Για τον Αριστοτέλη η πιο παράλογη εκδοχή της ψυχής είναι εκείνη που την εκλαμβάνει σαν αριθμό: «Από όσα, όμως, έχουν ειπωθεί, το πιο παράλογο ήταν να πουν πως η ψυχή είναι αριθμός που κινεί τον εαυτό του» (408b 35). Η απόδοση των χαρακτηριστικών του αριθμού στην ψυχή και η ταυτόχρονη αναγνώριση ότι κινείται ανήκει στον Ξενοκράτη, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση της πλατωνικής σχολής μετά τον Σπεύσιππο.
Μια τέτοια αντίληψη, όμως, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αδιέξοδα: «όσοι το υποστηρίζουν αυτό, έχουν πρώτα να αντιμετωπίσουν τα αδιέξοδα που προκύπτουν από τη θεωρία ότι η ψυχή κινείται και έπειτα εκείνα που είναι ιδιαίτερα στους φιλοσόφους που ορίζουν την ψυχή ως αριθμό» (408b 36 και 409a 1).
Η (έτσι κι αλλιώς) προβληματική θεωρία που θέλει την ψυχή να κινείται παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις υπό την προσέγγιση του αριθμού: «Γιατί, πώς πρέπει να εννοήσουμε μια μονάδα που κινείται, και από τι θα πούμε ότι κινείται, και πώς, τη στιγμή που είναι αμερής και δεν υπάρχει καμιά διαφορά; Γιατί, αν μπορεί να προκαλέσει κίνηση και να κινηθεί, πρέπει να περιέχει διαφορές» (409a 1-4).
Η θεωρία του Ξενοκράτη συγκρούεται με τις βασικές αρχές της κίνησης που προϋποθέτει ένα σύνολο που αποτελείται από μέρη, τα οποία δρώντας με σχετική αυτονομία εκθέτουν τις διαφορές τους διαμορφώνοντας την κινητικότητα. Ένα σώμα που είναι αμερές, όπως η πέτρα, είναι αδύνατο να κινηθεί, αφού το συμπαγές της κατασκευής του απαγορεύει από θέση αρχής κάθε αυτονομία και κατ’ επέκταση κάθε διαφορά. Το λιοντάρι, ως ζωντανός οργανισμός, μπορεί να κινηθεί ακριβώς χάρη στη δυνατότητα που του δίνει η κατασκευή του, δηλαδή την ιδιότητα να αποτελείται από πολλά μέρη, που οι διαφορές των λειτουργιών τους δίνουν τη δυνατότητα της κίνησης.
Όμως, οι αντιρρήσεις δε σταματούν εδώ: «Ακόμη, επειδή υποστηρίζουν ότι η γραμμή, όταν κινηθεί, κάνει το επίπεδο, και το σημείο στη γραμμή, τότε και οι κινήσεις των μονάδων θα είναι γραμμές· γιατί το σημείο είναι μονάδα που έχει θέση· και ο αριθμός της ψυχής, λοιπόν, ήδη βρίσκεται κάπου και έχει μια θέση» (409a 4-8).
Με άλλα λόγια, η αποδοχή ότι η κίνηση των γραμμών διαμορφώνει τα επίπεδα και ότι η γραμμές αποτελούνται από σημεία-μονάδες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κίνηση αυτών των σημείων (μονάδων) σχηματίζει τις γραμμές. Υπό αυτή τη συνθήκη, η αντίληψη ότι η ψυχή είναι αριθμός (μονάδα) δεν μπορεί παρά να παραπέμψει στο σημείο κάποιας γραμμής, δηλαδή σε μια συγκεκριμένη θέση μιας ευθείας.
Μια τέτοια εκδοχή για την ψυχή κρίνεται προφανώς ανεδαφική, αφού η υποστήριξή της προϋποθέτει τόσο την κατάδειξη της γραμμής, όσο και του συγκεκριμένου σημείου που βρίσκεται η ψυχή ως μονάδα. Είναι σαφές ότι για τον Αριστοτέλη μια θεωρία οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της όλες τις παραμέτρους αυτού που υποστηρίζει. Εφόσον, η ψυχή εντάσσεται στη θεωρία των αριθμών, τότε πρέπει να την υπηρετήσει στο έπακρο. Διαφορετικά, μένει μετέωρη και στερείται πειστικότητας.
Και η κριτική συνεχίζεται: «επιπλέον, αν από αριθμό αφαιρέσει κάποιος αριθμό ή μονάδα, μένει ως υπόλοιπο ένας άλλος αριθμός· τα φυτά, όμως, και πολλά από τα ζώα, ζουν ακόμα κι αν τα διαιρέσουμε, και φαίνεται να διατηρούν την ίδια ψυχή· την ψυχή του είδους τους» (409a 8-11).
Η παραδοχή ότι όχι μόνο τα ζώα, αλλά και τα φυτά, έχουν ψυχή καταδεικνύει ότι η ψυχή αφορά κάθε μορφή ζωής, χωρίς να είναι αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα. Ο διαχωρισμός του είδους της ψυχής που αφορά κάθε έμβιο ον ανταποκρίνεται στον ίδιο το διαχωρισμό τους σύμφωνα με τις ιδιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν. Όπως διαφέρουν σωματικά τα φυτά από τα ζώα, έτσι διαφέρουν και ψυχικά. Η ψυχή παρουσιάζεται από τώρα ως αντανάκλαση του σώματος.
Το ερώτημα που τίθεται στην περί αριθμού θεωρία της ψυχής έχει να κάνει και πάλι με τις ιδιότητες των αριθμών. Από τη στιγμή που από κάθε αριθμό μπορεί να αφαιρεθεί ένας άλλος αριθμός και να μείνει ένα αποτέλεσμα, θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με την ψυχή (αν πράγματι είναι αριθμός). Το γεγονός, όμως, ότι τα φυτά (αλλά και κάποια ζώα) είναι δυνατό να διαιρεθούν δημιουργώντας μια νέα ζωή θα έπρεπε να σηματοδοτεί και την αυτόματη διαίρεση της ψυχής, που ούσα αριθμός, θα έπρεπε να είχε αυτή τη δυνατότητα.
Όμως, η εκδοχή ότι το νέο φυτό έχει μισή ψυχή, όπως και το προηγούμενο από το οποίο προέκυψε, και το ενδεχόμενο της νέας διαίρεσης που θα επιφέρει το ένα τέταρτο της ψυχής και πάει λέγοντας χωρίς τέλος είναι αδύνατο να συζητηθεί σοβαρά. Θα έλεγε κανείς ότι οι συνεχείς διαιρέσεις θα οδηγούσαν στην τελική εκμηδένιση της ψυχής. Μια τέτοια θεωρία δεν μπορεί να πείσει κανένα.
Εξάλλου, η θεωρία των μονάδων επί της ουσίας ταυτίζεται με τη θεωρία των σωματιδίων του Δημόκριτου: «Και θα φαινόταν ότι καθόλου δε διαφέρει να μιλούμε για μονάδες ή μικρά σωμάτια· γιατί, και τα σφαιρικά άτομα του Δημόκριτου, αν γίνουν σημεία, και διατηρηθεί μόνο η ποσότητά τους, στο εσωτερικό της θα υπάρχει κάτι που κινεί και κάτι που κινείται, όπως υπάρχει και στο συνεχές· γιατί, αυτό που είπαμε, συμβαίνει όχι εξαιτίας της διαφοράς στο μέγεθος ή στη μικρότητα των ατόμων, αλλά επειδή πρόκειται για ποσότητα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να υπάρχει κάτι που θα δώσει κίνηση στις μονάδες» (409a 11-17).
Με δυο λόγια, η θεωρία του Δημόκριτου συναντά τις ίδιες δυσκολίες με την κίνηση, όπως και η θεωρία που εκλαμβάνει την ψυχή σαν αριθμό. Τα σωματίδια που κατά το Δημόκριτο αποτελούν την ψυχή πρέπει να εξασφαλίσουν τον τρόπο που θα καθοριστεί η κίνηση της ψυχής. Σε τελική ανάλυση, το σύνολο των σωματιδίων αποτελεί μια ποσότητα, που αποτελείται από μονάδες και πρέπει να αποδοθεί επακριβώς η κινητήρια δύναμη των μονάδων αυτών.
Αυτό έχει να κάνει και πάλι με τη διαφορά που θα προκαλέσει την κίνηση (ακριβώς όπως και στην περίπτωση του αριθμού) και με τη θέση της μονάδας-σημείου, όπως το καθορίζει ο Δημόκριτος. Ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Πώς, λοιπόν, μπορεί η ψυχή να είναι μονάδα; Γιατί, αυτή πρέπει να έχει κάποια διαφορά σε σχέση με τις άλλες· ένα σημείο που είναι μονάδα, όμως, ποια διαφορά θα μπορούσε να έχει, εκτός από τη θέση;» (409a 20-22).
Από την άλλη, ο διαχωρισμός των μονάδων της ψυχής από τις μονάδες του σώματος (αφού και το σώμα αποτελείται από σωματίδια) φέρνει στο προσκήνιο μια νέα προβληματική: «Αν τότε, λοιπόν, οι μονάδες και τα σημεία του σώματος είναι άλλο πράγμα από τις μονάδες της ψυχής, οι τελευταίες θα βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τα σημεία του σώματος· γιατί καθεμία θα πάρει τη θέση ενός σημείου. Όμως, αν στο ίδιο μέρος μπορούν να υπάρχουν δύο, τι εμποδίζει να υπάρχουν και άπειρες;» (409a 23-26). Η εκδοχή των δύο μονάδων-σημείων (σώματος και ψυχής) στον ίδιο χώρο στην ουσία ισοδυναμεί με την αποδοχή των άπειρων σημείων, αφού, αν αποδεχτεί κανείς ότι μπορούν να υπάρξουν δύο, τότε δεν έχει λόγο να αποκλείσει τα περισσότερα.
Επιπλέον, αν η μελέτη της ψυχής αποκοπεί από την ίδια την έννοια της ζωής και περιοριστεί μόνο στην εκδοχή της ανάλυσης των σημείων-μονάδων, τότε θα έλεγε κανείς ότι όλα τα σώματα θα πρέπει να έχουν ψυχή: «Αν, όμως, τα σημεία που υπάρχουν στο σώμα είναι ο αριθμός της ψυχής, ή, αν η ψυχή είναι ο αριθμός των σημείων που υπάρχουν στο σώμα, γιατί όλα τα σώματα δεν έχουν ψυχή; Γιατί, σε όλα φαίνεται να υπάρχουν σημεία και μάλιστα άπειρα» (409a 27-30).
Η έρευνα της ψυχής που τίθεται αποκομμένα από την έννοια της ζωής δεν μπορεί να έχει καμιά πειστικότητα. Οι δυο έννοιες είναι πλήρως συνυφασμένες σε σημείο που αν τεθούν χωριστά στερούνται υπόστασης. Επιπλέον, η εκδοχή της ψυχής ως ένα σώμα που υπάρχει μέσα στο σώμα (είτε με τη μορφή της ποσότητας σωματιδίων είτε ως αριθμός είτε με οποιονδήποτε τρόπο) είναι αδύνατο να υποστηριχθεί από τον Αριστοτέλη.
Η τελική τοποθέτηση είναι σαφής: «… αν, ακριβώς, η ψυχή απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα που αισθάνεται, είναι αναγκαίο, αν η ψυχή είναι ένα σώμα, στον ίδιο τόπο να υπάρχουν δύο σώματα. Κι όσοι υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αριθμός, πρέπει να πιστεύουν ότι σε ένα σημείο υπάρχουν πολλά σημεία ή ότι κάθε σώμα έχει ψυχή, αν ο αριθμός που είναι η ψυχή, και έρχεται στο σώμα, δεν είναι διαφορετικός, και άλλος από εκείνον των σημείων που υπάρχουν μέσα στο σώμα» (409b 3-7).
Ο Αριστοτέλης θα συνοψίσει: «Αυτοί, λοιπόν, που συνδυάζουν στον ίδιο ορισμό την κίνηση και τον αριθμό, αντιμετωπίζουν αυτές τις συνέπειες και πολλές άλλες παρόμοιες· γιατί όχι μόνο ο ορισμός της ψυχής δεν μπορεί να είναι τέτοιος, αλλά ούτε τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της. Κι αυτό γίνεται φανερό, αν κάποιος επιχειρήσει, με αφετηρία αυτό τον ορισμό, να εξηγήσει τα πάθη και τα έργα της ψυχής, για παράδειγμα τους λογισμούς, τα αισθήματα, τις χαρές, τις λύπες και όλα τα παρόμοια» (409b 12-18).
Πράγματι, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τις λειτουργίες και τα πάθη της ψυχής σαν να επρόκειτο για αριθμητικές αναλογίες. Γιατί η ψυχή μπορεί να γίνει απρόβλεπτη, ενώ οι αριθμοί διακρίνονται για τη σταθερότητα της λειτουργίας τους.
Ολοκληρώνοντας τον κύκλο της κριτικής στις ως τότε διατυπωμένες απόψεις για την ψυχή ο Αριστοτέλης δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί στην άποψη που υποστηρίζει ότι η ψυχή αποτελείται από στοιχεία: «Απομένει, λοιπόν, να εξετάσουμε πώς υποστηρίζουν ότι η ψυχή αποτελείται από τα στοιχεία. Πράγματι, λένε πως η ψυχή είναι έτσι για να αισθάνεται τα όντα, και να γνωρίζει το καθένα· οι συνέπειες όμως, αυτής της θεωρίας, αναπόφευκτα είναι πολλές και αδύνατες· γιατί ορίζουν ότι το όμοιο γνωρίζεται με το όμοιο, σαν να έθεταν πως η ψυχή είναι τα πράγματα» (409b 25-29).
Η θεωρία των στοιχείων είχε κύριο εκφραστή τον Εμπεδοκλή που υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από νερό, χώμα, φωτιά και αέρα επιχείρησε με τον ίδιο τρόπο να αποδώσει και τη σύνθεση της ψυχής. Κατά τον Εμπεδοκλή η ψυχή είναι σε θέση να γνωρίζει όλα τα στοιχεία του κόσμου και να τα κατανοεί, επειδή τα περικλείει μέσα της. Εξάλλου, ως κομμάτι αυτού του κόσμου, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να έχει άλλη σύνθεση πέρα από αυτά τα στοιχεία. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να διαφωνεί από την αρχή, καθώς από και από εννοιολογική άποψη η ταύτιση της ψυχής με τα στοιχεία την αντιμετωπίζει σαν να πρόκειται για κάποιο πράγμα.
Όμως, και πέρα από αυτό, η αντίληψη ότι η ψυχή κατανοεί τα όμοιά της σημαίνει ότι ως σύνθεση στοιχείων οφείλει να κατανοεί μονάχα οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτά. Μοιραία γεννιέται το ερώτημα: «Τα στοιχεία, λοιπόν, από τα οποία αποτελείται κάθε πράγμα, ας δεχτούμε ότι τα γνωρίζει η ψυχή και τα αισθάνεται· το σύνολο, όμως, με τι θα το γνωρίσει ή θα το αισθανθεί· τι είναι για παράδειγμα θεός ή άνθρωπος ή σάρκα ή οστό;» (409b 31-34).
Με άλλα λόγια, εφόσον η ψυχή που αποτελείται από συγκεκριμένα τέσσερα στοιχεία έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται μόνο τα όμοιά της, πώς είναι σε θέση να κατανοήσει την έννοια του θεού; Εκτός κι αν υποτεθεί ότι κι ο θεός αποτελείται από τα συγκεκριμένα στοιχεία, πράγμα αδύνατο.
Πέρα από αυτό, τίθεται και η προβληματική της αναλογίας και της σύνθεσης των στοιχείων που θα οδηγήσει στο ίδιο άτοπο αποτέλεσμα: «Καθόλου δεν ωφελεί, λοιπόν, να υπάρχουν μέσα στην ψυχή τα στοιχεία, αν δεν πρόκειται να βρεθούν μέσα της επίσης οι αναλογίες και η σύνθεση· γιατί κάθε στοιχείο θα γνωρίσει το όμοιό του, και το οστό ή τον άνθρωπο κανένα, αν και αυτά δε βρίσκονται μέσα στην ψυχή. Ότι, όμως, αυτό είναι αδύνατο, δε χρειάζεται να το πούμε· γιατί ποιος θα αναρωτιόταν αν υπάρχει μέσα στην ψυχή πέτρα ή άνθρωπος;» (410a 7-12).
Τα ερωτήματα που ματαιώνουν τη θεωρία των στοιχείων δε φαίνεται να τελειώνουν: «Επιπλέον, επειδή το ον έχει πολλές σημασίες, (αφού τη μια σημαίνει την υπόσταση, την άλλη την ποσότητα ή την ποιότητα ή και κάποια άλλη από τις κατηγορίες που έχουμε ξεχωρίσει), η ψυχή θα αποτελείται από όλες τις κατηγορίες ή όχι; Δε φαίνεται, όμως, να υπάρχουν κοινά σε όλες στοιχεία. Άρα, λοιπόν, η ψυχή αποτελείται μόνο από τα στοιχεία που ανήκουν στις υποστάσεις; Πώς, τότε, θα γνωρίσει επίσης καθεμιά από τις άλλες κατηγορίες; Ή θα ισχυριστούν ότι κάθε γένος έχει τα δικά του στοιχεία και τις αρχές, από τα οποία αποτελείται η ψυχή; Η ψυχή, άρα, θα είναι ποσότητα και ποιότητα και υπόσταση. Είναι όμως αδύνατο, από τα στοιχεία της ποσότητας να προκύψει μια υπόσταση, και να μην είναι ποσότητα» (410a 13-23).
Η εκδοχή της ψυχής ως σύνθεση στοιχείων απορρίπτεται αμετάκλητα από τον Αριστοτέλη, αφού δεν είναι σε θέση να αιτιολογήσει το πλήθος των προβληματισμών που προκύπτουν. Το τελικό συμπέρασμα είναι απολύτως αναμενόμενο: «Αυτοί, λοιπόν, που λένε ότι η ψυχή αποτελείται από όλα τα στοιχεία, αντιμετωπίζουν αυτές και άλλες παρόμοιες συνέπειες» (410a 23-24). Η κριτική των μέχρι τότε θεωριών έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Σιγά σιγά ανοίγεται ο δρόμος για τη διατύπωση της αριστοτελικής εκδοχής.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου