«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή˙ κανένας δεν μπορεί να φτάσει στον Πατέρα παρά μέσω εμού.» -Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 14:6
Η φιλοσοφία απέναντι στη θεολογία
Όπως είδαμε, κάποιες θέσεις του Σωκράτη, ακόμα και οι συνθήκες θανάτου του, προσομοιάζουν ιδέες και αφηγήσεις του Χριστιανισμού. Δεν τις επιβεβαιώνουν όμως, αφού τα κοινά τους σημεία είναι κυρίως επιφανειακά. Η ιδέα του Σωκράτη ότι οι θεοί είναι καλοί και κάνουν μόνο καλά πράγματα, είναι κάτι που τον αποξένωσε καθοριστικά από τη λαϊκή θρησκεία της εποχής του. Η νέα αυτή θέαση βρήκε Χριστιανούς θιασώτες, όταν εξαπλώθηκε η θρησκεία τους από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη, αφού αναγνώρισαν κοινό έδαφος στη φιλοσοφία που επηρέασε τόσο πολύ τον αρχαίο κόσμο. Ο θεός του Σωκράτη όμως δεν είναι αυτός που καθορίζει τι είναι καλό και τι όχι (Ευθύφρων), όπως κάνει ο θεός της παλιάς Διαθήκης με τις δέκα εντολές. Πηγή της ηθικής για τον Σωκράτη είναι η λογική του, όχι η θεϊκή εντολή.
Η πρώιμη Χριστιανική θεολογία επηρεάστηκε πολύ από τον Σωκράτη και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Χριστιανοί τον έβλεπαν σαν «προ Χριστού άγιο». Στην Ευαγγελική Προπαρασκευή του Ευσέβιου (3ος-4ος αιώνας) ο Πλάτων θεωρείται πως είχε με κάποιο τρόπο αντιληφθεί την αλήθεια του Χριστιανισμού λαμβάνοντας έμπνευση από τον θεό˙ «και τι είναι ο Πλάτων αν όχι ο Μωυσής που μιλάει στα ελληνικά της αττικής διαλέκτου;» Ο νεοπλατωνιστής Marsilio Ficino (15ος αιώνας) κάνει λεπτομερείς παραλληλισμούς ανάμεσα στις δίκες και τους θανάτους του Σωκράτη και του Ιησού. Ένας από τους διαλόγους του Έρασμου (The Godly Feast) περιέχει τη φράση «Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου για εμάς» και παρομοιάζει τον Χριστό της Γεθσημανής με τον Σωκράτη στο κελί του. Ο άγιος Αυγουστίνος είπε «ο πλατωνισμός είναι ο προθάλαμος του Χριστιανισμού». Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε από τον Ντιντερό (που όμως δεν ολοκλήρωσε τη δραματοποίηση του σωκρατικού θανάτου) και τον Ρουσσώ (First Discourse, 1751).
Η ορθολογιστική προσέγγιση της θρησκείας τον 17ο και 18ο αιώνα απορρίπτοντας τον φανατισμό παρουσίασε τον Σωκράτη μάρτυρα της ορθολογιστικής θρησκείας, αφού ο θάνατός του προήλθε από φανατικούς. Ο Βολτέρος έγραψε ένα θεατρικό έργο για τον θάνατο του Σωκράτη (Σωκράτης, μέσα του 18ου αιώνα), ο Νίτσε ονόμασε τον Πλάτωνα «προϋπάρξαντα Χριστιανό», ενώ ο Ένγκελς τον θεωρεί τον μεγάλο πρόδρομο του Χριστιανισμού. Ο Μπέρτραντ Ράσελ παρατηρεί πως ο Χριστιανισμός διέδωσε μια άποψη που είχε ήδη εκφραστεί στην αρχαιότητα από τον Σωκράτη και αργότερα τους Στωικούς, ότι το καθήκον προς τον θεό είναι πιο επιτακτικό από το καθήκον στο κράτος, ότι «οφείλουμε να υπακούμε τον Θεό περισσότερο από τον Άνθρωπο».
Οι πρώτοι Χριστιανοί, όταν άκουγαν τα εγκλήματα για τα οποία τους κατηγορούσαν οι Ρωμαίοι, θεωρούσαν ότι βρίσκονται σε παρόμοια θέση με τον Σωκράτη και ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν για την αλήθεια, όπως εκείνος. Ο Σωκράτης δεν ήθελε να συμβιβαστεί και θα είχε απελευθερωθεί, αν υποσχόταν ότι θα σταματούσε να μιλάει για την αλήθεια. Έτσι και οι Χριστιανοί, αν αναγκάζονταν να ενδώσουν και να απαρνηθούν τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο ζωής που διάλεξαν, θα σώζονταν. Στις Πράξεις Μαρτύρων βρίσκουμε αναφορές σε αυτόν. Στις απολογίες τους στα δικαστήρια οι κατηγορούμενοι επικαλούνταν τη στάση του Σωκράτη, καθότι ήταν πολύ συμπαθής στους ειδωλολάτρες δικαστές και κατηγόρους τους, και η επίκλησή του ήταν ένας τρόπος να κερδίσουν το σεβασμό και τη συμπάθειά τους παραλληλίζοντας τη συμπεριφορά του Χριστού έναντι του Πόντιου Πιλάτου με αυτήν του Σωκράτη. Οι ειδωλολάτρες όμως κατέκριναν τον Ιησού για τη στάση του, σαν μη σοφή. Ήταν υπερβολικά ταπεινός, ενδοτικός και σιωπηλός και πολλοί θεωρούσαν ότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν αξιοπρεπής, ότι δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς από έναν άγιο.
Στην αρχαιότητα όλοι θεωρούσαν τον Σωκράτη αδικοχαμένο ήρωα και οι Χριστιανοί το αξιοποίησαν αυτό. Μετά τον 2ο αιώνα πολύ λιγότεροι γνώριζαν τον Σωκράτη και λίγα μορφωμένα άτομα μόνο θα αισθάνονταν συμπάθεια γι’ αυτόν. Κάποιοι συγγραφείς με ορθόδοξες χριστιανικές απόψεις αποκήρυξαν τους παραλληλισμούς Σωκράτη και Ιησού διατεινόμενοι ότι δεχόμενος να πιει το κώνειο ουσιαστικά είχε διαπράξει αυτοκτονία, ενώ άλλοι ενοχλήθηκαν από τις ομοφυλοφιλικές τάσεις και τους περίεργους όρκους του («μα τον κύνα»). Έτσι, η επιρροή του στην επίσημη χριστιανική σκέψη άρχισε να φθίνει.
Η πραγματική δοκιμασία για τον Σωκράτη δεν ήταν ν’ αποφύγει τον θάνατο (ούτε του Ιησού βέβαια), αλλά να αποφύγει να κάνει αδικία. Εφόσον πίστευε πως είναι πάντα λάθος να κάνεις κακό σε κάποιον, ακόμα κι αν αυτός σε έχει αδικήσει και, εφόσον βλάπτεται περισσότερο αυτός που αδικεί και όχι το θύμα της αδικίας, για τον Σωκράτη το να στρέφεις το άλλο μάγουλο γίνεται βασικό συστατικό της δίκαιης ζωής. Μπορεί όμως ο Ιησούς να γυρνούσε το άλλο μάγουλο, αλλά στη Γη είχε έρθει όχι για να φέρει την ειρήνη, αλλά το σπαθί[1]. Κι αν αυτή η άρνηση της ανταπόδοσης μοιάζει με φιλειρηνικά δόγματα του Χριστιανισμού, η διαφορά στον Σωκράτη είναι πως αναζητούσε μια πλήρως ανεπτυγμένη και αξιόλογη ζωή σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και όχι μετά το θάνατο.
Εξάλλου το «μην απαντάς στο κακό με κακό» του Σωκράτη είναι αιώνες μακριά από την προσταγή να αγαπάς τον εχθρό σου[2]. Η προτροπή του Σωκράτη αφορά τη συμπεριφορά, προκύπτει από τη λογική και έχει ένα πρακτικό αποτέλεσμα στη ζωή του ατόμου και της κοινωνίας. Η προσταγή του Ιησού αφορά το συναίσθημα, προκύπτει από αυθαίρετη βούληση και υπόσχεται οφέλη στον άλλο κόσμο. Και, αν δεχτούμε τη θεϊκή εντολή, θα πρέπει να πούμε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το έγκλημα του άδικου, τόσο περισσότερο πρέπει να τον αγαπάμε. Πώς θα μπορούσε όμως κάποιος να διαταχθεί να αισθάνεται έτσι ή αλλιώς; Το αίτημα του Ιησού είναι τόσο παράλογο όσο είναι και αδύνατο να ικανοποιηθεί. Κανένας δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό του να αλλάξει το θυμικό του, παρά μόνο, το πολύ, να το καθυποτάξει. Δηλαδή μπορεί να μισεί τον εχθρό του αλλά να φέρεται σαν να μην τον μισεί. Αυτό όμως δεν είναι αγάπη (ή αρετή), αυτό είναι υποκρισία.
Στο Κατά Ματθαίο 22:39 διαβάζουμε: «…Να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον εαυτό σου». Αυτό το ‘όπως τον εαυτό σου’ κάνει απόλυτα αδύνατη την εντολή και καταδικάζει τον πιστό στη μόνιμη ενοχή και αποτυχία. Κανένας δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κάποιον άλλον κυριολεκτικά όπως τον εαυτό του και η θεϊκή εντολή αγάπης δεν περιορίζεται καν στα παιδιά ή στον/στην σύζυγο, αλλά επεκτείνεται στην ανθρωπότητα. Ο πιστός, λοιπόν, μπορεί μόνο να συμβιβάζεται με τον κανόνα και ποτέ να τον ακολουθεί πιστά˙ παρά μόνο πιστευτά. Πιστευτά βέβαια στους ανθρώπους, όχι στον θεό˙ τον θεό δεν τον κοροϊδεύεις. Η εντολή όμως δεν χωράει περιορισμούς: «Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς τους πάντες, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη» (Κατά Ματθαίο 5:48).
Κι ούτε λόγο για συγχώρεση ο Σωκράτης – ούτε για καθ’ υποκατάσταση λύτρωση αμαρτιών. Κακίες βέβαια δεν κρατάει ούτε θα πάρει εκδίκηση ποτέ. Ακόμα και η τιμωρία τον άδικων που ζητάει, μοναδικό σκοπό έχει την βελτίωση της ψυχής του άδικου. Γιατί, αν θέλει να λέγεται καλός πρέπει να κάνει μόνο καλά πράγματα και να πολλαπλασιάζει την καλοσύνη όπως μπορεί. Η συγχώρεση όμως φαίνεται αδύνατη. Θα μπορούσε κάποιος να πληρώσει τα χρέη ενός φίλου, θα μπορούσε να πάρει τη θέση του στη φυλακή ή σε δωμάτιο βασανιστηρίων˙ θα μπορούσε ακόμα και να πεθάνει στη θέση του, αν το επέλεγε. Αυτό που δεν θα μπορούσε να κάνει είναι να τον απαλλάξει από τις αμαρτίες του. Η συγχώρεση και, κυρίως, η έμμεση λύτρωση μέσω της θυσίας ενός αποδιοπομπαίου τράγου είναι αποποιήσεις ευθυνών και γι’ αυτό παράλογες. Για τον ελεύθερο άνθρωπο οι ευθύνες του τού ανήκουν και τον βαραίνουν ολοκληρωτικά.
Παρόλα αυτά, είναι πολλές οι φαινομενικές ομοιότητες των δύο ιστορικών μορφών, και αυτές καπηλεύτηκαν οι ακόλουθοι του Ιησού: Αινιγματικό πρόσωπο την εποχή του (αλλά και σήμερα, αφού δεν έγραψε ο ίδιος τίποτα), που ενοχλούσε τους ισχυρούς και επέκρινε κάθε μορφή αδικίας και κατάχρηση εξουσίας πιστεύοντας ότι μιλούσε εν ονόματι κάποιας άλλης, ανώτερης δύναμης. Κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε τους θεούς της κοινότητας ενώ πρότεινε καινούργιους και ότι διέφθειρε τους νέους. Ήταν ικανός στην τέχνη της συζήτησης, αδιαφορούσε για τα υλικά αγαθά και ασχολούνταν μόνο με ανώτερα πράγματα. Εναντίον του δεν στράφηκαν μόνο οι ισχυροί, αλλά και οι ισότιμοί του, οι οποίοι τον θανάτωσαν σαν βλάσφημο, κι ενώ μπορούσε να διαφύγει ζητώντας χάρη και εκδηλώνοντας μεταμέλεια, επέλεξε να μην προδώσει τις αρχές του και τον σκοπό του. Εν τέλει, πέθανε όπως έζησε, μην βλάπτοντας ποτέ κανέναν. Τα παραπάνω μπορούν να αποδοθούν τόσο στον Ιησού όσο στον Σωκράτη, αλλά είναι περισσότερα αυτά που τους χωρίζουν παρά αυτά που τους ενώνουν.
Johann Friedrich Greuter – Ο Σωκράτης και οι Μαθητές του (17ος αιώνας)
Έχει ειπωθεί ότι ίσως δεν υπήρξε ποτέ Σωκράτης ως ιστορικό πρόσωπο ή ότι το πρόσωπο που βλέπουμε στο πλατωνικό έργο το έπλασε ο Πλάτωνας αποκλειστικά σαν αφηγηματικό τέχνασμα για να προωθήσει τις δικές του ιδέες. Αυτό (αν και δεν αντέχει στην κριτική) μικρή σημασία έχει για την αξία των κειμένων, καθώς οι ιδέες του δεν εξαρτώνται από το πρόσωπο που τις εκφέρει. Οι ιδέες είναι ιδέες˙ μένει στη λογική εξέταση να κρίνει την αξία τους («Δεν πρέπει να εξετάζουμε ποιος το είπε, αλλά αν είναι αλήθεια ή όχι»). Στη φιλοσοφία, όπως και στην επιστήμη, δεν υπάρχουν αυθεντίες. Ο φιλόσοφος πρέπει να πείσει με τη λογική, όπως ο επιστήμονας με αποδείξεις. Αν τα επιχειρήματα αρκέσουν, δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη αν διαβάζει Πλάτωνα ή κάποιον ανώνυμο.
Το ίδιο έχει ειπωθεί και για την ιστορικότητα του Ιησού, ότι ποτέ δεν υπήρξε αλλά πως είναι κατασκεύασμα των συγγραφέων των Ευαγγελίων ή τουλάχιστον ότι δεν ήταν ο γιος του θεού αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος˙ ότι δηλαδή ήταν μόνο Ιησούς και όχι Χριστός. Στην περίπτωση που έχουν δίκιο όμως, τα διδάγματά του πέφτουν στο κενό, σε αντίθεση με του Σωκράτη. Έχει σημασία ότι όσα λέει ο Ιησούς ή οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό πρόσωπο, προέρχονται από το νου του θεού ή από θεϊκή έμπνευση. Εντολές όπως «παρατήστε την οικογένειά σας, τους φίλους, την περιουσία και τη δουλειά σας και ακολουθήστε εμένα»[3] γίνονται ανήθικες χωρίς το αντάλλαγμα της πρόσβασης στον παράδεισο. Γιατί, αν όντως υπάρχει παράδεισος και αν όντως ο τρόπος για να καταλήξουμε εκεί είναι αυτός, τότε το να βάλουμε την οικογένεια σε δεύτερη μοίρα είναι ελάχιστη θυσία όταν η εναλλακτική είναι η αιωνιότητα της κόλασης. Όμως, τι πιο ανήθικο από κάποιον απλό άνθρωπο που απομακρύνει το άτομο από φίλους και συγγενείς, από το να σκεφτεί για το (επίγειο) μέλλον του και να τα παίξει όλα για όλα, όταν η υπόσχεση της ουράνιας ευδαιμονίας είναι ψεύτικη;
Τα επιθανάτια λόγια του Ιησού μαρτυρούν ένα παράπονο «Θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» – και μετά μια «φωνή μεγάλη»[4]. Τελευταία λόγια του Σωκράτη στη δίκη, απευθυνόμενος στους δικαστές, ήταν: «Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο μέρος, κανείς δεν ξέρει παρά μόνο ο θεός.» Και αργότερα, στο κελί του, λέει στον φίλο του: «Ας τα αφήσουμε αυτά, Κρίτωνα, και ας κάνουμε αυτά που λέω, επειδή ο θεός αυτό μας ζητάει να κάνουμε». Ο Σωκράτης έχει κάνει το καθήκον του, όπως αυτός το έκρινε σωστό, και αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί εκεί που καταλήγει ο δρόμος που διάλεξε. Πριν πεθάνει, και αφού γελάσει χαρμόσυνα με τους φίλους του που λυπούνται άδικα για την εκτέλεση του δασκάλου τους, ζητάει από τον Κρίτωνα να θυσιάσει στον θεό της Ιατρικής Ασκληπιό τον κόκορα που του χρωστάει. Του τον οφείλει, αφού η φυγή της ψυχής του από το σώμα του, εσπευσμένη από το κώνειο, αποτελεί γιατρειά˙ όχι καταστροφή. Σε κάτι άλλο που διέφερε από τον Ιησού ήταν στο ότι είχε χιούμορ.
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κατά Ματθαίο 10:34: «Δεν ήρθα για να φέρω την ειρήνη, αλλά την μάχαιραν και διαίρεση και διχασμό.»
[2] Κατά Ματθαίο 5:44 & Κατά Λουκά 6:27-36
[3] Κατά Ματθαίο 19:29: «Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδερφούς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μην χωριστεί από μένα, θα λάβει πολλαπλά στην παρούσα ζωή, θα κληρονομήσει δε και την αιώνια ζωή». Κατά Ματθαίο 8:22: «…Ακολούθα με και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι φαίνονται μεν ζωντανοί, πράγματι όμως λόγω της απιστίας τους είναι πνευματικά νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς, που είναι δικοί τους, γιατί και αυτοί πέθαναν μέσα στην απιστία». Κατά Λουκά 14:26: «Εάν κανείς έρχεται μαζί μου, και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα του και τη γυναίκα του και τους αδερφούς του και τις αδερφές του, εφόσον αυτοί του γίνονται εμπόδιο στο να με ακολουθεί, ακόμα δε εάν δεν μισεί και αυτήν τη ζωή του, εφόσον ο φόβος του να χάσει την ζωή του τού γίνεται αιτία να με αρνηθεί, αυτός ο άνθρωπος δε μπορεί να είναι μαθητής μου».
[4] Μόνο αν πιστέψουμε τον Ματθαίο (27:46) και τον Μάρκο (15:34). Τα τελευταία λόγια του Κυρίου δεν γλίτωσαν από την ασυνέπεια της βιβλικής αφήγησης. Στα άλλα ευαγγέλια διαβάζουμε: Κατά Λουκά 23:46: «Πάτερ, γεμάτος ελπίδα και εμπιστοσύνη σε σένα, παραδίδω στα χέρια σου τη λογική και αθάνατη ψυχή μου» και Κατά Ιωάννη 19:30: «Έχουν πλέον τελειώσει όλα. Και οι προφητείες όλες εκπληρώθηκαν, και το έργο μου έλαβε αίσιο τέλος και τα όσα έπρεπε να πάθω τελείωσαν και η σωτηρία των ανθρώπων
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ιστορικότητα Σωκράτη και Ιησού: Παρερμηνείες και έωλα επιχειρήματα
Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται ελλείψει στοιχείων για την ιστορικότητα του Ιησού, οι χριστιανοί απολογητές βρίσκουν συχνά “καταφύγιο” στη σύγκριση των ιστορικών τεκμηρίων μεταξύ Σωκράτη και Ιησού. Κι αυτό γιατί ο πρώτος, εκτός από μεγάλη προσωπικότητα της αρχαιότητας, επηρέασε όσο λίγοι την ιστορία της φιλοσοφίας (ακριβώς όπως ο Ιησούς την ιστορία της θρησκείας), δεν άφησε γραπτά κείμενα, είχε μαθητές και φυσικά μαρτύρησε για τις ιδέες του.
Ωστόσο η ύπαρξη του δεν αμφισβητείται από κανέναν. Γιατί άραγε; Αντίθετα με τον Ιησού έχουμε δεκάδες αυτόπτες μάρτυρες που έγραψαν βιβλία για τον Σωκράτη (άλλες αρχαίες αναφορές στον Σωκράτη: http://www.attalus.org/names/s/socrates.html)- μερικές φορές ακόμα και τους τίτλους των βιβλίων- ξέρουμε δεκάδες ρήσεις και σύγχρονες παραπομπές στην διδασκαλία του, έχουμε τα έργα του Πλάτωνα1 και του Ξενοφώντα2 οι οποίοι υπήρξαν μαθητές του Σωκράτη και κατέγραψαν τον βίο και τις διδασκαλίες του. Επίσης έχουμε σύγχρονες μαρτυρίες και από «εχθρικές» πηγές, όπως οι Νεφέλες του Αριστοφάνη 3. Μάλιστα στην τελευταία περίπτωση γνωρίζουμε πώς ο Σωκράτης παρακολούθησε την πρώτη παράσταση του θεατρικού έργου!
Αντίθετα, για τον Ιησού δεν έχουμε κάποια σύγχρονη μαρτυρία, δεν γνωρίζουμε καν πόσοι αυτόπτες μάρτυρες υπήρξαν (αν υπήρξαν) και δεν έχουμε κάποια σύγχρονη παραπομπή στην διδασκαλία και το έργο του. Γιατί λοιπόν η ιστορική ύπαρξη του Σωκράτη είναι καλύτερα τεκμηριωμένη από αυτήν του Ιησού;
Συχνά ακούγεται το επιχείρημα πως οι συγγραφείς της εποχής δεν είχαν ενδιαφέρον για τα γεγονότα της Ιουδαίας του 1ου αιώνα. Αυτό είναι ανακριβέστατο. Ο Νικόλαος της Δαμασκού (64π.α.χ.χ (πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης)-10 μ.Χ; (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης)) ήταν ο ιστορικός της αυλής του Ηρώδη του Μεγάλου, αλλά δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει πουθενά τα περίφημα γεγονότα της γέννησης του Ιησού, όπως η τρομακτική σφαγή των νηπίων. Ο Ιούστος της Τιβερίας ήταν ο γραμματέας του Βασιλιά Αγρίππα (του ίδιου Αγρίππα που εμφανίζεται στις Πράξεις 25-26) και στρατιωτικός διοικητής στον εβραϊκό πόλεμο του 66-70 μ.α.χ.χ, ο οποίος κατέγραψε όχι μόνο την ιστορία του πολέμου, αλλά και τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Και οι δύο συγγραφείς υπήρξαν πρωτογενείς πηγές για τον Ιώσηπο4, αλλά ξέρουμε πως πουθενά δεν αναφέρουν κάτι σχετικό με τον Ιησού. Μάλιστα, στην περίπτωση του Ιούστου, έχουμε και την μαρτυρία του χριστιανού πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος είχε μείνει έκπληκτος από την μη αναφορά στον Ιησού (Μυριόβιβλος 33).
Υπάρχουν αρκετοί άλλοι συγγραφείς της περιόδου που θα μπορούσαν να αναφέρουν κάτι για τον Ιησού. ‘Ενας εξ’αυτών ήταν ο περίφημος Φίλωνας της Αλεξάνδρειας (20π.α.χ.χ – 50 μ.α.χ.χ), σεβαστός Εβραίος διανοούμενος της εποχής και τακτικός προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ. Ο Φίλωνας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γεγονότα της Ιουδαίας της εποχής, σχολίασε αρκετές εβραϊκές σέκτες, όπως και τα έργα των Ηρωδών και του Ποντίου Πιλάτου5. Αλλά ακόμα και αν ο Φίλωνας δεν είχε φύγει ποτέ από την Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο, πάλι θα είχε ακούσει κάτι για τον Ιησού, δεδομένου πως η Αλεξάνδρεια ήταν το κέντρο της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας και διατηρούσε άμεση επαφή με την Ιουδαία και την Παλαιστίνη. Ωστόσο το τεράστιο έργο του Φίλωνα είναι από εκείνα που οι χριστιανοί μπήκαν στον κόπο να διατηρήσουν.
Επίσης υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος όγκος εβραϊκής γραμματείας και απόκρυφων- με τα περισσότερα να μην έχουν διασωθεί ή να αφορούν στον πρώτο αιώνα, αλλά σίγουρα θα υπήρχαν εβραϊκά γραπτά σχετικά με τους Χριστιανούς ή την πρώιμη ιουδαϊκή περίοδο. Δεν γίνεται να ισχυριστούμε ότι οι Εβραίοι ήταν αδιάφοροι για τα γεγονότα της περιοχής τους όταν σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ο τόπος αυτός ήταν το πρωταρχικό πεδίο διάδοσης του αποστολικού ευαγγελισμού, αλλά και ο τόπος τέλεσης ενός άγριου αντιχριστιανικού διωγμού! Μάλιστα, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, το χριστιανικό κήρυγμα είχε εξαπλωθεί σε όλο το δίκτυο των συναγωγών της εβραϊκής Διασποράς! To πιο βασικό όμως σημείο του μύθου της χριστιανικής εξάπλωσης είναι πως η Ρώμη εξαπέλυσε έναν τεράστιο διωγμό επι βασιλείας του Νέρωνα .
Γνωρίζουμε αναρίθμητους εθνικούς συγγραφείς6 που θα μπορούσαν να είχαν γράψει κάτι για όλα αυτά. Π.χ ο Μάρκος Σερβίλιος Νονιάνος ο οποίος ξέρουμε πως έγραψε μια ιστορία της Ρώμης του 1ου αιώνα μέχρι το 41, ή η Παμφίλη της Επιδαύρου που έγραψε 33 τόμους με ιστορικές σημειώσεις μέχρι το 60 μ.α.χ.χ. Γνωρίζουμε τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος έγραψε ένα μνημειώδες έργο 31 τόμων για την ιστορία της Ρώμης μέχρι τον Νέρωνα (άρα λογικά θα ανέφερε κάτι για τους χριστιανούς ή τον ιδρυτή τους, αν ήταν κάτι αξιοπρόσεκτο). Παρομοίως γνωρίζουμε πως ο Κλόβιος Ρούφος είχε γράψει μια λεπτομερή ιστορία που κατελάμβανε την περίοδο από τον Καλιγούλα (37) μέχρι τον Νέρωνα και τον Οθο (69), η οποία σίγουρα θα λάμβανε υπόψη τους χριστιανικούς διωγμούς-κάτι που θα απαιτούσε συγκεκριμένες πληροφορίες για την προέλευση αυτής της θρησκείας (σύμφωνα με τον χριστιανικό μύθο, ο Παύλος δικάστηκε ενώπιον του Νέρωνα…). Επίσης υπήρξαν οι αναμνήσεις της Ιουλίας Αγριππίνας (μητέρας του Νέρωνα, αδελφής του Καλιγούλα και γυναίκας του Κλαύδιου), την οποία ο Τάκιτος χρησιμοποίησε ως πηγή. Αν και δολοφονήθηκε το 59 από τον Νέρωνα, η θέση της δίπλα στον Καλιγούλα και τον Κλαύδιο θα της επέτρεπε να γνωρίζει κάτι για τον Χριστιανισμό (αν πχ ο περίφημος Chrestus των γεγονότων της περιόδου του Κλαύδιου είχε να κάνει με τον Ιησού). Επίσης γνωρίζουμε ότι ο Πετρώνιος έγραψε το 66 μια διατριβή ενάντια στην βασιλεία του Νέρωνα, που σίγουρα δεν θα αγνοούσε την πυρκαγιά και τον διωγμό του 66, με όλα τα σχετικά. Ξέρουμε πως ο Φάβιος Ρουσίτικος, έγραψε επίσης μια ιστορία της περιόδου του Νέρωνα που έφτανε πίσω μέχρι την περίοδο του Αυγούστου και του Τιβέριου (και του Κλαύδιου) και θα μπορούσε να είχε αναφέρει τον χριστιανισμό, αν ήταν κάτι το αξιοπρόσεκτο. Είναι δύσκολο να δεχτούμε πως αν αυτοί οι ιστορικοί είχαν αναφέρει κάτι σχετικό με τον χριστιανισμό, δεν θα χρησιμοποιούνταν από τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς ή τους επικριτές τους. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου ο χριστιανικός δάκτυλος έκανε το… θαύμα του.7
Eπίσης ξέρουμε πως οι αυτοκράτορες Βεσπασιανός και Τίτος εξέδωσαν σχολιασμούς για τους διωγμούς επι εβραϊκού πολέμου, ενώ ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος έγραψε κι’αυτός μια ιστορία της Ρώμης από τον 1ο αιώνα π.α.χ.χ εως το 40 μ.α.χ.χ. Ο γιός του, ο Σενέκας ο νεότερος, έγραψε μια πραγματεία σχετικά με τις δεισιδαιμονίες, μεταξύ 40 και 62 μ.α.χ.χ, όπου «κατσαδιάζει» τις παράλογες πρακτικές όλων των λαών- συμπεριλαμβανομένων και των Εβραίων- αλλά ποτέ δεν αναφέρει τους Χριστιανούς, κάτι για το οποίο ο Αυγουστίνος θα τον ψέξει στην «Πολιτεία του θεού» (6,10-11). Εδώ ας λάβουμε υπόψη πως ο Σενέκας ήταν ο αδερφός του κυβερνήτη Γαλλίωνα, ενώπιον του οποίου σύρθηκαν οι χριστιανοί στις Πράξεις 18.12-17 (ο δε Ιώσηπος ήταν φίλος του Αγρίππα στον οποίο οδηγήθηκαν οι χριστιανοί στις Πράξεις 25-26).
Πέρα από τους ιστορικούς του 1ου αιώνα, ας ρίξουμε μια μάτια και σε ορισμένες μεταγενέστερες περιπτώσεις. Για παράδειγμα οι ιστορίες του Αύλου Κλαύδιου Χάραξ (μέσα 2ου μεταχριστιανικού αιώνα), ο οποίος είχε ένα ειδικό ενδιαφέρον για το υπερφυσικό και διαβάζονταν ευρέως στους Βυζαντινούς χρόνους… Παρόμοια ο Μάριος Μάξιμος (3ος μεταχριστιανικός αιώνας), ο οποίος έγραψε λεπτομερείς βιογραφίες των αυτοκρατόρων του 2ου αιώνα… Κανείς τους δεν να αναφέρει τίποτα για τους χριστιανούς, πράγμα περίεργο αν δεχτούμε πως οι αυτοκράτορες της περιόδου βρίσκονταν σε συνεχή συμπλοκή μαζί τους.
Ακόμα όμως πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι ο Ιησούς απουσιάζει παντελώς από την παγανιστική λογοτεχνία (βλ. επίσης παραπομπή 6) όπως την λεγόμενη «παραδοξογραφία» (Ισίγονος, Αελιανός, Φλέγων -αν και πληροφορούμαστε πως ο τελευταίος ανάφερε κάτι, αλλά με πολύ συγκεχυμένο τρόπο8), όπως και από την Florilegia (ανθολογία) π.χ. τα Ηθικά του Πλούταρχου, τις Αττικές Νύχτες του Αύλου Γέλλιου, τα Ανθηρά του Απουλήιου, τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου κλπ. Eνδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και η σάτυρα της εποχής. Π.χ ο Λουκιανός, που στα τέλη του 2ου αιώνα χλευάζει τις διάφορες θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου του χριστιανισμού. Είμαστε σίγουροι πως, ακόμα και πριν τον Ιουβενάλη, υπήρξαν αρκετοί σατυρικοί, όπως ο Πετρώνιος στο Σατυρικόν, όπου χλευάζει ακόμα και την πρακτική της σταύρωσης, αλλά ποτέ δεν βρίσκει αφορμή να ασχοληθεί με τον Ιησού ή τους χριστιανούς. Αλλοι ήταν ο Αύλος Πέρσιος Φλάκος καθώς και ο Λουκίλιος, οι οποίοι σατύρισαν την περίοδο του Νέρωνα και, αν και το έργο τους έχει χαθεί, θα μπορούσαν να αναφέρουν κάτι σχετικό.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως οι εκκλησιαστικοί των πρώτων αιώνων παρέπεμπαν συνεχώς σε εθνικούς συγγραφείς που ανέφεραν οτιδήποτε σχετικό με τον χριστιανισμό, και σίγουρα ένα έργο που ανέφερε τον Ιησού ή τους χριστιανούς είχε περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει έως τον Μεσαίωνα. Λίγα όμως έχουν διασωθεί. Ολη αυτή η σιωπή μπορεί να εξηγηθεί από τον τρόπο που οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν τους επικριτές τους. Στα μέσα του 2ου αιώνα ο επικούρειος Κέλσος έγραψε τον Αληθή Λόγο, αποσπάσματα του οποίου διασώθηκαν μέσω της απάντησης του Ωριγένη. Την ίδια περίοδο, ο φίλος του Μάρκου Αυρήλιου, Φρόντωνας, θα γράψει και αυτός μια χαμένη κριτική που θα παρακινήσει τον χριστιανό Μινούκιο Φήλιξ να γράψει τον προπαγανδιστικό Οκτάβιο. Έναν αιώνα αργότερα, ο Ιεροκλής θα γράψει τον «Εραστή της αλήθειας», αλλά περιέργως ο Ευσέβιος θα σχολιάσει (=διασώσει) μόνο το κεφάλαιο που συγκρίνει τον Ιησού με τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Αργότερα στον 3ο αιώνα, ο νέο-πλατωνικός Πορφύριος θα γράψει το 15τομο «Κατά χριστιανών», που επίσης δεν διασώθηκε ολόκληρο, ενώ έναν αιώνα μετά ο αυτοκράτορας Ιουλιανός θα γράψει το «Κατά Γαλιλαίων», αποσπάσματα του οποίου θα διατηρηθούν στην απάντηση του Κύριλλου Αλεξανδρείας. Θα μπορούσαμε να φέρουμε πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα
Ας επιστρέψουμε όμως στην αναλογία του Σωκράτη.
Αν υποθέταμε λοιπόν πως ο Σωκράτης λατρεύτηκε από τους μαθητές του ως ο αναστημένος Υιος του Θεού και αυτό οδηγούσε στην ίδρυση ενός θεσμού ή οργάνωσης που θα επιβίωνε για αιώνες, σίγουρα θα υπήρχε ενδιαφέρον για τη διατήρηση κάθε σχετικού εγγράφου, όπως βιογραφίες, επιστολές, αναμνήσεις αυτοπτών μαρτύρων, οργανωτικά έγγραφα, διάλογοι, διαθήκες και αλληλογραφία μεταξύ των μαθητών (που ακόμα και οι αγράμματοι θα μπορούσαν να αντιγράψουν υπο την καθοδήγηση εκπαιδευμένων αντιγραφέων. Μάλιστα στην περίπτωση του Ιησού, είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως δεν υπήρχαν πολλοί τέτοιοι ακόλουθοι ώστε να χρησιμοποιηθούν αμέσως ως αντιγραφείς.)
Mία αποδεκτή θεωρία ιστορικότητας για τον Ιησού θα αντιστοιχούσε με μια θεωρία ιστορικότητας για τον Απολλώνιο τον Τυανέα ή τον Μουσώνιο Ρούφο ή τον Ιούδα τον Γαλιλαίο (μερικές διάσημες προσωπικότητες που διέφυγαν του σύγχρονου ιστορικού αρχείου, ακριβώς όπως και ο Ιησούς) . Αλλά και πάλι, αντίθετα μ΄αυτούς, η θεωρία δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υπόθεση πως υπήρχε εκτενές αρχείο για τον Ιησού αλλά η εκκλησία του πρώτου αιώνα δεν έδειξε ενδιαφέρον να το διατηρήσει, γιατί ένα τέτοιο αρχείο σίγουρα θα υπήρχε, ακόμα και στην βιβλιοθήκη του Ωριγένη, ώστε μέσω συνεχόμενων αντιγραφών να διατηρηθεί και μετά τον 4ο αιώνα, όταν η εκκλησία απέκτησε κρατική υποστήριξη – κάτι που βέβαια δεν έτυχε να συμβεί για τις παραπάνω προσωπικότητες αλλά ούτε και για τον ίδιο τον Σωκράτη.
Ο Richard Carrier, στο βιβλίο του «Οn the historicity of Jesus–Why we might have reason for doubt» (Sheffield Phoenix press) προτείνει μερικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι ιστορικιστές (οι υποστηρικτές δηλαδή της ιστορικότητας του Ιησού): (1) Ότι ο Ιησούς δεν ήταν τόσο σημαντικός ώστε να παρακινήσει κάποιον μορφωμένο της εποχής να καταγράψει πληροφορίες γι’αυτόν -εκτός από τον Παύλο9 ο οποίος δεν γνώρισε τον Ιησού αλλά ούτε και αναφέρει κάποια πληροφορία για την ζωή και την διδασκαλία του – ή (2) ότι τεράστιες ποσότητες εγγράφων καταστράφηκαν ή αφέθηκαν στην φθορά του χρόνου (ωστόσο κανένας χριστιανός του 2ου αιώνα δεν φαίνεται να έχει τέτοια γνώση). Καμία όμως από τις δύο υποθέσεις δεν έχει κάποια ισχύ. Η δεύτερη είναι απλά μια θεωρία συνομωσίας ενώ η υπόθεση ότι ο Ιησούς ήταν αρκετά ασήμαντος και απαρατήρητος ώστε να παρακινήσει κάποιον να γράψει γι’αυτόν, δεν ταιριάζει ούτε κατά διάνοια με το προφίλ του Ιησού στα ευαγγέλια10 .
Από την άλλη όμως, αυτή η αστραφτερή απουσία εγγράφων και μαρτύρων δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση ενός μυθικού Ιησού, ο οποίος ήταν γνωστός μόνο στον κύκλο μιας μυστηριακής σέκτας που ενδιαφέρονταν μόνο για αγράμματους προσήλυτους και κρατούσε τις όποιες διδασκαλίες off the record, ενώ οι μεταγενέστερες εκκλησίες είχαν τόσο ολοκληρωμένη ιδεολογία και στόχους ώστε να μην χρειάζεται να διατηρήσουν τίποτα άλλο πέρα από λίγες επιστολές (εκ των οποίων αρκετές έχουν αποδειχτεί πλαστογραφημένες…)
Μια άλλη παράμετρος που συχνά αγνοείται είναι ότι μεταξύ 60 και 100 (-110;) υπάρχει ένα κενό στο ιστορικό αρχείο της εκκλησίας. Αν δεχτούμε πως σ’αυτή την περίοδο υπήρχε μια διαταραχή στην διαδοχή της εκκλησίας, τότε έχουμε και μια τρίτη εκδοχή για τους ιστορικιστές (3) ότι πάλι καταστράφηκε ένας μεγάλος όγκος εγγράφων, αλλά αυτή όμως είναι μια ακόμα πιο απίθανη υπόθεση από τις (1) και (2), διότι η καταστροφή ή η μεθοδευμένη εξαφάνιση των εγγράφων θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί σε τρεις ηπείρους και δεκάδες πόλεις! Υπάρχει όμως και μια τέταρτη και πιο απελπισμένη υπόθεση (4) για την απουσία πρωϊμων εγγράφων: ότι οι πρώτοι απόστολοι ήταν αδιάφοροι για την παραγωγή γραπτού αρχείου λόγω της επικείμενης Αποκάλυψης. Κάτι τέτοιο όμως δεν δικαιολογεί τις επιστολές του Παύλου οι οποίες αποπνέουν έναν ζήλο για καταγραφή και μετάδοση πληροφοριών. Αλλά πέραν του Παύλου, κανένας άλλος απόστολος δεν ενδιαφέρθηκε να γράψει επιστολές; Και τι απέγιναν οι επιστολές των εκκλησιών προς τον Παύλο; (Α Κορ. 7.1).
‘Αρα, είτε όλες οι αποδείξεις από τις πρώτες δεκαετίες του χριστιανισμού καταστράφηκαν, είτε χάθηκαν, παρά την όποια προσπάθεια για διάσωση τους, είτε η χριστιανοσύνη ήταν τόσο μικρή, ασήμαντη και «αναλφάβητη» που τέτοιες αποδείξεις δεν υπήρχαν ποτέ. Μπορείτε να επιλέξετε ό,τι επιθυμείτε. Το συμπέρασμα είναι πως δεν γνωρίζουμε στο ελάχιστο για την ζωή και την διδασκαλία του Ιησού απ’όσο γνωρίζουμε για τον Σωκράτη- αν και πολλοί μελετητές αμφισβητούν και την αξιοπιστία της δικής του ιστορίας και διδασκαλίας. Οι Πλατωνικοί διάλογοι, για παράδειγμα, θεωρούνται παγκοσμίως σαν έργα φαντασίας που προωθούν τις απόψεις του Πλάτωνα και όχι του Σωκράτη. Πράγματι ο Πλάτων αποκαλεί αυτούς τους Διαλόγους «Πειραστικούς», δηλαδή φαντασία. Αν αυτό είναι το επίπεδο της γνώσης που έχουμε για τον Σωκράτη, τότε για τον Ιησού θα πρέπει να είναι χιλιάδες φορές μικρότερο…
------------------------
Παραπομπές:
1. Απολογία, Συμπόσιο, Κρίτων, Φαίδρος, Θεαίτητος, Ευθύδημος, Μενέξενος, Μένων, Ευθύφρων, ‘Ιων.
2. Απολογία Σωκράτους, Κύρου Ανάβασις, Απομνημονεύματα, Ελληνικά, Συμπόσιον, Οικονομικός.
3. Ο Αριστοφάνης συνέχισε να επιτίθεται στον Σωκράτη στα έργα του «Ορνιθες» (414) και «Βάτραχοι» (405)
4.Για Ιούστο βλ. Bίος Ιώσηπου 9,12,17,35,54,65,70,74 κλπ
5. Φίλων, Πρεσβεία προς Γάϊον, Εις Φλάκκον, De providentia 2.64., Ευσέβιου Ευαγγελική Προπαρασκευή 8.14.64
6.Οxford Classical Dictionary, Hornblower and Spawforth
7. Πχ ο μοναχός Ξιφιλίνος (11ο αιώνας), επιτομιστής του Δίωνα του Κάσσιου, θεωρείται πως τροποποίησε σε πολλά σημεία το μνημειώδες έργο του τελευταίου για την ιστορία της Ρώμης, όπως με την χριστιανική ερμηνεία του «θαύματος της βροχής» στον στρατό του Μάρκου Αυρήλιου.
8. Ωριγένης, Κατά Κέλσου 2.14,33,59 (ο Φλέγων δεν συνδέει την έκλειψη και τον σεισμό με τον Ιησού αλλά ούτε και και με κάποια ανάσταση. Ο Ωριγένης παραθέτει τον Φλέγων μόνο για την αναφορά των σημείων)
9. Η συμβατική άποψη είναι πως τα πρώτα χριστιανικά έγγραφα είναι οι (αυθεντικές) επιστολές του Παύλου, οι οποίες γράφτηκαν μεταξύ 50-65 max. Ο Παύλος δεν γνώρισε τον Ιησού, δεν αναφέρει κάποια λεπτομέρεια της ζωής και της διδασκαλίας του (τουλάχιστον όπως γνωρίζουμε από τα ευαγγέλια) και το όνομα του δεν θα βρεθεί πουθενά στην κοσμική ιστορία.
10. Σύμφωνα με τα ευαγγέλια, η φήμη του Ιησού είχε φτάσει μέχρι την Συρία (Μτ. 4.24) ενώ πλήθη κατέφθαναν από Γαλιλαία, Δεκάπολη, Ιεροσόλυμα, Ιουδαία και πέραν από τον Ιορδάνη, ενώ σύμφωνα με τον Παύλο ο Ιησούς ήταν «σκάνδαλο» για τους Εβραίους. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης εξυψώνει τόσο πολύ την προσωπικότητα του Ιησού λέγοντας πως «όλα τα βιβλία του κόσμου δεν θα αρκούσαν για να καταγράψουν τα έργα του» (Ιω. 21,25).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου