ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ
1. Ο Φρίντριχ Χέγκελ (1770-1831) είναι ο πρώτος που έθεσε συστηματικά το ζήτημα της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Σίγουρα, η φιλοσοφία δεν ήταν ποτέ εντελώς ξένη ως προς το ζήτημα αυτό. Στο πλαίσιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αφιερώνει σελίδες στα οικονομικά, συχνά πολύ διαφωτιστικές, που θα αποτελέσουν τη βάση ενασχόλησης με τέτοια ζητήματα σπουδαίων μεσαιωνικών στοχαστών, όπως π.χ. ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274). Στη νεότερη εποχή, η φιλοσοφία από τον Thomas Hobbes (1588-1679) έως τον Jean Jacques Rousseau (1712-1778), σκέφτεται την πολιτική σε σχέση με την οικονομία. Αλλά ο Χέγκελ είναι εκείνος που κάνει αυτό το ερώτημα ένα από τα βασικά στοιχεία της φιλοσοφίας του Δικαίου και μια θριαμβευτική φάση προόδου του πνεύματος. Εκκινώντας από την αστική κοινωνία των πολιτών επιχειρεί να εξηγήσει φιλοσοφικά τις τρεις βαθμίδες της, οι οποίες αποτελούν τον υποστασιακό χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας.
2. Πρώτη βαθμίδα είναι η ηθική τάξη ή η κοινωνικά θεσμισμένη ηθικότητα (Sittlichkeit). Πώς την εννοεί πιο συγκεκριμένα ο Χέγκελ; Στις Βασικές γραμμές της φιλοσοφίας του Δικαίου μας λέει τα εξής:
«Η ηθική τάξη είναι η ιδέα της ελευθερίας ως το ζωντανό αγαθό, που έχει τη γνώση και τη βούλησή του στην αυτοσυνείδηση,και το οποίο έχει, μέσω του πράττειν αυτής (της αυτοσυνείδησης), την εν έργω πραγματικότητά του, όπως ακριβώς και τούτη η αυτοσυνείδηση έχει στο κοινωνικά ηθικό Είναι την καθεαυτήν και διεαυτήν ούσα βάση της και τον κινητήριο σκοπό της, –[η ηθική τάξη είναι] η έννοια της ελευθερίας που έγινε υφιστάμενος/υπαρκτός κόσμος και φύση της αυτοσυνείδησης» (§ 142).
Η ηθική τάξη, η κοινωνική ή αντικειμενική ηθικότητα λοιπόν είναι oυσιωδώς αντίθετη με την υποκειμενική ή ατομική ηθικότητα (Moralität) και στη συνάφεια τούτη και με το αφηρημένο δίκαιο, που στερείται συγκεκριμένο περιεχόμενο.
3. Η ηθική τάξη υπερβαίνει την αντίθεση νόμου και βούλησης, αντικειμένου γενικότερα και υποκειμένου, γιατί είναι ζωντανό αγαθό. Η ίδια η ηθική τάξη αποτελείται από τρεις πτυχές: -την οικογένεια, που είναι η ενότητα που βασίζεται στο συναίσθημα, στην αγάπη. Η οικογένεια είναι το πνεύμα στην αμεσότητά του ή στη φύσει ηθικότητά του. Στην οικογένεια, το άτομο έχει συνείδηση της ατομικότητάς του μόνο ως μέλος αυτής της ενότητας. – την αστική κοινωνία των πολιτών (die bürgliche Gesellschaft): εμφανίζεται αρχικά ως ανάπτυξη της οικογένειας. Είναι, όμως, η πτυχή και η βαθμίδα της διαφοράς που εισάγεται στην οικογένεια. Το άτομο, το συγκεκριμένο πρόσωπο γίνεται αυτοσκοπός. Το σημείο εκκίνησης είναι η ανάγκη και η ικανοποίησή της σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Η αστική κοινωνία των πολιτών, κατά ταύτα, περιλαμβάνει το σύστημα των αναγκών, δυνάμει του οποίου το καθέκαστο άτομο ικανοποιεί τις ανάγκες του μέσω της εργασίας και μέσω της εργασίας όλων των άλλων. Γι’ αυτό το λόγο ο Χέγκελ μιλάει για σύστημα.
4. Χάρη στην ως άνω κοινωνία περαιτέρω και δια του υπάρχοντος νομικού καθεστώτος αλλά και μιας εξωτερικής τάξης, της εξωτερικής πολιτείας [ή του εξωτερικού κράτους] διασφαλίζεται η ιδιοκτησία των ατόμων αλλά και η ακεραιότητά τους. Παράλληλα το κάθε άτομο αναπτύσσεται ως πρόσωπο με δικούς του σκοπούς, έργα, πράξεις και θέση μέσα στην κοινωνία. Όπως αναφέρει, με απαράμιλλη νοηματική ακρίβεια (§ 182, προσθήκη), ο Χέγκελ, στην αστική κοινωνία των πολιτών ο καθένας είναι για τον εαυτό του σκοπός, οτιδήποτε άλλο είναι σαν να μην υπάρχει γι’ αυτόν. Παρά ταύτα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις σχέσεις με τους άλλους, γιατί χωρίς τους άλλους δεν μπορεί να διευρύνει τους σκοπούς του και από επιμέρους ον να γίνει καθολικό. Συμβαίνει δηλαδή ο μερικός σκοπός του ενός ή του άλλου προσώπου, μέλους της κοινωνίας, να διαμεσολαβείται από τους άλλους, προκειμένου να επιτευχθεί και να λάβει τη μορφή της καθολικότητας. Έτσι μέσω αυτής της σχέσης προς τον άλλο ικανοποιεί το δικό του καλό, αλλά συγχρόνως ικανοποιεί και την ευημερία του άλλου.
5. Έτσι, δι’ αυτού του ανοίγματος στον κόσμο και της συναγωγής σε ένα όλο απελευθερώνονται όλες οι ενικές υπάρξεις, όλες οι προδιαθέσεις και συντυχίες της γέννησης και της ευτυχίας, όπου συρρέουν τα κύματα όλων των παθών. Αυτή η απελευθέρωση σημαίνει, μεταξύ των άλλων, πως όλες αυτές οι τυχαιότητες, οι ενδεχομενικότητες και οτιδήποτε απρόσμενο, ανεξέλεγκτο, απρόβλεπτο κ.λπ. τίθενται στην υπηρεσία και στις υποχρεώσεις, που τους υπαγορεύει ο κυβερνήτης Λόγος. Η χαρακτηριστική μερικότητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, που είναι διεσπαρμένη εντός της κοινωνίας και διέπεται από τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα, από τα αναρίθμητα Εγώ της, βρίσκει τα όριά της μέσα από την καθολικότητα και μπορεί να κινείται μόνο μέσω αυτής· άρα εξαρτάται από τούτο το σύστημα που έχει τον χαρακτήρα της καθολικότητας και λειτουργεί ως το μέτρο, στο πλαίσιο του οποίου κάθε ιδιαίτερη μερικότητα προορίζεται να προάγει την ευημερία τη δική της, αλλά και των άλλων. Το σύστημα τούτο ο Χέγκελ το ονομάζει εξωτερική πολιτεία ή πολιτεία της ανάγκης και της διάνοιας. Εδώ και τώρα αυτή η πολιτεία συνιστά ένα εξωτερικό φαινόμενο, κατά το οποίο η μερικότητα διαπλέκεται με την καθολικότητα, έτσι ώστε η μεν πρώτη να προσβλέπει να ευημερεί καθ’ όλες τις πτυχές της, η δε δεύτερη να αναδεικνύεται δικαιωματικά η βάση και η αναγκαία μορφή της μερικότητας, με περαιτέρω συνέπεια να εξελίσσται σε εξουσία κα απώτερος σκοπός της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου