Η ανθρώπινη συνθήκη ορίζεται μέσα από την προσωπική εμπειρία η οποία είναι αδιαμφισβήτητα υποκειμενική όσο και σεβαστή, διότι κάθε ατομική ύπαρξη είναι μοναδική. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στα ανθρώπινα βιώματα καθώς λίγο ή πολύ, όλοι οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με ευχάριστες και δυσάρεστες εμπειρίες, γνωρίζουν εξίσου την ευχαρίστηση, όσο και τον πόνο και σίγουρα οι ευχάριστες εμπειρίες είναι αυτές που οι περισσότεροι θα επεδίωκαν.
Η αναζήτηση της ευχαρίστησης και η αποφυγή της δυσαρέσκειας δεν είναι κάτι που επεσήμαναν για πρώτη φορά οι ψυχολόγοι, μολονότι ο Φρόιντ ήταν αυτός που επανέφερε το θέμα αυτό μέσα από την ψυχανάλυση και την ερμηνεία των ασυνείδητων ορμικών πεπρωμένων στην απόπειρα της διαφώτισης των μηχανισμών της κινητοποίησης του ψυχικού οργάνου.
Φυσικά, όμως, ήδη ο Αριστοτέλης είχε ασχοληθεί με την ανάλυση των αιτίων που ωθούν τους ανθρώπους να αναζητούν την ηδονή και να αποφεύγουν την οδύνη, τονίζοντας τη διάκριση μεταξύ της ευδαιμονίας και των ηδονών και δείχνοντας έναν βέλτιστο τρόπο για τους ανθρώπους να απολαμβάνουν την ευχαρίστηση αντί να είναι δέσμιοι σε ένα ατέρμονο κυνήγι των απολαύσεων, εμπλεκόμενοι σε έναν φαύλο κύκλο δίχως τέλος.
Αυτό κατά τον σταγειρίτη φιλόσοφο οφείλεται στην ίδια τη φύση του ανθρώπου όσο και των ηδονών, αφού για εκείνον ο ψυχισμός είναι σαν ένα απύθμενο βαρέλι, το οποίο όσες ηδονές εάν επιχειρήσουμε να του εισάγουμε, δεν πρόκειται ποτέ να γεμίσει αφού στερείται πάτου, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται όλο και πιο έντονα η αγωνιώδης αναζήτηση μιας μεγαλύτερης και πιο μόνιμης απόλαυσης.
Η υπόσχεση, λοιπόν, μιας άλλης απόλαυσης, η οποία θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη και που εν τέλει θα επιτύχει να μας δώσει μια διάρκεια, φαίνεται να είναι η κινητήρια ορμή και στον αριστοτελικό συλλογισμό, ενόσω η επιδίωξη μιας έντασης και μιας πρωτόγνωρης αίσθησης, είναι όλα τους στοιχεία που εμπλέκονται στο βίωμα της ηδονής και την αποφυγή των δυσάρεστων εμπειριών.
Ο φιλόσοφος, λοιπόν, θα καταλήξει στη διάκριση των ηδονών σε καλές ή κακές, σε πνευματικές ή υλικές, με βάση το αποτέλεσμα στην αρμονία του ανθρώπου και την ελευθερία του να επιλέγει εκείνος, αντί να φέρεται σαν άβουλο ον που τίθεται κάτω από την κυριαρχία των αισθήσεων και των εξωτερικών ερεθισμών του.
Το ερώτημα εάν οι άνθρωποι κυνηγούν την ηδονή για χάρη της ίδιας της ζωής ή εάν το κυνήγι της ζωής εξαρτάται εν πολλοίς από την απόλαυση των ηδονών, είναι κάτι που απασχόλησε έντονα τον Αριστοτέλη, μολονότι δεν το απάντησε πλήρως, επιλέγοντας να συμπεριλάβει τη ζωή και τις ηδονές σε ένα αδιαχώριστο, ενιαίο όλον.
Σίγουρα η ζωή είναι πολύ όμορφη και εμπεριέχει πολλές χαρές και απολαύσεις, επομένως εύλογη φαίνεται η άποψή του αυτή καθώς δύσκολα δαιφαίνεται να υπάρχει η ευχαρίστηση πέραν των ορίων της ζωής. Επίσης έχει νόημα ακόμη και στην εποχή μας, η κατεύθυνση ως μια λύση που μας έδειξε ο Αριστοτέλης περί της μεσότητας.
Αυτή η μεσότητα αφορά σε έναν μεικτό βίο, δηλαδή σε ίσο καταμερισμό των υλικών και πνευματικών απολαύσεων, μέσα από τη δική μας βούληση που μπορεί τελικά να βιώσει ικανοποίηση και ευδαιμονία μέσω των αρετών. Έτσι η βούληση μπορεί συνακόλουθα να υποτάξει τις άλογες επιθυμίες του σώματος, οι οποίες φαίνεται πράγματι να μην έχουν τέλος.
Αυτός ο φαύλος κύκλος της αέναης αναζήτησης μιας δίχως τέλος και άνευ όρων απόλαυσης, απσχόλησε επίσης την ψυχανάλυση, καθώς ο Φρόιντ εξέτασε το ζήτημα από ποικίλες πλευρές σε σχέση τόσο με τα άτομα, όσο και συλλογικά με τον πολιτισμό, φτάνοντας δε να αποφανθεί ότι υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την απαγόρευση της άκρατης ηδονής, προς όφελος της δημιουργίας και της συντήρησης του πολιτισμού, ο οποίος εν τέλει είναι μια πηγή δυστυχίας για πολλούς ανθρώπους.
Μιαν απόλαυση που ούτως ή άλλως δεν πρόκειται ποτέ να τη γευτεί απόλυτα ο άνθρωπος, αφού η ψυχανάλυση συμφωνεί με τα συμπεράσματα του Αριστοτέλη και προσθέτει ότι καμία ευχαρίστηση δεν μπορεί να αναπληρώσει τις πρώτες, ανεξίτηλες, ηδονικές εμπειρίες του ανθρώπου.
Ο Φρόιντ, γνωρίζοντας καλά τον Αριστοτέλη, θα υποθέσει μια μυθική πρώτη απόλαυση στην αλληλεπίδραση του ανήμπορου βρέφους με τον πρώτο άλλο που τον φροντίζει και ο οποίος θα του ασκήσει αρχικά μια πολύ ειδική ενέργεια. Αυτή η πρώτη μορφή επικοινωνίας θα φέρει μια πρώτη εμπειρία ικανοποίησης και η οποία θα σημαδέψει εφεξής το υποκείμενο, αρχικά το σώμα και εν συνεχεία αυτό που θα υπάρξει ως υπό-κείμενο.
Η επιθυμία θα γίνει έτσι η ψυχική κίνηση που θα αναζητά αυτήν την πρώτη εμπειρία ικανοποίησης και το πρώτο αντικείμενο, το οποίο δεν υπάρχει παρά μόνον ως μια θολή ανάμνηση και ανακατασκευή, μια αναπαράσταση για μια αναπαράσταση.
Από εδώ και στο εξής καμία εμπειρία δεν θα σταθεί στο ύψος της πρώτης και της αμετάκλητα χαμένης και παραδείσιας ικανοποίησης, κι εδώ αρχίζουν τα βάσανα της αναζήτησης των αντικειμένων απόλαυσης από πλευράς του υποκειμένου.
Ο γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν, θα αναλάβει αυτήν τη φρουδική κατευθυντήρια γραμμή αναγνωρίζοντας ότι όντως ο ψυχισμός διέπεται από μια ρυθμιστική αρχή της οποίας σκοπός είναι η αναζήτηση της ευχαρίστησης *(lust) και η αποφυγή της δυσαρέσκειας (unlust) και μιλώντας για αυτό το χαμένο αντικείμενο, αναφέρει ότι το υποκείμενο ζητά κάτι άλλο, που είναι αποδεκτό, στη θέση εκείνου που πραγματικά θέλει. Κι αυτό γιατί η παρέμβαση ενός τρίτου διαστρέφει όλο το σύστημα της ζήτησης και της απόκρισης σε αυτήν.
Έτσι η ζήτηση δεν πρέπει να συγχέεται με μιαν ανάγκη και εδώ διαχωρίζει τη σωματική αναζήτηση από εκείνην του ψυχισμού και της δομής του, που μέσα στο ασυνείδητο λειτουργεί δομημένο ως γλώσσα και έτσι εδώ εισάγει τη διαλεκτική της επιθυμίας. Το υποκείμενο απολαμβάνει να επιθυμεί κι αυτό οργανώνεται σε ένα σύστημα του σημαίνοντος που εγκαθιδρύει ο Άλλος.
Το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του ως υποφέρον, ως υποκείμενο της επιθυμίας, μιας επιθυμίας του Άλλου. Εντούτοις, όμως, ο απόλυτος άλλος του υποκειμένου, είναι ένα αντικείμενο που ψάχνουμε να ξαναβρούμε, αλλά μάταια και εκείνο που βρίσκουμε στη θέση του είναι τα σημεία ηδονής, αλλά αυτήν την απόλυτη ηδονή δεν είμαστε σε θέση να την αντέξουμε ακόμη κι εάν τη συναντήσουμε.
Για να υποστηρίξει ο Λακάν αυτήν τη θεώρησή του, μας παραπέμπει στα γραπτά του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, εκεί όπου φαίνεται ότι οι ήρωες βιώνουν την απόλυτη ηδονή, κάτι που, όμως, δεν πείθει καθώς αυτή τελικά οδηγεί σε οδύνη και έτσι η οδύνη γίνεται όχι μονάχα ο αναγραμματισμός της ηδονής, αλλά μάλλον το τελικό της περιεχόμενο.
Όλο αυτό συμβαίνει επειδή ακριβώς η επιθυμία δεν είναι προορισμένη για την απόλαυση, αφενός μεν διότι είναι φαντασιακή και έτσι δεν βρίσκει το αντικείμενό της μέσα στο Πραγματικό, αφετέρου δε επειδή προκειμένου για να συναντηθεί η επιθυμία με την απόλαυση, τότε θα πρέπει να διασχίσει το έδαφος της φαντασίωσης, εκείνης δηλαδή που τη δημιουργεί και την υποστηρίζει. Εδώ, όμως, θα υπεισέρχεται το άγχος και η αγωνία αφού το υποκείμενο θα πρέπει να αντιμετωπίσει το λεγόμενο άγχος του ευνουχισμού.
Επομένως η απόλαυση συνεχίζει να τίθεται σε ένα φαντασιακό χρόνο στον οποίο το υποκείμενο θα απολαμβάνει το αντικείμενο, αλλά αυτό το αντικείμενο δεν έχει καμία σχέση με τον άλλον καθώς ο τελευταίος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός. Αυτή η θέση αρχίζει να δημιουργεί τις βάσεις για την αμφιβολία των ψυχαναλυτών εάν όντως μπορεί να υπάρξει διάφυλη σχέση και απόλαυση του άλλου, καθώς σε μια ερωτική συνεύρεση ο Λακάν θα πει ότι δεν συνευρίσκονται δυο άνθρωποι, αλλά τέσσερις κι εδώ εννοεί τις φαντασιακές σημαίνουσες αλυσίδες και προσλαμβάνουσες.
Άρα τι είναι αυτό που απομένει στον άνθρωπο να απολαύσει; Για την λακανική ψυχαναλυτική θεώρηση, υπάρχει μιαν απόλαυση του νοήματος, όπως επίσης και η γυναικεία απόλαυση, που ανήκει σε μιαν άλλη τάξη. Αυτήν τη γυναικεία απόλαυση, όμως, δεν τη γνωρίζουμε και οι γυναίκες δεν μας λένε τίποτε για εκείνην, με αποτέλεσμα να παραμένει πέρα από την κατανόησή μας, αλλά πέρα κι από τη γυναικεία κατανόηση. Εδώ μοιάζουν όλα αυτά ίσως παράδοξα και η απουσία της σχέσης των φύλων προβληματίζει τον ψυχαναλυτή Λακάν, ο οποίος εν τέλει θα αποφανθεί ότι η αγάπη είναι αυτή που θα αναπληρώσει την απουσία της διάφυλης σχέσης και που μπορεί να λειτουργεί θεραπευτικά, αφού αυτή είναι που μέσα στη συνάντηση έρχεται και προσεγγίζει την ίδια την ύπαρξη ως ένα καθαρό είναι.
Ο Λακάν εν κατακλείδι θα ορίσει την απόλαυση εντός εφτά διαφορετικών πεδίων και που τα διακρίνει ως την απόλαυση του Πράγματος, του Άλλου, του Είναι, της εικόνας του σώματος, τη φαλλική απόλαυση, τη σεξουαλική απόλαυση και εκείνην που συνδέεται με τη ζωή.
Επομένως ποια είναι η απόλαυση που μπορεί να διαρκεί περισσότερο σύμφωνα με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, μέσα από τα μάτια των τριών αυτών στοχαστών και επιστημόνων; Φαίνεται ότι οι τρεις αυτοί συμφωνούν αναφορικώς με τη φύση των ηδονών και του ανθρώπου, υπογραμμίζοντας ότι στο κυνήγι της μεγίστης απολαύσεως, ο άνθρωπος βρίσκει οδύνη και πόνο, ενόσω το κενό και η έλλειψη συνεχίζουν να τον ταλαιπωρούν παράλληλα με φαντασιακά προτάγματα που γεννούν επιθυμίες και συνεχώς νέα αντικείμενα για να στοχεύσει σε αυτό το κυνήγι.
Σίγουρα η ψυχανάλυση έχει δίκιο όταν μας εφιστά την προσοχή στο ότι δεν επιλέγουμε εμείς συνειδητά τα αντικείμενα των επιθυμιών μας αφού ακόμη και το ίδιο μας το σώμα εγχαράσσεται μέσα από τους άλλους, αν και υπάρχει πάντα η ευκαιρία να κάνουμε τα ασυνείδητα συνειδητά. Φυσικά μπορούμε να απολαμβάνουμε την ίδια μας την εικόνα, τις ικανότητες μας, το εγώ μας, τον έρωτα, τα αντικείμενα της ύλης, τις ηδονές της σάρκας, το νόημα που αντλούμε και πολλά άλλα.
Σίγουρα όλα αυτά μπορούν να είναι διαφωτιστικά και να μας παρέχουν πληρέστερη ικανοποίηση όταν εμείς έχουμε την επίγνωση ότι μπορούμε να τα απολαμβάνουμε όλα, είτε επιλέγοντας συνειδητά και με μέτρο, είτε όταν τα έχουμε ξεπεράσει και δεν εξαρτόμαστε απόλυτα από τα αντικείμενα των επιθυμιών μας. Άρα μονάχα όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουμε το μάταιο των φαντασιακών υποσχέσεων και το απύθμενο βάθος ενός κενού που δεν πληρώνεται εκ των έξω, αλλά εκ των έσω, τότε μπορούμε να στραφούμε στο δρόμο μας σε άλλου είδους ικανοποιήσεις.
Διότι είναι εφικτό να βιώσουμε αρμονία και ευδαιμονία, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει εμείς να μεριμνήσουμε και να αναλάβουμε τα ηνία και να λάβουμε τη συνειδητή θέση μέσα στο ασυνείδητο ρεύμα των ορμών. Μπορούμε να απολαύσουμε οτιδήποτε αρκεί να έχουμε την επίγνωση της κάθε εμπειρίας, της κάθε έλλειψης και αντίστοιχα των φαντασιακών προσδοκιών και απαιτήσεων, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενοι τελικά τα δικά μας ελλείματα όσο και των άλλων.
Επίσης μπορούμε να αρχίσουμε να αντλούμε εσωτερικά από τη δική μας πηγή νόημα και απόλαυση, ενόσω όταν έχουμε την ευκαιρία θα απολαμβάνουμε τα όσα μας απευθύνονται από το περιβάλλον και τους άλλους. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στο να αντλούμε ικανοποίηση και ευχαρίστηση από ανθρώπους, σχέσεις, καταστάσεις και αντικείμενα, απολαμβάνοντας οτιδήποτε μας προσφέρεται στο κάθε παρόν με ευγνωμοσύνη. Αυτό είναι κάτι που ίσως να γράφουν και να αναπαράγουν ειδικότερα στην εποχή μας τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, θεραπευτές, επιστήμονες και ερευνητές κάθε πεδίου, φαίνεται να το αναπαράγουμε αρκετά στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, εντούτοις, όμως, το ζητούμενο παραμένει η εφαρμογή σε προσωπικό επίπεδο στην καθημερινότητά μας.
Έτσι ώστε να γίνει η καθημερινότητά μας πιο όμορφη και να βιώνουμε ολοένα και περισσότερο ευδαιμονία, αντί να σπρώχνουμε την κάθε ημέρα να φύγει σαν μια αγγαρεία που τελείωσε και να περιμένουμε τον ελεύθερο λιγοστό χρόνο για να κάνουμε όσα μας ευχαριστούν.
Επειδή ακριβώς η σημερινή εποχή είναι αρκετά απαιτητική, ενόσω η ρουτίνα και οι καθημερινές ανάγκες κατατρώγουν χρόνο από τις πραγματικές μας επιθυμίες για ικανοποιήση και μεταθέτουν την απόλαυση σε ένα φαντασιακό κόσμο, όπως αυτόν του νου ή/και του διαδικτύου, όπου εκεί υπάρχουν πλήθος υποσχέσεων για ηδονές και υπεραπόλαυση.
Έτσι δεν υπάρχει ούτε χρόνος, ούτε τόπος για μια εν τω βάθει αναγνώριση του τι είμαστε, τι επιθυμούμε και πώς θα το βιώσουμε, όπως δεν υπάρχει ο χρόνος να ασχοληθούμε με τη δική μας αυτοπραγμάτωση και θεραπεία, με αποτέλεσμα το βλέμμα μας να στρέφεται προς την ικανοποίηση και την τέρψη του σε εξωτερικά ερεθίσματα, αντικείμενα και ανθρώπους. Κάνουμε δηλαδή το αντίστροφο από αυτό που έλεγε ο Πυθαγόρας κάποτε, δηλαδή αναζητούμε αγαθά έξω από εμάς ενόσω έχουμε εμείς μέσα μας όσα χρειαζόμαστε.
Εάν θέλουμε να απολαύσουμε όμορφα και ελεύθερα, αυτό είναι στο χέρι μας και δεν είμαστε καταδικασμένα θύματα όπως είθισται να πιστεύουν οι άνθρωποι, αρκεί να ξεκινήσουμε να κάνουμε τη ζωή μας μια καλλιτεχνία, ζώντας με επίγνωση και δημιουργώντας το δικό μας έργο τέχνης και αντλώντας ικανοποίηση από το νόημα που εμείς θα δημιουργούμε και απολαμβάνοντας συνειδητά τα δώρα της υπάρξεως και της ζωής μας. Μπορούμε να κάνουμε ποίηση, δημιουργώντας δηλαδή συνειδητά ποιώντας τη ζωή μας εμείς οι ίδιοι και εδώ θυμάμαι τα λόγια του Γκαίτε που έχουν εντυπωθεί μέσα μου δεκαετίες τώρα και που ηχούν επίκαιρα σήμερα όσο και στην εποχή του: «Εάν θέλεις απόλαυση στη ζωή αυτήν να βρεις, τότε θα πρέπει να προσδώσεις αξία και νόημα στον κόσμο αυτόν».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου