Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

ΠΛ Πρωτ 317e–320c

(ΠΛ Πρωτ 317e–328d: Το διδακτό της αρετής) Η αρχή της συζήτησης

Ο Σωκράτης αναπαράγει σε ένα φιλικό του πρόσωπο τον διάλογό του με τον σοφιστή Πρωταγόρα με θέμα το διδακτό της αρετής. Στις εισαγωγικές παραγράφους ο φιλόσοφος αφηγήθηκε πώς βρέθηκε στο σπίτι του Καλλία εξαιτίας της επιθυμίας του νεαρού Ιπποκράτη να γίνει μαθητής του διάσημου σοφιστή.


Ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα, ὁ Πρωταγόρας, Νῦν δὴ
ἄν, ἔφη, λέγοις, ὦ Σώκρατες, ἐπειδὴ καὶ οἵδε πάρεισιν, περὶ
ὧν ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῦ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῦ
νεανίσκου.

[318a] Καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι Ἡ αὐτή μοι ἀρχή ἐστιν, ὦ Πρωταγόρα,
ἥπερ ἄρτι, περὶ ὧν ἀφικόμην. Ἱπποκράτης γὰρ ὅδε τυγχάνει
ἐν ἐπιθυμίᾳ ὢν τῆς σῆς συνουσίας· ὅτι οὖν αὐτῷ ἀποβήσεται,
ἐάν σοι συνῇ, ἡδέως ἄν φησι πυθέσθαι. τοσοῦτος ὅ γε
ἡμέτερος λόγος.

Ὑπολαβὼν οὖν ὁ Πρωταγόρας εἶπεν· Ὦ νεανίσκε, ἔσται
τοίνυν σοι, ἐὰν ἐμοὶ συνῇς, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐμοὶ συγγένῃ, ἀπιέναι
οἴκαδε βελτίονι γεγονότι, καὶ ἐν τῇ ὑστεραίᾳ ταὐτὰ ταῦτα·
καὶ ἑκάστης ἡμέρας ἀεὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι.

[318b] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας εἶπον· Ὦ Πρωταγόρα, τοῦτο μὲν οὐδὲν
θαυμαστὸν λέγεις, ἀλλὰ εἰκός, ἐπεὶ κἂν σύ, καίπερ τηλι-
κοῦτος ὢν καὶ οὕτως σοφός, εἴ τίς σε διδάξειεν ὃ μὴ τυγ-
χάνοις ἐπιστάμενος, βελτίων ἂν γένοιο. ἀλλὰ μὴ οὕτως,
ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ αὐτίκα μάλα μεταβαλὼν τὴν ἐπιθυμίαν
Ἱπποκράτης ὅδε ἐπιθυμήσειεν τῆς συνουσίας τούτου τοῦ
νεανίσκου τοῦ νῦν νεωστὶ ἐπιδημοῦντος, Ζευξίππου τοῦ
Ἡρακλεώτου, καὶ ἀφικόμενος παρ’ αὐτόν, ὥσπερ παρὰ σὲ
[318c] νῦν, ἀκούσειεν αὐτοῦ ταὐτὰ ταῦτα ἅπερ σοῦ, ὅτι ἑκάστης
ἡμέρας συνὼν αὐτῷ βελτίων ἔσται καὶ ἐπιδώσει, εἰ αὐτὸν
ἐπανέροιτο· «Τί δὴ φῂς βελτίω ἔσεσθαι καὶ εἰς τί ἐπιδώ-
σειν;» εἴποι ἂν αὐτῷ ὁ Ζεύξιππος ὅτι πρὸς γραφικήν· κἂν
εἰ Ὀρθαγόρᾳ τῷ Θηβαίῳ συγγενόμενος, ἀκούσας ἐκείνου
ταὐτὰ ταῦτα ἅπερ σοῦ, ἐπανέροιτο αὐτὸν εἰς ὅτι βελτίων
καθ’ ἡμέραν ἔσται συγγιγνόμενος ἐκείνῳ, εἴποι ἂν ὅτι εἰς
αὔλησιν· οὕτω δὴ καὶ σὺ εἰπὲ τῷ νεανίσκῳ καὶ ἐμοὶ ὑπὲρ
[318d] τούτου ἐρωτῶντι, Ἱπποκράτης ὅδε Πρωταγόρᾳ συγγενόμενος,
ᾗ ἂν αὐτῷ ἡμέρᾳ συγγένηται, βελτίων ἄπεισι γενόμενος
καὶ τῶν ἄλλων ἡμερῶν ἑκάστης οὕτως ἐπιδώσει εἰς τί, ὦ
Πρωταγόρα, καὶ περὶ τοῦ;

Καὶ ὁ Πρωταγόρας ἐμοῦ ταῦτα ἀκούσας, Σύ τε καλῶς
ἐρωτᾷς, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι
χαίρω ἀποκρινόμενος. Ἱπποκράτης γὰρ παρ’ ἐμὲ ἀφικό-
μενος οὐ πείσεται ἅπερ ἂν ἔπαθεν ἄλλῳ τῳ συγγενόμενος
τῶν σοφιστῶν. οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι λωβῶνται τοὺς νέους·
[318e] τὰς γὰρ τέχνας αὐτοὺς πεφευγότας ἄκοντας πάλιν αὖ ἄγοντες
ἐμβάλλουσιν εἰς τέχνας, λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν καὶ
γεωμετρίαν καὶ μουσικὴν διδάσκοντες ―καὶ ἅμα εἰς τὸν
Ἱππίαν ἀπέβλεψεν― παρὰ δ’ ἐμὲ ἀφικόμενος μαθήσεται οὐ
περὶ ἄλλου του ἢ περὶ οὗ ἥκει. τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία
περὶ τῶν οἰκείων, ὅπως ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ,
[319a] καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ τῆς πόλεως δυνατώτατος
ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν.

Ἆρα, ἔφην ἐγώ, ἕπομαί σου τῷ λόγῳ; δοκεῖς γάρ μοι
λέγειν τὴν πολιτικὴν τέχνην καὶ ὑπισχνεῖσθαι ποιεῖν ἄνδρας
ἀγαθοὺς πολίτας.

Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτό ἐστιν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τὸ ἐπάγγελμα
ὃ ἐπαγγέλλομαι.

Ἦ καλόν, ἦν δ’ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι, εἴπερ
κέκτησαι· οὐ γάρ τι ἄλλο πρός γε σὲ εἰρήσεται ἢ ἅπερ
νοῶ. ἐγὼ γὰρ τοῦτο, ὦ Πρωταγόρα, οὐκ ᾤμην διδακτὸν
[319b] εἶναι, σοὶ δὲ λέγοντι οὐκ ἔχω ὅπως [ἂν] ἀπιστῶ. ὅθεν δὲ
αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδ’ ὑπ’ ἀνθρώπων παρα-
σκευαστὸν ἀνθρώποις, δίκαιός εἰμι εἰπεῖν. ἐγὼ γὰρ Ἀθη-
ναίους, ὥσπερ καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, φημὶ σοφοὺς εἶναι.
ὁρῶ οὖν, ὅταν συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐπειδὰν μὲν
περὶ οἰκοδομίας τι δέῃ πρᾶξαι τὴν πόλιν, τοὺς οἰκοδόμους
μεταπεμπομένους συμβούλους περὶ τῶν οἰκοδομημάτων, ὅταν
δὲ περὶ ναυπηγίας, τοὺς ναυπηγούς, καὶ τἆλλα πάντα οὕτως,
[319c] ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι· ἐὰν δέ τις ἄλλος
ἐπιχειρῇ αὐτοῖς συμβουλεύειν ὃν ἐκεῖνοι μὴ οἴονται δη-
μιουργὸν εἶναι, κἂν πάνυ καλὸς ᾖ καὶ πλούσιος καὶ τῶν
γενναίων, οὐδέν τι μᾶλλον ἀποδέχονται, ἀλλὰ καταγελῶσι
καὶ θορυβοῦσιν, ἕως ἂν ἢ αὐτὸς ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν
καταθορυβηθείς, ἢ οἱ τοξόται αὐτὸν ἀφελκύσωσιν ἢ ἐξάρωνται
κελευόντων τῶν πρυτάνεων. περὶ μὲν οὖν ὧν οἴονται ἐν
τέχνῃ εἶναι, οὕτω διαπράττονται· ἐπειδὰν δέ τι περὶ τῶν τῆς
[319d] πόλεως διοικήσεως δέῃ βουλεύσασθαι, συμβουλεύει αὐτοῖς
ἀνιστάμενος περὶ τούτων ὁμοίως μὲν τέκτων, ὁμοίως δὲ
χαλκεὺς σκυτοτόμος, ἔμπορος ναύκληρος, πλούσιος πένης,
γενναῖος ἀγεννής, καὶ τούτοις οὐδεὶς τοῦτο ἐπιπλήττει ὥσπερ
τοῖς πρότερον, ὅτι οὐδαμόθεν μαθών, οὐδὲ ὄντος διδασκάλου
οὐδενὸς αὐτῷ, ἔπειτα συμβουλεύειν ἐπιχειρεῖ· δῆλον γὰρ ὅτι
οὐχ ἡγοῦνται διδακτὸν εἶναι. μὴ τοίνυν ὅτι τὸ κοινὸν τῆς
[319e] πόλεως οὕτως ἔχει, ἀλλὰ ἰδίᾳ ἡμῖν οἱ σοφώτατοι καὶ ἄριστοι
τῶν πολιτῶν ταύτην τὴν ἀρετὴν ἣν ἔχουσιν οὐχ οἷοί τε ἄλλοις
παραδιδόναι· ἐπεὶ Περικλῆς, ὁ τουτωνὶ τῶν νεανίσκων πατήρ,
τούτους ἃ μὲν διδασκάλων εἴχετο καλῶς καὶ εὖ ἐπαίδευσεν,
[320a] ἃ δὲ αὐτὸς σοφός ἐστιν οὔτε αὐτὸς παιδεύει οὔτε τῳ ἄλλῳ
παραδίδωσιν, ἀλλ’ αὐτοὶ περιιόντες νέμονται ὥσπερ ἄφετοι,
ἐάν που αὐτόματοι περιτύχωσιν τῇ ἀρετῇ. εἰ δὲ βούλει,
Κλεινίαν, τὸν Ἀλκιβιάδου τουτουῒ νεώτερον ἀδελφόν, ἐπιτρο-
πεύων ὁ αὐτὸς οὗτος ἀνὴρ Περικλῆς, δεδιὼς περὶ αὐτοῦ μὴ
διαφθαρῇ δὴ ὑπὸ Ἀλκιβιάδου, ἀποσπάσας ἀπὸ τούτου, κατα-
θέμενος ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε· καὶ πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι,
[320b] ἀπέδωκε τούτῳ οὐκ ἔχων ὅτι χρήσαιτο αὐτῷ. καὶ ἄλλους σοι
παμπόλλους ἔχω λέγειν, οἳ αὐτοὶ ἀγαθοὶ ὄντες οὐδένα πώποτε
βελτίω ἐποίησαν οὔτε τῶν οἰκείων οὔτε τῶν ἀλλοτρίων.
ἐγὼ οὖν, ὦ Πρωταγόρα, εἰς ταῦτα ἀποβλέπων οὐχ ἡγοῦμαι
διδακτὸν εἶναι ἀρετήν· ἐπειδὴ δέ σου ἀκούω ταῦτα λέγοντος,
κάμπτομαι καὶ οἶμαί τί σε λέγειν διὰ τὸ ἡγεῖσθαί σε πολλῶν
μὲν ἔμπειρον γεγονέναι, πολλὰ δὲ μεμαθηκέναι, τὰ δὲ αὐτὸν
ἐξηυρηκέναι. εἰ οὖν ἔχεις ἐναργέστερον ἡμῖν ἐπιδεῖξαι ὡς
[320c] διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή, μὴ φθονήσῃς ἀλλ’ ἐπίδειξον.

Ἀλλ’, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ φθονήσω· ἀλλὰ πότερον ὑμῖν,
ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, μῦθον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ
διεξελθών;

Πολλοὶ οὖν αὐτῷ ὑπέλαβον τῶν παρακαθημένων ὁποτέρως
βούλοιτο οὕτως διεξιέναι. Δοκεῖ τοίνυν μοι, ἔφη, χαριέ-
στερον εἶναι μῦθον ὑμῖν λέγειν.

***
Όταν όλοι μας πήραμε θέση, ο Πρωταγόρας είπε: Θα είχες την καλοσύνη, Σωκράτη, τώρα που όλοι μας είμαστε συγκεντρωμένοι, να μας μιλήσεις για όσα πριν από λίγο είπες σε μένα για το νεαρό; Και εγώ είπα: Πρωταγόρα, θ' αρχίσω με τα ίδια λόγια που είπα εδώ και λίγη ώρα, δηλαδή για ποιο ζήτημα ήρθα: τον Ιπποκράτη από δω τον έπιασε λαχτάρα να συναναστραφεί μαζί σου· λέει λοιπόν ότι θα χαιρόταν αν μάθαινε ποιο κέρδος θα έχει με το να μαθητεύσει κοντά σου. Όλο κι όλο αυτά είχαμε να πούμε.

Πήρε τότε το λόγο ο Πρωταγόρας και είπε: Λοιπόν, νεαρέ μου, αν γίνεις μαθητής μου, να τι θα πάρεις: κάθε μέρα που θ' ακούς τη διδασκαλία μου θα γυρίζεις στο σπίτι σου καλύτερος ― και την επομένη πάλι το ίδιο, και κάθε μέρα, συνέχεια, θα προοδεύεις στο καλύτερο.

Κι εγώ ακούοντας αυτά του είπα: Δεν λες τίποτα το παράξενο, αλλά συνηθισμένα πράγματα, Πρωταγόρα· γιατί ακόμα κι εσύ ―που είσαι τόσο μεγάλος στα χρόνια και τόσο σοφός― θα μπορούσες να γίνης καλύτερος, αν βρισκόταν κάποιος να σε διδάξει κάτι που τυχαίνει να μην το ξέρεις. Μην απαντάς λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά πες ότι αυτή τη στιγμή αλλάζει ξαφνικά την επιθυμία του τούτος ο Ιπποκράτης, και τον πιάνει πόθος να μαθητεύσει κοντά σ' αυτόν το νεαρό, που βρίσκεται στην πόλη μας εδώ και λίγες μέρες, τον Ζεύξιππο από την Ηράκλεια. Τον επισκέπτεται λοιπόν ―όπως εσένα καλή ώρα― και παίρνει κι απ' αυτόν απάντηση ίδια με τη δική σου: δηλαδή ότι με τη συναναστροφή του κάθε μέρα θα γίνεται καλύτερος και θα προοδεύει. Αν του έκανε δεύτερη ερώτηση: Σε τι λοιπόν θα γίνω καλύτερος και ποια θα είναι η προκοπή μου; ο Ζεύξιππος θα του έλεγε ότι, στη ζωγραφική. Πάλι, αν πήγαινε να βρει τον Ορθαγόρα τον Θηβαίο κι έπαιρνε απάντηση ίδια με τη δική σου, και του έκανε δεύτερη ερώτηση ―σε τι θα γίνεται καλύτερος κάθε μέρα με τη συναναστροφή του―, θα του απαντούσε ότι, στο παίξιμο του αυλού. Μια τέτοια απάντηση δώσε λοιπόν κι εσύ στο νεαρό και σε μένα, που ρωτώ για χάρη του: ο Ιπποκράτης μας, με το να συναναστρέφεται τον Πρωταγόρα, κάθε μέρα που θα τον συναναστρέφεται θα γυρίζει στο σπίτι του καλύτερος, και καθεμιά απ' τις επόμενες μέρες την ίδια πρόοδο θα έχει· σε ποια κατεύθυνση όμως, και πάνω σε τι, Πρωταγόρα;

Κι ο Πρωταγόρας ακούοντας τα λόγια μου είπε: Σωκράτη, κι εσύ με ωραίο τρόπο με ρωτάς, κι εγώ χαίρομαι ν' απαντώ σ' ανθρώπους που ρωτούν ωραία· λοιπόν ο Ιπποκράτης, αν έρθει κοντά μου, δε θα πάθει ό,τι θα πάθαινε, αν συναναστρεφόταν κανέναν άλλο σοφιστή· γιατί, έξω από μένα, οι άλλοι βλάπτουν τους νέους: την ώρα που οι νέοι πάνε να ξεφύγουν από τις πρακτικές γνώσεις, οι σοφιστές τούς φέρνουνε πάλι πίσω με το στανιό, και τους μπερδεύουν με πρακτικές γνώσεις, διδάσκοντάς τους πρακτική αριθμητική και αστρονομία και γεωμετρία και μουσικά όργανα ―και λέγοντας αυτά έριξε μια ματιά στον Ιππία―, όμως αν έρθη κοντά μου, δε θα σπουδάσει τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό για το οποίο ήρθε. Η διδασκαλία μου σε κάνει μυαλωμένο για τις υποθέσεις του σπιτιού σου (πώς να κυβερνάς με τον καλύτερο τρόπο το νοικοκυριό σου), και για τις υποθέσεις της πολιτείας (πώς να γίνεις ασυναγώνιστος πολιτικός και στα έργα και στους λόγους).

Αν καταλαβαίνω καλά τα λόγια σου, του είπα, μου φαίνεται ότι κάνεις λόγο για την αρετή και υπόσχεσαι να κάνεις τους ανθρώπους υποδειγματικούς πολίτες.

Ακριβώς αυτή είναι η υποχρέωση που αναλαμβάνω, Σωκράτη.

Τότε κατέχεις στ' αλήθεια θαυμάσια τέχνη, αν την κατέχεις, του είπα· γιατί θα σου πω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι. Εγώ δηλαδή δεν πιστεύω ότι η τέχνη αυτή μπορεί να διδαχτεί, Πρωταγόρα· όμως μια και το λες εσύ, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αμφιβάλλει. Είμαι όμως υποχρεωμένος να σου εξηγήσω πώς σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτή δεν μπορεί να διδαχτεί ούτε να μεταδοθεί από τον ένα στον άλλον.

Δηλαδή εγώ, όπως κι οι άλλοι Έλληνες, έχω τη γνώμη ότι οι Αθηναίοι είναι λαός σοφός. Παρατηρώ λοιπόν ότι, όταν μαζευόμαστε στην εκκλησία του δήμου, κάθε φορά που είναι να καταπιαστεί η πολιτεία με κάποιο οικοδομικό έργο, φωνάζουν τους αρχιτέκτονες να δώσουν τη συμβουλή τους για τα οικοδομήματα· όταν πάλι είναι να ναυπηγήσουν πλοία, τους ναυπηγούς, το ίδιο και για όλα τ' άλλα, όσα πιστεύουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθει και να τα διδάξει. Όμως αν μπει στη μέση για να δώσει συμβουλή κάποιος άλλος, που εκείνοι δεν τον ξέρουν για άνθρωπο της δουλειάς (ας είναι όμορφος και πλούσιος και αριστοκράτης όσο θες), δεν δίνουν καμιά προσοχή στα λεγόμενά του, αλλά τον παίρνουν στο ψιλό και χαλούν τον κόσμο, ώσπου ή ο ίδιος που ανάλαβε να δώσει συμβουλές σαστίσει και παραμερίσει, ή οι τοξότες τον τραβήξουν από το βήμα ή τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Λοιπόν, όσα θέματα απαιτούν ειδίκευση, έτσι τ' αντιμετωπίζουν· αντίθετα, κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους βάζει μπροστά γι' αυτό, όπως στην προηγούμενη περίπτωση ―επειδή δηλαδή μπαίνουν στη μέση και δίνουν συμβουλές, ενώ σε κανένα σχολείο δεν πήγαν ούτε είχαν κανένα δάσκαλο, ολοφάνερα επειδή πιστεύουν ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να διδαχτούν. Και μη μου πεις ότι αυτό γίνεται μόνο στις δημόσιες υποθέσεις, γιατί και στην ιδιωτική τους ζωή οι πιο σοφοί κι οι πιο άξιοι πολίτες την αρετή αυτή που έχουν δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σ' άλλους· να, ο πατέρας των νεαρών από δω, ο Περικλής, τους έδωσε καλή και γερή μόρφωση πάνω σ' ό,τι μπορούσαν να πάρουν απ' τους δασκάλους· όμως πάνω σ' αυτό που ο ίδιος του είναι σοφός ούτε ο ίδιος τούς μορφώνει ούτε σε κανέναν άλλον τούς εμπιστεύεται, αλλά γυρνούν εδώ κι εκεί μόνοι τους και βόσκουν σαν τα απολυτά ζωά ― μήπως κάπου στην τύχη συναπαντήσουν την αρετή. Και δεύτερο παράδειγμα: ο ίδιος αυτός άντρας, ο Περικλής, ανάλαβε να μεγαλώσει τον Κλεινία, τον μικρότερο αδερφό του Αλκιβιάδη από δω. Λοιπόν, επειδή φοβόταν μήπως ο Αλκιβιάδης ―τον ξέρουμε δα― τον παρασύρει στη διαφθορά, τον ξέκοψε απ' αυτόν, τον έβαλε οικότροφο στο σπίτι του Αρίφρονα και προσπαθούσε να τον μορφώσει. Δεν πέρασαν έξι μήνες ― και ο Αρίφρονας του τον έφερε πίσω, γιατί δεν ήξερε τι να κάμει μ' αυτόν. Μπορώ να σου αναφέρω κι ένα σωρό άλλους, που οι ίδιοι τους ήταν άξιοι, όμως κανέναν ποτέ δεν έκαναν καλύτερον, ούτε συγγενή τους ούτε ξένο. Αυτά λοιπόν παρατηρώ, Πρωταγόρα, και βγάζω το συμπέρασμα ότι η αρετή δεν διδάσκεται· αλλά, όταν ακούω από σένα να λες το αντίθετο, κλονίζομαι, και πιστεύω ότι τα λόγια σου κρύβουν κάποιαν αλήθεια· γιατί σχημάτισα τη γνώμη ότι πολλά πράγματα έμαθες από την πείρα, πολλά από τους δασκάλους, κι άλλα μόνος σου τ' ανακάλυψες. Λοιπόν, αν σου είναι εύκολο να μας αποδείξεις πιο καθαρά ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί, μην αρνηθείς, αλλά απόδειξέ το.

Καλά, Σωκράτη, δε θα αρνηθώ, είπε. Μόνο τι προτιμάτε, να σας το αποδείξω λέγοντας ένα μύθο, σαν μεγαλύτερος σε νέους, ή να το αναπτύξω με λόγο;

Που λες, πολλοί από τους ακροατές τού έδωσαν το ελεύθερο να πραγματευθεί το θέμα του όπως θέλει.

Ε τότε, είπε εκείνος, νομίζω πως είναι πιο ευχάριστο να σας διηγηθώ ένα μύθο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου