Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, άκουσέ με! Εσύ, μοίρα γλυκιά που μας παραστέκεις, κι εσείς τρελά περιπλανώμενα πνεύματα, ακούστε με: Εγώ, ο πιο ατελής, κατοικώ ανάμεσα σε μια τέλεια φυλή.
Εγώ, ένα ανθρώπινο χάος, ένα νεφέλωμα από συγκεχυμένα στοιχεία, περιφέρομαι ανάμεσα σε ολοκληρωμένους κόσμους, ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις. Ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν διευθετημένα όνειρα και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα. Θεέ μου, οι αρετές των ανθρώπων αυτών είναι μετρημένες, κι οι αμαρτίες τους ζυγιασμένες. Και τα απροσμέτρητα πράγματα που διαβαίνουν στο θαμπό ηλιοβασίλεμα, εκεί που δεν υπάρχει ούτε αμαρτία ούτε αρετή, είναι κι αυτά γραμμένα σε κατάστιχα.
Εδώ οι μέρες και οι νύχτες μοιράζονται σε εποχές συμπεριφοράς και κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες. Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου και τέλος να κουράζεσαι την πρεπούμενη ώρα. Να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις ώσπου το ρολόι να σημάνει την ώρα. Να σκέφτεσαι έτσι, να αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα -μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα- να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι.
Να ληστεύεις τον γείτονα σου χαμογελώντας, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας να νίπτεις τας χείρας σου.
Ν’ αγαπάς σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου.
Να σκέφτεσαι υστερόβουλα, να στοχάζεσαι με υπολογισμό, να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά κι ύστερα ν’ αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο.
Όλα αυτά τα πράγματα έχουν τέλεια προβλεφτεί, έχουν αποφασιστικά γεννηθεί, έχουν γαλουχηθεί με φροντίδα, κυβερνιούνται από κανόνες, καθοδηγούνται από τη λογική κι ύστερα -σύμφωνα με προκαθορισμένη μέθοδο- σφαγιάζονται και θάβονται. Κι ακόμα, οι σιωπηλοί τάφοι, που βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, είναι σημειωμένοι κι αριθμημένοι.
Όλα αυτά είναι ένας τέλειος κόσμος, ένας κόσμος ολοκληρωμένης τελειότητας, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, το ωριμότερο φρούτο στου θεού τον κήπο, η μεγαλοφυέστερη σκέψη στο σύμπαν.
Αλλά γιατί θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δεν γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε την δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη;
Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;
***
ΤΟ ΣΟΦΟ ΣΚΥΛΙ
Σοφό σκυλί, από γατιών παρέα εμπρός, διαβαίνει, και εντυπωσιάστηκε, να δει που πρόσεχαν σε κάτι! Στέκει και βλέπει, οι γάτοι μας, ν’ ακούν προσηλωμένοι, μεγάλο κι επιβλητικό, στην μέση, χοντρογάτη…
Κι έλεγε: «Προσευχή, αδελφοί, και πάλιν, κι επιπλέον, μηδόλως αμφιβάλλοντες ότι εν τη πάση λέξει, εκ πλήρους πίστεως ψυχής (δι’ ευλαβών χειλέων), θέλει εισακούσει, ο ουρανός και ποντικούς θα βρέξει».
Όταν ο σκύλος τ’ άκουσε, ξεράθηκε στα γέλια. Μόνο, τους είπε φεύγοντας, για να ‘χουν κάποια ωφέλεια: «Τυφλά κι ανόητα γατιά. Λες και δεν είν’ γραμμένο, λες και δεν το μαθαίνουμε -στην βίβλο των προγόνων- πως με ικεσίας προσευχές και πως με πίστης αίνο (δοξασία), δεν βρέχει ποντικούς ο θεός, μα κόκαλα και μόνον».
***
Με ρώτησες πώς έγινα τρελός;
Να πώς:
Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα
πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές.
Έτρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: “Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!”
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: “Είναι τρελός!”. Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: “Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!”
Έτσι έγινα τρελός.
Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Την λευτεριά της μοναξιάς και την σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας.
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για την σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.
***
ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ
Τρία μυρμήγκια συναπαντήθηκαν πάνω στην μύτη κάποιου, που ήταν ξαπλωμένος και κοιμότανε στον ήλιο. Κι αφού αλληλοχαιρετίστηκαν, καθένα σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής του, στάθηκαν να κουβεντιάσουν. Το πρώτο μυρμήγκι είπε: «Αυτοί οι λόφοι κι οι πεδιάδες είναι οι πιο γυμνόκαρπες απ’ όσες έχω δει ποτές μου. Έψαχνα ολημερίς για ένα -οποιοδήποτε- σποράκι και δεν βρήκα τίποτα».
Κι είπε το δεύτερο μυρμήγκι: «Κι εγώ τα ίδια, τίποτα δεν βρήκα, κι έφαγα κάθε γωνιά και ξέφωτο. Αυτή ‘ναι θαρρώ, εκείνη που λένε οι συμπατριώτες μου: Μαλακή και κινούμενη γη που σε δαύτη τίποτα δεν ξεφυτρώνει».
Τότε, το τρίτο μυρμήγκι, σήκωσε το κεφάλι του και είπε: «Φίλοι μου, στεκόμαστε αυτή την στιγμή πάνω στην μύτη του Υπερμύρμηγκα, του πανίσχυρου και άπειρου Μυρμηγκιού, που το σώμα του είναι τόσο μεγάλο που εμείς να μην μπορούμε να το δούμε, που η σκιά του είναι τόση -σ’ απεραντοσύνη- που να μην μπορούμε να την σχεδιαγραφήσουμε, που η φωνή του είναι τόσο βροντερή που να μην μπορούμε να την ακούσουμε. Κι είναι αυτός, ο πανταχού παρόντας».
Όταν το τρίτο μυρμήγκι μίλησε έτσι, τ’ άλλα μυρμήγκια αλληλοκοιτάχτηκαν και γέλασαν. Την ίδια εκείνη στιγμή ο άνθρωπος κουνήθηκε στον ύπνο του, σήκωσε το χέρι του κι έξυσε την μύτη του. Και τα τρία μυρμήγκια, γίνηκαν λιώμα.
***
Η ΒΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Σαν ήμουν στον καιρό της νιότης μου, είχαν πει πως σε κάποια πολιτεία ζούσαν όλοι οι άνθρωποι, μ’ οδηγήτρες τους τις Γραφές. Και είπα: «Θ’ αναζητήσω αυτή την πόλη, να χαρώ την ευλογία της». Κι ήταν μακριά πολύ. Κι έκανα γερή κουμπάνια για το ταξίδι μου. Και μετά σαράντα μέρες ξεδιάκρινα την πόλη, και στις σαράντα μέρες και μία, σ’ αυτήν μπήκα. Και τι να δω! Το σύνολο από τους κατοίκους της πόλης, ήταν άτομα που δεν είχαν παρά μόνο ένα μάτι κι ένα χέρι. Κι εμβρόντητος μονολόγησα:«Μπορεί σε μία τόσο άγια πόλη οι άνθρωποι να μην έχουν παρά ένα μάτι κι ένα χέρι;».
Τότε πρόσεξα πως κι εκείνοι είχαν μείνει κατάπληχτοι, απορώντας πολύ, για τα δυο μου μάτια και τα δυο μου χέρια. Και καθώς αντάλλαζαν κουβέντες, μεταξύ τους, τους ρώτησα: «Είναι στ’ αλήθεια αυτή η Βλογημένη Πολιτεία, που καθένας ζει μ’ οδηγήτρες του τις Γραφές;».
Και μου απάντησαν: «Ναι, αυτή είναι».
«Και τι συμφορά σας βρήκε», είπα, «τι έγιναν τα δεξιά σας μάτια και τα δεξιά σας χέρια;».
Κι όλος ο λαός μπήκε σε κίνηση. Κι είπανε: «Έλα να δεις».
Και με πήγαν στον ναό, καταμεσής στη πόλη. Και μέσα στον ναό είδα: Έναν σωρό χέρια και μάτια. Σαν φύλλα μαδημένα. Και τότες είπα:«Αλίμονο! Ποιός κουρσευτής πρόσταξε, τέτοια σκληρότητα σε βάρος σας;».
Και, ψίθυρος υψώθηκε σαν κύμα ανάμεσά τους. Κι ένας από τους πρεσβύτερους βγήκε μπροστά από όλους κι είπε: «Είναι αυτοπραξία μας. Ο Θεός μας έκανε κουρσευτές πάνω από το κακό που έβοσκε μέσα μας».
Και μ’ οδήγησε μπρος σ’ έναν ψηλό βωμό, κι ολόκληρο το πλήθος ακολουθούσε. Και μου ‘δειξε πάνω στον βωμό μία επιγραφή, σκαλισμένη που έγραφε: «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. Καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν».
Τότε μπήκα στο νόημα. Και στρεφόμενος στα πλήθη φώναξα: «Δεν υπάρχει ούτε ένας, άντρας ή γυναίκα, ανάμεσά σας που να έχει δύο μάτια ή δύο χέρια;».
Και μου απάντησαν λέγοντας: «Όχι, ούτε ένας. Δεν υπάρχει ούτε ένας, εκτός από τα παιδιά -τα πολύ μικρά ακόμα για να μπορούν να διαβάσουν την Γραφή και να καταλάβουν τις εντολές της».
Και μόλις βγήκαμε από τον ναό, εγκατέλειψα αμέσως την Βλογημένη Πολιτεία, γιατί δεν ήμουν πολύ μικρός, και γιατί μπορούσα την Γραφή να την διαβάσω.
***
Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ
Στην τρομερή σιωπή της νύχτας, καθώς όλα τα ουράνια πράγματα εξαφανίζονταν πίσω από το σφιχτό πέπλο πυκνών νεφών, βάδιζα μόνος και φοβισμένος στην Κοιλάδα των Φαντασμάτων του Θανάτου.
Καθώς έρχονταν τα μεσάνυχτα και τα φαντάσματα πηδούσαν γύρω μου με τις φριχτές, ριγωτές φτερούγες τους, παρατήρησα ένα γιγάντιο φάντασμα να στέκεται μπροστά μου, και να με γοητεύει με την υπνωτική απαίσια όψη του. Με βροντερή φωνή είπε: «Ο φόβος σου είναι διπλός! Φοβάσαι που με φοβάσαι! Δεν μπορείς να το κρύψεις, γιατί είσαι πιο αδύνατος από τον λεπτό ιστό αράχνης. Ποιο είναι το γήινο όνομά σου;».
Ακούμπησα πάνω σε μία μεγάλη πέτρα, συγκεντρώθηκα από αυτό το ξαφνικό σοκ και με αδύνατη, τρεμάμενη φωνή, απάντησα: «Με λένε Αμπνταλλάχ, που σημαίνει “δούλος του Θεού”».
Για λίγες στιγμές παρέμεινε σιωπηλός με τρομακτική σιωπή. Συνήθισα την όψη του, αλλά συγκλονίστηκα ξανά από τις απόκοσμες σκέψεις του και τα λόγια του, τις παράξενες πεποιθήσεις και συλλογισμούς. Είπε δυνατά: «Είναι πολλοί οι δούλοι του Θεού και είναι μεγάλες οι στεναχώριες του Θεού με τους δούλους Του. Γιατί δεν σε ονόμασε ο πατέρας σου “Κύριο των Δαιμόνων”, προσθέτοντας άλλη μία συμφορά στην μεγάλη συμφορά της γης; Προσκολλάσαι με τρόμο στον μικρό κύκλο δώρων από τους προγόνους σου και η δυστυχία σου προκαλείται από το κληροδότημα των γονιών σου, και θα παραμείνεις δούλος του θανάτου ώσπου να γίνεις ένας από τους νεκρούς. Οι τέχνες σου είναι σπάταλες και οι ζωές σου είναι κούφιες. Η πραγματική ζωή δεν σ’ επισκέφτηκε ποτέ, ούτε θα σ’ επισκεφτεί. Ούτε ο απατηλός εαυτός σου θα καταλάβει τον ζωντανό θάνατό σου.
Τα παραπλανημένα μάτια σου βλέπουν τους ανθρώπους να τρέμουν μπροστά στην καταιγίδα της ζωής και πιστεύεις πως είναι ζωντανοί, ενώ στην πραγματικότητα είναι νεκροί αφ’ ότου γεννήθηκαν. Δεν υπήρχε κανείς να τους θάψει και η μόνη καλή καριέρα για σένα, είναι νεκροθάφτης, και σαν τέτοιος μπορείς ν’ απαλλάξεις τους λίγους ζωντανούς από τα πτώματα που είναι σωριασμένα στα σπίτια, στα μονοπάτια και στις εκκλησιές».
Διαμαρτυρήθηκα: «Δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω ένα τέτοιο επάγγελμα. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, χρειάζονται την φροντίδα και την συντροφιά μου».
Έσκυψε προς εμένα, δείχνοντας τους πλεκτούς μυς του, που φαίνονταν σαν ρίζες δυνατής βαλανιδιάς, γεμάτοι ζωή κι ενέργεια και μούγκρισε: «Δώσε στον καθένα μία τσάπα και μάθε τους να σκάβουν τάφους. Η ζωή σου είναι μόνο μαύρη δυστυχία κρυμμένη πίσω από τοίχους καμωμένους από άσπρο σοβά. Έλα μαζί μας, γιατί εμείς τα Τζίνια είμαστε οι μόνοι κάτοχοι της πραγματικότητας! Το σκάψιμο τάφων φέρνει μία μικρή, αλλά θετική ωφέλεια που προκαλεί την εξαφάνιση των νεκρών πλασμάτων που τρέμουν με τη θύελλα και δεν βαδίζουν ποτέ μαζί της».
Συλλογίστηκε και ρώτησε: «Ποιά είναι η θρησκεία σου;».
Δήλωσα γενναία: «Πιστεύω στον Θεό και τιμώ τους προφήτες Του. Αγαπώ την αρετή κι έχω πίστη στην αιωνιότητα».
Με καταπληκτική σύνεση και πεποίθηση απάντησε:«Αυτά τα κούφια λόγια τοποθετήθηκαν στ’ ανθρώπινα χείλη από προηγούμενες εποχές κι όχι από την γνώση, και στην πραγματικότητα, πιστεύεις μόνο στον εαυτό σου, κι έχεις πίστη μόνο στην αιωνιότητα των επιθυμιών σου. Ο άνθρωπος λάτρεψε τον δικό του εαυτό από την αρχή της δημιουργίας, αποκαλώντας εκείνο τον εαυτό με κατάλληλους τίτλους, έως τώρα, που χρησιμοποιεί την λέξη “Θεός” για να εννοήσει εκείνον τον ίδιο εαυτό».
Τότε ο γίγαντας γέλασε δυνατά και οι αντίλαλοι του γέλιου του αντηχούσαν στα κοιλώματα των σπηλιών και είπε χλευαστικά:«Τι παράξενοι είναι εκείνοι που λατρεύουν τον εαυτό τους και η πραγματική ύπαρξή τους είναι μόνο γήινα κουφάρια!».
Σταμάτησε για λίγο, και ‘γω συλλογίστηκα τα λόγια του και μελέτησα το νόημά τους. Είχε γνώσεις πιο παράξενες από την ζωή, πιο τρομερές από τον θάνατο και βαθύτερες από την αλήθεια. Τότε ρώτησα δειλά: «Έχεις θρησκεία ή θεό;»
«Με λένε “ο τρελός θεός”», είπε, «και γεννήθηκα σ’ όλες τις εποχές και είμαι ο θεός του εαυτού μου. Δεν είμαι σοφός, γιατί η σοφία είναι ιδιότητα των αδυνάτων. Είμαι δυνατός και η γη τραντάζεται κάτω από τα βήματα των ποδιών μου, κι όταν σταματώ, η πορεία των άστρων σταματά μαζί μου. Χλευάζω τους ανθρώπους… Συνοδεύω τους γίγαντες της νύχτας… Ανακατεύομαι με τους μεγάλους βασιλιάδες των τζίνι… Κατέχω τα μυστικά της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Το πρωί βλαστημώ τον ήλιο… Το μεσημέρι καταριέμαι τους ανθρώπους και το βράδυ σκεπάζω την φύση… Την νύχτα γονατίζω και λατρεύω τον εαυτό μου. Δεν κοιμάμαι ποτέ, γιατί είμαι ο χρόνος, η θάλασσα και ο εαυτός μου…
Τρώγω ανθρώπινα σώματα για τροφή, πίνω το αίμα τους να καταπνίξω την δίψα μου και χρησιμοποιώ τις τελευταίες πνοές τους για να τραβήξω την ανάσα μου. Αν και απατάς τον εαυτό σου, είσαι αδελφός μου και ζεις όπως εγώ. Φύγε… Υποκριτή! Σύρσου πίσω στην γη και συνέχισε να λατρεύεις τον εαυτό σου ανάμεσα στους ζωντανούς νεκρούς!».
Έφυγα τρεκλίζοντας από την βραχώδη και σπηλαιώδη κοιλάδα με ναρκωτική αμηχανία, και μετά βίας πίστευα τι άκουσαν τα αυτιά μου και τι είδαν τα μάτια μου! Συλλογιζόμουν με θλίψη μερικές από τις αλήθειες που είπε, και περιπλανήθηκα στα χωράφια όλη εκείνη την νύχτα με μελαγχολικό διαλογισμό. Βρήκα μία τσάπα και είπα μέσα μου: «Σκάψε βαθιά τους τάφους… Πήγαινε τώρα, και όπου βρίσκεις ένα από τους ζωντανούς νεκρούς, θάψε τον στην γη».
Από εκείνη την μέρα σκάβω τάφους και θάβω ζωντανούς νεκρούς. Αλλά οι νεκροί είναι πολλοί και είμαι μόνος. Δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει…
***
Η ΆΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ
Τρεις μέρες, αφού είχα γεννηθεί, κι όπως ήμουν ξαπλωμένος στην μεταξόστρωτη κούνια μου, θωρώντας με κατάπληκτη δυσαρέσκεια τα του καινούργιου κόσμου, τριγύρνα μου, η μητέρα μου μίλησε στην παραμάνα, λέγοντας: «Πώς τα πάει το παιδί μου;». Κι η παραμάνα απάντησε: «Καλά τα πάει, κυρία, το τάισα τρεις φορές, και δεν έχω ξαναδεί ποτέ άλλο μωρό τόσο μικρό να ‘ναι τόσο χαρωπό».
Κι εγώ εξοργίστηκα και φώναξα: «Δεν είν’ αλήθεια μητέρα. Το κρεβάτι μου είναι σκληρό, και το γάλα του θηλασμού πικρόγευστο στο στόμα μου. Η μυρωδιά του στήθους μού πνίγει τα ρουθούνια, κι είμαι τρισδυστυχισμένο». Μα η μητέρα μου δεν κατάλαβε, ούτε κι η παραμάνα. Γιατί η γλώσσα μου ήταν η γλώσσα κείνου του κόσμου απ’ όπου είχα έρθει.
Και στις, είκοσι και μία, μέρες της ζωής μου, που βαφτιζόμουν, ο παπάς είπε στην μητέρα μου: «Πρέπει στ’ αλήθεια να είσαστε ευτυχισμένη, κυρία, που ο γιος σας γεννήθηκε χριστιανός». Κι εγώ ξαφνιάστηκα και είπα στον παπά: «Τότε η μάνα σου, στους ουρανούς, πρέπει να ‘ναι δυστυχισμένη που εσύ δεν γεννήθηκες χριστιανός». Μα κι ο παπάς, τα ίδια: Δεν κατάλαβε την γλώσσα μου.
Μετά από εφτά φεγγάρια, ένας μάντης με κοίταξε μια μέρα κι είπε στην μητέρα μου: «Ο γιος σου θα γίνει πολιτικός και μέγας αρχηγέτης». Κι εγώ έσκουξα: «Αυτή ‘ναι ψευτοπροφητεία, γιατί εγώ, μουσικός θα γίνω και τίποτα απ’ όσα λέει». Μα ακόμα κι αυτό τον καιρό ήταν η γλώσσα μου ακατάληπτη -κι ήταν μεγάλη η κατάπληξή μου.
Κι ύστερα από τριάντα και τρία χρόνια, που στο μεταξύ η μητέρα μου, κι η παραμάνα μου, κι ο παπάς, είχαν όλοι τους πεθάνει, ο μάντης ζούσε ακόμα. Και χτες τον συναπάντησα κοντά στην πύλη του ναού. Κι όπως μιλούσαμε μου είπε: «Πάντα μου το ‘ξερα πως θα γινόσουν μεγάλος μουσικός. Ακόμα κι από τα γεννοφάσκια σου προφήτεψα και προείπα το μέλλον σου». Κι εγώ τον πίστεψα, γιατί τώρα πια, έχω κι εγώ λησμονημένη την γλώσσα εκείνου, τ’ αλλουνού του κόσμου.
***
ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Τρεις άνθρωποι συναντήθηκαν στο τραπέζι ενός καπηλειού. Ένας υφαντής, ένας ξυλουργός, κι ο τρίτος σκαφτιάς.
Είπε ο υφαντής: «Πούλησα σήμερα ένα λεπτοϋφασμένο λινό για σάβανο, δύο φλουριά χρυσά. Ας πιούμε κρασί όσο μας κάνει κέφι».
«Κι εγώ», είπ’ ο ξυλουργός, «πούλησα την καλύτερή μου κάσα. Ας φάμε κι ένα μεγαλόπρεπο ψητό, πίνοντας το κρασί μας».
«Εγώ έσκαψα έναν τάφο μόνο», είπε ο σκαφτιάς, «μα τ’ αφεντικό μου με διπλοπλέρωσε. Ας πάρουμε και γλυκά μελωμένα».
Κι ολοβραδίς το καπηλειό δούλευε μία χαρά γιατί συχνοπαράγγελναν, πότε κρασί, πότε κρέας, πότε γλυκά. Κι ήταν γεμάτοι κέφι. Κι ο κάπελας, τρίβοντας τα χέρια του, ήταν όλο χαμόγελα με την γυναίκα του, μιας κι η πελατεία ξόδευε αλογάριαστα. Όταν έφυγαν, το φεγγάρι βρισκόταν ψηλά κ εκείνη ροβόλησαν, με τραγούδια και φωνές, αντάμα. Ο κάπελας κι η γυναίκα του στάθηκαν στην ξώπορτα της ταβέρνας και τους κοίταζαν, όπως μάκραιναν.
«Α!», έκανε η γυναίκα, «τι κύριοι! Ανοιχτοχέρηδες κι ανοιχτόκαρδοι! Να ‘ταν να μας έφερναν, καθημερινά, τέτοια καλοτυχία! Τότες ο γιος μας δεν θα ‘χε ανάγκη να γενεί ταβερνιάρης και να σκληροδουλεύει. Θα μπορούσαμε να τον μορφώσουμε, και θα μπόραγε παπάς, να γίνει»…
***
Η ΡΟΔΙΑ
Κάποτε, όταν ζούσα στην καρδιά μιας ροδιάς, άκουσα έναν σπόρο της να λέει: «Κάποια μέρα θα γίνω δέντρο, κι ο αγέρας θα τραγουδάει ανάμεσα στα κλωνιά μου. Ο ήλιος θα χορεύει πάνω στα φύλλα μου και θα είμαι δυνατό δέντρο κι όμορφο, στις εποχές όλες μέσα».
Ύστερα μίλησε ένας άλλος σπόρος και είπε: «Όταν ήμουν νιος σαν κι εσένα, είχα κι εγώ τέτοιες απόψεις, μα τώρα που μπορώ να μετρώ και να ζυγίζω τα πράγματα, βλέπω ότι οι ελπίδες μου τρέφονταν του κάκου».
Κι ένας τρίτος σπόρος, μίλησε κι αυτός: «Δεν βλέπω τίποτα που να προμαντεύει, για μας, ένα τόσο μεγαλειώδες μέλλον».
Κι ένας τέταρτος είπε: «Όμως τι φενάκη θα ‘ταν η ζωή μας, χωρίς προοπτικές μεγαλοσύνης».
Είπε ένας πέμπτος: «Γιατί να διαφωνούμε για το τι θα γίνουμε, αφού το τι είμαστε δεν γροικάμε καν».
Μα ένας έκτος απάντησε: «Εκείνο που είμαστε, αυτό θα εξακολουθήσουμε να είμαστε».
Κι ένας έβδομος: «Έχω τόσο ξεκάθαρη ιδέα για το καθετί πως θα γίνει. Μα να μην μπορώ να την ντύσω με λέξεις!».
Κι ένας όγδοος μίλησε -κι ένατος και δέκατος- και σειρά από άλλους, και δεν μπορούσα να βγάλω άκρη πια, από τις φωνές τους. Κι έτσι, την ίδια εκείνη μέρα, μετακόμισα στην καρδιά μιας κυδωνιάς, εκεί όπου οι σπόροι είναι λιγοστοί και δεν μιλάνε σχεδόν καθόλου.
***
Η ΑΛΕΠΟΥ
Κάποια αλεπού: «Θα φάμε μια καμήλα», θωρώντας πρωί την σκιά της, της εμίλα. Όμως του κάκου κύλησε το πρωί χωρίς καμήλες -που έψαχνε- να βρει.
Το μεσημέρι πια, σαν είδε την σκιά της πάλι, δεν την ηύρε, έτσι μεγάλη και «βάζοντας την μάχαιρα στην θήκη». «Για γεύμα μου», είπε, «αρκεί κι ένα ποντίκι».
***
Ο ΣΟΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Κάποτε βασίλευε, στην μακρινή πόλη του Βίρανι, ένας βασιλιάς που ήταν σοφός και δυνατός συνάμα. Και, για την δύναμή του τον σκιάζονταν, μα για την σοφία του τον αγαπούσαν. Λοιπόν, στην καρδιά της πόλης υπήρχε ένα πηγάδι, που το νερό του ήταν δροσερό και κρυσταλλένιο, κι από αυτό έπιναν όλοι οι κάτοικοι, ακόμα και ο Ρήγας κι αυλικοί. Γιατί άλλο από αυτό δεν υπήρχε.
Μια νύχτα που κοιμόταν ολάκαιρη η πόλη, μια μάγισσα τρύπωσε μέσα κι έχυσε εφτά σταγόνες, από παράξενο υγρό, στο πηγάδι και είπε: «Από αυτή την ώρα όποιος από το νερό τούτο πίνει, τρελός θα γίνεται».
Τ’ άλλο πρωινό, όλοι οι κάτοικοι, μ’ εξαίρεση τον Ρήγα και τον αυλάρχη του, ήπιαν από το πηγάδι και γίνηκαν τρελοί, ακριβώς σαν που ‘χε προλαλήσει η μάγισσα. Κι όλη την μέρα εκείνη ο λαός, στα στενορύμια και στις πλατιές αγορές, δεν έκανε κι άλλο πράγμα παρά να σιγοψιθυρίζει -ένας στον άλλο-: «Ο Ρήγας είναι τρελός. Ο Ρήγας μας κι ο αυλάρχης του ‘χάσαν τα λογικά τους. Σίγουρα δεν μπορούμε να κυβερνιόμαστε από τρελό βασιλιά. Πρέπει να τον ξεθρονίσουμε».
Το ίδιο απόγευμα ο Ρήγας διέταξε να γεμίσουν ένα χρυσό κύπελο από το πηγάδι. Κι όταν έφεραν σ’ αυτόν το νερό, ήπιε χορταστικά και το έδωσε και στον αυλάρχη του, να πιει κι εκείνος. Τότε στην πόλη εκείνη του Βιράνι, εγίνηκε χαρά πολύ μεγάλη. Γιατί, Ρήγας κι αυλάρχης μάνι-μάνι, τα ‘λογικά’ τους βρήκανε και πάλι.
***
ΟΙ ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ
Στην πόλη που γεννήθηκα, μάνα και κόρη ζούσαν, που στον ύπνο τους πότε -πότε νυχτοπερπατούσαν. Μια νύχτα που ησυχία γλυκιά πλάνευε όλη την πλάση, κόρη και μάνα, υπνοβατώντας, ήρθαν κι οι δύο κάτου και, στην ομίχλη που τον κήπο γύρω είχε σκεπάσει, αντάμωσαν στον ύπνο, ως λεν τ’ αδέρφι του θανάτου.
Μίλησ’ η μάνα: «Ω! Πιο φρικτός εχθρός μου, στους ανθρώπους. Εσύ ‘σαι που κατάστρεψες την θαλερή μου νιότη. Τ’ ανθί της ζωής σου λίπανες με τους δικούς μου κόπους. Αν άνθρωπο εγώ σκότωνα, εσύ θα ‘σουν η πρώτη».
Κι η κόρη: «Ω μισητή γυναίκα, γριά ξεκουτιασμένη, ο εγωισμός σου, εμπόδιο μου, για καθ’ ελευθερία! Που θέλεις την ζωή μου ηχώ σου -ζωή, συ, μαραμένη. Αν ήτανε να πέθαινες, να λήξει αυτή η ιστορία».
Κείνη την ώρα ξύπνησαν, λάλησε το κοκόρι.
Κι μάνα αγκάλιασε την κόρη και της λέει γλυκά: «Εσύ είσαι αγαπούλα μου;». Και μ’ όμοια γλύκα η κόρη: «Ναι, εγώ, χρυσή μανούλα μου», και πάνε αγκαλιαστά.
***
ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ
Κάποτε είπα σ’ ένα σκιάχτρο που έδιωχνε πουλιά: «Στο έρμο χωράφι, θα σε τρώει, κούραση και μαράζι». Και μου ‘πε: «Τρόμο να σκορπάς είναι χαρά βαθιά, που μοναξιά κι ορθοστασιά ποτές δεν με κουράζει».
Με λίγη σκέψη, ξαναλέω: «Αλήθεια είν’ όλα αυτά. Την έχω γνωρίσει την χαράν αυτή, κάποτε, εντός μου…».
«Ναι, μ’ άχυρο όσοι γεμιστούν», το σκιάχτρο μού απαντά, «μπορούν να πουν πως γνώρισαν τέτοιες χαρές του κόσμου».
Τότε έφυγα χωρίς να ξέρω εγώ καλά καλά, αν προσβολή μου ή έπαινος, οι λόγοι ήταν εκείνοι. Και, χρόνος πέρασε, ένας, τότε με γοργά φτερά σαν μου ‘ρθαν νέα: Φιλόσοφος, το σκιάχτρο, ότ’ είχε γίνει. Κι έτυχε πάλι να περάσω εκείθε, μια φορά, κι ήταν το σκιάχτρο -π’ άλλοτες έδιωχνε τα πουλάκια- μα το κεφάλι του είχε γίνει φύλλα και φτερά, και κάτω απ’ το καπέλο του φώλιαζαν δυο κοράκια.
***
ΤΟ ΜΑΤΙ
Είπε το Μάτι κάποια μέρα:
«Σ’ ομίχλης γαλαζένια αχνάδα μέσ’ από τις κοιλάδες, πέρα, θωρώ βουνό. Δείτε ομορφάδα!».
Στ’ Αυτιού τ’ αφούγκρασμα, «κενό»…
Κι αυτό, συμπέρασμα άλλο, βγάνει: «Μα τι μας λες; Για ποιό βουνό; Ήχος βουνού σε με δεν φτάνει».
Κι ύστερα μίλησε το Χέρι: «Να πιάσω ή και ν’ αγγίξω κάτι μάταια, γυρίζω τόσα μέρη. Που, το βουνό, που λέει το Μάτι!».
Κι η Μύτη -αφού ‘κανε εισπνοές- κανοναρχάει και κείνη το «ίσο»: «Βουνό! Μα που ‘ναι οι μυρουδιές απ’ τ’ αγεράκι το βουνίσιο;».
Στράφηκε κάπου αλλού το Μάτι, και να το «κουβεντιάζουν» όλα πιάσαν. Καθένα λέει και κάτι σαν την πιο τέλεια…κουτσομπόλα.
Κι είπανε: «Θα ‘χει παραισθήσεις». Κι αντίς δικά τους να βρουν λάθη, βγήκε από αυτά η -εύκολη- λύσις: «Το Μάτι κάτι θα ‘χει πάθει».
***
ΕΝΑ ΧΟΡΤΑΡΑΚΙ ΕΙΠΕ
«Γιατί με τόσο θόρυβο πέφτεις στο χώμα χάμου!», στο φθινοπωρινό το φύλλο, λέει το χορταράκι, «Τα χειμωνιάτικα σκορπίζεις όλα τα όνειρά μου»… Το φύλλο, μ’ αγανάκτηση του κράζει σε λιγάκι: «Πλάσμα χαμηλογέννητο -που χαμηλά θα μείνει! Άμουσο, πράγμα, δύστροπο. Δεν έχεις ζήσει στα ύψη… Πως θα μπορέσει η κρίση σου τραγούδισμα να κρίνει; Λοιπόν, τ’ ανάερο θρόισμα, χλευάζεις, δίχως τύψη».
Κι απέ, το φθινοπωρινό φύλλο, στην γη ‘χε πέσει. Και εκείνη για να το κοιμίσει του ‘χε στρώσει στρώμα, και σαν ξανάρθε η άνοιξη, ξυπνά στην ίδια θέση: Σαν χορταράκι, που δειλά ξεπρόβαλε στο χώμα. Κι όταν ξανάρθε χινοπώρι, στου ύπνου του τα βύθη, καθώς τα φύλλα -ανάερο χνώτο- γύρουθε σκορπίζει το χορταράκι, πρώτον ύπνο, μόλις που εκοιμήθη, πριν το βαθύ της χειμωνιάς, το μούρμουρό του αρχίζει.
Σαν τη χρονιά την περασμένη, που στον ύπνο του εμίλα: «Αχ, κάνουν τόσο θόρυβο, στο χώμα ως πέφτουν χάμου, τα φθινοπωρινά τα φύλλα, αχ Θεέ μου, αυτά τα φύλλα. Τα χειμωνιάτικα σκορπίζουν όλα τα όνειρά μου».
***
ΠΟΛΕΜΟΣ
Μια νυχτιά γινόταν συμπόσιο στο παλάτι κι ήρθε κάποιος και ρίχτηκε γονατιστός μπρος στα πόδια του πρίγκιπα, κι όλοι οι συμποσιαστές τον κοίταζαν. Κι είδαν βγαλμένο το ένα του μάτι κι από την άδεια κόγχη έτρεχε αίμα. Κι ο πρίγκηπας τον ρώτησε: «Τί σου συνέβει;».
Κι αποκρίθηκε ο άνθρωπος: «Αχ, πρίγκιπά μου, είμαι κλέφτης -επαγγελματίας- κι απόψε την νύχτα, επειδή δεν είχε φεγγαρόφωτο, καθώς πήγα να κλέψω το μαγαζί του σαράφη κι όπως πήδηξα από ένα παράθυρο, από λάθος μου, έπεσα στο μαγαζί του υφαντή, και μέσα στο σκοτάδι χτυπώντας πάνω στον αργαλειό του, έβγαλα το μάτι μου. Και τώρα, ω πρίγκιπά μου, ζητώ δικαιοσύνη για το κακό που ο υφαντής έκανε σε μένα».
Τότε ο πρίγκιπας έστειλε και φέραν τον υφαντή και διέταξε να του βγάλουν το ένα μάτι.
«Ω πρίγκιπά μου», είπε ο υφαντής, «δίκαιη η προσταγή σου. Σωστό να μου βγάλουν το ένα μου μάτι. Όμως αλίμονο, μου είναι απαραίτητα και τα δύο μάτια για να μπορώ να βλέπω και τις δύο όψεις του πανιού που υφαίνω. Μα έχω έναν γείτονα, μπαλωματή, που έχει και αυτός δύο μάτια, και που -δύο- δεν είναι απαραίτητα στο επάγγελμά του».
Τότε ο πρίγκηπας έστειλε, για τον μπαλωματή. Κι αυτός ήρθε. Και έβγαλαν το ένα από του μπαλωματή τα μάτια.
Κι η δικαιοσύνη αποδόθηκε.
***
Η ΦΙΛΟΔΟΞΗ ΒΙΟΛΕΤΑ
Υπήρχε μία ωραία κι ευωδιαστή βιολέτα που ζούσε ήσυχα ανάμεσα στους φίλους της και κουνιόταν χαρούμενα ανάμεσα στα άλλα λουλούδια, σ’ έναν μοναχικό κήπο. Ένα πρωί, όταν το στέμμα της ήταν στολισμένο με δροσοσταλίδες, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε γύρω της. Είδε ένα ψηλό και ωραίο τριαντάφυλλο να στέκεται υπερήφανα και να φτάνει ψηλά στο διάστημα, σαν φλογισμένος πυρσός πάνω σε μία λάμπα από σμαράγδια.
Η βιολέτα άνοιξε τα γαλάζια χείλη της και είπε: «Τι άτυχη που είμαι ανάμεσα σ’ αυτά τα λουλούδια και πόσο ταπεινή είναι η θέση που έχω μπροστά τους! Η φύση μ’ έπλασε να είμαι κοντή και φτωχιά… Ζω πολύ κοντά στην γη και δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου προς τον γαλάζιο ουρανό ή να στρέψω το πρόσωπό μου στον ήλιο, όπως κάνει το τριαντάφυλλο».
Και το τριαντάφυλλο άκουσε τα λόγια της γειτόνισσάς της. Γέλασε και σχολίασε: «Τι παράξενη είναι η ομιλία σου! Είσαι τυχερή, και όμως δεν μπορείς να καταλάβεις την τύχη σου. Η Φύση σου έδωσε ευωδία και ομορφιά που δεν χάρισε σε κανένα άλλο λουλούδι. Πέταξε αυτές τις σκέψεις και να ‘σαι ευχαριστημένη, και να θυμάσαι ότι όποιος ταπεινώνεται, θα εξυψωθεί και όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα συντριβεί».
Η βιολέτα απάντησε: «Με παρηγορείς γιατί έχεις αυτό που λαχταρώ… Ζητάς να με πικράνεις με το νόημα ότι είσαι σπουδαία… Πόσο οδυνηρό είναι το κήρυγμα των τυχερών, στην καρδιά των δυστυχισμένων! Και πόσο αυστηρός είναι ο δυνατός όταν είναι σύμβουλος των αδυνάτων».
Και η Φύση άκουσε την συνομιλία της βιολέτας με το τριαντάφυλλο, πλησίασε και είπε: «Τι σου συνέβη, κόρη μου βιολέτα; Υπήρξες ταπεινή και γλυκιά σε όλες σου τις πράξεις και τα λόγια σου. Μήπως μπήκε η απληστία στην καρδιά σου και μούδιασε τις αισθήσεις σου;».
Με παρακλητική φωνή, η βιολέτα απάντησε σ’ αυτή λέγοντας: «Μεγάλη και σπλαχνική μητέρα, γεμάτη αγάπη και συμπάθεια, σε παρακαλώ, με όλη μου την καρδιά και την ψυχή μου, να μου κάνεις την χάρη και να με αφήσεις να είμαι τριαντάφυλλο για μια μέρα».
Και η Φύση απάντησε: «Δεν ξέρεις τι ζητάς. Δεν αντιλαμβάνεσαι την κρυμμένη συμφορά πίσω από την τυφλή φιλοδοξία σου. Αν ήσουν τριαντάφυλλο θα το μετάνιωνες και το μετάνιωμά σου δεν θα σε ωφελούσε σε τίποτε».
Η βιολέτα επέμεινε: «Κάνε με ψηλό τριαντάφυλλο, γιατί θέλω να σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά με καμάρι. Και ασχέτως της τύχης μου, θα είναι δικό μου σφάλμα».
Η Φύση υποχώρησε, λέγοντας: «Α, αμαθής και ανυπότακτη βιολέτα, θα σου κάνω το χατήρι. Αλλά αν πέσει συμφορά σε σένα, το παράπονό σου πρέπει να στραφεί στον εαυτό σου».
Και η Φύση άπλωσε τα μυστηριώδη και μαγικά δάχτυλά της και άγγιξε τις ρίζες τις βιολέτας, που αμέσως έγινε ψηλό τριαντάφυλλο, και υψώθηκε πάνω απ’ όλα τα λουλούδια του κήπου.
Το δειλινό, ο ουρανός γέμισε από πυκνά μαύρα σύννεφα και τα μαινόμενα στοιχεία τάραξαν τη σιωπή της ύπαρξης με βροντές και άρχισαν να χτυπούν τον κήπο, εκτοξεύοντας μεγάλη βροχή και δυνατούς ανέμους. Η καταιγίδα έσκισε τα κλαδιά και ξερίζωσε τα φυτά κι έσπασε τα κοτσάνια των δυνατών λουλουδιών, αφήνοντας άθικτα μόνο τα μικρά λουλούδια που φύτρωναν κοντά στην φιλική γη. Εκείνος ο μοναχικός κήπος υπέφερε πολύ από τον εχθρικό ουρανό και όταν ησύχασε η θύελλα και ο ουρανός καθάρισε, όλα τα φυτά καταστράφηκαν και κανένα από αυτά δεν ξέφυγε την οργή της Φύσης, εκτός από τις μικρές βιολέτες που κρύβονταν κοντά στον τοίχο του κήπου.
Αφού σήκωσε το κεφάλι της και είδε την τραγωδία των λουλουδιών και δέντρων, μία από τις νεαρές βιολέτες χαμογέλασε χαρούμενα και είπε στις συντρόφισσές της: «Κοιτάξτε τι έκανε η καταιγίδα στα υπερήφανα λουλούδια!».
Μία άλλη βιολέτα είπε: «Είμαστε μικρές και ζούμε κοντά στην γη, αλλά είμαστε ασφαλείς από την οργή των ουρανών».
Και μία τρίτη πρόσθεσε: «Επειδή έχουμε μικρό ύψος, η καταιγίδα δεν μπορεί να μας υποτάξει».
Εκείνη την στιγμή η βασίλισσα των βιολετών είδε δίπλα της την αλλαγμένη βιολέτα, πεταμένη στην γη από την θύελλα και παραμορφωμένη πάνω στην βρεγμένη χλόη σαν αδύναμος στρατιώτης στο πεδίο της μάχης. Η βασίλισσα των βιολετών σήκωσε το κεφάλι της και φώναξε την οικογένειά της, λέγοντας: «Κοιτάξτε, κόρες μου και σκεφτείτε αυτό που έκανε η Απληστία στην βιολέτα που έγινε υπερήφανο τριαντάφυλλο για μία ώρα. Η ανάμνηση αυτής της σκηνής ας γίνει υπενθύμιση της καλής σας τύχης».
Το ετοιμοθάνατο ‘τριαντάφυλλο’ κινήθηκε, μάζεψε τα υπολείμματα της δύναμής του και είπε ήσυχα: «Είστε ευχαριστημένοι και πειθήνιοι βλάκες! Ποτέ δεν φοβήθηκα την καταιγίδα. Χθες, κι εγώ ήμουν ευχαριστημένη και ικανοποιημένη με την Ζωή, αλλά η Ικανοποίηση ενήργησε σαν εμπόδιο ανάμεσα στην ύπαρξή μου και στην καταιγίδα της Ζωής, που με περιόριζε σε μία αρρωστιάρικη και νωθρή ειρήνη και γαλήνη πνεύματος. Μπορούσα να ζήσω την ίδια ζωή που ζείτε εσείς τώρα, με το να προσκολλείστε από φόβο στην γη… Μπορούσα να περιμένω τον χειμώνα να με τυλίξει με χιόνι και να με παραδώσει στον Χάρο, που θα πάρει σίγουρα όλες τις βιολέτες…
Χαίρομαι τώρα γιατί ερεύνησα έξω από τον μικρό κόσμο μου το μυστήριο του Σύμπαντος -κάτι που δεν κάνατε εσείς ακόμη. Μπορούσα να παραβλέψω την Απληστία, που η φύση της είναι ανώτερη από την δική μου, αλλά καθώς πρόσεχα την ησυχία της νύχτας, άκουσα τον ουράνιο κόσμο να μιλά σ’ αυτό τον γήινο κόσμο, λέγοντας: “Η φιλοδοξία πέρα από την ύπαρξη, είναι ο βασικός σκοπός της ζωής μας”. Εκείνη την στιγμή το πνεύμα μου επαναστάτησε και η καρδιά μου λαχτάρησε μία θέση ανώτερη από την περιορισμένη ύπαρξή μου. Κατάλαβα ότι η άβυσσος δεν μπορεί ν’ ακούσει το τραγούδι των άστρων, κι εκείνη την στιγμή άρχισα να πολεμώ κατά της μικρότητάς μου και να λαχταρώ εκείνο που δεν ανήκε σε μένα, ώσπου η ανυποταξία μου έγινε μεγάλη δύναμη και η λαχτάρα μου δημιουργική θέληση. Η Φύση, που είναι το μεγάλο αντικείμενο των βαθύτερων ονείρων μας, ικανοποίησε την παράκλησή μου και μ’ έκανε τριαντάφυλλο με τα μαγικά δάχτυλά της».
Το τριαντάφυλλο έγινε σιωπηλό για μία στιγμή και με αδύνατη φωνή, ανακατεμένη με υπερηφάνεια και κατόρθωμα, είπε: «Έζησα μία ώρα σαν υπερήφανο τριαντάφυλλο. Υπήρξα για ένα διάστημα σαν βασίλισσα. Κοίταξα το Σύμπαν πίσω από τα μάτια του τριαντάφυλλου. Άκουσα τον ψίθυρο του στερεώματος με τ’ αυτιά του τριαντάφυλλου και άγγιξα τις πτυχές του ρούχου του Φωτός, με ροδοπέταλα. Υπάρχει κάποιος εδώ, που μπορεί να διεκδικήσει τέτοια τιμή;».
Αφού μίλησε έτσι, χαμήλωσε το κεφάλι του και με πνιγμένη φωνή είπε ασθμαίνοντας: «Θα πεθάνω τώρα, γιατί η ψυχή μου πέτυχε τον σκοπό της. Τελικά, επέκτεινα τις γνώσεις μου ως έναν κόσμο πέρα από το στενό σπήλαιο της γέννησής μου. Αυτό είναι το σχέδιο της Ζωής. Αυτό είναι το μυστικό της Ύπαρξης».
Τότε το τριαντάφυλλο άρχισε να τρέμει, δίπλωσε αργά τα πέταλά του, και πήρε την τελευταία αναπνοή του μ’ ένα ουράνιο χαμόγελο πάνω στα χείλη του… Ένα χαμόγελο εκπλήρωσης, ελπίδας και σκοπού στην Ζωή. Ένα χαμόγελο νίκης, ένα χαμόγελο του Θεού.
***
ΑΓΑΠΗ
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, μ’ όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ’ όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν τον βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Η αγάπη δεν δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Και μην πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη την δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στην νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια την γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
***
ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΛΥΠΗ
Όταν είσαι χαρούμενος, κοίταξε βαθιά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι μονάχα εκείνο που σου έχει δώσει λύπη είναι εκείνο που σου δίνει την χαρά. Όταν είσαι λυπημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι πραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου. Τα δύο αυτά είναι αχώριστα. Έρχονται πάντα μαζί, κι όταν το ένα κάθεται μόνο του δίπλα σου στο τραπέζι, θυμήσου, ότι το άλλο κοιμάται στο κρεβάτι σου.
***
ΦΙΛΙΑ
Είναι ο φίλος σας κάτι που θα ‘πρεπε να γυρεύετε όταν έχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε; Καλύτερα να γυρεύετε τον φίλο σας πάντα όταν έχετε ώρες να ζήσετε. Γιατί το έργο του φίλου, είναι να εκπληρώνει τις ανάγκες σας, όχι να γεμίσει το κενό σας.
***
ΘΑΝΑΤΟΣ
Αν θέλετε πραγματικά ν’ αντικρίσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας, υπάρχει η σιωπηλή γνώση για το υπερπέραν. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αιωνιότητα. Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε να πραγματικά να τραγουδήσετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
***
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Δεν είναι η θρησκεία όλες οι πράξεις και όλες οι σκέψεις, και αυτό που δεν είναι ούτε ούτε πράξη ούτε σκέψη, αλλά μία απορία και μία έκπληξη, που αναβλύζει πάντοτε μέσα στην ψυχή, ακόμα και όταν τα χέρια σμιλεύουν την πέτρα ή δουλεύουν τον αργαλειό; Ποιός μπορεί να χωρίσει την πίστη του από τις πράξεις του, ή τις πεποιθήσεις του από τις ασχολίες του;
Η καθημερινή σας ζωή, είναι ο ναός σας και η θρησκεία σας. Όταν μπαίνετε σ’ αυτήν, πάρτε μαζί σας όλο τον εαυτό σας. Κι αν θέλετε να γνωρίσετε τον Θεό, μην ενεργείτε σαν να προσπαθείτε να λύσετε αινίγματα. Καλύτερα κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε τον Θεό να παίζει με τα παιδιά σας. Κοιτάξτε και στο διάστημα. Θα δείτε τον Θεό να περπατάει μέσα στο σύννεφο, ν’ απλώνει τα χέρια του με την αστραπή και να κατεβαίνει με την βροχή.
***
ΔΟΣΙΜΟ
Όλα όσα έχεις, κάποια μέρα θα δοθούν. Γι’ αυτό δώσε τώρα, ώστε ο καιρός της προσφοράς να είναι δικός σου, κι όχι των κληρονόμων σου.
Πολλές φορές λες: «Θα ήθελα να δώσω, αλλά μόνο σ’ αυτούς που αξίζουν».
Τα δέντρα του περιβολιού σου δεν μιλούν έτσι, ούτε τα κοπάδια στο λιβάδι σου.
Και ποιος είσαι εσύ που θα ‘πρεπε οι άνθρωποι να ανοίξουν το στήθος τους και να ξεσκεπάσουν την περηφάνια τους, για να μπορείς να δεις την αξία τους γυμνή και την περηφάνια τους αντρόπιαστη; Δες εσύ πρώτα αν εσύ ο ίδιος είσαι άξιος να γίνεις δότης, και όργανο δοσίματος. Γιατί, στην πραγματικότητα, είναι η ζωή που δίνει στην ζωή -ενώ εσύ, που ονομάζεις τον εαυτό σου δότη, δεν είσαι παρά ένας μάρτυρας. Και σεις αποδέκτες -και είστε όλοι σας αποδέκτες- μη δέχεστε φορτίο ευγνωμοσύνης, για να μην βάλετε δεσμά πάνω στον εαυτό σας και σ’ αυτόν που δίνει.
***
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τι άλλο είναι η προσευχή εκτός από επέκταση του εαυτού σας στο ζωντανό αιθέρα; Κι αν σας φέρνει παρηγοριά να ξεχύνετε το σκοτάδι σας στο διάστημα, θα σας έφερνε επίσης χαρά αν ξεχύνατε στο διάστημα το γλυκοχάραμα της καρδιά σας. Όταν προσεύχεστε, υψώνεστε και συναντάτε στον αέρα εκείνους που προσεύχονται την ίδια εκείνη ώρα και τους οποίους δεν μπορείτε να συναντήσετε, παρά μόνο στην προσευχή. Γι’ αυτό η επίσκεψη σας σ’ αυτόν τον αόρατο ναό ας μην γίνετε για άλλο σκοπό, εκτός από την έκσταση και την γλυκιά επικοινωνία.
***
ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Όπως ο άγιος και ο δίκαιος δεν μπορεί να υψωθεί πάνω πάνω από το πιο ψηλό σημείο που βρίσκεται στον καθένα από σας, έτσι και ο πονηρός κι ο αδύνατος δεν μπορούν να πέσουν πιο χαμηλά από το χαμηλότερο σημείο που βρίσκεται πάλι μέσα στον καθένα σας. Κι όπως το ένα μόνο φύλλο δεν κιτρινίζει παρά μονάχα με την βουβή γνώση όλου του δέντρου, έτσι και ο παραβάτης δεν μπορεί να κάνει αδίκημα χωρίς την κρυφή θέληση όλων σας.
Κι όταν κάποιος από σας πέφτει, το πέσιμό του είναι για εκείνους που ακολουθούν μία προφύλαξη ενάντια στην πέτρα οπού μπορούν να σκουντουφλήσουν. Ναι, και το πέσιμό του είναι και απ’ αυτούς που είναι μπροστά του, που μ’ όλο που είχαν πιο γρήγορο και και πιο σίγουρο βήμα, ωστόσο δεν έβγαλαν το πέτρινο εμπόδιο από το δρόμο.
Και θα πω ακόμα, παρ’ όλο που η λέξη μπορεί να είναι βαριά για την καρδιά σας: Ο δολοφονημένος δεν είναι χωρίς ευθύνη για τον θάνατό του, κι ο ληστεμένος φταίει κι ο ίδιος για το λήστεμά του. Οι δίκαιοι δεν είναι αθώοι για τις πράξεις των πονηρών, κι εκείνος με τα καθαρά χέρια δεν είναι ανεύθυνος για τις πράξεις του κακούργου. Ναι, ο ένοχος είναι πολλές φορές το θύμα το κακοποιημένου. Κι ακόμα πιο συχνά, ο καταδικασμένος είναι εκείνος που κουβαλά το φορτίο για λογαριασμό των αθώων και των ακατάκριτων.
Δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε τον δίκαιο από τον άδικο και τον καλό από τον πονηρό. Γιατί και οι δύο στέκονται μαζί μπροστά στο πρόσωπο του ήλιου καθώς η μαύρη και η άσπρη κλωστή υφαίνονται μαζί. Κι όταν η μαύρη κλωστή σπάζει, ο υφαντουργός θα προσέξει όλο το ύφασμα και θα εξετάσει επίσης και τον αργαλειό. Αν κάποιος από εσάς φέρει μπροστά στην δικαιοσύνη την άπιστη σύζυγο, θα πρέπει επίσης να ζυγίσει την καρδιά του συζύγου της στη ζυγαριά, και να μετρήσει την ψυχή του με μέτρα. Και αυτός που θα καταδίκαζε σε μαστίγωμα τον αδικητή, θα πρέπει να ερευνήσει και την ψυχή του αδικημένου.
Αν κάποιος από σας θα ήθελε να τιμωρήσει στο όνομα της δικαιοσύνης και να κατεβάσει το τσεκούρι πάνω στο κακό δέντρο, θα πρέπει να κοιτάξει και τις ρίζες του. Και τότε αληθινά θα δει ότι οι ρίζες του καλού και του κακού, του καρποφόρου και του άκαρπου, είναι τυλιγμένες όλες μαζί στην σιωπηλή καρδιά της γης. Κι εσείς δικαστές που θέλετε να είστε δίκαιοι, τι κρίση θα βγάλετε γι’ αυτόν που αν και είναι τίμιος στα χέρια είναι όμως κλέφτης στη σκέψη; Και ποιά ποινή θα βάζατε σ’ αυτόν που σκοτώνει την σάρκα, αλλά δολοφονείται ο ίδιος στην ψυχή;
Και πως θα τιμωρήσετε εκείνον που στην πράξη είναι δόλιος και καταπιεστής, αλλά που είναι κι ο ίδιος αδικημένος και εξευτελισμένος; Και πως θα τιμωρήσετε εκείνους που οι τύψεις τους, είναι κιόλας πολύ μεγαλύτερες από τα αδικήματά τους; Δεν είναι οι τύψεις η δικαιοσύνη που απονέμει ο ίδιος εκείνος νόμος που εσείς θέλετε να υπηρετείτε; Δεν μπορείτε όμως να βάλετε τύψεις στην καρδιά του αθώου, ούτε να τις αφαιρέσετε από την καρδιά του ενόχου. Απρόσκλητος οι τύψεις θα καλούν μέσα στη νύχτα, έτσι που οι άνθρωποι να ξυπνούν και να αντικρίζουν τον εαυτό τους.
Κι εσείς που θέλετε να κατανοήσετε την δικαιοσύνη, πως θα το μπορέσετε, παρά μόνο αν αντικρίσετε όλες τις πράξεις στο πιο δυνατό φως; Μόνο τότε θα καταλάβετε, ότι αυτοί που στέκονται όρθιοι και αυτοί που έχουν πέσει δεν είναι παρά ένας άνθρωπος που στέκεται στο μισοσκόταδο, ανάμεσα στην νύχτα του πυγμαίου εαυτού του και την μέρα του θείου εαυτού του. Και ότι ο γωνιόλιθος του ναού δεν βρίσκεται ψηλότερα από τον πιο χαμηλό λίθο στα θεμέλιά του.
***
Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΜΟΥ
Ήταν αυτή η μέρα του χρόνου που η μητέρα μου μ’ έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο, Αυτή την μέρα, πριν ένα τέταρτο του αιώνα, η μεγάλη σιωπή μ’ έβαλε στην αγκαλιά της ύπαρξης, γεμάτης θρήνους, δάκρυα και συγκρούσεις. Είκοσι πέντε φορές γύρισα γύρω από τον φλογερό ήλιο, και περισσότερες φορές το φεγγάρι περικύκλωσε την μικρότητά μου. Κι όμως, δεν έμαθα τα μυστικά του φωτός, ούτε καταλαβαίνω το μυστήριο του σκοταδιού.
Ταξίδεψα αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια με την γη, τον ήλιο και τους πλανήτες, μέσα στο Υπέρτατο Άπειρο. Κι όμως η ψυχή μου λαχταρά για κατανόηση του Αιώνιου Νόμου, όπως η κούφια σπηλιά αντιλαλεί τον ήχο των κυμάτων της θάλασσας, αλλά ποτέ δεν γεμίζει.
Η ζωή υπάρχει με την ύπαρξη του ουράνιου συστήματος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται την απεριόριστη δύναμη του στερεώματος. Και η ψυχή τραγουδά τον αίνο της άμπωτης και της παλίρροιας, μιας ουράνιας μελωδίας, αλλά δεν πιάνει το νόημά της.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, το χέρι του Χρόνου κατέγραψε την ύπαρξή μου, και είμαι ζωντανή σελίδα στο βιβλίο του Σύμπαντος. Και όμως, είμαι τώρα ένα τίποτε. Μόνο μία αόριστη λέξη με νόημα σύνταξης, που κάποτε συμβολίζει τίποτε και κάποτε πολλά πράγματα.
Διαλογισμοί και αναμνήσεις, αυτή την μέρα κάθε χρόνο, γεμίζουν την ψυχή μου και σταματούν την πορεία της ζωής. Φανερώνοντας σε μένα τα φαντάσματα σπαταλημένων νυχτών και παρασέρνοντάς τα, όπως ο μεγάλος άνεμος σκορπίζει το λεπτό σύννεφο από τον ορίζοντα. Και χάνονται στην σκοτεινή γωνιά της καλύβας μου, όπως το μουρμουρητό του στενού ρυακιού πρέπει να χαθεί στην μακρινή και πλατιά κοιλάδα.
Αυτή την μέρα κάθε χρόνο, τα πνεύματα που έπλασαν την ψυχή μου, μ’ επισκέπτονται απ’ όλη την αιωνιότητα και μαζεύονται γύρω μου, ψάλλοντας τους λυπηρούς ύμνους των αναμνήσεων. Αλλά υποχωρούν γρήγορα και εξαφανίζονται πίσω από τα ορατά αντικείμενα, σαν κοπάδι πουλιά που πέφτουν σ’ ένα έρημο αλώνι οπού δεν βρίσκουν σπόρους. Πετούν γύρω με απογοήτευση και φεύγουν γρήγορα για καλύτερο μέρος.
Αυτή την μέρα συλλογίζομαι το παρελθόν, που ο σκοπός του με προβληματίζει στο νου και με συγχύζει στην καρδιά, και το κοιτάζω όπως κοιτάζω μέσα στο θαμπό καθρέπτη οπού βλέπω μόνο θανατερές όψεις πάνω στα περασμένα χρόνια. Καθώς κοιτάζω ξανά, βλέπω τον εαυτό μου να κοιτάζει το λυπηρό εαυτό μου, και ρωτώ την Λύπη, αλλά την βρίσκω μουγκή. Η Λύπη, αν μπορούσε να μιλήσει, θα ήταν γλυκύτερη από την Χαρά του τραγουδιού.
Στα είκοσι πέντε χρόνια της ζωής μου αγάπησα πολλά πράγματα, και συχνά αγάπησα εκείνο που οι άνθρωποι μισούσαν, και σιχαινόμουν εκείνο που οι άνθρωποι αγαπούσαν. Κι εκείνο που αγαπούσα όταν ήμουν παιδί, το αγαπώ ακόμη, και θα συνεχίσω να το αγαπώ για πάντα. Η δύναμη ν’ αγαπάς είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να παρθεί ποτέ από τον ευλογημένο που αγαπά.
Αγαπώ τον θάνατο και του δίνω γλυκά ονόματα και τον παινεύω με στοργικά λόγια μυστικά και στα πλήθη υβριστικών ακροατών. Αν και δεν απαρνήθηκα την μεγάλη μου πίστη στον θάνατο, ερωτεύτηκα επίσης βαθιά την Ζωή, γιατί η ζωή και ο θάνατος είναι ίσοι σε μένα σε γοητεία, γλύκα κι έλξη, κι ένωσαν τα χέρια τους για να καλλιεργήσουν μέσα μου τις λαχτάρες μου και στοργές μου, και για να μοιραστούν μαζί μου την δυστυχία μου.
Αγαπώ την ελευθερία, και η αγάπη μου για την αληθινή Ελευθερία μεγάλωσε μαζί με τις αυξανόμενες γνώσεις μου για την παράδοση των ανθρώπων στη σκλαβιά, την καταπίεση και την τυραννία. Και για την υποταγή τους στα φρικτά είδωλα που στήθηκαν από τις περασμένες εποχές και γυαλίστηκαν από τα καμμένα χείλη των σκλάβων.
Γιατί αγαπώ εκείνους τους σκλάβους με την αγάπη μου για Ελευθερία, γιατί φίλησαν τυφλά τα σαγόνια άγριων θηρίων με ήρεμη και μακάρια άγνοια, χωρίς να αισθανθούν το φαρμάκι χαμογελαστών οχιών και χωρίς να ξέρουν ότι έσκαψαν τον τάφο τους με τα δάχτυλά τους.
Η αγάπη μου για λευτεριά είναι η μεγαλύτερη αγάπη μου, γιατί βρήκα πως είναι μία όμορφη κόρη, αδυνατισμένη από τη μοναξιά και μαραμένη από την ερημιά, ώσπου έγινε σαν φάντασμα που πλανιέται ανάμεσα στα σπίτια αγνώριστη και ανεπιθύμητη. Σταματώντας στην άκρη των δρόμων και καλώντας τους οδοιπόρους που δεν έδιναν προσοχή.
Αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια, αγάπησα την ευτυχία όπως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν την ευτυχία. Ήμουν σε συνεχή αναζήτηση αυτής, αλλά δεν την βρήκα στον δρόμο του ανθρώπου. Ούτε παρατήρησα τ’ αποτυπώματα των βημάτων της πάνω στην άμμο μπροστά στα παλάτια του ανθρώπου. Ούτε άκουσα την ηχώ της φωνής της, από τα παραθύρια των ναών του ανθρώπου.
Αναζήτησα την ευτυχία στη μοναξιά μου και καθώς πλησίαζα σ’ αυτή, άκουσα την ψυχή μου να ψιθυρίζει στην Καρδιά μου, λέγοντας: «Η ευτυχία που ζητάς είναι μία παρθένα, που γεννήθηκε και ανατράφηκε στα βάθη της καρδιάς και δεν ξεπροβάλλει από τον τόπο της γέννησής της». Κι όταν άνοιξα την καρδιά μου για να την βρω, ανακάλυψα στην θέση της μόνο τον καθρέφτη της, την κούνια της και το φόρεμά της, αλλά η ευτυχία δεν ήταν εκεί. Αγαπώ τους ανθρώπους και αγαπώ εξίσου και τα τρία ανθρώπινα είδη… Εκείνον που βλαστημά τη ζωή, εκείνον που την ευλογεί, κι εκείνον που στοχάζεται γι’ αυτήν. Αγαπώ τον πρώτο για την δυστυχία του, τον δεύτερο για την γενναιοδωρία του και τον τρίτο για την αντίληψή του και την γαλήνη του.
Έτσι με την αγάπη, είκοσι πέντε χρόνια πέρασαν στην ανυπαρξία, κι έτσι γρήγορα έτρεξαν οι μέρες και οι νύχτες, πέφτοντας από τον δρόμο της ζωής μου και φτερουγίζοντας μακριά σαν τα ετοιμοθάνατα φύλλα των δέντρων, μπροστά στους ανέμους του φθινόπωρου. Σήμερα, σταμάτησα στον δρόμο μου σαν τον κουρασμένο ταξιδιώτη που δεν έφτασε στον προορισμό του, αλλά ζητεί να εξακριβώσει την θέση του. Κοιτάζω προς κάθε κατεύθυνση, αλλά δεν βρίσκω ίχνος του παρελθόντος μου όπου θα μπορούσα να δείξω και να πω: «Αυτό, είναι δικό μου!».
Ούτε μπορώ να δρέψω καρπούς από τις εποχές των χρόνων μου, γιατί οι αποθήκες μου έχουν μόνο αυτές τις περγαμηνές πάνω στις οποίες γράφει το μελάνι, κι αυτές τις ζωγραφιές πάνω στις οποίες εμφανίζονται απλές γραμμές και χρώματα. Μ’ αυτά τα χαρτιά και αυτές τις εικόνες, κατόρθωσα μόνο να τυλίξω και να θάψω την αγάπη μου, τις σκέψεις μου και τα όνειρά μου, όπως ο σπορέας θάβει τους σπόρους στην καρδιά της γης. Αλλά όταν ο σπορέας σπέρνει τους σπόρους στην καρδιά της γης, γυρίζει σπίτι του το βράδυ, ελπίζοντας και περιμένοντας την μέρα του θερισμού. Αλλά εγώ έσπειρα τους εσωτερικούς σπόρους της καρδιάς μου στην απελπισία, και η ελπίδα καθώς και η αναμονή, είναι μάταιες.
Και τώρα, εφ’ όσον έκανα τα είκοσι πέντε ταξίδια μου γύρω από τον ήλιο, κοιτάζω το παρελθόν πίσω από το βαθύ πέπλο των αναστεναγμών και θλίψεων, και το σιωπηλό μέλλον φωτίζεται για μένα μόνο από την άθλια λάμπα του παρελθόντος. Κοιτάζω το σύμπαν από τον φεγγίτη της καλύβας μου, και βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων και ακούω τις φωνές τους ν’ ανεβαίνουν στο διάστημα και ακούω τα βήματά τους να πέφτουν στις πέτρες.
Και διακρίνω τις αποκαλύψεις του πνεύματός τους, τις δονήσεις των επιθυμιών τους και τους παλμούς της καρδιάς τους.
Και βλέπω τα παιδιά να τρέχουν, να γελούν, να παίζουν και να κλαίνε. Και παρατηρώ τους νεαρούς να βαδίζουν με το κεφάλι τους σηκωμένο ψηλά, σαν να διαβάζουν και να τραγουδούν την Κασήντα της Νιότης ανάμεσα στις άκρες των ματιών τους, των πλαισιωμένων με τις αστραφτερές ακτίνες του ηλίου.
Και βλέπω τις κοπέλες, που βαδίζουν χαριτωμένα και κουνιούνται σαν τρυφερά κλαδιά, και χαμογελούν σαν λουλούδια, και κοιτάζουν τους νεαρούς πίσω από τα τρεμουλιαστά μάτια της αγάπης.
Και βλέπω τους μεγάλους να βαδίζουν με σκυμμένη πλάτη, ακουμπώντας πάνω στο μπαστούνι τους, κοιτάζοντας την γη σαν ν’ αναζητούν εκεί έναν θησαυρό που χάθηκε στα νιάτα τους. Παρατηρώ αυτές τις εικόνες, και τα φαντάσματα να κινούνται και να σέρνονται στα μονοπάτια και τους δρόμους της πόλης. Ύστερα κοιτάζω πέρα από την πόλη και συλλογίζομαι την ερημιά, την σεβαστή ομορφιά της και την ομιλούσα σιωπή της. Τους λοφίσκους της, τις κοιλάδες της και τα ψηλά δέντρα. Τα ευωδιαστά λουλούδια της, τα ζωηρά ρυάκια της και τα πουλιά που κελαηδούν.
Έπειτα κοιτάζω πέρα από τον ωκεανό και βλέπω τον απέραντο ουρανό με τ’ αστραφτερά του άστρα. Τους ήλιους, τα φεγγάρια του και τους πλανήτες του. Τις γιγάντιες δυνάμεις του και τα μυριάδες στοιχεία του να συμμορφώνονται αλάνθαστα μ’ έναν μεγάλο νόμο, που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυτά σκέπτομαι μέσα στους τοίχους μου, ξεχνώντας τα είκοσι πέντε χρόνια μου κι όλα τα χρόνια που ‘ρθαν πριν από αυτά και όλους τους μελλοντικούς αιώνες.
Αυτή την στιγμή η δική μου ύπαρξη κι όλα γύρω μου, φαίνονται σαν τον αδύνατο αναστεναγμό ενός μικρού παιδιού, που τρέμει στη βαθιά και αιώνια κενότητα ενός υπέρτατου και απεριόριστου χρόνου.
Αλλά αυτή η ασήμαντη οντότητα…αυτός ο εαυτός που είμαι εγώ, και του οποίου την κίνηση και βοή ακούω συνεχώς, τώρα σηκώνει δυναμωμένες φτερούγες προς το πλατύ στερέωμα, απλώνοντας χέρια προς όλες τις κατευθύνσεις, ταλαντευόμενος και τρέμοντας αυτή τη μέρα που μ’ έφερε στη ζωή, κι έφερε ζωή μέσα μου. Και τότε μία δυνατή φωνή υψώνεται από τα Άγια των Αγίων μέσα μου, λέγοντας:
«Ειρήνη σε σένα, Ζωή! Ειρήνη σε σένα Ξύπνημα! Ειρήνη σε σένα Αποκάλυψη!
Ειρήνη σε σένα, Ημέρα, που καταβροχθίζεις το σκοτάδι της γης με το λαμπερό φως σου!
Ειρήνη σε σένα Νύχτα, που μέσα στο σκοτάδι σου λάμπουν τα φώτα τ’ ουρανού!
Ειρήνη σε σας, Εποχές του Έτους!
Ειρήνη σε σένα, Άνοιξη, που φέρνεις τη νιότη στη γη ξανά!
Ειρήνη σε σένα, Καλοκαίρι, που αναγγέλλεις την δόξα του ήλιου!
Ειρήνη σε σένα, Φθινόπωρο, που δίνεις με χαρά τους καρπούς του μόχθου και την σοδειά του κόπου!
Ειρήνη σε σένα, Χειμώνα, που η μανία σου και η καταιγίδα σου, φέρνουν ξανά στην φύση την υπνωτική δύναμή της!
Ειρήνη σε σας, Χρόνια, που φανερώνετε ό,τι κρύβουν τα χρόνια!
Ειρήνη σε σας, Αιώνες, που χτίζετε ό,τι κατέστρεψαν οι αιώνες.
Ειρήνη σε σένα, Χρόνε, που μας οδηγείς στην πληρότητα του Θανάτου!
Ειρήνη σε σένα, Καρδιά, που πάλλεις ήσυχα ενώ κολυμπάς στα δάκρυα!
Ειρήνη σε σας, Χείλη, που λέτε χαρούμενα λόγια του σαλλαάμ, ενώ γεύεστε την χολή και το ξύδι της ζωής!
Ειρήνη σε σένα, Ψυχή, που κατευθύνεις το τιμόνι της ζωής και του θανάτου, όταν κρύβεται από μας, πίσω απ’ το παραπέτασμα του ήλιου!».
***
Χαλίλ Γκιμπράν
Αποσπάσματα από τα βιβλία του Χαλίλ Γκιμπράν, «Ο τρελός», «Τα μυστικά της καρδιάς» και «Ο προφήτης».
Ο Χαλίλ Γκιμπράν (6 Ιανουαρίου 1883-22 Αυγούστου 1931) ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και εικαστικός καλλιτέχνης. Θεωρείται διάνοια της εποχής μας από τους αραβόφωνους λαούς που γνωρίζουν καλά τα γραπτά του. Ήταν μαθητής του γλύπτη Ογκίστ Ροντέν, ο οποίος συνέκρινε τα έργα του με αυτά του Ουίλιαμ Μπλέικ. Το πιο γνωστό του έργο θεωρείται Ο Προφήτης (1823) και Ο Κήπος του Προφήτη (1933).
Ο Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στην μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία.
Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί, που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του.
Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί με την Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου