Ως προσεχές γένος της ψυχής ο Αριστοτέλης επιλέγει την έννοια υπόσταση: «Ένα γένος των όντων, λοιπόν, λέμε πως είναι η υπόσταση· όμως, από μια άποψη, την εννοούμε ως ύλη, η οποία καθαυτή, βέβαια, δεν είναι συγκεκριμένο πράγμα· ενώ, από μια άλλη, ως σχήμα και μορφή, σύμφωνα με την οποία, ήδη, προσδιορίζεται ένα συγκεκριμένο πράγμα· και από μια τρίτη, ως αυτό που προκύπτει από αυτά τα δύο» (412a 2-9).
Το ζήτημα προσδιορίζεται με βάση τις έννοιες ύλη και μορφή που στην ουσία καθρεφτίζουν το αντιθετικό ζεύγος δυνάμει-ενεργεία. Η ύλη πάει με τη δυνατότητα, αφού κάθε μορφή ύλης έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κάτι άλλο, αρκεί να γίνουν οι απαραίτητες διαδικασίες. Για παράδειγμα το μάρμαρο (ύλη) έχει τη δυνατότητα να γίνει άγαλμα εφόσον το φιλοτεχνήσει ο καλλιτέχνης. Όταν γίνει άγαλμα, τότε αποκτά τη μορφή, περνά δηλαδή στο ενεργεία, αφού οι δυνατότητες της ύλης έχουν πραγματοποιηθεί. Από αυτή την άποψη η έννοια της μορφής ταυτίζεται με τον τελικό σκοπό κάθε ύλης, ταυτίζεται δηλαδή με την εντελέχεια (τελεολογία), αφού το ενεργεία είναι η πραγμάτωση της δυνατότητας, που ορίζεται ως σκοπός της ύπαρξης.
Η διαδικασία αυτή, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί, καθώς το δυνάμει δεν είναι βέβαιο ότι θα φτάσει στον τελικό σκοπό του, ώστε να γίνει ενεργεία. Το μάρμαρο μπορεί να πέσει και να σπάσει και αντί να γίνει άγαλμα να πεταχτεί στα σκουπίδια. Η δυνατότητα μπορεί να παραμείνει δυνατότητα ως κάτι ανεκπλήρωτο που αφορά το μη πραγματικό. Όμως, ακόμη και μετά το ξεκαθάρισμα αυτό θα γεννηθεί μια νέα προβληματική: «Η ύλη είναι δυνατότητα, ενώ η μορφή εντελέχεια και αυτή η τελευταία έχει δύο σημασίες: είναι αφενός όπως η γνώση και αφετέρου όπως η άσκηση της γνώσης» (412 10-11).
Υπάρχουν δύο βαθμοί στην πραγμάτωση μιας δυνατότητας. Αφενός, η γνώση είναι ως προς την άγνοια ό,τι η εντελέχεια σε σχέση με τη δυνατότητα. Αφετέρου, η άσκηση της γνώσης, (το θεωρείν, η θεωρία) είναι εντελέχεια σε σχέση με την απλή κατοχή της γνώσης.
Με λίγα λόγια, το πέρασμα από το δυνάμει στο ενεργεία προϋποθέτει δύο φάσεις: Από τη μια τη γνώση του θέματος κι από την άλλη την πραγμάτωση-εφαρμογή της γνώσης αυτής. Η απόκτηση της γνώσης είναι το πρώτο τεράστιο άλμα προς την εντελέχεια (ενεργεία), αφού φωτίζει την άγνοια και δείχνει το δρόμο που θα ακολουθηθεί. Όμως, η κατοχή της γνώσης από μόνη της είναι αδύνατο να οδηγήσει στο ενεργεία.
Αυτό που μένει είναι η υλοποίησή της, καθώς δε χρειάζεται μόνο να ξέρει κανείς το δρόμο για να φτάσει κάπου, αλλά πρέπει και να τον διασχίσει. Η διαδικασία αυτή τίθεται ως κάτι ξεχωριστό, αφού η υλοποίηση μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες που ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και στην αναθεώρηση της γνώσης.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η εντελέχεια έχει δύο όψεις (την απόκτηση της γνώσης και την πραγμάτωσή της) τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο η υπόσταση (το προσεχές γένος της ψυχής) που ταυτίζεται με την ύλη, δηλαδή το δυνάμει, και θα οδηγηθεί στη μορφή, δηλαδή το ενεργεία, θα ανταποκριθεί περισσότερο στο πρώτο ή το δεύτερο είδος εντελέχειας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Αριστοτέλης θα καταθέσει κι έναν επιπλέον προβληματισμό: «Υποστάσεις φαίνεται κατεξοχήν να είναι τα σώματα και από αυτή τα φυσικά· γιατί αυτά είναι αρχές των άλλων. Από τα φυσικά σώματα, πάλι, άλλα έχουν ζωή κι άλλα δεν έχουν· και για ζωή μιλούμε, όταν κάτι θρέφεται, αναπτύσσεται και παρακμάζει από μόνο του» (412a 11-15).
Η έννοια της υπόστασης-ύλης είναι συνυφασμένη μόνο με τα φυσικά σώματα, αφού μόνο η φύση είναι σε θέση να ορίζει την υπόσταση σε κάθε είδος. Οτιδήποτε τεχνητό, δηλαδή ανθρώπινο, στερείται υπόστασης, εκτός αν συγκρίνουμε τον άνθρωπο με τη φύση-θεό. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις υποστάσεις που αφορά τα έμβια και τα άβια όντα και η διευκρίνιση ότι έμβιο ον είναι μόνο αυτό που «θρέφεται, αναπτύσσεται και παρακμάζει» καθιστά σαφές ότι η ψυχή αφορά μόνο αυτή την κατηγορία των υποστάσεων κι ότι το να μιλά κανείς για την ψυχή της πέτρας είναι παράλογο.
Όμως, η υπόσταση των έμβιων όντων είναι σύνθετη, καθώς αποτελείται και από την ύλη και από τη μορφή. Με δυο λόγια η ύλη και η μορφή κάθε έμβιου όντος αποτελούν ένα ενιαίο-αναπόσπαστο σύνολο, αφού είναι αδύνατο να υποστεί άμεσες αλλαγές, όπως για παράδειγμα η πέτρα που σε ελάχιστο χρόνο μπορεί να γίνει εργαλείο ή μαγειρικό σκεύος.
Οι αλλαγές που μπορεί να υποστεί η έμβια ύλη (σώμα) είναι μακροχρόνιες και έχουν να κάνουν με την ίδια την εξέλιξή του, αφού «θρέφεται, αναπτύσσεται και παρακμάζει». Οι άμεσες αλλαγές στην έμβια ύλη αποτελούν παραμορφώσεις (σοβαροί τραυματισμοί, ακρωτηριασμοί κλπ) που σε κάθε περίπτωση αντιτίθενται στη φύση κι ως εκ τούτου δεν αφορούν τη συγκεκριμένη έρευνα.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Ώστε, κάθε φυσικό σώμα που έχει ζωή πρέπει να είναι υπόσταση και μάλιστα με την έννοια της σύνθετης υπόστασης» (412a 15-16). Το δεδομένο ότι η ψυχή αφορά μόνο τα έμβια όντα θέτει την αριστοτελική σκέψη στην τελική της ευθεία: «Και επειδή, εδώ, πρόκειται για ένα τέτοιο σώμα, που έχει δηλαδή ζωή, το σώμα δε θα μπορούσε να είναι ψυχή· γιατί το σώμα δε συμπεριλαμβάνεται στα κατηγορήματα ενός υποκειμένου, αλλά, μάλλον, είναι το ίδιο υποκείμενο και ύλη» (412a 17-19).
Το ότι το σώμα δεν είναι ψυχή μπορεί να καταδειχθεί και από τις ίδιες τις ιδιότητες που της αποδίδονται, καθώς όλες οι ηθικές αρετές (εγκράτεια, ανδρεία, μεγαλοφροσύνη κλπ) δεν αποδίδονται στο σώμα, αλλά αυστηρά στην ψυχή. Αν οι ηθικές αρετές αποδίδονταν στο σώμα τότε η έρευνα θα στρεφόταν στο συγκεκριμένο όργανο του σώματος που καθορίζει τη λειτουργία τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν υφίσταται. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί ότι η ψυχή αποτελεί υπόσταση. Αντιθέτως, η άμεση συσχέτιση της ψυχής με το σώμα, αφού αν χαθεί το σώμα ούτε η ψυχή υφίσταται, αποτελεί απόδειξη ότι και η ψυχή ανήκει στις υποστάσεις που πρέπει να καθοριστούν και να αναγνωριστούν οι ιδιότητές τους.
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Αναγκαστικά, λοιπόν, η ψυχή είναι υπόσταση· ως μορφή ενός φυσικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της ζωής. Και η υπόσταση αυτή είναι εντελέχεια. Η ψυχή, επομένως, είναι η εντελέχεια ενός τέτοιου σώματος» (412a 20-22).
Η αριστοτελική απάντηση στο ζήτημα της σχέσης σώματος και ψυχής φαίνεται να είναι οριστική. Το σώμα είναι η ύλη και δίνει τις δυνατότητες, ενώ η ψυχή είναι η μορφή που καθορίζει το ενεργεία. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει από το σώμα τις δυνατότητές του, αλλά η ψυχή είναι που θα καθορίσει το κατά πόσο θα πραγματοποιηθούν ή όχι. Το σώμα προσιδιάζει στο μάρμαρο που μπορεί να γίνει άγαλμα και η ψυχή είναι η δύναμη που θα κρίνει αν αυτό θα συμβεί ή όχι.
Κι αν αυτό πρέπει να διατυπωθεί με βάση την αριστοτελική ηθική φιλοσοφία, ο άνθρωπος γεννιέται με τελεολογική αποστολή (τελικό σκοπό) να είναι ευτυχισμένος. Η ίδια η σωματική του υπόσταση, ως ύλη, του δίνει αυτή τη δυνατότητα από τη στιγμή που θα γεννηθεί. Το αν, όμως, αυτό πράγματι θα συμβεί ή όχι θα καθοριστεί από την ποιότητα της ψυχής, που ως μορφή ταυτίζεται με την εντελέχεια. Το σώμα και η ψυχή αποτελούν τις αλληλένδετες δυνάμεις της ύλης και της μορφής που σηματοδοτούν το αντιθετικό ζεύγος του δυνάμει-ενεργεία που θα κρίνει την επίτευξη του τελικού σκοπού.
Γι’ αυτό η ψυχή είναι αλληλένδετη με το σώμα κι όταν αυτό χαθεί και η ψυχή δεν υφίσταται με τον ίδιο τρόπο που αν το άγαλμα σπάσει (παρόλο που ολοκληρώθηκε η τελεολογική αποστολή της ύλης με την επίτευξη του ενεργεία αγάλματος), είναι παράλογο να μιλάει κανείς για την αιωνιότητα της μορφής του, αφού δεν υφίσταται πλέον. Η αιωνιότητα αφορά την ανάμνηση (ή την εκ νέου αποτύπωσή της μορφής σε άλλη ύλη προς ενίσχυση της ανάμνησης) κι όχι την ίδια την υπόσταση που έχει οριστικά χαθεί.
Υπό αυτή την έννοια, ο θάνατος αποτελεί το φυσικό χρονικό τέλος κάθε ανθρώπου τόσο ως σώμα όσο κι ως ψυχή. Η διαιώνιση αφορά την ανάμνηση που όσο κι αν ενισχυθεί από ένα πορτρέτο ή μια φωτογραφία είναι αδύνατο να ερμηνευτεί ως επαναφορά στη ζωή με οποιοδήποτε τρόπο. Όμως, έχει ήδη διατυπωθεί ότι η εντελέχεια έχει δύο σημασίες: «άλλοτε είναι όπως η γνώση και άλλοτε όπως η άσκηση της γνώσης. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ψυχή είναι εντελέχεια όπως η γνώση· γιατί, όσο υπάρχει η ψυχή, υπάρχει και ύπνος και εγρήγορση· και η εγρήγορση είναι ανάλογη με την άσκηση της γνώσης, ενώ ο ύπνος με την κατοχή της, χωρίς την άσκηση» (412a 22-26).
Το δεδομένο ότι η λειτουργία του σώματος εμπεριέχει και την εγρήγορση και τον ύπνο καθιστά προβληματική την τοποθέτηση του Αριστοτέλη που κατατάσσει από θέση αρχής την ψυχή στην εντελέχεια της γνώσης, σαν να μη σχετίζεται η ψυχή με την εγρήγορση. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «στον ίδιο τον άνθρωπο πρώτα γεννιέται η γνώση. Γι’ αυτό, η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος που έχει τη δυνατότητα της ζωής. Και τέτοιο σώμα είναι όποιο είναι οργανικό» (412a 27-29).
Η ψυχή αποτελεί την εντελέχεια του σώματος ως γνώση με την έννοια ότι ο άνθρωπος πρώτα φτάνει στη γνώση και μετά στην πραγμάτωση. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ψυχή ταυτίζεται μόνο με τα έμβια όντα. Οι δίχως ζωή υποστάσεις της φύσης είναι αδύνατο να προσεγγίσουν τη γνώση. Αν είχαν ψυχή θα την προσέγγιζαν, όμως τότε θα ήταν έμβια.
Η διευκρίνιση που αφορά το οργανικό μέρος του σώματος αποτελεί ακόμη έναν τρόπο προσδιορισμού της ζωής και διαχωρισμού της από την άβια ύλη. Οτιδήποτε έχει ζωή αποτελείται από σωματικά όργανα που εξυπηρετούν όλες τις ανάγκες για τη διατήρηση της. Η πέτρα και πάλι δεν μπορεί να ενταχθεί στα έμβια όντα.
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι τα φυτά: «Όργανα είναι και τα μέρη των φυτών, αλλά πάρα πολύ απλά· όπως για παράδειγμα το φύλλο είναι σκέπασμα του περικαρπίου, ενώ το περικάρπιο του καρπού. Και οι ρίζες είναι κάτι ανάλογο με το στόμα· γιατί και τα δύο τραβούν την τροφή» (412b 1-4). Τα φυτά ως πολύ απλές οργανικές οντότητες δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνονται σε κάποιο αντιστοίχως πολύ απλό είδος ψυχής. Από αυτή την άποψη, η εντελέχεια για την οποία προορίζονται είναι κατώτερη από εκείνη του ανθρώπου.
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Αν, λοιπόν, πρέπει να πούμε κάτι γενικό για κάθε είδος ψυχής, θα λέγαμε πως η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ερευνούμε αν η ψυχή και το σώμα είναι ένα πράγμα, όπως δεν κάνουμε για το κερί και το αποτύπωμα ούτε, γενικά, για την ύλη κάθε πράγματος και για εκείνο του οποίου είναι ύλη» (412b 4-8).
Κι αν κανείς δεν έχει ακόμη καταλάβει ποια η σχέση της ψυχής με το σώμα, ο Αριστοτέλης θα φέρει το παράδειγμα του ματιού: «αν το μάτι ήταν ζώο, η ψυχή του θα ήταν η όραση· αφού αυτή είναι η υπόσταση του ματιού, με την έννοια της μορφής. Το μάτι, όμως, είναι η ύλη της όρασης· κι όταν η όραση λείψει, δεν είναι πια μάτι, παρά μόνο με το όνομα, όπως το πέτρινο και το σχεδιασμένο» (412b 19-23).
Η ψυχή είναι η άυλη εντελέχεια της σωματικής ύλης, όπως η όραση είναι η εντελέχεια του ματιού. Η αριστοτελική τελεολογία παίρνει διαστάσεις υπαρξιακές, αφού η ύπαρξη κάθε πράγματος ορίζεται αποκλειστικά από το κατά πόσο είναι σε θέση να εκπληρώσει την τελεολογική του αποστολή. Ορίζοντας ως τελεολογική αποστολή του ματιού τη δυνατότητα να βλέπει γίνεται σαφές ότι το πέτρινο ή σχεδιασμένο μάτι δεν μπορεί να οριστεί ως τέτοιο, ακριβώς γιατί από θέση αρχής είναι αδύνατο να εκπληρώσει τη λειτουργία της όρασης.
Το ζωγραφισμένο μάτι εξακολουθούμε να το λέμε μάτι μόνο ως όνομα και γιατί πρέπει να το πούμε κάπως. Είναι αδύνατο να επικαλεστεί κανείς το μάτι μιας ζωγραφιάς με κυριολεκτικό τρόπο. Το ίδιο κι ένα αμετάκλητα τυφλό μάτι. Στα Ηθικά Νικομάχεια είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη φέρνοντας ως παράδειγμα το χέρι, που όταν αποκόπτεται από το σώμα δεν υφίσταται ακριβώς επειδή είναι αδύνατο να εκπληρώσει τις λειτουργίες που του έχουν αποδοθεί από τη φύση.
Εκεί είχε αναφέρει αυτό το παράδειγμα για να εξηγήσει τη σχέση του μέρους με το όλο. Το ίδιο θα κάνει κι εδώ: «Πρέπει λοιπόν, ό,τι ισχύει για τα μέρη, να το εφαρμόσουμε σε ολόκληρο το ζωντανό σώμα· γιατί, ό,τι είναι το μέρος της ψυχής για το μέρος του σώματος, είναι και η αισθητική ικανότητα στο σύνολό της για ολόκληρο το σώμα που αισθάνεται, ως τέτοιο» (412b 23-26).
Κι όπως το χέρι δεν υφίσταται στερούμενο της τελεολογικής του αποστολής όταν αποκόπτεται από το σώμα, έτσι και η ζωή δεν υφίσταται όταν το σώμα χάσει την ψυχή, αφού χωρίς ψυχή παύει κάθε ελπίδα εντελέχειας: «Και αυτό που έχει τη δυνατότητα να ζήσει δεν είναι το σώμα που έχει χάσει την ψυχή, αλλά εκείνο που την έχει. Το σπέρμα, έτσι, και ο καρπός, έχουν τη δυνατότητα να γίνουν ένα τέτοιο σώμα» (412b 26-28).
Αριστοτέλης, περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου