Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.6. Δώσε μου σημείο να σταθώ


Ο ξένος που θα αποφάσιζε να επισκεφθεί την Αθήνα στην ελληνιστική εποχή θα εκπλησσόταν από την ευτέλεια και την ερήμωση πολλών σπιτιών και την κακή ρυμοτομία. Η πόλη είχε αναπτυχθεί πριν από αιώνες με τρόπο φυσικό και δεν διέθετε τα προσχεδιασμένα οικοδομικά τετράγωνα που μπορούσε να βρει κανείς στις νεόδμητες πόλεις. Κρίνοντας από την πρώτη εντύπωση, ο ξένος θα δυσκολευόταν να πειστεί ότι αυτή είναι η δοξασμένη πόλη των Αθηναίων. Αν όμως παρατηρούσε τα δημόσια κτίρια, το θέατρο, τους ναούς και τα γυμνάσια θα καταλάβαινε καλύτερα πού βρισκόταν αποτυπωμένη η παλαιά αίγλη.

Αυτή την εντύπωση προκάλεσε η Αθήνα σε έναν περιηγητή κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα. Ο ίδιος μάς πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι της εποχής ξεχνούσαν την κατάσταση ανελευθερίας που τους είχε βρει με πολύωρες συζητήσεις. Όταν ιδίως παρουσιαζόταν μπροστά τους ένας επισκέπτης, τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν με πάθος για οτιδήποτε. Από την άλλη, ξεχνούσαν τις ελλείψεις τους με την απόλαυση των ωραίων κτιρίων που στόλιζαν την πόλη. Αυτό που κέντρισε όμως περισσότερο το ενδιαφέρον του περιηγητή ήταν το πλήθος και η ποικιλομορφία των φιλοσόφων που προσπαθούσαν να αναπαύσουν τις ανθρώπινες αγωνίες με κάθε λογής απατηλά τεχνάσματα - χόρτοι παντοθαλεῖς φιλοσόφων παντοδαπῶν, ψυχῆς ἀπάται καὶ ἀναπαύσεις γράφει, επηρεασμένος από το ύφος του σοφιστή Γοργία. Η Αθήνα ήταν η πόλη στην οποία άκμαζε πρωτίστως η φιλοσοφία.

Η νέα φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Αθήνα με την ίδρυση του επικούρειου Κήπου και της ζηνώνειας Στοάς σηματοδοτούσε μια τάση επιστροφής στην προπλατωνική σκέψη, με στόχο την επανεύρεση της σωματικότητας των πάντων, ακόμη και των θεών. Οι δύο αυτές φιλοσοφικές σχολές που κυριάρχησαν κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν σύμφωνες σε αυτό το σημείο, όπως συμφωνούσαν και ως προς το υπέρτατο αγαθό της ευδαιμονίας. Η τρίτη φιλοσοφική τάση, που ακολούθησε τον σωκρατικό δρόμο της εγνωσμένης άγνοιας και της απορίας, οδηγήθηκε παραδόξως σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα για τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής.

Κοινός στόχος όλων των ελληνιστικών σχολών φιλοσοφίας ήταν η επίτευξη της ἀπάθειας ή ἀταραξίας, μιας σταθερής και αμετάβλητης ψυχικής γαλήνης που δεν θα κλονιζόταν ποτέ από τις αντιξοότητες της τύχης και των συγκυριών. Η πολιτική αντίληψη του ανθρώπινου βίου, κυρίαρχη στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μειωνόταν προς όφελος της ατομικής ευτυχίας. Τελικά, η ηθική υποσκέλισε την πολιτική. Ο παλαιός θαυμασμός για την προσωπική αριστεία έβρισκε νέα έκφραση στο ιδεώδες του σοφοῦ. Ο ιδανικός αυτός τύπος εκπροσωπούσε πλέον την ανθρώπινη τελειότητα στο σύνολό της. Αν και εξαιρετικά δυσεύρετος μέσα στον κόσμο της εμπειρίας, ο σοφός έγινε πρότυπο και μέτρο, ιδίως σε ζητήματα νοήματος της ανθρώπινης ζωής.

Η ελληνιστική φιλοσοφία διακρίνεται από μια τάση συστηματοποίησης της γνώσης. Ο προερχόμενος από τη Σάμο αλλά αθηναϊκής καταγωγής Επίκουρος (341-270), ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου (335-263) και οι ακόλουθοί τους διαίρεσαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους: τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Στον πρώτο περιέλαβαν όλα τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα που παρουσιάζει η έλλογη σκέψη: στοιχεία και αρχές της γλώσσας, ρητορική και διαλεκτική τέχνη, έγκυρες και άκυρες μορφές συμπερασμού, ανάλυση εννοιών, προτασιακή λογική. Στον φυσικό κλάδο της φιλοσοφίας ενέταξαν την ανάλυση όλων των όντων, από τους θεούς στην κορυφή της ιεραρχίας έως την ανόργανη ύλη στα θεμέλια. (Φυσική κατέληξε έτσι να σημαίνει «κοσμολογία» και «μεταφυσική».) Στην ηθική αντιμετώπισαν τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος άρχισε να θεωρείται μέλος μιας πολύ ευρύτερης και οικουμενικής πατρίδας, η οποία ήταν ο κόσμος. Οι απλοί πολίτες, φυσικά, δεν συμμερίζονταν αυτή την αντίληψη. Εξακολουθούσαν να πολεμούν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους με αυτοθυσία και ζέση, όπως και σε προηγούμενες εποχές. Μια σταδιακή αλλαγή στη γενική θεώρηση της σχέσης του ατόμου με την πόλη άρχιζε, πάντως, να γίνεται εμφανής.

Ενώ ο Σωκράτης είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την Αθήνα εκλαμβάνοντας ως ατιμωτική και αβίωτη τη ζωή σε ξένο τόπο, δύο ή τρεις γενιές αργότερα ένας από τους έμμεσους μαθητές του δήλωνε με δηκτική παρρησία ότι γενέθλιος τόπος καταγωγής του και πηγή των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του είναι ο κόσμος.

Ο Διογένης από τη Σινώπη (περ. 410-324) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα και την Κόρινθο και επονομάστηκε «σκύλος» (κύων) για την προκλητική απρέπειά του έναντι όλων των καθιερωμένων θεσμών. Όταν ρωτήθηκε από πού κατάγεται, ο Διογένης απάντησε: «είμαι πολίτης του κόσμου» (κοσμοπολίτης). Η προκλητική αυτή απόκριση αποτελούσε στην ουσία έκκληση για επιστροφή σε έναν φυσικό και σχεδόν πρωτόγονο τρόπο ζωής, απαλλαγμένο από τις συμβατικότητες της κοινωνικής συμβίωσης. Ως τέκνο της πόλεως, πάντως, ο Διογένης εξέθεσε τις απόψεις του για την απαξία των υλικών αγαθών, των πολιτικών επιδιώξεων και των φιλόδοξων φιλοσοφικών θεωριών σε ένα χαμένο έργο με τον ενδεικτικό τίτλο Πολιτεία. Εκεί παρωδούσε τις πλατωνικές θεωρήσεις και καυτηρίαζε κάθε απόπειρα τεχνητής απομάκρυνσης από την ανθρώπινη κατάσταση προς όφελος ενός υψηλού αλλά ανέφικτου ιδανικού.

Η ψυχική αυτή στάση αποτελεί δείκτη για τις κοινές εξελίξεις στις τρεις κυρίαρχες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας: τον επικουρισμό, τον στωικισμό και τον (διφυή) σκεπτικισμό. Η κυνική φιλοσοφία, σύμφωνη με το πνεύμα της διδασκαλίας της, δεν οργανώθηκε ποτέ ως επίσημη σχολή.

Ο μόνος σημαντικός φιλόσοφος του 5ου αιώνα που δεν μνημονεύεται στους πλατωνικούς διάλογους είναι ο Αβδηρίτης Δημόκριτος. Στην αρχαιότητα θεωρήθηκε κυρίως σοφός σε ηθικά ζητήματα. Ήταν επίσης φυσικός φιλόσοφος. Η περισπούδαστη (σήμερα) θεωρία του έλεγε ότι το σύμπαν αποτελείται από αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα ἄτομα, και από κενόν. Τα άτομα του Δημοκρίτου ήταν ποικίλα ως προς το μέγεθος και το σχήμα, είχαν όμως την τάση να ενώνονται τυχαία μεταξύ τους και να δημιουργούν αισθητά σώματα. Την πολύμορφη ένωση των ατόμων και την επακόλουθη διάλυση των σωμάτων εξυπηρετούσε η ύπαρξη κενού χώρου, ο οποίος, αν και απαθής, επέτρεπε την κίνηση και την αλλαγή μέσα στη φύση.

Αυτή τη φυσική θεωρία υιοθέτησε με τροποποιήσεις ο Επίκουρος. Την είχε διδαχτεί πριν φτάσει στην Αθήνα και τη θεώρησε ικανοποιητική γιατί δεν προϋπέθετε ούτε υπεραισθητές μορφές ούτε άυλες ουσίες. Ακόμη και οι θεοί δεν ήταν παρά μακραίωνες συσσωματώσεις λεπτοφυών ατόμων.

Στη σχολή του Επίκουρου γίνονταν δεκτοί άνδρες και γυναίκες χωρίς διάκριση. Όλα τα μέλη απολάμβαναν ισότητα και κοινοκτημοσύνη στα αγαθά. Ο ιδρυτής του Κήπου, όπως ονομάστηκε η σχολή του, ήθελε να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις φοβίες τους και να τους οδηγήσει σε μια ζωή δίχως περιττές έγνοιες και ανώφελες επιδιώξεις. Θεωρούσε ότι ο φόβος του θανάτου και η δεισιδαιμονία, δηλαδή ο φόβος των θεϊκών τιμωριών, ήταν τα σοβαρότερα προσκόμματα στην ευτυχία. Ο Επίκουρος έδειξε ότι και οι δύο αυτές πηγές φόβου είναι φαντασιοπληξίες και στερούνται πραγματικής βάσης. Ο άνθρωπος ούτε όσο ζει έρχεται ποτέ σε επαφή με τον θάνατο -ισχυρίστηκε - ούτε όταν πεθάνει διατηρεί τις αισθήσεις του, ώστε να βιώνει τον θάνατο ως κάτι οδυνηρό. Από την άλλη, οι μακάριοι θεοί δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα και δεν ενδιαφέρονται να ανταμείψουν ή να τιμωρήσουν τους ανθρώπους.

Πεπεισμένος για την αγαθότητα τις φύσης, ο Επίκουρος ταύτισε την ἡδονήν (ουσιαστική χαρά) με την απουσία πόνου και τη διέκρινε από τις έντονες απολαύσεις που συνεπάγονται αίσθημα απογοήτευσης και κορεσμό. Ωστόσο, δεν κήρυξε τον ασκητισμό αλλά την ήπια αποδοχή των ευχάριστων πραγμάτων που διαθέτει η ζωή μέσα σε ένα πνεύμα γαλήνης και αταραξίας, σαν την ακύμαντη θάλασσα. Η ελπίδα, ο φόβος και η ακόρεστη επιθυμία παρομοιάστηκαν με τους σφοδρούς ανέμους που εμποδίζουν την ήσυχη πλοήγηση του σκάφους της ατομικής ύπαρξης. Ακόμη και η αναζήτηση μιας γνώσης πέρα και έξω από τα ανθρώπινα όρια θεωρήθηκε ματαιοπονία. Όλοι οι εύλογοι τρόποι εξήγησης της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, των φάσεων της σελήνης και των ηλιακών εκλείψεων θεωρήθηκαν εξίσου αληθείς. Η λογική και η φυσική υποτάσσονταν στον ύπατο σκοπό της ηθικής, που ήταν η επίτευξη αταραξίας.

Στον ίδιο στόχο απέβλεπε και η στωική ηθική με το αίτημα μιας ζωής σε συμφωνία με τη φύση (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν). Μόνο τα μέσα και η ορολογία διέφεραν. Αν και οι στωικοί έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη θεολογία και ανέπτυξαν εντυπωσιακές ερμηνείες μύθων, μέριμνά τους ήταν η υπογράμμιση της απόλυτα έλλογης και δίκαιης τάξης του κόσμου, που ονομαζόταν άλλοτε εἱμαρμένη, άλλοτε θεός ή φύσις ή λόγος και ταυτιζόταν με το θέλημα του Δία, ο οποίος διατηρούσε κοινό μόνο το όνομα με τον παραδοσιακό ομώνυμο θεό.

Στην προσπάθεια να βρουν κάποιο προηγούμενο για τη φυσική θεωρία τους, οι στωικοί στράφηκαν στον Ηράκλειτο και τη διδασκαλία για τον αιώνιο Λόγο, που φανερώνεται ως κεραυνός και κοσμική φωτιά. Μόνο τα σώματα διαθέτουν πραγματική ύπαρξη -ισχυρίστηκαν-, και κάθε σώμα έχει μια ενεργητική και μια παθητική αρχή. Η ενεργητική και αρσενική αρχή ονομάστηκε λόγος, ενώ η παθητική και θηλυκή αρχή που υποδέχεται τη μορφοποίηση χαρακτηρίστηκε ἄποιος ὕλη.

Οι στωικοί χρησιμοποίησαν πλατωνικές και αριστοτελικές έννοιες, αλλά αρνήθηκαν την ύπαρξη υπερουράνιου και υπεραισθητού κόσμου. Ήθελαν να ξαναβρούν την αίγλη και τον εγγενώς συμβολικό χαρακτήρα του αισθητού σύμπαντος. Μάλιστα, ανέπτυξαν ένα σύστημα φυσικών συμπαθειών και αντιπαθειών, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη θεωρητική δικαιολόγηση της μαγείας. Το αισθητό σύμπαν έγινε έτσι εκ νέου το θέατρο δράσης αόρατων, αλλά όχι ασώματων, δυνάμεων.

Οι στωικοί δίδασκαν ότι η γοητεία της ζωής βρίσκεται στο κοσμικό σύνολο, που είναι έτσι φτιαγμένο ώστε όλα τα μέρη του, ακόμη και τα πιο μικρά και ασήμαντα, να συμβάλλουν στην αρμονία του παντός. Ο σοφός άνθρωπος αναγνώριζε αυτή την τάξη και έδινε τη συγκατάθεσή του στην κοσμική αρμονία, αποδεχόμενος όλα τα συμβάντα της ζωής δίχως εξέγερση, δυσπιστία ή εναντίωση. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι καθήκον του ανθρώπου είναι να παίξει όσο καλύτερα γίνεται τον ρόλο που του ανατέθηκε, όχι να προσπαθήσει να τον αλλάξει με κάποιον που του φαίνεται καλύτερος.

Σε αυτές τις διατυπώσεις γίνεται φανερή μια ύφεση της ζωτικής δύναμης που εμψύχωνε την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή. Η πολιτική κατάσταση της περιόδου, με την έντονη γραφειοκρατία και τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, πρέπει να συνέβαλε αποφασιστικά.

Παρά την έχθρα που σταδιακά αναπτύχθηκε ανάμεσα στις δύο σχολές, τόσο οι επικούρειοι όσο και οι στωικοί πίστευαν ότι η ποθητή απάθεια ή αταραξία ήταν το αποτέλεσμα ορθής γνώσης. Στην πεποίθηση αυτή συμφωνούσαν με το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης φιλοσοφικής και ποιητικής παράδοσης. Ήδη από τον Ησίοδο, στην επιτυχημένη ανθρώπινη ζωή, όσο κοπιώδης και αν ήταν, συνέβαλλε αποφασιστικά η βιωμένη γνώση. Την ενιαία αυτή παράδοση αμφισβήτησαν ορισμένοι διάδοχοι του Πλάτωνα στην Ακαδημία από τον 3ο αιώνα και εξής.

Πιστεύοντας ότι επιστρέφουν στη γνήσια σωκρατική διδασκαλία, πέρα από τις παρανοήσεις των επιγόνων, ο Αρκεσίλαος (316-242) αρχικά και ο Καρνεάδης (214-129) αργότερα αμφισβήτησαν την ίδια τη δυνατότητα γνώσης. Πριν από αυτούς, ένας άλλος φιλόσοφος που αντλούσε από τη μεγάλη σωκρατική παρακαταθήκη και δεν συνέγραψε τίποτε, ο Πύρρων από την Ηλεία (περ. 365-275), είχε εκφράσει προφορικά παρόμοιες απόψεις. Οι φιλοσοφικές θέσεις του Πύρρωνος, του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη ονομάστηκαν αντίστοιχα πυρρώνειος και ακαδημεικός σκεπτικισμός. Οι ομοιότητες υπερσκελίζουν τις λεπτές, αν και ενδιαφέρουσες, διαφορές. Σκέψις δεν σήμαινε σε αυτούς «έρευνα» και «αναζήτηση», αλλά τη μεθοδική αμφισβήτηση κάθε υποτιθέμενης γνώσης.

Ακολουθώντας το σοφιστικό πνεύμα των δισσῶν λόγων (εναλλαγή επιχειρημάτων υπέρ και κατά μιας άποψης), οι σκεπτικοί θεώρησαν ότι στον χώρο τις γνώσης τίποτε δεν είναι βέβαιο. Με προσεκτική ενδοσκόπηση και κατάλληλους συλλογισμούς γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πιο συνηθισμένη πεποίθηση δεν στηρίζεται σε επαρκείς λόγους. Από την ισορροπία (ἰσοσθένειαν) που προκαλείται αν κάποιος αναλογιστεί σοβαρά τα επιχειρήματα υπέρ και κατά μιας οποιασδήποτε κρίσης, προκύπτει το αίτημα της ἐποχῆς, της συνειδητής άρνησης του σκεπτικού να εκφέρει άποψη για οποιοδήποτε θέμα. Και τότε συμβαίνει, όπως διακήρυξαν, το εξής θαυμάσιο συμβάν. Η βιωμένη άρνηση της γνώσης μπορεί να φέρει αδόκητα το επιζητούμενο αποτέλεσμα της απάθειας. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα μια ωραία ιστορία για να δείξουν πώς αυτό μπορεί να συμβεί.

Μια μέρα ο ζωγράφος Απελλής προσπαθούσε να απεικονίσει στον καμβά το αφρισμένο στόμα ενός αλόγου, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η μια αποτυχημένη απόπειρα διαδεχόταν την άλλη. Τελικά εκνευρίστηκε. Πέταξε με μανία το σφουγγάρι πάνω στον ημιτελή πίνακα και πήγε να φύγει. Τότε ακριβώς είδε ότι το έργο στεκόταν μπροστά του ολοκληρωμένο: είχε κατά τύχη συμβεί ό,τι ο ίδιος αδυνατούσε να πετύχει με τη τέχνη του. Με παρόμοιο τρόπο -δίδασκαν οι σκεπτικοί- η εγκατάλειψη της γνώσης, την οποία επιδιώκουμε για να γίνουμε ευτυχείς, φέρνει παραδόξως την ευτυχία.

Σε όλες τις ελληνιστικές σχολές φιλοσοφίας ευτυχία σήμαινε ψυχική γαλήνη, νοητική σταθερότητα και προσωπική αταραξία. Η πόλη δεν αποτελούσε πλέον σημείο αναφοράς για την ευδαιμονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου