ΠΛ Πολ 487e–489d
Η αλληγορία του πλοίου της πολιτείας – Η ερμηνεία της
Αφού δόθηκε ο ορισμός του φιλοσόφου και καθορίστηκε η ιδιοσυστασία της ψυχής που έχει κλίση στη φιλοσοφία, ο Σωκράτης επέμεινε στην άποψή του ότι η διοίκηση της πολιτείας θα έπρεπε να παραδοθεί στους φιλοσόφους (βλ. σχετικά και ΠΛ Πολ 473b–474c). Τότε ο Αδείμαντος διατύπωσε την ένσταση ότι όσοι ασχολούνται για καιρό με τη φιλοσοφία καταλήγουν αλλόκοτοι και άχρηστοι για την πόλη τους.
[487e] Πῶς οὖν, ἔφη, εὖ ἔχει λέγειν ὅτι οὐ πρότερον κακῶν
παύσονται αἱ πόλεις, πρὶν ἂν ἐν αὐταῖς οἱ φιλόσοφοι
ἄρξωσιν, οὓς ἀχρήστους ὁμολογοῦμεν αὐταῖς εἶναι;
Ἐρωτᾷς, ἦν δ’ ἐγώ, ἐρώτημα δεόμενον ἀποκρίσεως δι’
εἰκόνος λεγομένης.
Σὺ δέ γε, ἔφη, οἶμαι οὐκ εἴωθας δι’ εἰκόνων λέγειν.
Εἶεν, εἶπον· σκώπτεις ἐμβεβληκώς με εἰς λόγον οὕτω
[488a] δυσαπόδεικτον; ἄκουε δ’ οὖν τῆς εἰκόνος, ἵν’ ἔτι μᾶλλον
ἴδῃς ὡς γλίσχρως εἰκάζω. οὕτω γὰρ χαλεπὸν τὸ πάθος
τῶν ἐπιεικεστάτων, ὃ πρὸς τὰς πόλεις πεπόνθασιν, ὥστε
οὐδ’ ἔστιν ἓν οὐδὲν ἄλλο τοιοῦτον πεπονθός, ἀλλὰ δεῖ
ἐκ πολλῶν αὐτὸ συναγαγεῖν εἰκάζοντα καὶ ἀπολογούμενον
ὑπὲρ αὐτῶν, οἷον οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα
μειγνύντες γράφουσιν. νόησον γὰρ τοιουτονὶ γενόμενον εἴτε
πολλῶν νεῶν πέρι εἴτε μιᾶς· ναύκληρον μεγέθει μὲν καὶ
[488b] ῥώμῃ ὑπὲρ τοὺς ἐν τῇ νηὶ πάντας, ὑπόκωφον δὲ καὶ ὁρῶντα
ὡσαύτως βραχύ τι καὶ γιγνώσκοντα περὶ ναυτικῶν ἕτερα
τοιαῦτα, τοὺς δὲ ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ
τῆς κυβερνήσεως, ἕκαστον οἰόμενον δεῖν κυβερνᾶν, μήτε
μαθόντα πώποτε τὴν τέχνην μήτε ἔχοντα ἀποδεῖξαι διδά-
σκαλον ἑαυτοῦ μηδὲ χρόνον ἐν ᾧ ἐμάνθανεν, πρὸς δὲ τούτοις
φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς
διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν, αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ
[488c] ναυκλήρῳ περικεχύσθαι δεομένους καὶ πάντα ποιοῦντας ὅπως
ἂν σφίσι τὸ πηδάλιον ἐπιτρέψῃ, ἐνίοτε δ’ ἂν μὴ πείθωσιν
ἀλλὰ ἄλλοι μᾶλλον, τοὺς μὲν ἄλλους ἢ ἀποκτεινύντας ἢ
ἐκβάλλοντας ἐκ τῆς νεώς, τὸν δὲ γενναῖον ναύκληρον μαν-
δραγόρᾳ ἢ μέθῃ ἤ τινι ἄλλῳ συμποδίσαντας τῆς νεὼς ἄρχειν
χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι, καὶ πίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους
πλεῖν ὡς τὸ εἰκὸς τοὺς τοιούτους, πρὸς δὲ τούτοις ἐπαι-
[488d] νοῦντας ναυτικὸν μὲν καλοῦντας καὶ κυβερνητικὸν καὶ ἐπι-
στάμενον τὰ κατὰ ναῦν, ὃς ἂν συλλαμβάνειν δεινὸς ᾖ ὅπως
ἄρξουσιν ἢ πείθοντες ἢ βιαζόμενοι τὸν ναύκληρον, τὸν δὲ
μὴ τοιοῦτον ψέγοντας ὡς ἄχρηστον, τοῦ δὲ ἀληθινοῦ κυ-
βερνήτου πέρι μηδ’ ἐπαΐοντες, ὅτι ἀνάγκη αὐτῷ τὴν ἐπιμέ-
λειαν ποιεῖσθαι ἐνιαυτοῦ καὶ ὡρῶν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄστρων
καὶ πνευμάτων καὶ πάντων τῶν τῇ τέχνῃ προσηκόντων, εἰ
μέλλει τῷ ὄντι νεὼς ἀρχικὸς ἔσεσθαι, ὅπως δὲ κυβερνήσει
[488e] ἐάντε τινες βούλωνται ἐάντε μή, μήτε τέχνην τούτου μήτε
μελέτην οἰόμενοι δυνατὸν εἶναι λαβεῖν ἅμα καὶ τὴν κυβερ-
νητικήν. τοιούτων δὴ περὶ τὰς ναῦς γιγνομένων τὸν ὡς
ἀληθῶς κυβερνητικὸν οὐχ ἡγῇ ἂν τῷ ὄντι μετεωροσκόπον
[489a] τε καὶ ἀδολέσχην καὶ ἄχρηστόν σφισι καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν
ἐν ταῖς οὕτω κατεσκευασμέναις ναυσὶ πλωτήρων;
Καὶ μάλα, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος.
Οὐ δή, ἦν δ’ ἐγώ, οἶμαι δεῖσθαί σε ἐξεταζομένην τὴν
εἰκόνα ἰδεῖν, ὅτι ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσό-
φους τὴν διάθεσιν ἔοικεν, ἀλλὰ μανθάνειν ὃ λέγω.
Καὶ μάλ’, ἔφη.
Πρῶτον μὲν τοίνυν ἐκεῖνον τὸν θαυμάζοντα ὅτι οἱ
φιλόσοφοι οὐ τιμῶνται ἐν ταῖς πόλεσι δίδασκέ τε τὴν
εἰκόνα καὶ πειρῶ πείθειν ὅτι πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν
[489b] εἰ ἐτιμῶντο.
Ἀλλὰ διδάξω, ἔφη.
Καὶ ὅτι τοίνυν τἀληθῆ λέγεις, ὡς ἄχρηστοι τοῖς πολλοῖς
οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ· τῆς μέντοι ἀχρηστίας
τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι, ἀλλὰ μὴ τοὺς ἐπιεικεῖς.
οὐ γὰρ ἔχει φύσιν κυβερνήτην ναυτῶν δεῖσθαι ἄρχεσθαι
ὑφ’ αὑτοῦ οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς τῶν πλουσίων θύρας
ἰέναι, ἀλλ’ ὁ τοῦτο κομψευσάμενος ἐψεύσατο, τὸ δὲ ἀληθὲς
πέφυκεν, ἐάντε πλούσιος ἐάντε πένης κάμνῃ, ἀναγκαῖον
[489c] εἶναι ἐπὶ ἰατρῶν θύρας ἰέναι καὶ πάντα τὸν ἄρχεσθαι δεό-
μενον ἐπὶ τὰς τοῦ ἄρχειν δυναμένου, οὐ τὸν ἄρχοντα δεῖσθαι
τῶν ἀρχομένων ἄρχεσθαι, οὗ ἂν τῇ ἀληθείᾳ τι ὄφελος ᾖ.
ἀλλὰ τοὺς νῦν πολιτικοὺς ἄρχοντας ἀπεικάζων οἷς ἄρτι
ἐλέγομεν ναύταις οὐχ ἁμαρτήσῃ, καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων
ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς
κυβερνήταις.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Ἔκ τε τοίνυν τούτων καὶ ἐν τούτοις οὐ ῥᾴδιον εὐδοκιμεῖν
τὸ βέλτιστον ἐπιτήδευμα ὑπὸ τῶν τἀναντία ἐπιτηδευόντων·
[489d] πολὺ δὲ μεγίστη καὶ ἰσχυροτάτη διαβολὴ γίγνεται φιλοσοφίᾳ
διὰ τοὺς τὰ τοιαῦτα φάσκοντας ἐπιτηδεύειν, οὓς δὴ σὺ φῂς
τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ λέγειν ὡς παμπόνηροι οἱ
πλεῖστοι τῶν ἰόντων ἐπ’ αὐτήν, οἱ δὲ ἐπιεικέστατοι ἄχρηστοι,
καὶ ἐγὼ συνεχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν. ἦ γάρ;
Ναί.
Οὐκοῦν τῆς μὲν τῶν ἐπιεικῶν ἀχρηστίας τὴν αἰτίαν
διεληλύθαμεν;
Καὶ μάλα.
***
Πώς λοιπόν είναι σωστό να υποστηρίζης, πως δε θ' απαλλαχτούν πριν από την κακή κατάντια τους οι πολιτείες, παρ' αφού πάρουν στα χέρια τους την εξουσία οι φιλόσοφοι, που παραδεχόμαστε πως είναι ολότελα άχρηστοι γι' αυτές;
Μου κάνεις μια ερώτηση, που έχει ανάγκη να σου απαντήσω με μια παραβολή.
Μα εσύ, νομίζω, δε συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.
Πολύ καλά· με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού μ' έρριξες μες σ' ένα τόσο δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωση μου, για να δης ακόμα καλύτερα πόσο λίγο επιδέξιος είμαι σ' αυτό το είδος. Αυτό, λέγω. που παθαίνουν οι ξεχωριστοί εκείνοι άνθρωποι από τις πόλεις των είναι τόσο βαρύ, που δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης και για να δώση την εικόνα του ένας που θα αναλάβη και την απολογία τους, πρέπει να την συνθέση από πολλά πράγματα, όπως κάνουν οι ζωγράφοι που ζωγραφίζουν τους τραγελάφους και τα παρόμοια. Φαντάσου λοιπόν το ίδιο να γίνεται με ένα ή με περισσότερα πλοία: ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός απ' όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπη και πολύ καλά και να μη καταλαβαίνη και πάρα πολλά πράματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχη ο καθένας την αξίωση να την πάρη αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχη μάθει την τέχνη, κι ούτε να μπορή να πη μήτε με ποιο δάσκαλο μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζη πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέη το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμουνται όλοι τους απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώση στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώνουν και να τους ρίχτουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό μας τον καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό, ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο, και τότε πια να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειές του και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνη όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνη· κ' εκτός απ' αυτά, να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ' όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήση να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος, τον κατηγορούν γι' άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το 'χη δουλειά του να ξέρη τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ' άστρα, τους ανέμους και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ' αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πως όμως θα το κυβερνήση, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορή να την αποκτήση κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σ' ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ' αυτά, και βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιαν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; δε θα τον ωνόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι' αυτούς;
Βεβαιότατα, είπε ο Αδείμαντος.
Δεν πιστεύω λοιπόν πως είναι ανάγκη να επιμείνω περισσότερο στην παρομοίωσή μου, για να δης πως μοιάζει απαράλλαχτα με τη διάθεση που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους, γιατί και μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αυτό που θέλω να πω.
Και πολύ μάλιστα.
Εξήγησε λοιπόν πρώτα αυτή την παρομοίωση σε κείνον που παραξενεύεται γιατί δεν έχουν καμιά υπόληψη οι φιλόσοφοι μέσα στις πολιτείες και προσπάθησε να τον πείσης, πως θα ήταν πολύ πιο παράξενο αν τους είχαν σε τιμή.
Μάλιστα, θα το κάμω.
Και πως έχει λοιπόν δίκιο να λέη, πως είναι άχρηστοι για τους πολλούς αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φιλοσόφους· μπάσε τους όμως και μες στο κεφάλι τους πως υπεύθυνοι για την αχρηστία τους δεν είναι οι ξεχωριστοί αυτοί φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν. Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων να τους παρακαλούν· είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήση, αυτός να πηγαίνη στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν, να πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας, που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα, να παρακαλή τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήση. Όπως όμως είναι τώρα τα πράματα, δε θα γελαστής αν παρομοιάσης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντες με τους ναύτες που λέγαμε κι αυτούς που τους έλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους και άχρηστους, με αληθινούς κυβερνήτες.
Πολύ σωστά.
Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και μέσα σε τέτοιους ανθρώπους καθόλου εύκολο δεν είναι να έχη καμιά πέραση το καλύτερο επάγγελμα από μέρους εκείνων που ακολουθούν όλως διόλου αντίθετο δρόμο· κι οι μεγαλύτερες και χειρότερες συκοφαντίες που ακούει η φιλοσοφία, τις χρωστά σε κείνους που λένε πως έχουν τάχα επάγγελμα τους τη φιλοσοφία και που δίνουν αφορμή σε κείνον τον κατήγορό της να λέη πως οι περισσότεροι που καταγίνονται μ' αυτήν είναι πανάθλιοι, και οι καλύτεροι μεταξύ τους άχρηστοι, πράγμα που κ' εγώ συμφώνησα μαζί σου να το παραδεχτώ. Ή όχι;
Μάλιστα.
Δεν αναπτύξαμε λοιπόν την αιτία της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων;
Και πολύ αρκετά.
Πώς λοιπόν είναι σωστό να υποστηρίζης, πως δε θ' απαλλαχτούν πριν από την κακή κατάντια τους οι πολιτείες, παρ' αφού πάρουν στα χέρια τους την εξουσία οι φιλόσοφοι, που παραδεχόμαστε πως είναι ολότελα άχρηστοι γι' αυτές;
Μου κάνεις μια ερώτηση, που έχει ανάγκη να σου απαντήσω με μια παραβολή.
Μα εσύ, νομίζω, δε συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.
Πολύ καλά· με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού μ' έρριξες μες σ' ένα τόσο δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωση μου, για να δης ακόμα καλύτερα πόσο λίγο επιδέξιος είμαι σ' αυτό το είδος. Αυτό, λέγω. που παθαίνουν οι ξεχωριστοί εκείνοι άνθρωποι από τις πόλεις των είναι τόσο βαρύ, που δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης και για να δώση την εικόνα του ένας που θα αναλάβη και την απολογία τους, πρέπει να την συνθέση από πολλά πράγματα, όπως κάνουν οι ζωγράφοι που ζωγραφίζουν τους τραγελάφους και τα παρόμοια. Φαντάσου λοιπόν το ίδιο να γίνεται με ένα ή με περισσότερα πλοία: ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός απ' όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπη και πολύ καλά και να μη καταλαβαίνη και πάρα πολλά πράματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχη ο καθένας την αξίωση να την πάρη αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχη μάθει την τέχνη, κι ούτε να μπορή να πη μήτε με ποιο δάσκαλο μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζη πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέη το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμουνται όλοι τους απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώση στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώνουν και να τους ρίχτουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό μας τον καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό, ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο, και τότε πια να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειές του και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνη όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνη· κ' εκτός απ' αυτά, να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ' όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήση να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος, τον κατηγορούν γι' άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το 'χη δουλειά του να ξέρη τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ' άστρα, τους ανέμους και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ' αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πως όμως θα το κυβερνήση, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορή να την αποκτήση κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σ' ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ' αυτά, και βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιαν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; δε θα τον ωνόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι' αυτούς;
Βεβαιότατα, είπε ο Αδείμαντος.
Δεν πιστεύω λοιπόν πως είναι ανάγκη να επιμείνω περισσότερο στην παρομοίωσή μου, για να δης πως μοιάζει απαράλλαχτα με τη διάθεση που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους, γιατί και μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αυτό που θέλω να πω.
Και πολύ μάλιστα.
Εξήγησε λοιπόν πρώτα αυτή την παρομοίωση σε κείνον που παραξενεύεται γιατί δεν έχουν καμιά υπόληψη οι φιλόσοφοι μέσα στις πολιτείες και προσπάθησε να τον πείσης, πως θα ήταν πολύ πιο παράξενο αν τους είχαν σε τιμή.
Μάλιστα, θα το κάμω.
Και πως έχει λοιπόν δίκιο να λέη, πως είναι άχρηστοι για τους πολλούς αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φιλοσόφους· μπάσε τους όμως και μες στο κεφάλι τους πως υπεύθυνοι για την αχρηστία τους δεν είναι οι ξεχωριστοί αυτοί φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν. Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων να τους παρακαλούν· είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήση, αυτός να πηγαίνη στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν, να πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας, που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα, να παρακαλή τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήση. Όπως όμως είναι τώρα τα πράματα, δε θα γελαστής αν παρομοιάσης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντες με τους ναύτες που λέγαμε κι αυτούς που τους έλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους και άχρηστους, με αληθινούς κυβερνήτες.
Πολύ σωστά.
Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και μέσα σε τέτοιους ανθρώπους καθόλου εύκολο δεν είναι να έχη καμιά πέραση το καλύτερο επάγγελμα από μέρους εκείνων που ακολουθούν όλως διόλου αντίθετο δρόμο· κι οι μεγαλύτερες και χειρότερες συκοφαντίες που ακούει η φιλοσοφία, τις χρωστά σε κείνους που λένε πως έχουν τάχα επάγγελμα τους τη φιλοσοφία και που δίνουν αφορμή σε κείνον τον κατήγορό της να λέη πως οι περισσότεροι που καταγίνονται μ' αυτήν είναι πανάθλιοι, και οι καλύτεροι μεταξύ τους άχρηστοι, πράγμα που κ' εγώ συμφώνησα μαζί σου να το παραδεχτώ. Ή όχι;
Μάλιστα.
Δεν αναπτύξαμε λοιπόν την αιτία της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων;
Και πολύ αρκετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου