπαν τους βαρβάρους σε φυγή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ενετικό πεζικό προερχόταν από τους πολυάριθμους και επίλεκτους ακροβολιστές του οθωμανικού Στρατού.

Οι Αρναούτηδες και οι Τουφεκσήδες ήταν ικανοί να προκαλέσουν βαριές απώλειες στο ευρωπαϊκό πεζικό γραμμής, χωρίς οι ίδιοι να εκτίθενται σε κίνδυνο. Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν ήταν με τη χρήση παρομοίων σωμάτων, κυρίως Ελλήνων και Μαυροβουνίων.

Για την αντιμετώπιση εφόδου ιππικού, το ενετικό πεζικό χρησιμοποιούσε δύο σχηματισμούς. Ο πρώτος ήταν ο «ακανθόχoιρος». Κατά τη λήψη του σχηματισμού αυτού οι σαρισσοφόροι του τάγματος σχημάτιζαν ένα τετράγωνο εντός του οποίου κατέφευγαν οι μουσκετοφόροι. Στις τέσσερις γωνίες του τετραγώνου λάμβαναν θέση οι γρεναδιέροι.

Αρκετοί μουσκετοφόροι λάμβαναν θέσεις ανάμεσα στις σάρισσες και από εκεί εκτελούσαν πυρά. Ο σχηματισμός αυτός χρησιμοποιείτο όταν το τάγμα ήταν σχετικά απομονωμένο από τις λοιπές φίλιες μονάδες.

Όταν υπήρχαν και άλλα φίλια τάγματα κοντά και το εχθρικό ιππικό δεν ήταν δυνατό να υπερκεράσει τα πλευρά του, το ενετικό τάγμα δεχόταν την έφοδο σε σχηματισμό γραμμής, με τους σαρισσοφόρους να σχηματίζουν τον τρίτο ζυγό του. Από τη θέση αυτή οι αιχμές των σαρισσών προεξείχαν σε απόσταση 2 μέτρων από τους μουσκετοφόρους του πρώτου ζυγού.

Σχηματιζόταν έτσι ένας συνεχής τοίχος από αιχμές σαρισσών, χωρίς παράλληλα να εμποδίζονται οι μουσκετοφόροι των δύο πρώτων ζυγών να εκτελούν πυρά. Εναντίον αυτού του σχηματισμού μόνο λογχοφόροι ιππείς είχαν πιθανότητες επιτυχίας.

Οι Ενετοί πεζοί που αποτελούσαν τους επιβάτες του στόλου –πεζοναύτες και Σιαβόνι– ακολουθούσαν πιο «πρωτόγονες» τακτικές, παρεμφερείς με αυτές των Τούρκων αντιπάλων τους. Οι σαρισσοφόροι των τμημάτων πεζοναυτών ήταν οπλισμένοι με κοντύτερες σάρισσες, μήκους 3 περίπου μέτρων, οι οποίες όμως ήταν πιο εύχρηστες και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πιο επιθετικά.

Οι μουσκετοφόροι των ιδίων τμημάτων ακολουθούσαν επίσης πιο επιθετική τακτική. Έβαλλαν όλοι μαζί μια ομοβροντία, από μικρή απόσταση, κατά του αντιπάλου και στη συνέχεια εξορμούσαν με τα σπαθιά στα χέρια, μαζί με τους σαρισσοφόρους, εναντίον του, προσπαθώντας να τον διασπάσουν με την ορμή της εφόδου τους. Οι σαρισσοφόροι σχημάτιζαν πραγματική «μακεδονική» φάλαγγα, βάθους 6-8 ζυγών, πλαισιωμένοι από τους μουσκετοφόρους. Οι Τούρκοι συνήθως δεν άντεχαν ούτε καν τη θέα της επίθεσής τους.

Με τον ίδιο τρόπο πολεμούσαν και οι Σιαβόνι, οι οποίοι αφού έβαλλαν μία ομοβροντία κατά των εχθρών εξορμούσαν εναντίον τους κραδαίνοντας στα χέρια τις μεγάλες σπάθες τους.

Με τον ίδιο όμως τρόπο πολεμούσαν και τα άτακτα ελληνικά ή βαλκανικά τμήματα, όταν οι άνδρες τους δεν ακροβολίζονταν.

Το σαξονικό πεζικό, ελλείψει σαρισσοφόρων, λειτουργούσε περισσότερο ως σταθερή εξέδρα εκτόξευσης πυρών. Αντίθετα τα λοιπά γερμανικά τμήματα, χάρις στα καλύτερα όπλα τους και στις ξιφολόγχες, αργότερα, δεν είχαν ανάγκη από σαρισσοφόρους. Πολεμούσαν σε λεπτότερους σχηματισμούς, βάθους 5 ζυγών, εξαπολύοντας φονικά πυρά κατά των εχθρικών σχηματισμών. Οι Γερμανοί έβαλλαν συνήθως ομοβροντίες τριών ζυγών, τηρώντας ως εφεδρεία πυρός τους δύο άλλους ζυγούς του τάγματος.

Παροιμιώδης ήταν η πειθαρχία και η ψυχραιμία των Γερμανών πεζών, ακόμα και υπό τα σφοδρά πυρά των αντιπάλων. Σε περίπτωση εφόδου εχθρικού ιππικού, τα γερμανικά τάγματα είτε σχημάτιζαν τετράγωνο, προσαρμόζοντας τις ξιφολόγχες στις κάννες των μουσκέτων, μετά τη βολή, είτε παρέμεναν σε σχηματισμό γραμμής και προσπαθούσαν να ανακόψουν την εχθρική επίθεση με πυρά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το αντίπαλο ιππικό αφηνόταν να πλησιάσει σε απόσταση 20 μέτρων προτού δεχθεί κατά πρόσωπο την ομοβροντία όλου του τάγματος σε δύο χρόνους ή των 3/5 αυτού σε έναν χρόνο.

Ο Ενετοτουρκικός πόλεμος του 1684-1699

Το 1683 αποτελεί την καταλυτική ημερομηνία αναφορικά με την τουρκική επεκτατικότητα. Από τη συντριβή του οθωμανικού Στρατού στη Βιέννη, που συνέβη το έτος αυτό και έπειτα, η οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται. Φυσικά σημειώθηκαν κάποιες τουρκικές επιτυχίες και αργότερα, αλλά ήταν ήσσονος σημασίας, ανίκανες να αντιστρέψουν την πορεία της κατάπτωσης και της παρακμής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ενετική δημοκρατία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία, παράλληλα με την αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρία) και τα υπ’ αυτήν ελεγχόμενα γερμανικά κράτη της αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους. Στους συμμάχους προστέθηκαν το κράτος του Βατικανού, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Μάλτας και οι Ιππότες του Αγίου Στεφάνου της Τοσκάνης. Στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου πάντως το βάρος του αγώνα έφεραν οι Ενετοί. Στο βόρειο μέτωπο αντίστοιχα ήταν οι αυστρογερμανικές δυνάμεις.

Η Πολωνία και η Ρωσία, μέλη επίσης του συνασπισμού, δεν διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο στις στρατιωτικές εξελίξεις.

Οι Ενετοί κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο στις 25 Απριλίου 1684. Ήταν η πρώτη φορά που οι Ενετοί κήρυσσαν πρώτοι τον πόλεμο στους Τούρκους. Αμέσως άρχισε να αναπτύσσεται τεράστια δραστηριότητα σε κάθε τομέα που αφορούσε την πολεμική προετοιμασία. Συγκεντρώθηκαν χρήματα με τα οποία συγκροτήθηκαν νέες στρατιωτικές μονάδες. Οι περισσότεροι άλλωστε άνδρες που υπηρετούσαν στα ενετικά συντάγματα ήταν μισθοφόροι, κυρίως Γερμανοί, αλλά και Ιταλοί, Ελβετοί και φυσικά Έλληνες. Ακόμη επινοικιάστηκαν ολόκληρα συντάγματα από τα σύμμαχα γερμανικά κράτη και για τη διοίκηση του στρατού προσκλήθηκαν, έναντι αδράς αμοιβής, μερικοί από τους καλύτερους στρατηγούς της Ευρώπης. Στρατηγοί όπως ο Σουηδός Κένιγκσμαρκ, ο ιταλικής καταγωγής Αυστριακός Στρασόλντο ή ο Γερμανός Ντέγκεφελντ υπηρέτησαν φιλότιμα και υποδειγματικά υπό τις σημαίες με τον λέοντα του Αγίου Μάρκου και έγιναν το φόβητρο των Τούρκων.

Παράλληλα με τον στρατό ενισχύθηκε και ο στόλος, με τον οποίο ενώθηκαν παπικά (5), ελληνικά (6), μαλτέζικα (7) και τοσκανικά (4) πλοία. Επίσης πράκτορες της ενετικής δημοκρατίας στάλθηκαν στην υπόδουλη Ελλάδα σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού των Ελλήνων. Τα ελληνικά πλοία ήταν γαλέρες από τα Επτάνησα (μία κερκυραϊκή, δύο κεφαλλονίτικες και τρεις από τη Ζάκυνθο), με Έλληνες πλοιάρχους και ελληνικά πληρώματα. Στα δε πεζοναυτικά τμήματα του ενετικού στόλου κατατάχθηκαν τουλάχιστον 2.000 Επτανήσιοι.

Στα μέσα του καλοκαιριού του 1684 ο ενετικός στόλος με επικεφαλής έναν παλαιό γνώριμο των ελληνικών θαλασσών, τον παλαίμαχο του Κρητικού πολέμου Φραγκίσκο Μοροζίνι, έπλευσε στο Ιόνιο με πρώτο στόχο τη Λευκάδα.

Η πολιορκία του οχυρού του νησιού, του κάστρου της Αγίας Μαύρας, άρχισε στις 21 Ιουλίου. Στις 6 Αυγούστου το οχυρό είχε παραδοθεί. Έναν περίπου μήνα αργότερα είχε καταληφθεί και η Πρέβεζα, ενώ οι Έλληνες των δυτικών ακτών της Ρούμελης είχαν πάρει τα όπλα κατά του τυράννου.

Έως το τέλος του 1684 μεγάλο τμήμα των δυτικών ελληνικών ακτών είχε καταληφθεί από τους Έλληνες επαναστάτες κυρίως, με τη συνδρομή φυσικά των Ενετών. Το νέο έτος (1685) έμελλε να είναι το πλέον καθοριστικό για την έκβαση του πολέμου. Αρχικά οι Ενετοί δεν εσκέπτοντο ούτε καν οι ίδιοι το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου ή κατάληψης εκτεταμένων ελληνικών τουρκοκρατούμενων περιοχών.

Ήταν οι αρχικές επιτυχίες που «άνοιξαν» την όρεξη του Μοροζίνι σε συνδυασμό με κάποιες αποτυχίες που σημειώθηκαν στις δαλματικές ακτές. Αφού απέτυχε στη Δαλματία, ο Μοροζίνι σκέφθηκε να καταλάβει την Πελοπόννησο. Ζήτησε μάλιστα τη σύμπραξη των Μανιατών, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνουν όπλα. Οι Τούρκοι, για να προλάβουν την εξέγερση, εισέβαλαν προληπτικά στη Μάνη και άρχισαν τις γνωστές αβροφροσύνες τους – σφαγές, πυρπολήσεις, ατιμώσεις.

Το καλοκαίρι του 1685 η ενετική και συμμαχική αρμάδα εισήλθε στο μεσσηνιακό κόλπο. Ήταν 24 Ιουνίου. Την επόμενη μέρα οι 6.400 άνδρες του ενετικού Στρατού, υπό τον Ντέγκενφελντ, άρχισαν να πολιορκούν το φρούριο της Κορώνης. Μαζί τους είχαν έλθει και εκατοντάδες Έλληνες εθελοντές από τα Επτάνησα, την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, οι οποίοι ενώθηκαν και με άλλους επαναστάτες από την Πελοπόννησο. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να άρουν την πολιορκία του ισχυρού και σημαντικού οχυρού.

Δεν το κατόρθωσαν όμως και στις 11 Αυγούστου η Κορώνη παραδόθηκε στους πολιορκητές. Οι Ενετοί διέθεταν πλέον ένα σίγουρο λιμάνι και ένα άριστο ορμητήριο για την παραπέρα προέλασή τους εντός της Πελοποννήσου.

Στο μεταξύ αφίχθησαν στην Πελοπόννησο σημαντικές ενισχύσεις –3.300 Σάξονες στρατιώτες– ενώ επαναστάτησαν και οι Μανιάτες. Σε συνεργασία με τα σαξονικά και τα ενετικά τμήματα απελευθέρωσαν όλη τη Μάνη και την πόλη της Καλαμάτας. Έτσι έληξε επιτυχώς και το δεύτερο έτος του πολέμου.

Στις αρχές Ιουνίου του 1686 οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν. Από τα χριστιανικά πλοία αποβιβάστηκαν στο παλαιό Ναυαρίνο 10.000 πεζοί και 1.000 περίπου ιππείς.

Η μικρή στρατιά τέθηκε υπό τον Σουηδό Κένιγκσμαρκ, ο οποίος μέσα σε λίγες μέρες κατέλαβε το παλαιό και το νέο Ναυαρίνο και πολιόρκησε το φρούριο της Μεθώνης. Η Μεθώνη παραδόθηκε με τη σειρά της (7 Ιουλίου). Ακολούθησε η Κυπαρισσία. Ο δαιμόνιος Σουηδός στρατηγός, βετεράνος του Τριακονταετούς Πολέμου, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τις επιτυχίες του και στράφηκε αμέσως κατά της τότε πελοποννησιακής πρωτεύουσας, του Ναυπλίου.

Τα χριστιανικά στρατεύματα επανεπιβιβάστηκαν στα πλοία και αποβιβάστηκαν στο σημερινό Τολό. Από εκεί κινήθηκαν ταχύτατα και πριν οι Τούρκοι συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, η ενετική σημαία κυμάτιζε στο λόφο του Παλαμηδίου. Οι επιζώντες Τούρκοι πολιορκήθηκαν στην Ακροναυπλία. Παράλληλα όμως αφίχθη βοήθεια. Ο Ισμαήλ πασάς είχε φτάσει στο Άργος, επικεφαλής 4.000 ιππέων και 3.000 πεζών. Από εκεί, με συνεχείς επιδρομές, καταπονούσε τους πολιορκητές και ενίσχυε και τροφοδοτούσε τους πολιορκημένους συμπατριώτες του. Η κατάσταση είχε καταστεί κρίσιμη για τον Κένιγκσμαρκ. Οι δυνάμεις του ευρίσκοντο ανάμεσα σε δύο τουρκικά τμήματα και ασφυκτιούσαν.

Με συνεχείς επιθέσεις κατά των δυνάμεων του Ισμαήλ, ο Κένιγκσμαρκ περιόρισε το κακό. Χρειαζόταν όμως η ανάληψη σοβαρής δράσης για να αρθεί το αδιέξοδο. Με αυτό το σκεπτικό ο Κένιγκσμαρκ επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις κατά ου Ισμαήλ. Ήταν η πρώτη κατά παράταξη μάχη (του Άργους) μεταξύ των δύο αντιπάλων, η οποία έληξε με συντριβή των Τούρκων, παρά την υπεροχή τους σε ιππικό (7 Αυγούστου 1686).

Οι Τούρκοι μετά την ήττα τους κατέφυγαν στην Κόρινθο. Εκεί ο Ισμαήλ, αφού ενισχύθηκε, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη των όπλων. Και πάλι όμως κατατροπώθηκε από τον Σουηδό στρατηγό και οι δυνάμεις του διασκορπίστηκαν. Ύστερα από τη νέα ήττα, ο Τούρκος φρούραρχος του Ναυπλίου αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη.

Ο ηττημένος Ισμαήλ αποσύρθηκε στο Αίγιο. Οι στρατιώτες του όμως, θορυβημένοι από τις ήττες και από τις διάφορες φήμες, άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τις θέσεις τους. Αναφέρονται ακόμα και περιπτώσεις στάσεως ολοκλήρων τμημάτων και δολοφονίας των αξιωματικών από πανικόβλητους στρατιώτες!

Για το επόμενο έτος και οι δύο πλευρές προετοιμάζονταν πυρετωδώς. Στόχος των Ενετών ήταν τώρα η κατάληψη της αχαϊκής πρωτεύουσας, της Πάτρας. Για την Πάτρα όμως ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν και οι Τούρκοι. Ο σερασκέρης της Πελοποννήσου, αφού συγκέντρωσε ισχυρές δυνάμεις –περί τους 15.000 άνδρες– επιτέθηκε κατά των χριστιανικών δυνάμεων –14.000 άνδρες, πολλοί από αυτούς Έλληνες– που ήταν έτοιμοι να αρχίσουν συστηματική πολιορκία της πόλης.

Η μάχη δόθηκε στις 22 Ιουλίου 1687, στη θέση Ιτιές. Διεξήχθη με πείσμα, ορμή και ιδιαίτερο φανατισμό και από τις δύο πλευρές. Τελικά όμως επικράτησε η πειθαρχία και η ανώτερη τακτική των χριστιανικών δυνάμεων. Περισσότεροι από 2.000 Τούρκοι στρατιώτες έπεσαν ή τραυματίσθηκαν στη μάχη. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας το φρούριο των Πατρών και πολλά λάφυρα στους νικητές. Στη βιασύνη τους οι Τούρκοι εγκατέλειψαν στο λιμάνι ακόμα και 14 πλοία τους!

Ο χριστιανικός στρατός κυρίευσε περί τα 160 πυροβόλα, χιλιάδες όπλα, μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πυρομαχικών και το λάβαρο του ίδιου του σερασκέρη. Η νίκη ήταν πλήρης. Τόσο πλήρης μάλιστα που η τουρκική φρουρά του Ρίου εγκατέλειψε αμαχητί το φρούριο! Το ίδιο συνέβη και στην απέναντι ακτή. Το φρούριο του Αντιρίου εγκαταλείφθηκε επίσης.

Σε όλη τη δυτική Στερεά οι Έλληνες οπλαρχηγοί είχαν πάρει τα όπλα και πολεμούσαν σκληρά τον κατακτητή. Μόνο από τον Ισθμό μπορούσαν πια να επικοινωνούν οι τουρκικές δυνάμεις της Πελοποννήσου με τους συμπατριώτες τους. Σε λίγο όμως κατελήφθη και η Κόρινθος. Έτσι η μοναδική τουρκική κτήση στην Πελοπόννησο ήταν η Μονεμβασιά, η οποία το 1690 θα παραδινόταν στους Ενετούς.

Έχοντας ουσιαστικά καταλάβει ολόκληρη την Πελοπόννησο, ο Μοροζίνι θέλησε να εξασφαλίσει τις νέες του κατακτήσεις καταλαμβάνοντας την Αθήνα και τη Χαλκίδα. Θα εξασφάλιζε έτσι τον έλεγχο των κύριων οδών που οδηγούσαν στην Πελοπόννησο. Για τον σκοπό αυτό ισχυρές δυνάμεις του ενετικού Στρατού αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και από εκεί βάδισαν προς την Αθήνα.

Η τουρκική φρουρά της Ακροπόλεως είχε ειδοποιηθεί και περίμενε τον χριστιανικό στρατό. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1687 άρχισε η πολιορκία της Ακροπόλεως.

Οι Τούρκοι κατεδάφισαν τον ναό της Αθηνάς Νίκης για να τοποθετήσουν εκεί μία πυροβολαρχία. Το ενετικό πυροβολικό τάχθηκε στους λόφους γύρω από τον Ιερό Βράχο και άρχισε τα πυρά. Στις 25 Σεπτεμβρίου ενετική οβίδα έπληξε τα Προπύλαια όπου οι Τούρκοι αποθήκευαν πυρίτιδα.

Αποτέλεσμα της έκρηξης που ακολούθησε ήταν να τιναχθεί στον αέρα μέρος του οικοδομήματος. Την επομένη όμως έγινε η μεγάλη καταστροφή. Οβίδα ενετικού ολμοβόλου έπληξε τη στέγη του Παρθενώνα, τη διέτρησε και ανατίναξε τα βαρέλια της πυρίτιδας που οι Τούρκοι φύλασσαν εκεί. Ο ναός κομματιάστηκε. Η στέγη του εκσφενδονίστηκε, μαζί με άλλα αρχιτεκτονικά μέλη και τα υπολείμματα 300 Τούρκων στρατιωτών. Τρεις μέρες αργότερα η τουρκική φρουρά παραδόθηκε.

Μετά την κατάληψη και της Αθήνας, έστω με αυτό τον τρόπο, η ενετική στρατιά στράφηκε κατά της Χαλκίδας. Η επιχείρηση αυτή όμως απέτυχε. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο γενναίος Κένιγκσμαρκ, που προσεβλήθη από επιδημική νόσο. Η αποτυχία αυτή είχε σοβαρές συνέπειες και για την τύχη της Αθήνας. Χωρίς τη Χαλκίδα οι Ενετοί δεν μπορούσαν να κρατηθούν ούτε στην Αθήνα. Αναγκάστηκαν έτσι να την εγκαταλείψουν και να περιοριστούν στην Πελοπόννησο.

Το έως τότε επιτυχημένο έργο του Μοροζίνι, απείλησε να καταστρέψει ένας Έλληνας, ο Λιβέριος Γερακάρης ή Λιμπεράκης.

Ο διαβόητος Μανιάτης πειρατής είχε και στο παρελθόν συνεργαστεί με τους Τούρκους. Ανασύρθηκε λοιπόν από τις φυλακές, όπου τον είχε οδηγήσει η πειρατική του δραστηριότητα, και του ανατέθηκε η αποστολή να πολεμήσει τους Ενετούς στη Στερεά και να πείσει τους Έλληνες να ταχθούν με τους Τούρκους!

Την άνοιξη του 1689 ο Γερακάρης, επικεφαλής 2.000 Τούρκων και διαφόρων άλλων αποβρασμάτων –«Ελλήνων» και Σλάβων– επιτέθηκε στο Μεσολόγγι και το κατέκαυσε. Στη συνέχεια λεηλάτησε όλα τα χωριά του Ξηρόμερου και του Βάλτου. Απέτυχε μόνο απέναντι στο οχυρωμένο Αιτωλικό και στη Βόνιτσα.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης οι Ενετοί συγκρότησαν δύο διοικήσεις, μία με έδρα το Λιδωρίκι της Φωκίδας και μία με έδρα το Καρπενήσι. Στις διοικήσεις αυτές υπήχθησαν άτακτα ελληνικά και δαλματικά σώματα. Όλο το υπόλοιπο του έτους 1689 συνεχίστηκαν οι μικροσυμπλοκές μεταξύ των επαναστατών και του σώματος του Γερακάρη.

Το επόμενο έτος έπεσε επιτέλους η Μονεμβασιά. Ο Γερακάρης όμως δεν απογοητεύθηκε. Ιθύνων νους πλέον της τουρκικής πλευράς, ο Μανιάτης πειρατής, εισέβαλε μαζί με τον Τούρκο σερασκέρη στην Πελοπόννησο. Επιτέθηκε και κατέλαβε την Κόρινθο, την οποία και πυρπόλησε. Απέτυχε όμως να καταλάβει την Ακροκόρινθο και το Άργος. Τελικά η αντεπίθεση των ενετικών τακτικών δυνάμεων έτρεψε αυτόν και τους ανόσιους συμμάχους του σε φυγή.

Ακολούθως ο Γερακάρης επιτέθηκε στην απελευθερωμένη Ναύπακτο. Αποκρούστηκε όμως και τα επόμενα 4 χρόνια περιορίστηκε σε επιδρομές σε ανοχύρωτα χωριά κυρίως της Πελοποννήσου. Τελικά οι Ενετοί κατόρθωσαν να τον προσεταιρισθούν. Και πάλι όμως φάνηκε άπιστος και λεηλάτησε ενετοκρατούμενες περιοχές. Τότε συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές, όπου και πέθανε. Μόνο μετά τον θάνατό του ανέπνευσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί και άρχισε η ζωή στην ύπαιθρο να ξαναπαίρνει τους κανονικούς της ρυθμούς.

Ο πόλεμος έληξε τελικά το 1699 με την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς. Βάσει της συνθήκης οι Ενετοί κράτησαν την Πελοπόννησο, όχι όμως και τις κατακτήσεις τους στη δυτική Ελλάδα και τη Ναύπακτο. Τις κατακτήσεις τους αυτές θα τις διατηρούσαν έως το 1715.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου